Ήταν έγκλημα πολέμου ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από τους Συμμάχους το 1945;

Μία από τις πλέον πολυσυζητημένες πολεμικές επιχειρήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από συμμαχικά αεροσκάφη τον Φεβρουάριο του 1945. Ο βομβαρδισμός αυτός ήταν τριπλός: δύο φορές βομβάρδισαν την πόλη βρετανικά αεροσκάφη και άλλη μία αμερικανικά. Οι νεκροί ήταν χιλιάδες, μέχρι σήμερα όμως δεν είναι επιβεβαιωμένος ο αριθμός τους. Πρόσφατες έρευνες αναφέρουν ότι τα θύματα ήταν 25.000-35.000 άμαχοι. Στο παρελθόν έχουν γραφτεί διάφορα νούμερα, πολύ μεγαλύτερα από αυτά, κάποια μάλιστα ξεπερνούν τις 200.000 νεκρούς.
Πάντως, η παρουσία και πολλών προσφύγων στη Δρέσδη εκείνη τη χρονική στιγμή, καθιστά δύσκολη την ακριβή καταγραφή των νεκρών. Εκτός όμως από τους νεκρούς, βασικό σημείο τριβής μεταξύ ιστορικών, στρατιωτικών και άλλων είναι το κατά πόσο η Δρέσδη ήταν το 1945 «ανοχύρωτη πόλη» και αν έπρεπε να βομβαρδιστεί λόγω της μεγάλης ιστορίας και των πολιτιστικών θησαυρών της. Πάντως, στη μεταπολεμική Γερμανία, ο βομβαρδισμός της Δρέσδης θεωρείται ως το μεγαλύτερο πλήγμα που δέχθηκε η χώρα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι τόσο για στρατιωτικούς, όσο, κυρίως, για ηθικούς – συμβολικούς λόγους, ενώ αρκετοί, ανάμεσά τους και Δυτικοί, χαρακτηρίζουν τον βομβαρδισμό της Δρέσδης «έγκλημα πολέμου». Είναι σωστό αυτό; Θα παραθέσουμε τα γεγονότα και οι αναγνώστες μας μπορούν να βγάλουν τα συμπεράσματά τους.

Πτώματα σττο Altmarkt της Δρέσδης κοντά στο Μνημείο της Νίκης. Φωογραφία: Getty images / Ideal Images

Μια σύντομη ιστορία της Δρέσδης
Η Δρέσδη είναι πόλη της ανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου της Σαξονίας και ιστορική πρωτεύουσα της Σαξονίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Έλβα κοντά στη συμβολή του με τον Βάισεριτς, γι’ αυτό είναι γνωστή και ως «Φλωρεντία του Έλβα». Αρχικά ήταν χωριό Σλάβων ψαράδων που ονομαζόταν Ντρέζντανε. Αναφέρεται τον 13ο αιώνα ως γερμανικό οχυρό που είχε ιδρυθεί από τους μαργράβους (γερμανικά Markgrafs) του Μάισεν στη δεξιά όχθη του Έλβα, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η παλαιά πόλη της Δρέσδης. Να σημειώσουμε ότι μαργράβος είναι γερμανικός τίτλος ευγενείας και αντιστοιχεί στον τίτλο του μαρκησίου.
Το 1403 η Δρέσδη αναγνωρίστηκε ως πόλη και από το 1485 ως το 1918 υπήρξε πρωτεύουσα της Σαξονίας. Κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα η Δρέσδη υπό τη φωτισμένη διακυβέρνηση των εκλεκτόρων ηγεμόνων, ιδιαίτερα του Φρειδερίκου Αυγούστου Α’ και του Φρειδερίκου Β’, η Δρέσδη αναδείχθηκε σε μια από τις πιο σημαντικές ευρωπαϊκές πόλεις της Ευρώπης στα γράμματα και τις τέχνες. Τότε χτίστηκαν πολυάριθμα μνημεία σε ρυθμούς μπαρόκ και ροκοκό, που έδωσαν στην πόλη μια εξαιρετικά ιδιότυπη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία. Οι βομβαρδισμοί του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέστρεψαν ή ακρωτηρίασαν πολλά από τα μνημεία της πόλης, τα οποία όμως είτε ξαναχτίστηκαν είτε αποκαταστάθηκαν. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών, η Δρέσδη υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της (πρώην) Ανατολικής Γερμανίας (Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας).

Ποιοι αποφάσισαν τον βομβαρδισμό της Δρέσδης;
Όπως φαίνεται ο βομβαρδισμός της Δρέσδης συνδέεται άμεσα με τη Διάσκεψη της Γιάλτας, που έγινε στην πόλη της Κριμαίας από τις 4 ως τις 11 Φεβρουαρίου 1945. Η εντυπωσιακή ταχύτητα της προέλασης των Σοβιετικών στη Γερμανία και οι ανακοινώσεις για την πτώση της μιας πόλης μετά την άλλη, είχαν θορυβήσει τους Δυτικούς Συμμάχους, οι οποίοι είχαν ν’ αντιπαρατάξουν μόνο τις επιτυχίες στην Ιταλία και τη Ρηνανία. Πλέον βιάζονταν να παρουσιάσουν κι αυτοί κάτι σημαντικό, για να βρεθούν σε ισχυρή διαπραγματευτική θέση στη Γιάλτα. Η συνεργασία μεταξύ Δυτικών Συμμάχων και Σοβιετικών εναντίον των Γερμανών είχε αρχίσει να γίνεται στενότερη από τον Σεπτέμβριο του 1944. Στα μέσα Ιανουαρίου 1945 η Κοινή Επιτροπή Πληροφοριών του Βρετανικού Πολεμικού Υπουργικού Συμβουλίου αποφάσισε ότι καλύτερα αποτελέσματα θα προέκυπταν από την τροποποίηση ενός προηγούμενου σχεδίου με τον κωδικό «Thunderclap folder» («Σχέδιο Βροντή»). Σύμφωνα με αυτό θα δινόταν στο Βερολίνο ένα «χτύπημα καταστρεπτικής ισχύος», που θα είχε άμεσες επιπτώσεις στο ηθικό των Γερμανών πολιτικών, στρατιωτικών, αλλά και αμάχων.
Αεροσκάφος Lancaster τη στιγμή που βομβαρδίζει
Άποψη της κατεστραμμένης Δρέσδης από το Rathausturm

Η «Βροντή» επρόκειτο να διαρκέσει τρεις μέρες και τρεις νύχτες, αν το επέτρεπε ο καιρός, και υποβλήθηκε από τον Ντέιβιντ Πόρταλ στους αρχηγούς των Επιτελείων την 1η Αυγούστου 1944. Ως εναλλακτική λύση, αντί για το Βερολίνο, ο Πόρταλ έγραφε ότι: «Πελώρια καταστροφή θα μπορούσε να προκληθεί, αν ολόκληρη η επίθεση συγκεντρωνόταν σε μια άλλη μεγάλη πόλη αντί για το Βερολίνο και οι επιπτώσεις θα ήσαν ιδιαίτερα ισχυρές, εάν η πόλη αυτή ήταν κάποια από τις σχετικά ανέπαφες ως τώρα».
Στην κατηγορία αυτή ανήκαν οι πόλεις: Μαγδεμβούργο, Χάλε, Λειψία, Δρέσδη, Κέμνιτς, Μπρεσλάου (το σημερινό Βρότσλαβ που ανήκει πλέον στην Πολωνία), Νυρεμβέργη, Μόναχο, Κόμπλεντς και Καρσλρούη. Φαίνεται ότι την αναβίωση της «Βροντής», κορυφαίου παραδείγματος της αντίληψης περί βομβαρδισμού κατοικημένων περιοχών ενστερνίστηκε πρώτος ο Τσόρτσιλ, που έδωσε εντολή για άμεση προετοιμασία αεροπορικής επίθεσης σε μια ανατολικογερμανική πόλη, ακόμα και σε κατοικημένες περιοχές. Ο Αναπληρωτής Αρχηγός του Επιτελείου Αεροπορίας της Μ. Βρετανίας Norman Bottomley προσπάθησε να πείσει και τους Αμερικανούς που ήταν όμως ριζικά αντίθετοι να εμπλακούν στους βομβαρδισμούς. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Διοικητή της Αμερικανικής Αεροπορίας «Χαπ» Άρνολντ και του συμβούλου του Ρούζβελτ, Ναυάρχου Γουίλιαμ Ντ. Λίχι.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1945 Κοινή Επιτροπή Βρετανών και Αμερικανών συνεδρίασε στο Λονδίνο και αποφάσισε να καταστραφούν πόλεις στα ανατολικά και τα κεντρικά της Γερμανίας για να αναχαιτιστούν το πλήθος των προσφύγων προς τα δυτικά και η μετακίνηση γερμανικών στρατευμάτων προς τα ανατολικά. Οι πόλεις που τέθηκαν ως στόχοι ήταν το Βερολίνο, η Λειψία και η Δρέσδη. Οι Βρετανοί είχαν συλλέξει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες τον Μάρτιο οι Γερμανοί ετοίμαζαν μεγάλη αντεπίθεση και ήθελαν να μην τους αφήσουν να κάνουν κάτι τέτοιο.
Ερείπια της βομβαρδισμένης ΔρέσδηςΓερμανοί στα ερείπια της Δρέσδης

Το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου, ξεπερνώντας τους αρχικούς δισταγμούς του ο Αμερικανός Kαρλ Σπάατς, Αρχηγός του Επιτελείου Αεροπορίας έδωσε εντολή σε 1.003 αμερικανικά βαρέα βομβαρδιστικά να πλήξουν το κέντρο του Βερολίνου μέρα μεσημέρι. Τα βομβαρδιστικά έριξαν 2.265 τόνους βομβών. Στόχος τους ήταν ακόμα και οι πρόσφυγες που συνωστίζονταν στην πρωτεύουσα. Πάντως 21 αμερικανικά Β-17 καταρρίφθηκαν πάνω από το Βερολίνο, ενώ 93 υπέστησαν ζημιές από γερμανικά πυρά. Στις 4 Φεβρουαρίου ξεκίνησε η Διάσκεψη της Γιάλτας. Ο Στάλιν κάλεσε τον Υπαρχηγό του Σοβιετικού Γενικού Επιτελείου, Στρατηγό Αντόνοφ, να δώσει ένα γενικό διάγραμμα του πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο Αντόνοφ πρότεινε τον βομβαρδισμό του Βερολίνου και της Λειψίας.
Στις 4 και 5 Φεβρουαρίου ο καιρός απέτρεψε αεροπορικές επιχειρήσεις μακράς αποστάσεως από Βρετανούς και Αμερικανούς, ενώ στις 6/2 υποχρεώθηκαν να βομβαρδίσουν τους εναλλακτικούς δευτερεύοντες στόχους των σταθμών σύνδεσης συρμών του Κέμνιτς – περίπου 45 χλμ. ΝΔ της Δρέσδης – και του Μαγδεμβούργου. Περίπου 800 τόνοι βομβών έπεσαν σε κάθε πόλη. Ο καιρός τις επόμενες μέρες δεν επέτρεψε αεροπορικές επιδρομές. Στις 7 Φεβρουαρίου η Κοινή Επιτροπή Στρατηγικών Στόχων συνεδρίασε για 17η φορά στο Λονδίνο και στις 8 Φεβρουαρίου παρουσίασε έναν άκρως απόρρητο «κατάλογο στόχων». Η πρώτη παράγραφος έγραφε: «Έχουν επιλεγεί οι ακόλουθοι στόχοι, λόγω της σπουδαιότητάς τους, σχετικά με τις μετακινήσεις εκκενούμενων πληθυσμών από το Ανατολικό Μέτωπο και τις κινήσεις στρατιωτικών δυνάμεων προς αυτό: 1. Βερολίνο, 2. Δρέσδη, 3. Κέμνιτς, 4. Λειψία, 5. Χάλε…

Στις 8 Φεβρουαρίου οι σοβιετικές δυνάμεις διέσχισαν τον Όντερ και πολλές περιοχές κοντά στον ποταμό έγιναν πεδία μάχης. Η εκκένωση της δυτικής Σιλεσίας άρχισε. Στις αρχές του 1945 στη Σιλεσία ζούσαν περίπου 4.718.000 άτομα, από τα οποία 1.500.000 δεν πρόλαβαν να φύγουν έγκαιρα ή επειδή ήταν πολωνικής καταγωγής έμειναν εκεί. Από τα 3,2 εκατομμύρια, περίπου οι μισοί αναζήτησαν καταφύγιο σε Βοημία και Μοραβία, χωρίς να φαντάζονται τι τους περίμενε αργότερα από τους Τσεχοσλοβάκους, ενώ οι υπόλοιποι πήγαν βαθύτερα στη Γερμανία. Στη Δρέσδη έφτασαν Σιλέσιοι, Ανατολικοπρώσοι και Πομερανοί από το Ανατολικό Μέτωπο, Βερολινέζοι και Ρηνανοί από το Δυτικό Μέτωπο, μαζί με αιχμαλώτους πολέμου (Ρώσους και Δυτικούς).
Επιχρωματισμένη φωτογραφία της Δρέσδης το 1890
Η Δρέσδη πριν και μετά τον βομβαρδισμό της

Από 640.000 οι κάτοικοί της μετά τις 10 Φεβρουαρίου ξεπερνούσαν το 1,2 εκατομμύρια. Η επιλογή της Δρέσδης ως στόχο επίθεσης ξάφνιασε ακόμα και τον «σκληρό» Arthur Harris, αρχηγό των βομβαρδιστικών της RAF, ο οποίος ήταν ο εμπνευστής των βομβαρδισμών κατοικημένων περιοχών και γνωστός ως Arthur Bomber Harris. Όταν άκουσε τη διαταγή είπε: «Είναι τρέλα». Πήγε μάλιστα ο ίδιος να επιβεβαιώσει την ορθότητα της διαταγής. «Πήγαινε και κάνε αυτό που σου λένε», ήταν η απάντηση που έλαβε… Από τις 8 Φεβρουαρίου και για πέντε ημέρες, οι μετεωρολογικές συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες για τους βομβαρδισμούς. Οι Βρετανοί προσπάθησαν να ρίξουν την ευθύνη για τους βομβαρδισμούς στους Σοβιετικούς, όμως αυτό δεν προκύπτει από κανένα επίσημο έγγραφο.
Ο Harris στα απομνημονεύματά του γράφει ότι «η επίθεση στη Δρέσδη θεωρήθηκε τότε στρατιωτική αναγκαιότητα από ανθρώπους σημαντικότερους από μένα». Το πρωί της 13ης Φεβρουαρίου 1945 ο αξιωματικός μετεωρολόγος ανέφερε ότι οι καιρικές συνθήκες, παρά τις όποιες δυσκολίες, θα επέτρεπαν τον βομβαρδισμό της Δρέσδης. Πρόσθεσε ακόμα ότι τα αεροδρόμια της Διοίκησης Βομβαρδιστικών θα ήταν κατάλληλα για προσγείωση, όταν τα βομβαρδιστικά θα επέστρεφαν από την εννιάωρη πτήση τους στη Δρέσδη.

Η τελική έγκριση για τον βομβαρδισμό της Δρέσδης δόθηκε στον Harris από τον Αϊζενχάουερ, μέσω του «συνδέσμου», Αντιπτεράρχου Όξλαντ. Ο επικεφαλής της πρώτης ομάδας βομβαρδιστικών της RAF που επιτέθηκε στη Δρέσδη, Ρόμπερτ Σόντμπι είπε αργότερα: «Με βαριά καρδιά υποχρεώθηκα να εξαπολύσω τη μαζική αεροπορική επιδρομή». Συνεπώς βασικός εμπνευστής της επίθεσης εναντίον της Δρέσδης ήταν ο Τσόρτσιλ, ο οποίος κατάφερε να πείσει και τον Αϊζενχάουερ. Οι Σοβιετικοί δεν είχαν καμία εμπλοκή σε αυτό το θέμα. Βέβαια, άλλες φορές είχαν ζητήσει «χάρες» από τους Συμμάχους, όπως να βομβαρδίσουν την έδρα του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, στο Τσόσεν έξω από το Πότσνταμ και μια συγκέντρωση πλοίων στη ναυτική βάση στο Σβινεμίντε.
Η Δρέσδη σήμερα
Η Δρέσδη στις φλόγες

Η τριπλή αεροπορική επιδρομή στη Δρέσδη
Η Δρέσδη λόγω των καλλιτεχνικών θησαυρών της δεν είχε κανένα στρατιωτικό ενδιαφέρον, έτσι έγινε το καταφύγιο διοικητικών και εμπορικών υπηρεσιών. Στην πόλη υπήρχαν στρατιωτικά και πολιτικά νοσοκομεία. Στα μέσα Ιανουαρίου 1945 στη Δρέσδη βρίσκονταν μόνο τα στηρίγματα του μπετόν των αντιαεροπορικών που μεταφέρθηκαν σε όλη την υπόλοιπη γερμανική επικράτεια, ιδίως στο μέτωπο του Όντερ. Η άμυνα στην πόλη ήταν σχεδόν άγνωστη και η Δρέσδη ήταν για πολλούς το «καλύτερο αντιαεροπορικό καταφύγιο του Ράιχ». Στις 13 Φεβρουαρίου 1945 ήταν το τέλος του καρναβαλιού. Κανείς δεν κοιμόταν. Τα παιδιά ήταν μασκαρεμένα και οι δρόμοι γεμάτοι από ανθρώπους που γυρνούσαν από τις διάφορες εκδηλώσεις. Ήθελαν να ζήσουν το όνειρο, έστω κι αν γνώριζαν ότι οι Σοβιετικοί ήταν μόλις 150 χιλιόμετρα μακριά τους.

Είναι πρακτικά αδύνατο να μεταφέρουμε εδώ όλες τις λεπτομέρειες του βομβαρδισμού της Δρέσδης. Στο βιβλίο «Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ» του David Irving «καλύπτεται» σε περίπου 90 σελίδες (229-321)…

Αν και στον αρχικό σχεδιασμό προβλεπόταν ότι η πρώτη επίθεση θα γινόταν από αμερικανικά αεροσκάφη, λόγω των καιρικών συνθηκών όμως πραγματοποιήθηκε από αεροπλάνα της RAF. Τα πρώτα βρετανικά αεροσκάφη απογειώθηκαν στις 17.20 για το ταξίδι των 1.100 μιλίων. Επρόκειτο για Lancaster που θα έπαιζαν τον ρόλο των ανιχνευτών ρίχνοντας φωτοβολίδες στις περιοχές που έπρεπε να βομβαρδιστούν. Ακολούθησαν τα δικινητήρια αεροπλάνα σήμανσης Mosquito τα οποία θα εντόπιζαν τις περιοχές – στόχους και θα έριχναν κόκκινες βόμβες – σημειωτές. Η κύρια δύναμη βομβαρδιστικών, που ονομαζόταν Plate Rack, αποτελούνταν από 254 Lancaster που μετέφεραν 500 τόνους ισχυρών εκρηκτικών βομβών και 374 τόνους εμπρηστικών βομβών.
Arthur Harris

Ωστόσο, πριν την επίθεση στη Δρέσδη, γύρω στις 21.54 της 13ης Φεβρουαρίου, 326 αεροσκάφη Halifax (το 1/3 από αυτά της καναδικής 6ης Σμηναρχίας), 34 Lancaster και Mosquito βομβάρδισαν το εργοστάσιο παρασκευής συνθετικού πετρελαίου που βρισκόταν στο Μπέλεν. Επρόκειτο ουσιαστικά για παραπλάνηση, καθώς το Μπέλεν απείχε 16 χλμ. από τη Λειψία και 160 χλμ. από τη Δρέσδη. Η επίθεση διήρκεσε ως τις 22.12 και σκόπευε να αποπροσανατολίσει τους Γερμανούς. Τα Lancaster έφτασαν ανενόχλητα πάνω από τη Δρέσδη και εξαπέλυσαν 880 τόνους βόμβες (57 ισχυρές εκρηκτικές και 43% εμπρηστικές). Αν και στις 21.51 ήχησε συναγερμός στη Δρέσδη, οι απώλειες που προκλήθηκαν από το πρώτο κύμα βομβαρδισμών ήταν μεγάλες, καθώς ο κόσμος δεν πρόλαβε να κρυφτεί στα καταφύγια. Πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία των πρώτων βομβαρδισμών έπαιξαν οι εξαιρετικές μετεωρολογικές προβλέψεις.
Η «ώρα μηδέν» για την κύρια δύναμη βομβαρδιστικών του «δεύτερου κύματος» ήταν η 01.30. Από τα περίπου 550 Lancaster της επιχείρησης, τα 529 έριξαν περισσότερους από 1.800 τόνους βομβών. Αυτή τη φορά οι σειρήνες, καθώς είχε διακοπεί η ηλεκτροδότηση, ήχησαν ελάχιστα και δεν υπήρξε καμία προειδοποίηση για τους κατοίκους της Δρέσδης. Η πιο επιτυχημένη αεροπορική επιδρομή της RAF στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ολοκληρωθεί. Οι απώλειες των Βρετανών ήταν ελάχιστες: 0,5% του συνόλου των αεροσκαφών. Μάλιστα, κι αυτά είχαν χτυπηθεί από άλλα βρετανικά αεροπλάνα!

Το τρίτο χτύπημα στη Δρέσδη θα το έδινε η 1η Αεροπορική Μεραρχία της USAAF (USA Air Force), με 450 «Ιπτάμενα Φρούρια» (Β-17 και Β-24). Θα συνοδεύονταν από άλλα 300 βομβαρδιστικά της 3ης Αεροπορικής Μεραρχίας που θα προσέβαλαν το Κέμνιτς, θα συνέχιζαν ως την Προμπστζέλα και έπειτα θα κατευθύνονταν βορειοανατολικά.
Γύρω στις 8.00 π.μ., την ώρα που επέστρεφαν στη Βρετανία τα αεροσκάφη της RAF απογειώνονταν από αγγλικά αεροδρόμια τα αμερικάνικα «Ιπτάμενα Φρούρια». Ως αρχική «ώρα μηδέν» γι’ αυτά είχε οριστεί η 12η μεσημβρινή. Τα αμερικανικά αεροσκάφη έφτασαν πάνω από τη Δρέσδη χωρίς να ενοχληθούν καθόλου. Τα σημεία στόχοι ήταν οι τρεις μεγάλοι επιβατικοί σιδηροδρομικοί σταθμοί και σταθμοί σύνδεσης και εκτέλεσης ελιγμών των συρμών, οι δυο από τους οποίους βρίσκονται στο παλαιό τμήμα της Δρέσδης και ο τρίτος στο Νόισταντ (Νέα Πόλη). Οι πρώτες βόμβες, κι ενώ η πόλη φλεγόταν ακόμα από τους νυχτερινούς βομβαρδισμούς έπεσαν στις 12.12 μ.μ. και οι τελευταίες στις 12.22 μ.μ.

Συνολικά ρίχτηκαν 474,5 τόνοι βομβών υψηλής εκρηκτική ισχύος και 296,5 τόνοι εμπρηστικών βομβών υψηλής εκρηκτική ισχύος και 296,5 τόνοι εμπρηστικών βομβών. Όμως οι Αμερικανοί έκαναν και σοβαρά λάθη. Η 398 Σμηναρχία Βομβαρδισμού αποτελούμενη από 40 αεροσκάφη έχασε τον προσανατολισμό της μέσα στα σύννεφα. Ο τσεχικής καταγωγής πλοηγός της μπερδεύτηκε και τα αεροσκάφη βομβάρδισαν την Πράγα! Λιγότερο επιτυχές ήταν και το αμερικανικό χτύπημα στο Κέμνιτς.
Karl Spaatz

295 αεροσκάφη έριξαν 718 τόνους βομβών στην πόλη και τους σταθμούς σύνδεσης συρμών. Αεροσκάφη της 3ης Αεροπορικής Μεραρχίας απέτυχαν να βομβαρδίσουν το Κέμνιτς. Η 34η Σμηναρχία Βομβαρδισμού έπληξε το Χοφ και το Ζόνενμπεργκ. Η 390η Σμηναρχία Βομβαρδισμού έριξε τις βόμβες της σε αεροδρόμιο της Λουφτβάφε στο Τσεμπ της Τσεχοσλοβακίας και στη γερμανική πόλη Πλάουεν! Ο Harris, μετά την αποτυχία των Αμερικανών στο Κέμνιτς έδωσε εντολή στα πληρώματα της RAF να ετοιμαστούν για νέα νυχτερινή επιδρομή.
244 Lancaster θα βομβάρδιζαν το διυλιστήριο συνθετικού πετρελαίου Ντόιτσε Πετρόλεουμ στο Ρόσιτς. Στο Κέμνιτς θα επιχειρούσαν 329 βαρέα αεροσκάφη και τρεις ώρες αργότερα άλλα 388, Lancaster και Halifax. Αυτή τη φορά όμως οι μετεωρολογικές προβλέψεις αποδείχθηκαν λανθασμένες. Τα αποτελέσματα των βομβαρδισμών ήταν πενιχρά, παρά τις 750.000 εμπρηστικές βόμβες που ρίχτηκαν. Και τα θύματα ήταν ελάχιστα και εντελώς αθώα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ορφανοτροφείου, που από τα 700 παιδιά που φιλοξενούσε, μετά τον βομβαρδισμό μόνο 36 επέζησαν…

Τα αποτελέσματα των βομβαρδισμών της Δρέσδης
Πάνω από 6.400 στρέμματα της Δρέσδης ισοπεδώθηκαν σε ένα βράδυ. Στο Λονδίνο, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου καταστράφηκαν λιγότερα από 2.400 στρέμματα. Τουλάχιστον 25.000 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους. Ο αριθμός όμως των προσφύγων που βρίσκονταν στην πόλη, πιθανότατα σημαίνει ότι υπήρχαν περισσότεροι νεκροί (γίνεται λόγος για 35.000 αγνοούμενους). Όχι όμως 200.000-250.000 που ανέφεραν οι προπαγανδιστές των Ναζί. Μια, αμφιλεγόμενη πάντως, έκθεση του Συνταγματάρχη Γκρόσε «Επιτελάρχη» του Υποστράτηγου των 55 Ομπερχαϊντάχερ, ανώτατου διοικητή των SS και της Αστυνομίας στη Δρέσδη αναφέρει ότι 13.441 κτίρια (το 36% του συνόλου των κτιρίων της πόλης) καταστράφηκαν ή έπαθαν σοβαρές ζημιές.
Το ίδιο συνέβη και με: 30 Τράπεζες, 36 κτίρια ασφαλιστικών Εταιρειών, 31 πολυκαταστήματα και μεγάλα καταστήματα, 32 μεγάλα ξενοδοχεία, 25 μεγάλα εστιατόρια, 75 δημοτικά κτίρια, 6 θέατρα, 18 κινηματογράφους, 647 μικρότερα καταστήματα, 2 μουσεία, 19 εκκλησίες, 6 παρεκκλήσια, 22 νοσοκομεία, 72 σχολεία και 5 προξενεία, ανάμεσά τους, το ισπανικό και το ελβετικό. Ένα μήνα περίπου μετά τους βομβαρδισμούς απαγορεύτηκε η ταφή των πτωμάτων σε πευκοδάση και δόθηκε διαταγή να πάψουν οι ομαδικές ταφές, καθώς ελλόχευε ο κίνδυνος επιδημιών.
Norman Howard Bottomley

Μια μεγάλη περιοχή στο κέντρο της πόλης αποκλείστηκε. Εκεί μεταφέρονταν τα άταφα πτώματα και όσα ξεθάβονταν από τα ερείπια των κτιρίων καθημερινά. Αστυνομικοί που εργάζονταν εκεί είχαν ορκιστεί να κρατήσουν μυστικά όσα ακολουθούσαν. Από τα ερείπια του πολυκαταστήματος «Ρένερ» αφαίρεσαν τις χαλύβδινες δοκούς και τις τοποθέτησαν σε στοιβαγμένες αμμόπετρες. Έστησαν έτσι μια τεράστια ψησταριά με μήκος πάνω από 7 μέτρα. Κάτω από χαλύβδινες δοκούς είχαν βάλει δεμάτια από άχυρα και ξύλα. Πάνω στη «σχάρα» της ψησταριάς στοίβαζαν τα πτώματα, 400-500 κάθε φορά.
Ανάμεσά τους έβαζαν κι άλλα άχυρα. Στρατιώτες ποδοπατούσαν τις «στρώσεις» κορμιών που είχαν αποσυντεθεί για να χωρέσουν κι άλλα. Έτσι σιγά – σιγά υψωνόταν η στοίβα των πτωμάτων. Τέλος έχυσαν πάνω στα πτώματα πολλά γαλόνια βενζίνης. Ένας ανώτερος αξιωματικός έδιωξε από την πλατεία Άλτμαρκ τους μη απαραίτητους θεατές κι άναψε ένα σπίρτο στη στοίβα. Πυκνός μαύρος καπνός υψώθηκε στην πλατεία. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί 600 χρόνια νωρίτερα, το 1349 όταν ο μαργκράβος του Μάισεν Φρειδερίκος Β’ έκαψε στην πυρά, στην ίδια πλατεία, Εβραίους καθώς θεώρησε ότι έφεραν την πανώλη στη Δρέσδη. Τα νέα για την «ψησταριά» της πλατείας διαδόθηκαν γρήγορα. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι οι «ομαδικές νεκρικές πυρές» ήταν προπαγάνδα του Γκέμπελς. Διαψεύστηκαν όμως, καθώς ο παλαίμαχος φωτογράφος Βάλτερ Χαν έλαβε επίσημη άδεια για να βγάλει άφθονες φωτογραφίες, έγχρωμες και ασπρόμαυρες από το μακάβριο θέαμα…
Οι περιοχές που κατείχαν οι Σύμμαχοι και οι Γερμανοί τον Φεβρουάριο του 1945

Ήταν έγκλημα πολέμου οι βομβαρδισμοί της Δρέσδης;
Όπως σημείωνε το 1947 ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Βρετανικού υπουργείο Εσωτερικών, η Δρέσδη δεν θα βομβαρδιζόταν, αν γινόταν το ίδιο και με την Οξφόρδη. Ανάλογη υπόγεια συμφωνία φαίνεται ότι είχε γίνει και για τη Χαϊδελβέργη, την ιστορική γερμανική πόλη, η οποία έμεινε αλώβητη. Αν ισχύουν τα παραπάνω, οι Σύμμαχοι δεν τήρησαν την (άτυπη) υπόσχεσή τους.

Ο Τσόρτσιλ, ηθικός αυτουργός των βομβαρδισμών της Δρέσδης έγραψε στις 28 Μαρτίου ένα ασυνήθιστο υπόμνημα.
«Μου φαίνεται ότι ήρθε η στιγμή που το θέμα των βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων απλώς και μόνο για λόγους αύξησης της τρομοκρατίας (αν και γίνεται ωστόσο επίκληση άλλων προφάσεων), θα πρέπει να αναθεωρηθεί…». Ο βουλευτής Στόουκς χαρακτήρισε τη Δρέσδη αιώνιο «στίγμα στην υπόληψη» της γερμανικής κυβέρνησης. Ο Στόουκς ήταν ένας από αυτούς που με τις δηλώσεις τους «ξύπνησαν» τη βρετανική κοινή γνώμη, που δεν είχε αντιληφθεί ότι στη Γερμανία δεν βομβαρδίζονται μόνο στρατιωτικοί στόχοι… Όσο για τους Αμερικανούς; Μετά την παγκόσμια κατακραυγή προσπάθησαν να επιρρίψουν την ευθύνη στους Σοβιετικούς, επικαλούμενοι όσα είχε πει ο Αντόνοφ στη Γιάλτα. Όμως ο Αντόνοφ δεν είχε κάνει αναφορά στη Δρέσδη. Ο Τσόρτσιλ τελικά προσπάθησε να κατηγορήσει τους στρατιωτικούς, λέγοντας ότι παραπλανήθηκε από αυτούς, κάτι που εξόργισε τους τελευταίους.
Τα Ιπτάμενα Φρούρια Β17
Το Frauenkirche της Δρέσδης πριν και μετά τον βομβαρδισμό σε πίνακα του Eugen Luick

Τελικά, ο αποδιοπομπαίος τράγος βρέθηκε στο πρόσωπο του Harris, ο οποίος, όπως είδαμε, παρά τον χαρακτηρισμό ως bomber, δεν επιδίωξε τον βομβαρδισμό της Δρέσδης. Η ιστορία άλλωστε πάντα γράφεται από τους νικητές και πάντα, όπως αυτοί επιθυμούν.
Σημειώνουμε τέλος, ότι πολλά από τα μνημεία της Δρέσδης που καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς αποκαταστάθηκαν μετά το 1990 χάρη σε δωρεές Βρετανών και Αμερικανών...

Πηγές:
• David Irving, «Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ», Αναθεωρημένη έκδοση του 2005, Εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ . Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Κορίδη και τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ για την πολύτιμη βοήθειά τους.
• Συλλογικό, «ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ»
• A.C. Grayling, «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΝΕΚΡΕΣ ΠΟΛΕΙΣ», Εκδόσεις Κασταλία, 2007.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια