Σαν σήμερα ένα από τα πιο γνωστά πρόσωπα του εγχώριου αντάρτικου πόλης έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια συμπλοκής στου Γκύζη αφού πρώτα σκότωσε τρεις αστυνομικούς. Η αντίστροφη μέτρηση για τον γεννημένο το 1953, στον Άγιο Βασίλειο της Νεμέας ξεκίνησε λίγες μέρες νωρίτερα στις 12 Μαΐου όταν διερχόμενοι αστυνομικοί από την οδό Αμφίκλειας στου Γκύζη βρήκαν μια πράσινη μοτοσικλέτα Yamaha enduro, η οποία μετά από έλεγχο αποδείχθηκε ότι έφερε πλαστές πινακίδες και είχε κλαπεί από το Γαλάτσι στις 23 Απριλίου.
Από εκείνη τη στιγμή η μηχανή τέθηκε υπό παρακολούθηση 24 ώρες το 24ωρο από άνδρες της ασφάλειας. Η απογευματινή βάρδια των αστυνομικών - παρακολουθούσαν την μηχανή από μεγάλη απόσταση - είδαν δύο νεαρούς να την πλησιάζουν. Τότε οι αστυνομικοί βγαίνουν από το αυτοκίνητο και με προτεταμένα τα όπλα κινούνται προς το μέρος τους και τους φωνάζουν να μείνουν ακίνητοι.
Οι δύο άνδρες - Τσουτσουβής και άλλος ένας που η ταυτότητά του μέχρι και σήμερα παραμένει άγνωστη - γυρίζουν προς το μέρος τους και αρχίζει ανταλλαγή πυροβολισμών. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής οι τρεις αστυνομικοί πέφτουν νεκροί, όπως επίσης και ο Τσουτσουβής ο οποίος είχε δεχθεί τρεις σφαίρες. Από την πλευρά των αστυνομικών ο Βασίλης Μπούρας άφησε επιτόπου την τελευταία του πνοή ενώ οι άλλοι δύο αστυνομικοί μεταφέρθηκαν βαρύτατα τραυματισμένοι στον Ευαγγελισμό και κατέληξαν λίγο αργότερα.
Πολύ γρήγορα το σημείο της συμπλοκής αποκλείστηκε από την αστυνομία με τους άνδρες του εγκληματολογικού να «χτενίζουν» σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή προκειμένου να εντοπίσουν στοιχεία που θα τους οδηγήσουν στην ταυτότητα του νεκρού. Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν αυτό που περίμεναν καθώς ο νεκρός δεν είχε πάνω του κάτι που θα πρόδιδε την ταυτότητά του.
Δύο μέρες μετά η ΕΛ.ΑΣ δίνει εντολή στις εφημερίδες να δημοσιεύσουν μία «μακάβρια» αγγελία. Ήταν η φωτογραφία του νεκρού Τσουτσουβή η οποία συνοδεύθηκε από ένα κείμενο στο οποίο υπήρχε η λιτή περιγραφή των γεγονότων ενώ ζητείτο από όποιον γνώριζε ή είχε πληροφορίες για τον εικονιζόμενο να επικοινωνήσει με την Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας.
Εκτός από τις εφημερίδες η φωτογραφία προβλήθηκε και στην τηλεόραση με τους γονείς του να τον αναγνωρίζουν. Είχαν να τον δουν τέσσερα χρόνια καθώς όπως τους έλεγε ζούσε στην Αυστρία, ήταν καλά στην υγεία του και έβγαζε αρκετά χρήματα από τη δουλειά του.
Ποιος ήταν ο Χρήστος Τσουτσουβής
Όπως προαναφέρθηκε ο Τσουτσουβής γεννήθηκε το 1953 σε ένα μικρό χωριό της Νεμέας και από πολύ μικρή ηλικία έδειχνε να «πνίγεται» μέσα στο περιβάλλον της μικρής τοπικής κοινωνίας. Σε αυτό φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο η 21η Απριλίου 1967 και έτσι πήρε την απόφαση να φύγει για το εξωτερικό. Προορισμός του η Αυστρία όπου ήρθε σε επαφή με άτομα της άκρας αριστεράς.
Μάλιστα ακόμα και σήμερα παραμένει άγνωστο το πως έγινε η εκπαίδευσή του σε όπλα. Λίγο αργότερα και αφού είχε αποκτήσει επαφές με Έλληνες που ζούσαν στην Αυστρία ήρθε σε επαφή με μέλη του ΠΑΚ. Πολύ σύντομα έγινε μέλος του και όταν έπεσε η χούντα επέστρεψε στην Ελλάδα. Μάλιστα στις πρώτες ελεύθερες εκλογές που διεξήχθησαν στις 17 Νοέμβρη του 1974 ήταν εκλογικός αντιπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ. Λίγο μετά εγκατέλειψε τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου και πολύ σύντομα πέρασε το κατώφλι του ένοπλου αντάρτικου πόλης. Μπαίνει στον Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα μαζί με τον Χρήστο Κασσίμη.
Λέγεται ότι η πρώτη του συμμετοχή σε τρομοκρατική ενέργεια σημειώθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1977 στο εργοστάσιο της AEG που βρισκόταν στην περιοχή του Ρέντη. Την ίδια περίοδο η Ασφάλεια πίστευε ότι το συγκεκριμένο εργοστάσιο θα μπορούσε να γίνει στόχος επίθεσης καθώς την ίδια περίοδο είχαν πεθάνει στις γερμανικές φυλακές τρία μέλη της οργάνωσης RAF.
Έτσι λοιπόν εκείνο το βράδυ της 20ης Οκτωβρίου μία περιπολία «έπεσε» πάνω σε ένα λευκό Fiat 128 το οποίο βρισκόταν κοντά στο εργοστάσιο. Οι αστυνομικοί πλησίασαν προς το αυτοκίνητο και ζήτησαν από τους επιβάτες τα στοιχεία τους. Οι επιβάτες όχι μόνο δεν υπάκουσαν αλλά τράβηξαν όπλο και ακολούθησε συμπλοκή. Κατά τη διάρκεια της έπεσε νεκρός ο Χρήστος Κασσίμης ενώ ο Τσουτσουβής και άλλοι δύο σύντροφοί του κατάφεραν να διαφύγουν.
Εκείνο το βράδυ αποδείχθηκε καθοριστικό για την μετέπειτα ζωή του καθώς έσπευσε να εξαφανιστεί προκειμένου να μην τον εντοπίσουν οι διώκτες του. Ζητούσε εκδίκηση για τον θάνατο του φίλου του ενώ δεν τον «χωρούσε» πλέον ο ΕΛΑ. Τότε στο εσωτερικό της τρομοκρατικής οργάνωσης ξεκίνησε μία συζήτηση για το εάν θα έπρεπε να αναβαθμιστούν τα χτυπήματα που θα ακολουθούσαν. Κάποιος έριξε στο τραπέζι την ιδέα της εκτέλεσης του αρχιβασανιστή της χούντας Πέτρου Μπάμπαλη. Ωστόσο οι απόψεις ήταν διαφορετικές. Άλλοι έλεγαν να τοποθετήσουν στο σπίτι του μία βόμβα και άλλοι στο αυτοκίνητό του χωρίς, ωστόσο, να χυθεί αίμα. Ο Τσουτσουβής αντέδρασε καθώς ήθελε τον θάνατό του. Η ρήξη ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν οριστική και ο Τσουτσουβής με άλλα πρόσωπα αποχώρησαν από τον ΕΛΑ.
Δύο χρόνια αργότερα υπό τον μανδύα της οργάνωσης «Ομάδα: Ιούνης 78» ο Τσουτσουβής μαζί με άλλο ένα ακόμα άτομο εκτελούν με οκτώ σφαίρες τον Μπάμπαλη. Η δολοφονία του αρχιβασανιστή της χούντας σημειώθηκε ένα χειμωνιάτικο βράδυ της 31ης Ιανουαρίου 1979 στον Άγιο Σώστη, στη Νέα Σμύρνη, όπου διέμενε ο Μπάμπαλης. Οι πυροβολισμοί που δέχθηκε ο Μπάμπαλης ήταν πισώπλατοι ενώ ο αρχιβασανιστής της χούντας είχε φτάσει στο σπίτι του χωρίς αστυνομική συνοδεία η οποία του είχε αφαιρεθεί δύο μέρες νωρίτερα.
Στην προκήρυξή που βρέθηκε δίπλα στο σώμα του με τίτλο «Γιατί εκτελέσαμε τον Μπάμπαλη» αναφερόταν: «Από σήμερα, ο άθλιος και μισητός βασανιστής, ο αστυνόμος Πέτρος Μπάμπαλης έπαψε να υπάρχει. Εκτελέστηκε από μια ομάδα αγωνιστών. Η προσωπικότητα και το έργο του Μπάμπαλη είναι γνωστά σε όλους. Στην περίοδο της χούντας η δράση του και η φήμη του ξεπέρασαν και τα σύνορα της Ελλάδας.
Ήτανε υπεύθυνος για τα φοβερά βασανιστήρια χιλιάδων και χιλιάδων ατόμων … Ήτανε υπεύθυνος για την “ανάδειξη” πολλών εκατοντάδων χαφιέδων σε επίλεκτους βασανιστές, πού και σήμερα συνεχίζουν τη δράση τους και πού όλο και περισσότερο γίνονται απαραίτητα στηρίγματα της κρατικής εξουσίας των αφεντικών.
Ήτανε από τους υπεύθυνους της εκστρατείας των δολοφονιών, πού εξαπέλυσε η Ασφάλεια μετά το Νοέμβρη του 1973, πού είχε σαν αποτέλεσμα πολλές δεκάδες νεκρούς -πού τους παρουσίασαν για “αυτοκτονημένους”- και πού σήμερα φαίνεται ότι όλα τα επίσημα κόμματα τους ξέχασαν. Ήτανε ακόμα υπεύθυνος για βασανισμούς και εκβιασμούς, με αποκλειστικό σκοπό να αρπάξει διάφορα χρηματικά ποσά από τους συγγενείς των θυμάτων».
Σημειώνεται πως ο Μπάμπαλης είχε την τύχη ενός ακόμα αρχιβασανιστή της χούντας, του Ευάγγελου Μάλλιου ο οποίος δολοφονήθηκε το 1976 από την «17 Νοέμβρη».
Έναν χρόνο αργότερα αποχώρησε από τον ΕΛΑ και χρόνια αργότερα οι εφημερίδες έγραψαν ότι μαζί με άλλους δέκα συντρόφους του ίδρυσαν την «Αντικρατική Πάλη». Πέντε χρόνια μετά την Πρωταπριλιά του 1985 ο εισαγγελέας Γιώργος Θεοφανόπουλος εκτελέστηκε από πυρά της οργάνωσης έξω από το σπίτι του στην οδό Λυκούργου 160 στην Καλλιθέα.
«Ήταν ένας μισθοφόρος, που δεν δίσταζε να στέλνει τους άλλους, με απόλυτη ψυχρότητα, στη φυλακή, στα βασανιστήρια, ακόμα και στο θάνατο. Είχε πάρει για τον εαυτό του δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή και την τύχη των άλλων, δικαίωμα που εμείς σήμερα του στερήσαμε», έγραφε μεταξύ άλλων η προκήρυξη που βρέθηκε δίπλα του.
Ενάμιση μήνα αργότερα ήρθε το τέλος της πορείας του ένοπλου αγώνα του Χρήστου Τσουτσουβή στην οδό Αμφίκλειας στου Γκύζη. Ενός προσώπου που για τις αρχές ήταν «κόκκινο» πανί και για τα άτομα του αναρχικού χώρου ένας ασυμβίβαστος επαναστάτης και ήρωας.
Από εκείνη τη στιγμή η μηχανή τέθηκε υπό παρακολούθηση 24 ώρες το 24ωρο από άνδρες της ασφάλειας. Η απογευματινή βάρδια των αστυνομικών - παρακολουθούσαν την μηχανή από μεγάλη απόσταση - είδαν δύο νεαρούς να την πλησιάζουν. Τότε οι αστυνομικοί βγαίνουν από το αυτοκίνητο και με προτεταμένα τα όπλα κινούνται προς το μέρος τους και τους φωνάζουν να μείνουν ακίνητοι.
Οι δύο άνδρες - Τσουτσουβής και άλλος ένας που η ταυτότητά του μέχρι και σήμερα παραμένει άγνωστη - γυρίζουν προς το μέρος τους και αρχίζει ανταλλαγή πυροβολισμών. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής οι τρεις αστυνομικοί πέφτουν νεκροί, όπως επίσης και ο Τσουτσουβής ο οποίος είχε δεχθεί τρεις σφαίρες. Από την πλευρά των αστυνομικών ο Βασίλης Μπούρας άφησε επιτόπου την τελευταία του πνοή ενώ οι άλλοι δύο αστυνομικοί μεταφέρθηκαν βαρύτατα τραυματισμένοι στον Ευαγγελισμό και κατέληξαν λίγο αργότερα.
Πολύ γρήγορα το σημείο της συμπλοκής αποκλείστηκε από την αστυνομία με τους άνδρες του εγκληματολογικού να «χτενίζουν» σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή προκειμένου να εντοπίσουν στοιχεία που θα τους οδηγήσουν στην ταυτότητα του νεκρού. Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν αυτό που περίμεναν καθώς ο νεκρός δεν είχε πάνω του κάτι που θα πρόδιδε την ταυτότητά του.
Δύο μέρες μετά η ΕΛ.ΑΣ δίνει εντολή στις εφημερίδες να δημοσιεύσουν μία «μακάβρια» αγγελία. Ήταν η φωτογραφία του νεκρού Τσουτσουβή η οποία συνοδεύθηκε από ένα κείμενο στο οποίο υπήρχε η λιτή περιγραφή των γεγονότων ενώ ζητείτο από όποιον γνώριζε ή είχε πληροφορίες για τον εικονιζόμενο να επικοινωνήσει με την Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας.
Εκτός από τις εφημερίδες η φωτογραφία προβλήθηκε και στην τηλεόραση με τους γονείς του να τον αναγνωρίζουν. Είχαν να τον δουν τέσσερα χρόνια καθώς όπως τους έλεγε ζούσε στην Αυστρία, ήταν καλά στην υγεία του και έβγαζε αρκετά χρήματα από τη δουλειά του.
Ποιος ήταν ο Χρήστος Τσουτσουβής
Όπως προαναφέρθηκε ο Τσουτσουβής γεννήθηκε το 1953 σε ένα μικρό χωριό της Νεμέας και από πολύ μικρή ηλικία έδειχνε να «πνίγεται» μέσα στο περιβάλλον της μικρής τοπικής κοινωνίας. Σε αυτό φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο η 21η Απριλίου 1967 και έτσι πήρε την απόφαση να φύγει για το εξωτερικό. Προορισμός του η Αυστρία όπου ήρθε σε επαφή με άτομα της άκρας αριστεράς.
Μάλιστα ακόμα και σήμερα παραμένει άγνωστο το πως έγινε η εκπαίδευσή του σε όπλα. Λίγο αργότερα και αφού είχε αποκτήσει επαφές με Έλληνες που ζούσαν στην Αυστρία ήρθε σε επαφή με μέλη του ΠΑΚ. Πολύ σύντομα έγινε μέλος του και όταν έπεσε η χούντα επέστρεψε στην Ελλάδα. Μάλιστα στις πρώτες ελεύθερες εκλογές που διεξήχθησαν στις 17 Νοέμβρη του 1974 ήταν εκλογικός αντιπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ. Λίγο μετά εγκατέλειψε τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου και πολύ σύντομα πέρασε το κατώφλι του ένοπλου αντάρτικου πόλης. Μπαίνει στον Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα μαζί με τον Χρήστο Κασσίμη.
Λέγεται ότι η πρώτη του συμμετοχή σε τρομοκρατική ενέργεια σημειώθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1977 στο εργοστάσιο της AEG που βρισκόταν στην περιοχή του Ρέντη. Την ίδια περίοδο η Ασφάλεια πίστευε ότι το συγκεκριμένο εργοστάσιο θα μπορούσε να γίνει στόχος επίθεσης καθώς την ίδια περίοδο είχαν πεθάνει στις γερμανικές φυλακές τρία μέλη της οργάνωσης RAF.
Έτσι λοιπόν εκείνο το βράδυ της 20ης Οκτωβρίου μία περιπολία «έπεσε» πάνω σε ένα λευκό Fiat 128 το οποίο βρισκόταν κοντά στο εργοστάσιο. Οι αστυνομικοί πλησίασαν προς το αυτοκίνητο και ζήτησαν από τους επιβάτες τα στοιχεία τους. Οι επιβάτες όχι μόνο δεν υπάκουσαν αλλά τράβηξαν όπλο και ακολούθησε συμπλοκή. Κατά τη διάρκεια της έπεσε νεκρός ο Χρήστος Κασσίμης ενώ ο Τσουτσουβής και άλλοι δύο σύντροφοί του κατάφεραν να διαφύγουν.
Εκείνο το βράδυ αποδείχθηκε καθοριστικό για την μετέπειτα ζωή του καθώς έσπευσε να εξαφανιστεί προκειμένου να μην τον εντοπίσουν οι διώκτες του. Ζητούσε εκδίκηση για τον θάνατο του φίλου του ενώ δεν τον «χωρούσε» πλέον ο ΕΛΑ. Τότε στο εσωτερικό της τρομοκρατικής οργάνωσης ξεκίνησε μία συζήτηση για το εάν θα έπρεπε να αναβαθμιστούν τα χτυπήματα που θα ακολουθούσαν. Κάποιος έριξε στο τραπέζι την ιδέα της εκτέλεσης του αρχιβασανιστή της χούντας Πέτρου Μπάμπαλη. Ωστόσο οι απόψεις ήταν διαφορετικές. Άλλοι έλεγαν να τοποθετήσουν στο σπίτι του μία βόμβα και άλλοι στο αυτοκίνητό του χωρίς, ωστόσο, να χυθεί αίμα. Ο Τσουτσουβής αντέδρασε καθώς ήθελε τον θάνατό του. Η ρήξη ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν οριστική και ο Τσουτσουβής με άλλα πρόσωπα αποχώρησαν από τον ΕΛΑ.
Δύο χρόνια αργότερα υπό τον μανδύα της οργάνωσης «Ομάδα: Ιούνης 78» ο Τσουτσουβής μαζί με άλλο ένα ακόμα άτομο εκτελούν με οκτώ σφαίρες τον Μπάμπαλη. Η δολοφονία του αρχιβασανιστή της χούντας σημειώθηκε ένα χειμωνιάτικο βράδυ της 31ης Ιανουαρίου 1979 στον Άγιο Σώστη, στη Νέα Σμύρνη, όπου διέμενε ο Μπάμπαλης. Οι πυροβολισμοί που δέχθηκε ο Μπάμπαλης ήταν πισώπλατοι ενώ ο αρχιβασανιστής της χούντας είχε φτάσει στο σπίτι του χωρίς αστυνομική συνοδεία η οποία του είχε αφαιρεθεί δύο μέρες νωρίτερα.
Στην προκήρυξή που βρέθηκε δίπλα στο σώμα του με τίτλο «Γιατί εκτελέσαμε τον Μπάμπαλη» αναφερόταν: «Από σήμερα, ο άθλιος και μισητός βασανιστής, ο αστυνόμος Πέτρος Μπάμπαλης έπαψε να υπάρχει. Εκτελέστηκε από μια ομάδα αγωνιστών. Η προσωπικότητα και το έργο του Μπάμπαλη είναι γνωστά σε όλους. Στην περίοδο της χούντας η δράση του και η φήμη του ξεπέρασαν και τα σύνορα της Ελλάδας.
Ήτανε υπεύθυνος για τα φοβερά βασανιστήρια χιλιάδων και χιλιάδων ατόμων … Ήτανε υπεύθυνος για την “ανάδειξη” πολλών εκατοντάδων χαφιέδων σε επίλεκτους βασανιστές, πού και σήμερα συνεχίζουν τη δράση τους και πού όλο και περισσότερο γίνονται απαραίτητα στηρίγματα της κρατικής εξουσίας των αφεντικών.
Ήτανε από τους υπεύθυνους της εκστρατείας των δολοφονιών, πού εξαπέλυσε η Ασφάλεια μετά το Νοέμβρη του 1973, πού είχε σαν αποτέλεσμα πολλές δεκάδες νεκρούς -πού τους παρουσίασαν για “αυτοκτονημένους”- και πού σήμερα φαίνεται ότι όλα τα επίσημα κόμματα τους ξέχασαν. Ήτανε ακόμα υπεύθυνος για βασανισμούς και εκβιασμούς, με αποκλειστικό σκοπό να αρπάξει διάφορα χρηματικά ποσά από τους συγγενείς των θυμάτων».
Σημειώνεται πως ο Μπάμπαλης είχε την τύχη ενός ακόμα αρχιβασανιστή της χούντας, του Ευάγγελου Μάλλιου ο οποίος δολοφονήθηκε το 1976 από την «17 Νοέμβρη».
Έναν χρόνο αργότερα αποχώρησε από τον ΕΛΑ και χρόνια αργότερα οι εφημερίδες έγραψαν ότι μαζί με άλλους δέκα συντρόφους του ίδρυσαν την «Αντικρατική Πάλη». Πέντε χρόνια μετά την Πρωταπριλιά του 1985 ο εισαγγελέας Γιώργος Θεοφανόπουλος εκτελέστηκε από πυρά της οργάνωσης έξω από το σπίτι του στην οδό Λυκούργου 160 στην Καλλιθέα.
«Ήταν ένας μισθοφόρος, που δεν δίσταζε να στέλνει τους άλλους, με απόλυτη ψυχρότητα, στη φυλακή, στα βασανιστήρια, ακόμα και στο θάνατο. Είχε πάρει για τον εαυτό του δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή και την τύχη των άλλων, δικαίωμα που εμείς σήμερα του στερήσαμε», έγραφε μεταξύ άλλων η προκήρυξη που βρέθηκε δίπλα του.
Ενάμιση μήνα αργότερα ήρθε το τέλος της πορείας του ένοπλου αγώνα του Χρήστου Τσουτσουβή στην οδό Αμφίκλειας στου Γκύζη. Ενός προσώπου που για τις αρχές ήταν «κόκκινο» πανί και για τα άτομα του αναρχικού χώρου ένας ασυμβίβαστος επαναστάτης και ήρωας.
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών