Ο Αριστοτέλης Ωνάσης και τα άγνωστα παιχνίδια με τη CIA και το FBI

«Δεν παίζω ποτέ τυχερά παιχνίδια, δεν με διασκεδάζει. Δεν είμαι αντίθετος όμως. Το καταλαβαίνω. Ολη μου η ζωή είναι ένα απίθανο παιχνίδι», δήλωνε ο Αριστοτέλης Ωνάσης στους δημοσιογράφους των «New York Times» το 1958. Ο Ωνάσης μπορεί να μην έπαιζε ποτέ τυχερά παιχνίδια, αλλά δεν φοβόταν τα «παιχνίδια» με τη CIA και το FBI εξαιτίας της κυριαρχίας των δεξαμενόπλοιών του στις θάλασσες, ενώ αγαπούσε την καλή ζωή αλλά και την καινοτομία, καθώς ήταν από τους πρώτους που υιοθέτησε υψηλή τεχνολογία στις επιχειρήσεις του. Επίσης, ο μοντέρνος αέρας που έφερε στα πλοία του, κάνοντας τους ναυτικούς του να αγαπούν να δουλεύουν σε ευχάριστο περιβάλλον αλλά και στην Ολυμπιακή, που έγινε συνώνυμο της νέας εποχής στην Ελλάδα, είναι η κυρίαρχη εικόνα που έχουμε από τον πιο καινοτόμο -επιχειρηματικά- Ελληνα του 20ού αιώνα.
Ολες οι επιχειρηματικές κινήσεις του -από τα καπνά και τα φαλαινοθηρικά μέχρι τα δεξαμενόπλοια και τα αεροπλάνα της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας-, οι προσωπικές του σχέσεις και συγκρούσεις με τους υπόλοιπους εφοπλιστές, οι διάσημες σχέσεις του αλλά και οι κοινωνικές, πολιτικές του φιλίες και κόντρες, όπως με τον Καραμανλή, και, κυρίως, το συνολικότερο επιχειρηματικό του πνεύμα καταγράφονται, για πρώτη φορά, με εμπεριστατωμένο τρόπο στη μνημειώδη έκδοση «Ιστορία των Επιχειρήσεων Ωνάση, 1924-1975» σε έναν τόμο 700 σελίδων με την επιστημονική επιμέλεια της Τζελίνας Χαρλαύτη από ΠΕΚ.

Λαμβάνοντας υπόψη τη στερεοτυπική εικόνα του «Αρίστου» Ωνάση ως του πλέον γαλαντόμου και ανοιχτοχέρη στον χώρο της ελληνικής ναυτιλίας -κάτι που τον διαχώριζε από τους υπόλοιπους-, κύριο βάρος, ωστόσο, δίνεται στην εικόνα του ως ενός επιχειρηματία που ήλεγχε έναν ναυτιλιακό όμιλο με εταιρείες σε τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Αμερική, Ασία) και σε 14 χώρες (Ελλάδα, Γαλλία, Μονακό, Γερμανία, Νορβηγία, Σουηδία, Αγγλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Παναμά, Ονδούρα, Ηνωμένες Πολιτείες, Σαουδική Αραβία και Λιβερία). Το πλέον σημαντικό είναι ότι για πρώτη φορά τεκμηριώνονται, με βάση το προσωπικό αρχείο του Αριστοτέλη Ωνάση, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες και καινοτομίες ύστερα από μια έρευνα χρόνων που πραγματοποίησε μια ολόκληρη ομάδα αρχειονόμων με επικεφαλής την Αμαλία Παππά, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια των γενικών αρχείων του κράτους με την επιστημονική επιμέλεια της Τζελίνας Χαρλαύτη.
Και είναι η τελευταία που κατάφερε να εξασφαλίσει από τον πρόεδρο του Δ.Σ. του Ιδρύματος Ωνάση, Αντώνη Παπαδημητρίου, την ελεύθερη και πλήρη πρόσβαση στο αρχείο και στα τεκμήρια που συγκεντρώθηκαν από διάφορα κέντρα διαχείρισης του ομίλου Ωνάση, στο Μοντεβιδέο, στο Μόντε Κάρλο, στην Ελβετία και στη Νέα Υόρκη, αλλά και στην Ελλάδα. Τα τεκμήρια αυτά καλύπτουν όλη την εξέλιξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Ωνάση, από το 1924 έως σήμερα. Επίσης, πολύτιμες πληροφορίες έρχονται, για πρώτη φορά, στο φως από τους διάφορους φακέλους του Αριστοτέλη Ωνάση, που ανακάλυψε ο πρόεδρος του Ιδρύματος μετά τον θάνατο της μητέρας του Αλεξάνδρας Παπαδημητρίου, το 2017, στο σπίτι τους, καθώς ο πατέρας του, δικηγόρος Στέλιος Παπαδημητρίου, ήταν από τους πλέον στενούς συνεργάτες και διαχειριστής της εκτέλεσης της διαθήκης του Ωνάση.

Η σχετική έρευνα καταφέρνει, μάλιστα, όχι μόνο να φέρει στο φως άγνωστες λεπτομέρειες γύρω από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Ωνάση, αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, να ανατρέψει και την κυρίαρχη εικόνα που έχουμε για τον Ελληνα μεγιστάνα, διαψεύδοντας πολλές λανθασμένες αντιλήψεις αναφορικά με το πρόσωπό του: μία από αυτές είναι ότι ο Ωνάσης ξεκίνησε από το μηδέν, χωρίς κανένα εφόδιο, η οποία δείχνει να αγνοεί το οικογενειακό παρελθόν και τις πρώτες, τολμηρές επιχειρηματικές δραστηριότητές του μέσω των καπνών στην Αργεντινή.

Το πρώτο άγνωστο εγχείρημα
Το καινοτόμο πνεύμα του Ωνάση φαίνεται από την αρχή της επιχειρηματικής του δραστηριότητας καθώς, όπως επισημαίνει το βιβλίο, είχε από πολύ νωρίς την τάση να διαβλέπει ευκαιρίες με μεγάλες δόσεις ρίσκου και να καινοτομεί. Παίρνοντας μαθήματα από τον επιχειρηματία πατέρα του, Σωκράτη Ωνάση, ο οποίος ήταν έμπορος στο πιο σημαντικό λιμάνι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη Σμύρνη, φαίνεται να είναι άξιος συνεχιστής μιας οικογενειακής δραστηριότητας χρόνων διατηρώντας ακέραιους τους οικογενειακούς δεσμούς. Στην Αργεντινή ο «Αρίστος» μεταβαίνει ακριβώς επειδή εκεί είχε συγγενείς, διαψεύδοντας έτσι τον μύθο ότι έφυγε μόνος του χωρίς καμία οικογενειακή και οικονομική υποστήριξη. Ακολουθώντας το καινοτόμο πνεύμα του πατέρα του, αλλά και εκμεταλλευόμενος τις συναλλαγματικές που είχε από αυτόν κατάφερε να πάρει το πρώτο του δάνειο μερικών χιλιάδων δολαρίων από αμερικανική τράπεζα.
Στόχος του ήταν να ιδρύσει μια βιομηχανία παραγωγής τσιγάρων για γυναίκες, κάτι για το οποίο προσφέρονταν τα καπνά αυτά ως πιο ελαφρά από τα κουβανέζικα και τα βραζιλιάνικα, πιο αρωματικά αλλά και πιο ακριβά. Παράλληλα, επειδή γνώριζε εξαρχής ότι τίποτε δεν γίνεται χωρίς το κατάλληλο δίκτυο των πολιτικών και κοινωνικών επαφών, φρόντισε να εκμεταλλευτεί τη σχέση του με την κυβέρνηση Βενιζέλου -η οικογένειά του ήταν βενιζελική, όπως οι περισσότεροι Μικρασιάτες- και να διοριστεί αναπληρωτής γενικός πρόξενος της Ελληνικής Κυβέρνησης στο Μπουένος Αϊρες! Είναι, επομένως, λανθασμένος ο μύθος ότι ο Ωνάσης δανείστηκε τότε το πρώτο του εκατομμύριο δολάρια. Οπως αποκαλύπτει το βιβλίο, ξεκίνησε να αγοράζει ατμόπλοια έναντι 3.750 αγγλικών λιρών έκαστο παίρνοντας δανεικά από το γραφείο των Δρακούλη στο Λονδίνο, οι οποίοι τον μύησαν στα μυστικά της ναυτιλίας, της τεχνογνωσίας διαχείρισης, δίνοντάς του πρόσβαση σε έμπειρο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο αξιοποίησε στη συνέχεια.

Δεδομένου, όμως, ότι οι περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις της εποχής ήταν οικογενειακές, κανείς από το εφοπλιστικό κατεστημένο δεν είδε με καλό μάτι την κατακόρυφη ανέλιξη του άγνωστου έως τότε στους εφοπλιστικούς κύκλους Ωνάση. «Μέσα σε δύο δεκαετίες, από το 1938 μέχρι το 1958, ο Αριστοτέλης Ωνάσης είχε απογειωθεί, πολλαπλασιάζοντας τον στόλο του. Από τρία πλοία που διέθετε το 1938, το 1958 ήταν ιδιοκτήτης σχεδόν 80 πλοίων, και η χωρητικότητα του στόλου του από 17.000 κοχ σχεδόν έφτασε το 1 εκατομμύριο κοχ. Βρίσκεται πλέον στην κορυφή του ελληνόκτητου στόλου με σχεδόν διπλάσια χωρητικότητα από τους παραδοσιακούς “γίγαντες”, τον πεθερό του Σταύρο Λιβανό και τον “πολιτικό” ηγέτη του ελληνικού εφοπλισμού Μανώλη Κουλουκουντή, και πολλαπλάσια σε σχέση με τους στόλους ισχυρών ναυτικών οικογενειών, των αδελφών Γουλανδρή από την Ανδρο, του Κώστα Λαιμού ή των αδελφών Χανδρή από τη Χίο, ενώ τον ακολουθεί κατά πόδας ο άλλος επιτυχημένος “αλεξιπτωτιστής”, ο λεγόμενος “σύγαμβρός” του, Σταύρος Νιάρχος. Ηταν οι εξαιρετικά επιτυχημένες κινήσεις του Αριστοτέλη Ωνάση μετά το τέλος του πολέμου που τον έφεραν σε αυτό το επίπεδο. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια όμως, 1945-1947, σφραγίστηκαν από την άγρια σύγκρουσή του με το ελληνικό εφοπλιστικό και πολιτικό κατεστημένο στο οποίο είχε εισβάλει».

Η λεγόμενη «Ωνασειάδα»
Παρότι ο Ωνάσης είχε φροντίσει, με προσωπικές του πρωτοβουλίες, για την αγορά και την αξιοποίηση των λίμπερτι, πείθοντας τους Ελληνες εφοπλιστές για την αξιοπιστία τους, ήταν αυτοί που φρόντισαν να τον αποκλείσουν σκοπίμως από την αγορά 14 από αυτών - και ήταν τότε που αποφάσισε να γράψει το δικό του μανιφέστο, την «Ωνασειάδα» του, όπως την αποκάλεσαν τα βρετανικά Μέσα. Ηταν 1947 και ο Ωνάσης, παραμονές της έλευσης της νέας χρονιάς, είχε παντρευτεί την Τίνα Λιβανού, κόρη του Σταύρου Λιβανού, με τη μεγαλοπρεπή δεξίωση να λαμβάνει χώρα στο επιβλητικό «Plaza». Μέσα σε λίγους μήνες, όμως, η αντιπαλότητα φέρνει την άρνηση εκ μέρους των Ελλήνων εφοπλιστών να ακολουθήσουν το όραμά του, με τον ίδιο να μη μασάει τα λόγια του, αποκαλώντας τους εφοπλιστές «ουλεμάδες της ελληνικής ναυτιλίας», χλευάζοντας ταυτόχρονα τη «χωριάτικη» νοοτροπία και το χαμηλό τους επίπεδο.
Είναι, ωστόσο, το ίδιο μανιφέστο που αποκαλύπτει πολλά αναφορικά με το προσωπικό όραμα του Ωνάση, καθώς σε αυτό, όπως επισημαίνει το βιβλίο, προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση 23 τρόπους για την εξασφάλιση του ελέγχου του διεθνούς στόλου των εφοπλιστών και την παγίωση του δεσμού τους με την Ελλάδα, αντλώντας ιδέες από τη ναυτιλιακή πολιτική που παρατηρούσε ό,τι εφάρμοζαν η Αγγλία, οι Κάτω Χώρες, οι σκανδιναβικές χώρες, ο Καναδάς, ακόμα και η Αργεντινή. Ας σημειωθεί ότι πολλά από αυτά που έγραψε τότε πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα μετά από 20, 40 ή 80 χρόνια. Ανάμεσα στις προτάσεις του είναι η παλιννόστηση των εφοπλιστών, η εξασφάλιση τρόπων φορολόγησης της προσωπικής περιουσίας του, καθώς και το «πόθεν έσχες». Ο Ωνάσης μπορεί να δέχτηκε όλα τα βέλη και να μην έγινε ποτέ μέλος της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, αλλά κατάφερε να εδραιώσει την ελληνική ναυτιλία στις άκρες του κόσμου.

Ο λόγος δεν ήταν μόνο επειδή διέθετε το ανοιχτό πνεύμα του κοσμοπολίτη που εκμεταλλευόταν τις υπεράκτιες εταιρείες -το παράδειγμά του ακολούθησαν μετά σχεδόν όλοι-, αλλά επειδή ήξερε τι σημαίνει ανταγωνιστικότητα και προσαρμοστικότητα στα διεθνή δεδομένα. Πολύ σωστά το βιβλίο επισημαίνει ότι αυτό το πνεύμα της συνεχούς κινητικότητας φαινόταν και από το γεγονός ότι για «22 χρόνια μετά την είσοδό του στη ναυτιλία, ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν είχε δικό του ναυτιλιακό πρακτορείο διαχείρισης του στόλου του από ένα συγκεκριμένο μέρος. Το γραφείο του ήταν όπου βρισκόταν ο ίδιος». Το Μόντε Κάρλο, ως έδρα διαχείρισης των επιχειρήσεών του με την ίδρυση της Olympic Maritime S.A., εντοπίζεται το 1954 -με «σκιώδη» έδρα το Μοντεβιδέο. Ηταν ουσιαστικά ο πρώτος παγκοσμίως που οραματίστηκε τη ναυτιλιακή επιχείρηση του μέλλοντος με τον συνδυασμό υψηλής τεχνογνωσίας και τολμηρής επιχειρηματικότητας. Αυτό, όμως, που είχε πρωτεύουσα γι’ αυτόν σημασία και τον έκανε διάσημο ανάμεσα στους υπαλλήλους του ήταν ο ανθρώπινος παράγοντας, αφού έπαψε να είναι ο «αόρατος» εφοπλιστής, αναπτύσσοντας προσωπικές σχέσεις με τους ανθρώπους του και το προσωπικό του.

Η στενή του ομάδα
Η λεγόμενη «παλιά φρουρά» του Ωνάση, που έμεινε δίπλα του σε όλη του τη ζωή, ήταν κατά βάση νέοι άνθρωποι με ανοιχτό πνεύμα, που έσπευδαν να υιοθετήσουν το δικό του ρηξικέλευθο πνεύμα. Εκτός από τους «Ιθακήσιους» θαλασσινούς από τους οποίους άντλησε το ανθρώπινο δυναμικό με το οποίο επάνδρωσε τα πλοία του, σημαντικό ρόλο έπαιξε κατ’ αρχάς ένας έμπιστος φίλος του από την Ιθάκη, ο Κώστας Γράτσος, ο οποίος, εκτός από το ότι τον έφερε σε επαφή με τον Δρακούλη, ήταν ο σύμβουλός του στις περισσότερες επενδύσεις -από τη φαλαινοθηρία, στην οποία επιδόθηκε τα πρώτα χρόνια, μέχρι τις λιγότερο γνωστές επενδύσεις στα διυλιστήρια και τις λεγόμενες επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας, μέσω του σχεδίου «Ωμέγα», που ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκαν.
Σημαντικό ρόλο στο σχέδιο αυτό διαδραμάτισε ο Νικόλαος Κοκκίνης, ένας από τους πιο στενούς του ανθρώπους, κουμπάρος του στον γάμο του με την Τίνα και συγγενής των Εμπειρίκων. Ωστόσο, ένα από τα νεότερα στελέχη που έφερε εις πέρας μια από τις δυσκολότερες αποστολές, που ήταν η συμφωνία με τους Σαουδάραβες, ήταν ο μόλις 24 ετών τότε δικηγόρος Στέλιος Παπαδημητρίου. Ανέλαβε ξανά ρόλο το 1970, οπότε ο Ωνάσης τον τοποθέτησε στην κορυφή ως γενικό διευθύνοντα των επιχειρήσεών του. Η συνέχιση της αξιοποίησης των επιχειρήσεων αλλά και του οράματος που είχε αναφορικά με το κοινωφελές έργο μέσω του Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης είναι έργο του Παπαδημητρίου, που δεν ήταν, όμως, το μόνο διά βίου έμπιστο πρόσωπο του Ωνάση. Εκτός από τους στενούς συνεργάτες του, το βιβλίο αναφέρεται και στις προσωπικές σχέσεις που ανέπτυσσε ο Ωνάσης με όλο το προσωπικό του, κάνοντας ξαφνικές εμφανίσεις στα πλοία χωρίς καν να το ξέρουν, συζητώντας μαζί τους και δείχνοντας ότι είναι δίπλα τους, καθιερώνοντας μάλιστα γιορτές, τελετές και δίνοντας δώρα, αναπτύσσοντας ένα πνεύμα ομοψυχίας.

Ο πόλεμος με CIA και FBI
Οσο ο Ωνάσης ασχολούνταν με τα φαλαινοθηρικά, οι Αμερικανοί δεν έδειξαν και τόσο ενδιαφέρον γι’ αυτές τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Οταν, όμως, έστρεψε την προσοχή του στα δεξαμενόπλοια και τη μεταφορά αργού πετρελαίου, τότε η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ τον κατηγόρησε, μαζί με άλλους τέσσερις Ελληνες εφοπλιστές, για συνωμοσία και εξαπάτηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ! Βέβαια, ακριβώς επειδή το κατηγορητήριο είχε πολλές αδυναμίες, ο Ελληνας εφοπλιστής ποτέ δεν παραπέμφθηκε σε δίκη και η υπόθεση έληξε με συμβιβασμό. Προβλέποντας αυτές τις αντιδράσεις, ο Ωνάσης είχε ήδη στραφεί από τα αμερικανικά στα γερμανικά ναυπηγεία. Επιπλέον, εκμεταλλευόμενος την πετρελαϊκή κρίση και το κλείσιμο της Διώρυγας του Σουέζ το 1956 από τον Νάσερ, κατάφερε να θέσει ως αξιόπλοα μια σειρά από αναξιοποίητα έως τότε δεξαμενόπλοια, αυξάνοντας κατακόρυφα τα κέρδη του σε μια περίοδο κρίσης.

Η κόντρα με τον Καραμανλή
Είναι γνωστό ότι ο Ωνάσης ήξερε καλά να εκμεταλλεύεται το δίκτυο των κοινωνικών και πολιτικών του επαφών για την αξιοποίηση του επιχειρηματικού του οράματος: χωρίς να υποστηρίζει καμία κομματική και πολιτική παράταξη και παρά το οικογενειακό βενιζελικό παρελθόν είχε καλές σχέσεις με πολιτικούς σε διαφορετικές κυβερνήσεις. Παρ’ όλα αυτά η άμεση και στενότατη σχέση της Ολυμπιακής με το ελληνικό κράτος, καθώς εξ αρχής η εταιρεία μετατράπηκε σε εθνικό σύμβολο και μέσο προώθησης του τουρισμού, αλλά και καταλύτης στην ανασυγκρότηση της εθνικής οικονομίας, κατέστησε αναγκαίους τους κοινωνικούς συσχετισμούς με διάφορους πολιτικούς, όπως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αρχηγό του κόμματος της ΕΡΕ, που κέρδισε τις εκλογές το 1956. Πρόκειται για μια σταθερή, πεντάχρονη, φιλία που τελικά θα οδηγηθεί σε ρήξη όταν ο Ωνάσης θα αποφασίσει να χρηματοδοτήσει την προεκλογική καμπάνια του Γεωργίου Παπανδρέου και της Ενωσης Κέντρου κατά τις εκλογές του 1961, εκλογές «βίας και νοθείας», όπως έμειναν στην Ιστορία.
Ηταν μια ρωγμή που ποτέ δεν διορθώθηκε - σε αντίθεση με τις διεθνείς σχέσεις του Ωνάση με επιφανείς προσωπικότητες από όλο το φάσμα του πολιτικού, επιχειρηματικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Το βιβλίο αναφέρεται αναλυτικά στον τρόπο που η ανάμειξή του σε εγχώριες δραστηριότητες στον κόσμο, όπου ανέπτυσσε τις επιχειρήσεις, βοήθησε στη βελτίωση όχι μόνο της εκάστοτε περιοχής, αλλά και του προσωπικού του προφίλ: χαρακτηριστική είναι η τροχιά ανάκαμψης που παρουσίασε το Μονακό λόγω της παρουσίας του Ωνάση και των φιλικών σχέσεων που ανέπτυξε με τον Ρενιέ, οι οποίες ωστόσο οδηγήθηκαν σε ρήξη εξαιτίας του βέτο που άσκησε ο μονάρχης στις διάφορες επιχειρήσεις του «Αρίστου».

Τέλος, το βιβλίο αποκαλύπτει διάφορες επιστολές διάσημων φιλοξενούμενών του στο γιοτ «Χριστίνα», που συνέτειναν στο να καλλιεργηθεί το συγκεκριμένο προφίλ του κοσμοπολίτη, γενναιόδωρου και εκρηκτικού οικοδεσπότη. Οπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο Αντώνης Σ. Παπαδημητρίου, γιος του και διάδοχος του πατέρα του στο τιμόνι του Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, το οποίο εξακολουθεί να ανθεί με δεξαμενόπλοια, κοινωφελές έργο και με το Πολιτιστικό Κέντρο, τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, κατά την παρουσίαση του βιβλίου-τόμου: «Οι σελίδες του είναι πολλές, αλλά δεν είναι κόπος να το διαβάσετε. Γιατί ο Ωνάσης, όπως και να το κάνουμε, ήταν συναρπαστικός.
Ηταν η δική του ματιά που τον έκανε να οργανώσει μια εφοπλιστική επιχείρηση από το πουθενά, σε ένα πρωτόγνωρο κανονιστικό πλαίσιο, εκμεταλλευόμενος νέες τεχνικές χρηματοδότησης που ο ίδιος έστησε, σε νέα πλοία που αποτέλεσαν αλλεπάλληλα επιτεύγματα καινοτομίας και χτίστηκαν από ναυπηγεία κυριολεκτικά βομβαρδισμένα. Ετσι μετάλλαξε μια τοπικιστική ελληνική ναυτιλιακή κουλτούρα σε εταιρική κουλτούρα ενός παγκόσμιου επιχειρηματικού ομίλου. Ηταν ο ανθρώπινος χαρακτήρας του που έκανε τους συνεργάτες του καλούς φίλους για δεκαετίες, ακόμα και μετά τον θάνατό του. Ακόμα και σήμερα, οι άνθρωποί μας είναι υπερήφανοι που δουλεύουν στα καράβια του Ωνάση ή που δούλεψαν στην Ολυμπιακή την εποχή του Ωνάση. Θέλω να ευχαριστήσω θερμά την Τζελίνα Χαρλαύτη που με ενθουσιασμό αποκρίθηκε στο κάλεσμά μας. Την Αμαλία Παππά που κατηύθυνε όλο το αρχειονομικό πρόγραμμα. Την ομάδα τους και τους συνεργάτες τους. Ολους όσοι με τη μαρτυρία τους βοήθησαν να κρατηθεί αυτή η μνήμη».

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια