Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε αναφορά σε κατασκοπευτική δράση στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης μάς παραπέμπει συνειρμικά στην αιματηρή περίοδο των εμφυλίων πολέμων της περιόδου 1823-1825, οι οποίοι κόντεψαν να διαλύσουν τον αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων. Πολέμων που εκτυλίχθηκαν σε δύο φάσεις: Την Πρώτη (1823-24) της αιματηρής σύγκρουσης μεταξύ στρατιωτικών-πολιτικών και Πελοποννησίων και τη Δεύτερη (1824-25) μεταξύ Στερεοελλαδιτών και Νησιωτών.
Ο δεύτερος εμφύλιος κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου (1790-1825) απ’ τον οπλαρχηγό της Στερεάς Ελλάδας και δεξί χέρι του στο Χάνι της Γραβιάς (Μάιος 1821) Γιάννη Γκούρα! Από την αρχή του Αγώνα, όταν έγινε φανερό το χάσμα μεταξύ των Φιλικών (υποστηρικτών της δημοκρατίας στην πλειοψηφία τους) και κοτζαμπάσηδων, στέλνονταν άσχημα προμηνύματα στην νεοσύστατη Πελοποννησιακή Γερουσία (Μάιος 1821-Απρίλιος 1823) για τον διαφαινόμενο διχασμό, που συνδεόταν με κατασκόπους. Ο όρος “κατάσκοπος” αναφέρεται για πρώτη φορά σε έγγραφο της Γενικής Αστυνομίας Ερμιόνης (τέλη Οκτωβρίου 1822). Τα μέλη της Γερουσίας ανέθεσαν στους τοπικούς εφόρους αστυνομικά καθήκοντα.
Καθήκοντα αρωγού της Γενικής Αστυνομίας για τη διατήρηση της έννομης τάξης και ασφάλειας με δικαίωμα εκδίκασης πταισματικών, ποινικών παραβάσεων και μικροδιαφορών αστικού χαρακτήρα (βλ. Νικόλαος Τρουπάκης: “Η Αστυνομία παρ’ Έλλησιν – Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς”, 1904). Απ’ το 1824 και μετά, ωστόσο (έτος σύμπραξης του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ με τον Ιμπραήμ) έγινε πολύ δύσκολη υπόθεση η διερεύνηση της κατασκοπείας, καθώς μαινόταν ο υπόγειος πόλεμος συγκέντρωσης πληροφοριών από ελληνικής και τουρκικής πλευράς, αναβιώνοντας το κλίμα που είχε διαμορφωθεί σε τοπικό επίπεδο (Ιωάννινα) από τον Αλή Πασά στον αγώνα του με τους Σουλιώτες.
Η πλάστιγγα έγερνε εμφανώς υπέρ των τουρκικών συμφερόντων το 1824-25, δημιουργώντας προβλήματα στους διχασμένους Έλληνες. Ο Ιμπραήμ δεν είχε οργανώσει μόνον το στρατό του κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά είχε δημιουργήσει και ένα ευρύ δίκτυο μονίμων και περιστασιακών πληροφοριοδοτών, μεταξύ των οποίων ήταν Έλληνες έμποροι και ναυτικοί! Ως εκ τούτου, μέρος των αρμοδιοτήτων ευθύνης της Γενικής Αστυνομίας αφορούσε στην αντιμετώπιση και αυτών. Των Ελλήνων πληροφοριοδοτών δηλαδή του εχθρού που λειτουργούσαν ως κατάσκοποι από ξένη έδρα. Οι αδελφοί Τοσίτσα διηύθυναν απ’ την Αίγυπτο το δίκτυο πληροφοριών του Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου για τα εμπορικά τους συμφέροντα.
Υποθέσεις κατασκοπείας
Στη μελέτη “Ύποπτη κίνηση κατασκοπείας εις βάρος της αγωνιζόμενης Ελλάδας”, η συγγραφέας Ελένη Καρύδη ονοματίζει έξι ύποπτους για κατασκοπεία Έλληνες εμπόρους το 1825 (Νικόλαο Σατζλή, Γρηγόριο Τζιτζεκλή, Παντιά Τζιτζίνια, Γεώργιο Ορφανίδη ή Ορφανό, Δημήτριο Μαλκότζη και Αργυρό Ταρπαχτζή), οι οποίοι δρούσαν συντονισμένα επωφελούμενοι της εικόνας διάλυσης που εξέπεμπε τότε λόγω εμφυλίου η Ελληνική Επανάσταση.
Οι εμπορικές δραστηριότητες των υπόπτων κατασκοπείας, προφανώς, αποτελούσαν μέρος μιας ιδιόμορφης ιστορικής τοιχογραφίας με (αντι)ήρωες τους ίδιους τους Έλληνες κατασκόπους, οι οποίοι συμμετείχαν (για λόγους συμφεροντολογικούς) σε κατασκοπευτικές κινήσεις που τορπίλιζαν την ενότητα του Αγώνα. Για τον λόγο αυτό, η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος 1821-Ιανουάριος 1822) φρόντισε να συστήσει το Υπουργείο Αστυνομίας για να επιβλέπει τη λειτουργία των τοπικών Γενικών Αστυνομιών που είχαν αρμοδιότητα για τα επαρχιακά, αστικά, λιμενικά προβλήματα και τα θέματα κατασκοπείας.
Αρχαίες και συνήθεις έννοιες στο “λεξικό” των προγόνων μας οι όροι “κατάσκοπος” και “κατασκοπή” (βλ. Ηροδότου, Θουκυδίδη και Πολύβιου “Ιστορίαι”, Ξενοφώντα “Κύρου Ανάβασις” και “Κύρου Παιδεία”, Ευριπίδη “Ρήσος” και “Βάκχες”, Αριστοφάνη “Θεσμοφοριάζουσες”, Σοφοκλή “Φιλοκτήτης” και Αισχύνη “Λόγοι”). Ωστόσο στη συνείδηση του επαναστατημένου ελληνικού λαού έπαιρναν απεχθείς διαστάσεις, γιατί ταυτίζονταν με την έννοια της προδοσίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η περίπτωση μιας Μυκονιάτισσας παντρεμένης στη Σύρο με Ορθόδοξο ναυτικό “Σκλαβούνο”, από την οποία ζήτησε διαζύγιο ο άντρας της (με αιτιολογία ότι «δεν επιθυμεί να συζήσει με άνθρωπο που κατατρέχει την πίστη και το Γένος του»), μόλις της έγινε γνωστό από τον έπαρχο Σύρου ότι έγινε μέλος της φρεγάτας του Μεχμέτ Αλή (Χρ. Ράπτης: ”Η κατασκοπία κατά την Επανάσταση του 1821”).
Ομογενείς έμποροι
Άλλο ένα (ενδεικτικό) παράδειγμα μάς δίνει ο Δημήτριος Χοϊδάς (Κερκυραίος ιατροφιλόσοφος, πρόξενος της Βενετίας στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη και ταξιδιώτης/περιηγητής της εποχής) αναφερόμενος στους εμπόρους κατασκόπους αδελφούς Τοσίτσα (δημιουργούς, όπως προείπα, του κατασκοπευτικού δικτύου του πασά της Αιγύπτου, χώρας υποτελούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).
Σημειωτέον ότι πολλοί εξ αυτών ομογενείς έμποροι δήλωναν τα εμπορεύματά τους στο όνομα ξένων υπηκόων (για να μη διατρέχουν κίνδυνο σύλληψης) μέσω του εν λόγω δικτύου που λειτουργούσε υπό την μορφή εμπορικών “οσπητίων” (με έδρες σε Ναύπλιο, Αθήνα, Καλαμάτα, Σύρο και Σάμο), χωρίς τις απαιτούμενες άδειες απ’ την Υψηλή Πύλη. Σημειωτέον, επίσης, ότι οι επικεφαλής διευθυντές των πέντε “οσπητίων” κατασκοπευτικής δράσης (Ορφανίδης ή Ορφανός, Καπουράλης, Μαλκότζης, Ταρποχτζής, Σβορώνος και Γρόπιος) είχαν μπει υπό αστυνομική παρακολούθηση λόγω ύποπτης συμπεριφοράς τους το 1825.
Από αυτούς κρίθηκαν αθώοι τελικά και αφέθηκαν ελεύθεροι (με απόφαση της εξεταστικής επιτροπής που είχε δικαστικές αρμοδιότητες) οι περισσότεροι, αν και είχαν συλληφθεί ως κατάσκοποι με την κατηγορία ότι λειτουργούσαν είτε ως πληροφοριοδότες (υπό την κάλυψη εμπορικών ανταποκρίσεων) είτε ως αλληλογραφείς με τους αδελφούς Τοσίτσα. Αφέθηκαν ελεύθεροι όλοι, πλην ενός: του Δ. Μαλκότζη από τον Αίνο της Ανατολικής Θράκης, για τον οποίο υπήρχαν αμφιβολίες και γι’ αυτό εξορίστηκε. Όμως γρήγορα ανακλήθηκε αυτή η απόφαση σε βάρος του για ανθρωπιστικούς λόγους, όταν τα μέλη της επιτροπής πληροφορήθηκαν πως οι Τούρκοι στον Αίνο τραυμάτισαν μια κόρη του και φυλάκισαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του.
Και λανθασμένες αποφάσεις
Λανθασμένες αποφάσεις, οι οποίες στηρίζονταν σε ενδείξεις και όχι αποδείξεις κατασκοπείας, έπαιρναν συχνά οι νεοσύστατες ελληνικές αστυνομικές Αρχές και οι εξεταστικές επιτροπές στην επαναστατημένη Ελλάδα, λόγω του κλίματος καχυποψίας που επικρατούσε και της ευκαιρίας κάποιων να υποσκάψουν πολιτικούς αντιπάλους, προσωπικούς εχθρούς ή αυτούς που φθονούσαν.
Κραυγαλέα περίπτωση λανθασμένης “δικαστικής” απόφασης ήταν η άδικη αποπομπή του Γενικού Αστυνόμου Πάτμου Αντώνη Μελισσηνού, ο οποίος έπεσε θύμα ψευδούς καταγγελίας που του προσήψε την κατηγορία του “εξισλαμισμένου” και “κατασκόπου”. Τελικά, παρά την βεβαίωση του επάρχου Τήνου ότι ο Μελισσηνός ήταν πατριώτης, ο Αστυνόμος απομακρύνθηκε από τη θέση του (βάσει απόφασης του Υπουργείου Αστυνομίας της επαναστατημένης Ελλάδας) με τη δικαιολογία (κατά τον ισχυρισμό των πληροφοριοδοτών) ότι κινδυνεύει με δολοφονία. Ήταν το πρόσχημα για να τον αντικαταστήσουν με τον ντόπιο Νικόλαο Δούντα.
Στο Υπουργείο Αστυνομίας, ας σημειωθεί, έρχονταν από τις κατά τόπους Αστυνομίες και τους επάρχους χίλιες δυο πληροφορίες για κατασκοπεία. Μόνο που, μαζί με τα ξερά καίγονταν συχνά και τα χλωρά (βλ. εξισλαμισμένοι Έλληνες που είχαν αυτομολήσει από τους Τούρκους, αλλά δεν γίνονταν πιστευτοί λόγω της περιτομής τους). Το κακό είναι ότι δεν υπήρχε τρόπος και χρόνος για έλεγχο των πληροφοριών υπό συνθήκες πολέμου, με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζεται η κατασκοπεία με συστηματικό τρόπο. Γι’ αυτό και δεν αποκλείεται οι οπλαρχηγοί Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Γιάννης Γκούρας να μετατράπηκαν αντίστοιχα σε θύμα και θύτη λόγω διάχυσης της πληροφορίας ότι ο Ανδρούτσος συναντήθηκε με τους Τούρκους του Ευρίπου στο χωριό Μουζάκι κοντά στην Αταλάντη.
Πληροφορία που την ερμήνευσε η Αστυνομία ότι ο ήρωας της Γραβιάς ετοιμαζόταν να τα βρει με τους Τούρκους, άρα ήταν συνεργάτης τους κι απειλητικός για την Αθήνα! Αποτέλεσμα της εν λόγω παραπληροφόρησης ήταν η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου (χαράματα 5ης Ιουνίου 1825 βρέθηκε σκοτωμένος στη βάση του μεγάλου Ενετικού πύργου της Ακρόπολης από τον Γκοούρα ή ανθρώπους του.
Πληρώθηκαν με αχαριστία
Στον μακρύ κατάλογο των κατασκόπων υπήρχαν εξαγορασμένοι προδότες που λειτούργησαν υπέρ των Οθωμανών, αλλά υπήρχαν και πατριώτες που έδρασαν με αυταπάρνηση υπέρ της αγωνιζόμενης Ελλάδας προς χάριν της οποίας διέθεσαν οι πιο εύποροι όλη την περιουσία τους. Στην τελευταία περίπτωση συγκαταλέγεται η Μαριγώ Ζαραφοπούλα από τα Ταταύλα της Πόλης, η οποία ανέλαβε με δική της πρωτοβουλία και έγκριση της Φιλικής Εταιρείας (μέλος της οποίας ήταν ο έμπορος αδελφός της Χατζη-Βασίλης Σαράφης) το άκρως ριψοκίνδυνο έργο να συλλέγει πληροφορίες και έγγραφα για τις κινήσεις αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης.
Όταν άρχισε να κινεί υποψίες με κίνδυνο να φυλακιστεί, η Μαριγώ διέφυγε στην Ύδρα δύο μήνες μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης. Συνέχισε να λειτουργεί και σε ελληνικό έδαφος ως κατάσκοπος, στηρίζοντας με πατριωτικό ζήλο τον Αγώνα. Λειτούργησε ως κατάσκοπος στα κατακτημένα απ’ τους Τούρκους φρούρια και τις πολιορκούμενες απ’ τους Έλληνες πόλεις (Ναύπλιο, Τριπολιτσά κλπ) με σκοπό να βοηθήσει στην απελευθέρωση αιχμαλώτων, ενώ διέθεσε την περιουσία της (όπως και η Μαντώ Μαυρογένους) για την περίθαλψη τραυματιών και ασθενών και για την αγορά τροφίμων και πολεμοφοδίων προς ενίσχυση του στρατού των ατάκτων της επαναστατημένης Ελλάδας!
Αν αναρωτιέστε τώρα για το πώς αντιμετώπισε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αυτήν τη σπουδαία Ελληνίδα «ἀδελφὴ τοῦ Χατζῆ-Βασίλη ἐκ Ταταούλων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ καὶ ὑπὲρ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος καρατομηθέντος παρὰ τῆς Οθωμανικῆς ἐξουσίας, σύζυγος δὲ τοῦ φονευθέντος Ταγματάρχου τοῦ Πεζικοῦ Στεφάνου…», όπως πιστοποίησαν εγγράφως γνωστοί οπλαρχηγοί της Ελληνικής Επανάστασης, είμαι βέβαιη ότι δεν θα εκπλαγείτε μαθαίνοντας για το μέγεθος της αχαριστίας του κράτους. Αχαριστίας απέναντι σε μια ηρωίδα που έδωσε τα πάντα για την πατρίδα της και, όταν έμεινε πάμφτωχη και ζήτησε να πάρει με αίτησή της (19 Απριλίου 1865) τη μικρή σύνταξη που της αναλογούσε γιατί στερείτο και τον επιούσιο, το κράτος τής γύρισε την πλάτη, όπως έκανε και με το Νικηταρά, τον οποίο καταδίκασε να ζητιανεύει… (Πηγή: Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Ο δεύτερος εμφύλιος κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου (1790-1825) απ’ τον οπλαρχηγό της Στερεάς Ελλάδας και δεξί χέρι του στο Χάνι της Γραβιάς (Μάιος 1821) Γιάννη Γκούρα! Από την αρχή του Αγώνα, όταν έγινε φανερό το χάσμα μεταξύ των Φιλικών (υποστηρικτών της δημοκρατίας στην πλειοψηφία τους) και κοτζαμπάσηδων, στέλνονταν άσχημα προμηνύματα στην νεοσύστατη Πελοποννησιακή Γερουσία (Μάιος 1821-Απρίλιος 1823) για τον διαφαινόμενο διχασμό, που συνδεόταν με κατασκόπους. Ο όρος “κατάσκοπος” αναφέρεται για πρώτη φορά σε έγγραφο της Γενικής Αστυνομίας Ερμιόνης (τέλη Οκτωβρίου 1822). Τα μέλη της Γερουσίας ανέθεσαν στους τοπικούς εφόρους αστυνομικά καθήκοντα.
Καθήκοντα αρωγού της Γενικής Αστυνομίας για τη διατήρηση της έννομης τάξης και ασφάλειας με δικαίωμα εκδίκασης πταισματικών, ποινικών παραβάσεων και μικροδιαφορών αστικού χαρακτήρα (βλ. Νικόλαος Τρουπάκης: “Η Αστυνομία παρ’ Έλλησιν – Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς”, 1904). Απ’ το 1824 και μετά, ωστόσο (έτος σύμπραξης του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ με τον Ιμπραήμ) έγινε πολύ δύσκολη υπόθεση η διερεύνηση της κατασκοπείας, καθώς μαινόταν ο υπόγειος πόλεμος συγκέντρωσης πληροφοριών από ελληνικής και τουρκικής πλευράς, αναβιώνοντας το κλίμα που είχε διαμορφωθεί σε τοπικό επίπεδο (Ιωάννινα) από τον Αλή Πασά στον αγώνα του με τους Σουλιώτες.
Η πλάστιγγα έγερνε εμφανώς υπέρ των τουρκικών συμφερόντων το 1824-25, δημιουργώντας προβλήματα στους διχασμένους Έλληνες. Ο Ιμπραήμ δεν είχε οργανώσει μόνον το στρατό του κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά είχε δημιουργήσει και ένα ευρύ δίκτυο μονίμων και περιστασιακών πληροφοριοδοτών, μεταξύ των οποίων ήταν Έλληνες έμποροι και ναυτικοί! Ως εκ τούτου, μέρος των αρμοδιοτήτων ευθύνης της Γενικής Αστυνομίας αφορούσε στην αντιμετώπιση και αυτών. Των Ελλήνων πληροφοριοδοτών δηλαδή του εχθρού που λειτουργούσαν ως κατάσκοποι από ξένη έδρα. Οι αδελφοί Τοσίτσα διηύθυναν απ’ την Αίγυπτο το δίκτυο πληροφοριών του Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου για τα εμπορικά τους συμφέροντα.
Υποθέσεις κατασκοπείας
Στη μελέτη “Ύποπτη κίνηση κατασκοπείας εις βάρος της αγωνιζόμενης Ελλάδας”, η συγγραφέας Ελένη Καρύδη ονοματίζει έξι ύποπτους για κατασκοπεία Έλληνες εμπόρους το 1825 (Νικόλαο Σατζλή, Γρηγόριο Τζιτζεκλή, Παντιά Τζιτζίνια, Γεώργιο Ορφανίδη ή Ορφανό, Δημήτριο Μαλκότζη και Αργυρό Ταρπαχτζή), οι οποίοι δρούσαν συντονισμένα επωφελούμενοι της εικόνας διάλυσης που εξέπεμπε τότε λόγω εμφυλίου η Ελληνική Επανάσταση.
Οι εμπορικές δραστηριότητες των υπόπτων κατασκοπείας, προφανώς, αποτελούσαν μέρος μιας ιδιόμορφης ιστορικής τοιχογραφίας με (αντι)ήρωες τους ίδιους τους Έλληνες κατασκόπους, οι οποίοι συμμετείχαν (για λόγους συμφεροντολογικούς) σε κατασκοπευτικές κινήσεις που τορπίλιζαν την ενότητα του Αγώνα. Για τον λόγο αυτό, η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος 1821-Ιανουάριος 1822) φρόντισε να συστήσει το Υπουργείο Αστυνομίας για να επιβλέπει τη λειτουργία των τοπικών Γενικών Αστυνομιών που είχαν αρμοδιότητα για τα επαρχιακά, αστικά, λιμενικά προβλήματα και τα θέματα κατασκοπείας.
Αρχαίες και συνήθεις έννοιες στο “λεξικό” των προγόνων μας οι όροι “κατάσκοπος” και “κατασκοπή” (βλ. Ηροδότου, Θουκυδίδη και Πολύβιου “Ιστορίαι”, Ξενοφώντα “Κύρου Ανάβασις” και “Κύρου Παιδεία”, Ευριπίδη “Ρήσος” και “Βάκχες”, Αριστοφάνη “Θεσμοφοριάζουσες”, Σοφοκλή “Φιλοκτήτης” και Αισχύνη “Λόγοι”). Ωστόσο στη συνείδηση του επαναστατημένου ελληνικού λαού έπαιρναν απεχθείς διαστάσεις, γιατί ταυτίζονταν με την έννοια της προδοσίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η περίπτωση μιας Μυκονιάτισσας παντρεμένης στη Σύρο με Ορθόδοξο ναυτικό “Σκλαβούνο”, από την οποία ζήτησε διαζύγιο ο άντρας της (με αιτιολογία ότι «δεν επιθυμεί να συζήσει με άνθρωπο που κατατρέχει την πίστη και το Γένος του»), μόλις της έγινε γνωστό από τον έπαρχο Σύρου ότι έγινε μέλος της φρεγάτας του Μεχμέτ Αλή (Χρ. Ράπτης: ”Η κατασκοπία κατά την Επανάσταση του 1821”).
Ομογενείς έμποροι
Άλλο ένα (ενδεικτικό) παράδειγμα μάς δίνει ο Δημήτριος Χοϊδάς (Κερκυραίος ιατροφιλόσοφος, πρόξενος της Βενετίας στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη και ταξιδιώτης/περιηγητής της εποχής) αναφερόμενος στους εμπόρους κατασκόπους αδελφούς Τοσίτσα (δημιουργούς, όπως προείπα, του κατασκοπευτικού δικτύου του πασά της Αιγύπτου, χώρας υποτελούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).
Σημειωτέον ότι πολλοί εξ αυτών ομογενείς έμποροι δήλωναν τα εμπορεύματά τους στο όνομα ξένων υπηκόων (για να μη διατρέχουν κίνδυνο σύλληψης) μέσω του εν λόγω δικτύου που λειτουργούσε υπό την μορφή εμπορικών “οσπητίων” (με έδρες σε Ναύπλιο, Αθήνα, Καλαμάτα, Σύρο και Σάμο), χωρίς τις απαιτούμενες άδειες απ’ την Υψηλή Πύλη. Σημειωτέον, επίσης, ότι οι επικεφαλής διευθυντές των πέντε “οσπητίων” κατασκοπευτικής δράσης (Ορφανίδης ή Ορφανός, Καπουράλης, Μαλκότζης, Ταρποχτζής, Σβορώνος και Γρόπιος) είχαν μπει υπό αστυνομική παρακολούθηση λόγω ύποπτης συμπεριφοράς τους το 1825.
Από αυτούς κρίθηκαν αθώοι τελικά και αφέθηκαν ελεύθεροι (με απόφαση της εξεταστικής επιτροπής που είχε δικαστικές αρμοδιότητες) οι περισσότεροι, αν και είχαν συλληφθεί ως κατάσκοποι με την κατηγορία ότι λειτουργούσαν είτε ως πληροφοριοδότες (υπό την κάλυψη εμπορικών ανταποκρίσεων) είτε ως αλληλογραφείς με τους αδελφούς Τοσίτσα. Αφέθηκαν ελεύθεροι όλοι, πλην ενός: του Δ. Μαλκότζη από τον Αίνο της Ανατολικής Θράκης, για τον οποίο υπήρχαν αμφιβολίες και γι’ αυτό εξορίστηκε. Όμως γρήγορα ανακλήθηκε αυτή η απόφαση σε βάρος του για ανθρωπιστικούς λόγους, όταν τα μέλη της επιτροπής πληροφορήθηκαν πως οι Τούρκοι στον Αίνο τραυμάτισαν μια κόρη του και φυλάκισαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του.
Και λανθασμένες αποφάσεις
Λανθασμένες αποφάσεις, οι οποίες στηρίζονταν σε ενδείξεις και όχι αποδείξεις κατασκοπείας, έπαιρναν συχνά οι νεοσύστατες ελληνικές αστυνομικές Αρχές και οι εξεταστικές επιτροπές στην επαναστατημένη Ελλάδα, λόγω του κλίματος καχυποψίας που επικρατούσε και της ευκαιρίας κάποιων να υποσκάψουν πολιτικούς αντιπάλους, προσωπικούς εχθρούς ή αυτούς που φθονούσαν.
Κραυγαλέα περίπτωση λανθασμένης “δικαστικής” απόφασης ήταν η άδικη αποπομπή του Γενικού Αστυνόμου Πάτμου Αντώνη Μελισσηνού, ο οποίος έπεσε θύμα ψευδούς καταγγελίας που του προσήψε την κατηγορία του “εξισλαμισμένου” και “κατασκόπου”. Τελικά, παρά την βεβαίωση του επάρχου Τήνου ότι ο Μελισσηνός ήταν πατριώτης, ο Αστυνόμος απομακρύνθηκε από τη θέση του (βάσει απόφασης του Υπουργείου Αστυνομίας της επαναστατημένης Ελλάδας) με τη δικαιολογία (κατά τον ισχυρισμό των πληροφοριοδοτών) ότι κινδυνεύει με δολοφονία. Ήταν το πρόσχημα για να τον αντικαταστήσουν με τον ντόπιο Νικόλαο Δούντα.
Στο Υπουργείο Αστυνομίας, ας σημειωθεί, έρχονταν από τις κατά τόπους Αστυνομίες και τους επάρχους χίλιες δυο πληροφορίες για κατασκοπεία. Μόνο που, μαζί με τα ξερά καίγονταν συχνά και τα χλωρά (βλ. εξισλαμισμένοι Έλληνες που είχαν αυτομολήσει από τους Τούρκους, αλλά δεν γίνονταν πιστευτοί λόγω της περιτομής τους). Το κακό είναι ότι δεν υπήρχε τρόπος και χρόνος για έλεγχο των πληροφοριών υπό συνθήκες πολέμου, με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζεται η κατασκοπεία με συστηματικό τρόπο. Γι’ αυτό και δεν αποκλείεται οι οπλαρχηγοί Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Γιάννης Γκούρας να μετατράπηκαν αντίστοιχα σε θύμα και θύτη λόγω διάχυσης της πληροφορίας ότι ο Ανδρούτσος συναντήθηκε με τους Τούρκους του Ευρίπου στο χωριό Μουζάκι κοντά στην Αταλάντη.
Πληροφορία που την ερμήνευσε η Αστυνομία ότι ο ήρωας της Γραβιάς ετοιμαζόταν να τα βρει με τους Τούρκους, άρα ήταν συνεργάτης τους κι απειλητικός για την Αθήνα! Αποτέλεσμα της εν λόγω παραπληροφόρησης ήταν η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου (χαράματα 5ης Ιουνίου 1825 βρέθηκε σκοτωμένος στη βάση του μεγάλου Ενετικού πύργου της Ακρόπολης από τον Γκοούρα ή ανθρώπους του.
Πληρώθηκαν με αχαριστία
Στον μακρύ κατάλογο των κατασκόπων υπήρχαν εξαγορασμένοι προδότες που λειτούργησαν υπέρ των Οθωμανών, αλλά υπήρχαν και πατριώτες που έδρασαν με αυταπάρνηση υπέρ της αγωνιζόμενης Ελλάδας προς χάριν της οποίας διέθεσαν οι πιο εύποροι όλη την περιουσία τους. Στην τελευταία περίπτωση συγκαταλέγεται η Μαριγώ Ζαραφοπούλα από τα Ταταύλα της Πόλης, η οποία ανέλαβε με δική της πρωτοβουλία και έγκριση της Φιλικής Εταιρείας (μέλος της οποίας ήταν ο έμπορος αδελφός της Χατζη-Βασίλης Σαράφης) το άκρως ριψοκίνδυνο έργο να συλλέγει πληροφορίες και έγγραφα για τις κινήσεις αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης.
Όταν άρχισε να κινεί υποψίες με κίνδυνο να φυλακιστεί, η Μαριγώ διέφυγε στην Ύδρα δύο μήνες μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης. Συνέχισε να λειτουργεί και σε ελληνικό έδαφος ως κατάσκοπος, στηρίζοντας με πατριωτικό ζήλο τον Αγώνα. Λειτούργησε ως κατάσκοπος στα κατακτημένα απ’ τους Τούρκους φρούρια και τις πολιορκούμενες απ’ τους Έλληνες πόλεις (Ναύπλιο, Τριπολιτσά κλπ) με σκοπό να βοηθήσει στην απελευθέρωση αιχμαλώτων, ενώ διέθεσε την περιουσία της (όπως και η Μαντώ Μαυρογένους) για την περίθαλψη τραυματιών και ασθενών και για την αγορά τροφίμων και πολεμοφοδίων προς ενίσχυση του στρατού των ατάκτων της επαναστατημένης Ελλάδας!
Αν αναρωτιέστε τώρα για το πώς αντιμετώπισε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αυτήν τη σπουδαία Ελληνίδα «ἀδελφὴ τοῦ Χατζῆ-Βασίλη ἐκ Ταταούλων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ καὶ ὑπὲρ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος καρατομηθέντος παρὰ τῆς Οθωμανικῆς ἐξουσίας, σύζυγος δὲ τοῦ φονευθέντος Ταγματάρχου τοῦ Πεζικοῦ Στεφάνου…», όπως πιστοποίησαν εγγράφως γνωστοί οπλαρχηγοί της Ελληνικής Επανάστασης, είμαι βέβαιη ότι δεν θα εκπλαγείτε μαθαίνοντας για το μέγεθος της αχαριστίας του κράτους. Αχαριστίας απέναντι σε μια ηρωίδα που έδωσε τα πάντα για την πατρίδα της και, όταν έμεινε πάμφτωχη και ζήτησε να πάρει με αίτησή της (19 Απριλίου 1865) τη μικρή σύνταξη που της αναλογούσε γιατί στερείτο και τον επιούσιο, το κράτος τής γύρισε την πλάτη, όπως έκανε και με το Νικηταρά, τον οποίο καταδίκασε να ζητιανεύει… (Πηγή: Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Διαβάστε ακόμη
* Η μάχη του Ανάλατου: H μεγαλύτερη ήττα των Ελλήνων, ο θάνατος του Καραϊσκάκη και ο ρόλος των Άγγλων
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών