Πώς φτάσαμε στην Επανάσταση του 1821 - Το παρασκήνιο και οι παράγοντες της εξέγερσης

Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε ένας εννιάχρονος σκληρός αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία, που οδήγησε στην ίδρυση του Ελληνικού κράτους: «Στη συνείδηση του Έθνους έλαβε θρυλικές διαστάσεις, ενέπνευσε τις επόμενες γενεές των Ελλήνων για διαδοχικές απελευθερωτικές εξορμήσεις και σε καιρούς δοκιμασίας τις εμψύχωσε για καρτερία και αντίσταση» («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ). Η Ελληνική Επανάσταση επίσης δημιούργησε ένα τεράστιο ρεύμα φιλελληνισμού στην Ευρώπη, ανάγκασε Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις να ασχοληθούν με την Ελλάδα, προκάλεσε ισχυρότατο πλήγμα στην Ιερά Συμμαχία και σήμανε τον θρίαμβο της αρχής των εθνοτήτων.

Ποιοι παράγοντες οδήγησαν στην Επανάσταση του 1821;
Η Ελληνική Επανάσταση έγινε ύστερα από μια σειρά άλλες «μικρότερες» επαναστάσεις, τοπικές εξεγέρσεις, αλλά και συνεχή ανταρσία κατά των Οθωμανών. Ήταν επίσης αποτέλεσμα μακράς ιδεολογικής προετοιμασίας. Σ' αυτή είχαν τεράστια συμβολή η μεγάλη πρόοδος των Ελλήνων κατά τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα και οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, οι οποίες περνούσαν συχνά μέσα από τις μυστικές επαναστατικές εταιρίες (περισσότερα για το θέμα αυτό, θα βρείτε στο βιβλίο «1821 + ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΧΕΤΥΠΟ 2021). Παρά την καταπίεση, την ταπείνωση και τους συνεχείς διωγμούς, οι Έλληνες στα χρόνια της σκλαβιάς κατόρθωσαν να διασώσουν και να αναπτύξουν την ενότητά τους γύρω από την Ορθοδοξία και να συνταχθούν στο κοινοτικό σύστημα. Μετά την μεγάλη παρακμή των πρώτων αιώνων της τουρκοκρατίας, άρχισε από τα μέσα του 18ου αιώνα η ανάπτυξη της οικονομίας, ιδιαίτερα του εμπορίου και της ναυτιλίας. Οι Έλληνες ευνοήθηκαν από τις ρωσοτουρκικές Συνθήκες του 1774 και των επόμενων ετών, αλλά και από τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν επίσης η ραγδαία ανάπτυξη της Παιδείας σε πολλές περιοχές του ελληνισμού. Τα σχολεία πολλαπλασιάστηκαν, τα εκπαιδευτικά προγράμματα βελτιώθηκαν, εκδόθηκαν πολλά βιβλία, αρκετά απ’ τα οποία ήταν επιστημονικά, οι μορφωμένοι Έλληνες πλήθυναν και οι Διδάσκαλοι του Γένους επιτελούσαν σημαντικό έργο.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη δεκαετία του, οι ταγοί, πολιτικοί και πνευματικοί του ελληνισμού, άρχισαν να συνειδητοποιούν τη ραγδαία πρόοδο που είχαν σημειώσει οι Έλληνες. Το 1818, ο Ιωάννης Καποδίστριας γράφει ότι υπήρχαν οι «κινητήριες δυνάμεις» για την πολιτική αναγέννηση της Ελλάδας, εννοώντας την πρόοδο του εμπορίου και της ναυτιλίας και την άνθιση της παιδείας.

Αλλά και ένας ακόμα σπουδαίος Έλληνας, ο Αδαμάντιος Κοραής έγραφε στις αρχές του 19ου αιώνα ότι: «Ή είναι βέβαιον ότι ενεργείται της Ελλάδος η αναγέννησις ή δεν είναι τίποτε βέβαιον εις τον Κόσμον» και μερικά χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1814 έγραφε: «Υπάρχουν σημεία αναντίρρητα, ότι εξύπνησε τέλος πάντων η ταλαίπωρος Ελλάς· και η εξύπνησις αυτή προετοιμάζει και την μέλλουσαν ελευθερίαν». Υπήρχαν όμως διαφορετικές απόψεις για το πώς και πότε θα απαιτούσε η Ελλάδα την «μέλλουσαν ελευθερίαν» καθώς δεν συνέπιπταν οι γνώμες των Ελλήνων. Υπήρχαν πάντως τρεις κυρίως ιστορικές προοπτικές.
Η πρώτη προοπτική βασιζόταν στην αντίληψη ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορούσε να αλωθεί «εκ των έσω» από τους Έλληνες, με το πέρασμα του χρόνου, κατά το πρότυπο – παράδειγμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με την άποψη αυτήν, οι Έλληνες έπρεπε να συνεχίσουν να είναι νομιμόφρονες, να προσπαθήσουν να προοδεύουν στην οικονομία και τις επιστήμες και να επιδιώξουν την κατάληψη περισσότερων και σπουδαιότερων θέσεων στην κυβέρνηση και τη διοίκηση, ώστε να κυριαρχήσουν στα πεδία αυτά και να αποτελέσουν την αδιαμφισβήτητη κυρίαρχη τάξη στις περιοχές όπου υπήρχε ελληνικό στοιχείο. Η προοπτική αυτή παρουσίαζε αρκετά πλεονεκτήματα και δεν εξέθετε το Έθνος σε άμεσους κινδύνους. Όμως, προϋπέθετε την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, ενώ για την πραγματοποίησή της υπήρχαν αβεβαιότητα και πιθανοί αστάθμητοι κίνδυνοι, όπως ενδεχόμενη αλλαγή της στάσης των Οθωμανών απέναντι στους Έλληνες.

Η δεύτερη προοπτική, αποτελούσε ανανέωση της παλιάς προσδοκίας για την απελευθέρωση του Έθνους με πρωτοβουλία της Ρωσίας. Η υψηλή θέση του Καποδίστρια στη ρωσική κυβέρνηση και τα σχέδια που είχε υποβάλει στον τσάρο Αλέξανδρο το 1816, με την ελπίδα ότι θα κατόρθωνε να τα προωθήσει την κατάλληλη στιγμή, έκαναν την προοπτική αυτή να φαντάζει ρεαλιστική και εφικτή. Σύμφωνα με το σχέδιο του Καποδίστρια, η Ρωσία όφειλε να επιδιώξει ριζικότερη διευθέτηση των σχέσεών της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να μπορέσει να απαλλάξει τους Μολδαβούς, τους Βλάχους και τους Σέρβους από την αυθαίρετη και καταθλιπτική διοίκηση που τους καταπιέζει. Ο Καποδίστριας πίστευε ότι η Μολδαβία, η Βλαχία και η Σερβία έπρεπε να σχηματίσουν τρεις ομόσπονδες ηγεμονίες, οπότε ανάλογη διευθέτηση θα ακολουθούσε όταν θα ερχόταν «η ώρα να αποδοθεί εις τους Έλληνας η κληρονομία των προγόνων των».
Η προοπτική αυτή συνεπαγόταν ότι δεν θα υπήρχαν άμεσοι κίνδυνοι για τον Ελληνισμό. Θα απαιτούσε λιγότερο χρόνο σε σχέση με την πρώτη, αλλά εμπεριείχε μεγάλη αβεβαιότητα, καθώς η προοπτική υλοποίησής της συνδεόταν με την ύπαρξη ευνοϊκής διπλωματικής συγκυρίας. Τελικά, οι εξελίξεις, δεν επέτρεψαν να δοκιμαστεί ποτέ στην πράξη η προοπτική αυτή. Το βέβαιο είναι ότι ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-1829 έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την αποδοχή από τον σουλτάνο της δημιουργίας ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Σίγουρα είναι υπερβολική, αλλά όχι λανθασμένη η άποψη του Φρίντριχ Ένγκελς ότι «ο Ντίμπιτς ελευθέρωσε την Ελλάδα» (δείτε περισσότερα στο άρθρο μας της 16/2/2020).

Υπήρχε τέλος και η τρίτη προοπτική που ήταν η επανάσταση. Προερχόταν ως ένα βαθμό από την επαναστατική παράδοση του Έθνους, εμπνεόταν από το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου και από την τακτική των μυστικών εταιρειών της εποχής. Βάση της, ήταν η πεποίθηση ότι ήταν εφικτή η απελευθέρωση των Ελλήνων με γενική εξέγερση και στηριζόταν στην εκτίμηση ότι το Έθνος είχε επαρκείς δυνάμεις για την επιτυχία της Επανάστασης. Το 1806, στην «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου του Έλληνος, που ήταν αφιερωμένη στον Ρήγα, «πρόδρομο μιας ταχέας ελευθερόσεως της κοινής Πατρίδος μας Ελλάδος», εκφράζεται το επαναστατικό φρόνημα του Έθνους: «… Είναι αδύνατον αι ελληνικαί ψυχαί να κοιμηθούν πλέον εις την ληθαργίαν της τυραννίαν! Ο λαμπρός ήχος των αρμάτων των πάλι θέλει ακουσθή προς κατατρόπωσιν των τυράννων των, και ταχέως».

Η Φιλική Εταιρεία και ο ρόλος της στην Επανάσταση
Τελικά, επικράτησε η τρίτη προοπτική. Αυτό οφείλεται στην επίδραση του ιδεολογικού παράγοντα, που εκφράστηκε και εφαρμόστηκε στην πράξη από τη Φιλική Εταιρεία.
Οι ιδρυτές της (Νικόλαος Σκουφάς, Αθανάσιος Τσακάλωφ και Εμμανουήλ Ξάνθος) διακατέχονταν από ισχυρό πατριωτικό αίσθημα και αγωνιστικό φρόνημα. Από την ίδρυσή της στην Οδησσό το 1814, η Φιλική Εταιρεία επέβαλε τη νέα ιδέα, που ερχόταν σε αντίθεση με την άποψη που επικρατούσε ως τότε, ότι οι Έλληνες έπρεπε να περιμένουν την απελευθέρωσή τους από τους ξένους, στηριζόμενοι στην «φιλανθρωπίαν των ξένων βασιλέων». Η ιδέα αυτή ήταν ότι οι Έλληνες έπρεπε να επιδιώξουν την απελευθέρωσή τους μόνο με τις δικές τους δυνάμεις. Έπρεπε όμως να ενωθούν οι ομογενείς και να πειθαρχήσουν σε μια κεντρική ηγεσία. Τον Οκτώβριο του 1820 η Φιλική Εταιρεία «επέβαλε» την άποψή της ότι είχε έρθει ο καιρός να ξεσηκωθούν οι Έλληνες.

Τον Φεβρουάριο του 1821 στη Μολδοβλαχία και τον Μάρτιο του 1821 στην Ελλάδα, ξεκίνησε η Επανάσταση. Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας πίστευαν ότι η Ελλάδα μπορούσε να απελευθερωθεί με τις δικές της δυνάμεις, καθώς είχαν υποτιμήσει τις δυνάμεις των Οθωμανών. Σίγουρα όμως, οι δυνάμεις του Έθνους το 1821 ήταν υπολογίσιμες. Ο Κλήρος, ανώτερος και κατώτερος είχε μεγάλη επιρροή στις πόλεις και τα χωριά. Οι μεγαλοκτηματίες πρόκριτοι, παρά την αρχική διστακτικότητα πολλών από αυτούς, οι λόγιοι και οι άλλοι μορφωμένοι Έλληνες, οι Φαναριώτες, κάτοχοι υψηλών αξιωμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι αρματολοί και οι κλέφτες, με πολύτιμη πολεμική εμπειρία, οι ναυτικοί, άριστοι γνώστες της θάλασσας, αλλά και μπαρουτοκαπνισμένοι από τις συγκρούσεις τους με τους πειρατές, Έλληνες που είχαν υπηρετήσει ή υπηρετούσαν σε ξένους στρατούς, αποτελούσαν αξιόλογο έμψυχο δυναμικό για ηγετικές και όχι μόνο, θέσεις της Επανάστασης. Οι ακτήμονες και καταπιεσμένοι χωρικοί, θα αποτελούσαν τον στρατό της.
Το βαθύ θρησκευτικό και εθνικό αίσθημα που επικρατούσε εκείνη την εποχή, ο ζήλος και οι ικανότητες των αρχηγικών στελεχών της Εταιρείας, η οργανωτική της δομή, η τήρηση της μυστικότητας με κορυφαίο στοιχείο την άγνωστη «Αρχή» καθώς και η σωστή στάση που τήρησε απέναντι στον Κλήρο και τους προκρίτους ήταν τα βασικά στοιχεία για την εξάπλωση και την επιτυχία των σκοπών της Εταιρείας. Τον Απρίλιο του 1820 η ανάληψη της ηγεσίας της Φιλικής Εταιρείας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, της προσέδωσε μεγαλύτερο κύρος.

Πόσα χρόνια διήρκησε η Ελληνική Επανάσταση;
Για την χρονική διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, ακόμα και ιστορικοί διαφωνούν μεταξύ τους. Ο αείμνηστος Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ γράφει ότι η Επανάσταση διήρκεσε συνολικά εννιά χρόνια. Ξεκίνησε στο Ιάσιο στις 24 Φεβρουαρίου 1821 με την κυκλοφορία της περίφημης προκήρυξης του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που άρχιζε με τη φράση «Η ΩΡΑ ήλθεν ω Άνδρες Έλληνες» και δεν μπορεί να αποκοπεί από τον Αγώνα καθώς προβλεπόταν από το «Σχέδιον Γενικόν». Η Επανάσταση έληξε με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Υπήρχαν βέβαια η Συνθήκη του Λονδίνου του Ιουλίου του 1827 μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας που προέβλεπε τη μεσολάβησή τους, ώστε να αποκατασταθεί η ειρήνη στην περιοχή και να τερματιστεί η Επανάσταση, όμως ο σουλτάνος δεν δέχθηκε τη μεσολάβησή τους, η Ναυμαχία του Ναβαρίνου, λίγους μήνες αργότερα, η μάχη της Πέτρας της Βοιωτίας, στις 12 Σεπτεμβρίου 1829, η τελευταία του Αγώνα, που από κάποιους θεωρούνται ως χρονικά σημεία τερματισμού της Επανάστασης, αυτά όμως δεν ισχύουν, καθώς οι δύο στρατοί παρέμεναν αντιμέτωποι.
Η Ελληνική Επανάσταση έληξε με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 για την ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους. Ο σουλτάνος δεν μπορούσε να αρνηθεί την αναγνώριση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, καθώς η Πύλη, ήταν δεσμευμένη από τη Συνθήκη της Αδριανούπολης της 14ης Σεπτεμβρίου 1829 (με την οποία τερματιζόταν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος), να αποδεχθεί ό,τι θα αποφάσιζαν για το ελληνικό ζήτημα οι τρεις Δυνάμεις.

Οι φάσεις της Επανάστασης
Η Ελληνική Επανάσταση παρουσιάζει εναλλαγές επιτυχιών και αποτυχιών. Κατά τον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις φάσεις ή περιόδους με ιδιαίτερη φυσιογνωμία ή καθεμία.
Η πρώτη φάση ξεκινά τον Φεβρουάριο του 1821 και λήγει τον Δεκέμβριο του 1821. Αν και στη Μολδοβλαχία καταστέλλεται, στην Ελλάδα επικρατεί.
Η δεύτερη φάση (1822-1823) είναι περίοδος σταθεροποίησης της Επανάστασης. Στη διάρκειά της αποκρούονται οργανωμένες επιθέσεις των Τούρκων για την καταστολή της, πραγματοποιείται η ενιαία πολιτική συγκρότηση και η διοικητική οργάνωση των επαναστατημένων περιοχών.
Η τρίτη φάση (1824-1827) χαρακτηρίζεται από τον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο, ως περίοδος εξασθένησης και υποχώρησης της Επανάστασης. Παρά τις σημαντικές νίκες που πετυχαίνουν σε διάφορα μέτωπα οι Έλληνες, οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι, η συντονισμένη δράση Τούρκων και Αιγυπτίων, πλέον, εναντίον των Ελλήνων προκαλούν σε αυτούς βαρύτατες απώλειες. Πάντως, οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία εκδηλώνουν ενεργά τα ενδιαφέρον τους για την Ελληνική Επανάσταση με τη Συνθήκη του Λονδίνου (Ιούλιος 1827) και τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβριος 1827).
Η τέταρτη φάση (Ιανουάριος 1828 – Φεβρουάριος 1830) είναι περίοδος νέας ισχυροποίησης της Επανάστασης και αίσιας έκβασής της. Η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ιωάννη Καποδίστρια οδηγεί, ανάμεσα σε άλλα, στην ανασύνταξη των ελληνικών δυνάμεων, στην ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας και τελικά στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830), με το οποίο αναγνωρίζεται ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Από τότε, ως τα τέλη του 1832, ολοκληρώνονται και οριστικοποιούνται τα αποτελέσματα της Επανάστασης (όπως π.χ. ο καθορισμός των συνόρων του νέου Ελληνικού Κράτους).

Επίλογος
Η Ελληνική Επανάσταση ξεχωρίζει από τις άλλες, καθώς δεν επρόκειτο για τυχαία εξέγερση με αφορμή επεισόδια ή άλλες ευνοϊκές συγκυρίες, ούτε υποκινήθηκε από ξένους για την εξυπηρέτηση συμφερόντων τους. Προήλθε ουσιαστικά από πρωτοβουλία των ίδιων των Ελλήνων και ιδιαίτερα των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας. Θα επαναλάβουμε κάτι που είχαμε γράψει και στο παρελθόν. Οι Τούρκοι υποτίμησαν αρχικά την Ελληνική Επανάσταση, καθώς θεώρησαν ότι επρόκειτο για μεμονωμένες ενέργειες που θα μπορούσαν εύκολα να κατασταλούν. Η ανταρσία του Αλή πασά των Ιωαννίνων, που ανάγκασε τον σουλτάνο να στείλει στην Ήπειρο τον ικανότατο Χουρσίτ πασά, «μόρα βαλεσί» του Μοριά και έδωσε την ευκαιρία στους Πελοποννήσιους να ξεσηκωθούν ήταν σημαντική για να «στερεωθεί» η Επανάσταση. Αν και ο Χουρσίτ κατέπνιξε την ανταρσία του Αλή πασά, δεν επέστρεψε ποτέ στον Μοριά, καθώς έπεσε πιθανότατα θύμα συκοφαντίας και αυτοκτόνησε στη Λάρισα με δηλητήριο. Αν ο Χουρσίτ, με τους 80.000 άνδρες που διέθετε εκστράτευε στην Πελοπόννησο (τη θέση του πήρε ο Δράμαλης που έμαθε πανωλεθρία στα Δερβενάκια) είναι πολύ πιθανό η εξέλιξη των πραγμάτων να ήταν πολύ διαφορετική.

Βασική πηγή για το άρθρο μας ήταν η εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση του 1821 στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ (τόμος ΙΒ’), γραμμένη από τον αείμνηστο ιστορικό και πανεπιστημιακό Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο (1913-2004).

Διαβάστε ακόμη

👉Ακολουθήστε μας στο twitter 

Σχόλια