Η έναρξη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα - Ο Πανουργιάς, ο Διάκος, ο Μπούσγος και οι άλλοι πρωτεργάτες

Η Στερεά Ελλάδα δέχθηκε την επαναστατική φλόγα από την Πελοπόννησο. Μάλιστα, κατά την έναρξη του Αγώνα μόνο στις νότιες περιοχές: τα Σάλωνα (Άμφισσα), το Λιδορίκι και τη Λιβαδειά. Αν σκεφτούμε ότι τα ρουμελιώτικα αρματολίκια αποτελούνταν από έμπειρους πολεμιστές, οι περισσότεροι αρματολοί είχαν περάσει από την αυλή του Αλή πασά, «στρατιωτική σχολή και φροντιστήριο πανουργίας» κατά τον Διονύσιο Κόκκινο, οι Φιλικοί είχαν περάσει από τη Ρούμελη και μύησαν τους περισσότερους πρόκριτους και καπεταναίους, το φαινόμενο της εξέγερσης μόνο σε ένα τμήμα της Στερεάς Ελλάδας μοιάζει αφύσικο. Υπάρχει όμως εξήγηση γι’ αυτό.

Το κάστρο της Άμφισσας, γκραβούρα του Simone Pomardi (1805)

Οι συνθήκες στη Ρούμελη ήταν τελείως διαφορετικές από αυτές που επικρατούσσαν στον Μοριά. Από τότε που η Στερεά Ελλάδα έπεσε στα χέρια των Τούρκων υπέφερε από την τυραννία και την κακοδιοίκησή τους. Στις πόλεις και τις κωμοπόλεις υπήρχαν ισχυρότατοι Τούρκοι με ένοπλες δυνάμεις. Γι’ αυτό οι Ρουμελιώτες πρόκριτοι ποτέ δεν απέκτησαν τη δύναμη και τις ελευθερίες που είχαν οι ισχυροί πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Οι Τούρκοι θα αντιλαμβάνονταν αμέσως κάθε συνωμοτική κίνηση. Μεγάλα στρατιωτικά τμήματα υπήρχαν σε πολλές περιοχές της Στερεάς όπως στο Ζητούνι (Λαμία). Το ίδιο συνέβαινε και στη γειτονική Θεσσαλία, ιδιαίτερα στα Τρίκαλα και τη Λάρισα. Την περίοδο πριν την έναρξη της Επανάστασης μάλιστα υπήρχε κοντά στη Στερεά και η μεγάλη στρατιά που πολιορκούσε τον Αλή πασά. Ωστόσο, οι Ρουμελιώτες δεν έμειναν άπραγοι. Σπουδαίοι οπλαρχηγοί όπως οι Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αθανάσιος Διάκος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης, Σκαλτσάς κ.ά. δρούσαν σε περιοχές της Στερεάς και δεν άργησαν να πάρουν τα όπλα απελευθερώνοντας τα Σάλωνα, το Λιδορίκι, τη Λιβαδειά και τις γειτονικές περιοχές.

Πανουργιάς: ένας σπουδαίος οπλαρχηγός που πήρε το όνομά του… κατά λάθος
Υπάρχουν πολλοί αγωνιστές του 1821 και μάλιστα οπλαρχηγοί με μεγάλη συνεισφορά στον Αγώνα. Δυστυχώς η προσφορά τους αυτή δεν έχει αξιολογηθεί όπως έπρεπε ενώ δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι κάποιοι είναι άγνωστοι στους περισσότερους Έλληνες. Ανάμεσά τους ένας σπουδαίος Ρουμελιώτης οπλαρχηγός, ο Πανουργιάς. Είχε όλα τα χαρίσματα των αρματολών, όχι όμως τα ελαττώματά τους. Ήταν γενναίος, ευφυής, αγνός και είχε ηγετικές ικανότητες. Είχε ωραίο και επιβλητικό παρουσιαστικό, με αυστηρή όμως έκφραση. Ήταν οξύνους και ετοιμόλογος.

Ο Πανουργιάς

Δεν καταγόταν από οικογένεια αρματολών αλλά από τσομπάνηδες. Το επίθετο του προήλθε από το όνομα του, το οποίο το έλαβε με έναν κωμικό τρόπο στη βάφτισή του. Ο νονός του όταν τον πήρε στα χέρια του από την κολυμπήθρα, δεν πρόσεξε το φύλο του και νομίζοντας ότι πρόκειται για κορίτσι είπε στον ιερέα το όνομα «Πανώρια» και ο ιερέας απρόσεκτος επίσης, το επανέλαβε! Οι παρευρισκόμενοι στη βάφτιση γέλασαν, ο ανάδοχος του μικρού προσπαθούσε να βρει ένα αντρικό όνομα, αλλά ο πατέρας του, που λεγόταν Ξηροδημήτρης, από ευσέβεια προτίμησε να κρατήσει το όνομα που δόθηκε στον γιο του κατά λάθος, στην ανδρική του βέβαια μορφή και τον ονόμασε Πανουργιά. Το όνομά του έγινε επώνυμο. Ο Πανουργιάς υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Ο Αλή πασάς στον οποίο ανήκε τότε και η Στερεά Ελλάδα, προσπάθησε επανειλημμένα να τον εξοντώσει καθώς ήταν ανυπάκουος. Δεν τα κατάφερε όμως και αναγκάστηκε να τον αναγνωρίσει ως αρματολό. Ο Πανουργιάς υπήρξε άγρυπνος φύλακας των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής του και ιδιαίτερα αγαπητός στον λαό. Το 1820 του δόθηκε το αρματολίκι των Σαλώνων. Το 1817 ο Αλή πασάς τον κάλεσε στα Γιάννενα για να τον τιμωρήσει για τις ανταρσίες του. Είτε όμως επειδή κατάλαβε τις ικανότητές του είτε επειδή άκουσε τις συμβουλές του Ανδρούτσου να μην βλάψει τον Πανουργιά, δεν τον σκότωσε αλλά τον κράτησε στα Γιάννενα απαγορεύοντάς του να φύγει χωρίς την άδειά του. Ο Πανουργιάς όμως δεν μπορούσε να παραμείνει έγκλειστος στα Γιάννενα. Όταν άρχισε η πολιορκία του Αλή πασά βρήκε ευκαιρία και δραπέτευσε. Πήγε στα Σάλωνα ξανά όπου όπως αναφέραμε, το 1820 του δόθηκε το αρματολίκι. Να σημειώσουμε ότι οι Τούρκοι οι οποίοι τον έτρεμαν, αποτελούσαν σχεδόν τον μισό πληθυσμό της πόλης. Το αρματολίκι του Πανουργιά ήταν άριστα οργανωμένο, χάρη στις γνώσεις που απέκτησε στα Γιάννενα. Είχε υπό τις διαταγές του 60 άνδρες, ομοιόμορφα ντυμένους και πειθαρχημένους. Έχοντας μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία είχε πληροφορηθεί πιθανότατα από τον Παπαφλέσσα, για την έναρξη της Επανάστασης τον Μάρτιο και ήταν πανέτοιμος.

Η απελευθέρωση των Σαλώνων
Στις 24 Μαρτίου ο Πανουργιάς έμαθε τα γεγονότα της Αχαΐας. Πήρε τους εξήντα άνδρες του και πήγαν στη μονή του Αγίου Ηλία κοντά στα Σάλωνα. Πρωτοπαλίκαρό του ήταν ο γαμπρός του Μανίκας, ενώ ανάμεσα στους άνδρες του ήταν και ο Ιωάννης Γκούρας. Στο μοναστήρι ο Πανουργιάς κάλεσε τους πρόκριτους των Σαλώνων: Αναγνώστη Γιαγτσή, Ρήγα Κοντορρήγα και Αναγνώστη Κεχαγιά. Τους ανέφερε τα γεγονότα της Αχαΐας και τους πρότεινε να ξεκινήσουν αμέσως την Επανάσταση. Η άφιξη όμως στα Σάλωνα των Τούρκων της Βοστίτσας (Αιγίου) με τις οικογένειές τους προκάλεσε προβληματισμό. Αποφασίστηκε τελικά να ξεκινήσει άμεσα η Επανάσταση, κάτι που έγινε στις 24 Μαρτίου 1821, σχεδόν ταυτόχρονα με τον Μοριά, από τον Πανουργιά. Αμέσως ο Πανουργιάς έστειλε τον Θανάση Μανίκα μαζί με τον Παπαντρέα στα Βλαχοχώρια για να συγκεντρώσουν άνδρες ικανούς να φέρουν όπλα και τον Γκούρα στον Άγιο Γεώργιο για να συνεννοηθεί με τους Γαλαξιδιώτες και να ζητήσει τη σύμπραξή τους.

Ιωάννης Γκούρας

Οι Γαλαξιδιώτες που είχαν την τύχη να μην ζει στην κωμόπολή τους ούτε ένας Τούρκος, δέχτηκαν με ενθουσιασμό την πρόταση του Γκούρα. Η συμμετοχή του Γαλαξιδιού στην Επανάσταση είχε πολύ μεγάλη σημασία. Όχι μόνο προστέθηκαν στο σώμα του Γκούρα αρκετοί άντρες αλλά υπήρξαν πολλά οφέλη στον τομέα της ναυτιλίας. Το Γαλαξίδι διέθετε 40 μεγάλα πλοία και αρκετά μικρά, ικανά να εκμηδενίσουν την απειλή των τουρκικών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Εξασφαλιζόταν έτσι η ελευθερία του Κορινθιακού Κόλπου και η αποκοπή των συγκοινωνιών των Τούρκων της περιφέρειας και διευκολυνόταν η επικοινωνία των Ρουμελιωτών με την απέναντι επαναστατημένη Πελοπόννησο.

Το Γαλαξίδι

Οι Τούρκοι των Σαλώνων όταν έφτασαν οι ομογενείς τους από τη Βοστίτσα (Αίγιο) και τους αφηγήθηκαν με υπερβολές μάλιστα, τα γεγονότα, πήραν τις οικογένειές τους και ανέβηκαν στο κάστρο της πόλης, το οποίο ήταν έρημο ως τότε. Παράλληλα ενημέρωσαν τους Τούρκους των γειτονικών περιοχών ότι ακόμα κι αν επαναστατούσαν οι Έλληνες, θα μπορούσαν να αμυνθούν μέχρι να φτάσει ισχυρή τουρκική βοήθεια από την Εύβοια. Οι ένοπλοι Τούρκοι στο κάστρο των Σαλώνων ήταν περίπου 600.

Άποψη του Γαλαξιδιού

Ο Πανουργιάς είχε πολύ λιγότερους ενόπλους. Δεν μπορούσε όμως να περιμένει για πολύ. Γνώριζε ότι οι επαναστάσεις στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στον ενθουσιασμό και στο ηθικό όσων συμμετέχουν σε αυτές. Αν αυτά κλονιστούν, οι επαναστάσεις αποτυγχάνουν. Έτσι εφάρμοσε ένα παρόμοιο σχέδιο με αυτό που χρησιμοποιούσε την ίδια εποχή ο Κολοκοτρώνης στην Πελοπόννησο. Φρόντισε να φτάσουν στο σημείο που ήταν συγκεντρωμένοι οι αρχηγοί των τμημάτων του σώματός του, ευχάριστες αλλά ψεύτικες ειδήσεις. Έτσι, στις 26 Μαρτίου έφτασε στο στρατόπεδο του Πανουργιά στα Σάλωνα κάποιος που είχε πάει νότια, κοντά στη θάλασσα και είπε στους καπεταναίους ότι είδε σ’ έναν όρμο αρκετά ρωσικά πλοία. Επρόκειτο βέβαια για τέχνασμα του Πανουργιά.

-«Τι προσμένετε λοιπόν ακόμη;», φώναξαν ενθουσιασμένοι οι οπλαρχηγοί που πίστεψαν αυτά που άκουσαν.

Έτσι μόλις ξημέρωσε, ξεκίνησε η πολιορκία των Σαλώνων. Το αριστερό τμήμα του σώματος των Ελλήνων, το διοικούσε ο Γκούρας, το δεξιό ο Μανίκας και ο Παπαντρέας και το κεντρικό ο Πανουργιάς. Οι Γαλαξιδιώτες είχαν φέρει μαζί τους μικρά κανόνια. Όλοι οι Τούρκοι κλείστηκαν στο φρούριο. Οι Έλληνες μπήκαν στα Σάλωνα και αμέσως σχηματίστηκε στην πόλη ελληνική διοίκηση. Άρχισε η πολιορκία του φρουρίου, αλλά οι Τούρκοι βρέθηκαν σύντομα αντιμέτωποι με ένα τεράστιο πρόβλημα, την έλλειψη νερού. Ο εφοδιασμός τους εξαντλήθηκε. Έκαναν έξοδο απελπισίας για να καταλάβουν μια μικρή πηγή που βρισκόταν κοντά στο φρούριο. Δόθηκε εκεί σκληρή μάχη. Οι Τούρκοι είχαν δεκατρείς νεκρούς και αρκετούς τραυματίες. Αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο κάστρο. Η δίψα τελικά τους υποχρέωσε να ζητήσουν συνθηκολόγηση. Οι μπέηδες στάλθηκαν για να συνεννοηθούν με το γνωστό τους από το αρματολίκι, Πανουργιά.

-«Ποιος είναι ο αφέντης σας να προσκυνήσουμε»; ,τον ρώτησαν
-«Εγώ είμαι ο αφέντης σας και μένα θα προσκυνήσετε», απάντησε εκείνος

Η κατάληψη του κάστρου των Σαλώνων

Συμφωνήθηκε η παράδοση των όπλων και η έξοδος των πολιορκημένων. Οι μπέηδες κρατήθηκαν ως όμηροι και οι άλλοι απομονώθηκαν σε διάφορα χωριά. Εκτός από την κατάληψη των Σαλώνων και του ισχυρού τους φρουρίου, οι Έλληνες απέκτησαν και τα 600 όπλα των Τούρκων. Επρόκειτο για πολύ σημαντικό κέρδος καθώς τα πολεμοφόδια στην αρχή της Επανάστασης ήταν λιγοστά. Στις 28 Μαρτίου, ο Σκαλτσάς, παλιός αρματολός επίσης, με τον Αναγνώστη Λιδορίκη και τον Πολίτη ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Λιδορίκι. Οι Τούρκοι που αντιστάθηκαν στο Μαλανδρίνο εξοντώθηκαν και νέα ποσότητα όπλων πέρασε στα χέρια των Ελλήνων. Έτσι στις αρχές Απριλίου 1821, η Φωκίδα είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους.

Η Λιβαδειά και η απελευθέρωσή της – Ο Αθανάσιος Διάκος και ο «ατίθασος» Βασίλειος Μπούσγος
Η Λιβαδειά το 1821 ήταν η σημαντικότερη πόλη της Ανατολικής Στερεάς. Είχε 10.000 κατοίκους, περισσότερους κι από την Αθήνα. Οι Τούρκοι ονόμαζαν την πόλη Γκιαούρ-Λιβαδειάν για την ελληνικότητά της. Η πόλη της Βοιωτίας δεν είχε την «ατυχία» της Αθήνας να βρίσκεται κοντά στους σκληρούς πασάδες της Εύβοιας. Οι πρόκριτοι της πόλης απολάμβαναν σεβασμό από τους Τούρκους που ζούσαν στη Λιβαδειά η οποία επίσης ήταν η κρυφή εστία των οπλαρχηγών της Ανατολικής Ελλάδας.
Οι απεσταλμένοι της Φιλικής Εταιρείας είχαν μυήσει τους πρόκριτους και τους οπλαρχηγούς της πόλης από το 1818 δίνοντας τους μάλιστα τον τίτλο «κόνσολος» (πρόξενος) κάτι μοναδικό και ασυνήθιστο, προφανώς για να αναλάβουν οι Φιλικοί της Λιβαδειάς σημαντικό ρόλο όταν ξεκινήσει η Επανάσταση. Ο βοεβόδας της Λιβαδειάς, Καρά-Ισμαήλ αγάς βλέποντας περίεργες κινήσεις και την παρουσία άγνωστων ανθρώπων στην πόλη (επρόκειτο για Φιλικούς) θεώρησε ότι ήταν απεσταλμένοι του Αλή πασά.

Ο Καρά-Ισμαήλ έγραψε τα συμβάντα περιληπτικά στον διοικητή της Εύβοιας Γιουσούφ πασά και του ζήτησε να συλλάβει τους πρόκριτους Νικόλαο Νάκο, Ιωάννη Λογοθέτη, Ιωάννη Φίλωνα, Λάμπρο Νάκο, Εμμανουήλ Σπυρίδωνος και Παναγιώτη Λιδορίκη και να τους σκοτώσει. Οι πρόκριτοι το πληροφορήθηκαν και έστειλαν αμέσως ανθρώπους στον Γιουσούφ πασά και τον Δράμαλη, που βρισκόταν τότε στα Γιάννενα και ισχυρίστηκαν ότι ήταν εντελώς αθώοι από τις κατηγορίες. Ακολούθησαν επίσης τη δοκιμασμένη τακτική με τους Τούρκους: τη δωροδοκία. Έτσι, ο Καρά Ισμαήλ αντικαταστάθηκε από τον Χασάν αγά. Στάλθηκαν επίσης και δερβέναγες για να έχουν επικοινωνία και φιλικές συνεννοήσεις με τους Έλληνες προκρίτους. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, οι πρόκριτοι της Λιβαδειάς έκαναν σύσκεψη για να αποφασίσουν τι θα κάνουν.
Ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της Λιβαδειάς εκείνη την εποχή ήταν και ο Αθανάσιος Διάκος, γεννημένος το 1788. Σε ηλικία 17 ετών χειροτονήθηκε διάκονος στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου της Αρτοτίνας. Από τότε έλαβε και το επίθετο με το οποίο έμεινε στην ιστορία. Ο παππούς του, περίφημος κλέφτης, ονομαζόταν Αθανάσιος Γραμματικός, ενώ ο αδελφός του που σκοτώθηκε κι αυτός στη μάχη της Αλαμάνας (23/4/1821) ονομαζόταν Μήτρος Μασαβέτας.

Αθανάσιος Διάκος, πίνακας του Διονύσιου Τσόκου

Ο Διάκος δεν έζησε όμως ειρηνικά στο μοναστήρι. Ένας δερβέναγας περαστικός από εκεί κάποτε έθιξε τον ανδρισμό του και ο νεαρός Αθανάσιος τον σκότωσε. Έφυγε από τη μονή και πήγε στα βουνά όπου έγινε κλέφτης στο σώμα του Γουλά και του Σκαλτσά. Ήταν ριψοκίνδυνος, εφευρετικός, γρήγορος στις κινήσεις του, μορφωμένος, με ωραίο παρουσιαστικό και προκαλούσε τρόμο στους Τούρκους. Ο Αλή πασάς κατόρθωσε να τον πάρει στα Γιάννενα και τον έκανε έναν από τους τζοχανταραίους του, τους σωματοφύλακές του δηλαδή. Όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έγινε αρματολός της Λιβαδειάς ζήτησε από τον Αλή πασά τον Διάκο και τον Βασίλη Μπούσγο, κάτι που έγινε. Όταν αργότερα ο Ανδρούτσος έφυγε , τη θέση του κατέλαβε ο Αθανάσιος Διάκος. Ως οπλαρχηγός, ο Διάκος είχε σφραγίδα με τον βυζαντινό δικέφαλο αετό και τα γράμματα Ο. Θ. Ν. Κ. (Ο Θεός νικά).
Τον Μάρτιο του 1821 ο Διάκος συγκάλεσε σύσκεψη για να αποφασιστεί τι θα γίνει. Ο ηλικιωμένος πρόκριτος Νικόλαος Νάκος συνέστησε περίσκεψη. Αποφασίστηκε τελικά να μεταβεί στην Πάτρα ο Βασίλης Μπούσγος και να μάθει από τον Φιλικό Βλασόπουλο, πρόξενο της Ρωσίας στην πόλη, τι συμβαίνει και τι πρέπει να γίνει. Ο Μπούσγος έφυγε στις 24 Μαρτίου, αλλά φθάνοντας στο Γαλαξίδι έμαθε όσα είχαν γίνει στην Αχαΐα. Θεώρησε άσκοπο να πάει στην Πάτρα και αποφάσισε να γυρίσει στη Λιβαδειά. Κατά τη διανυκτέρευσή του στο χάνι του Ζεμενου (εκεί σκοτώθηκε το 1856 ο Νταβέλης… ), έμαθε ότι βρίσκονταν εκεί ένας Τούρκος ταχυδρόμος και ένας Τουρκαλβανός. Ζήτησε να τους δει και αφού λογομάχησε μαζί τους, τους σκότωσε. Έπειτα έφυγε για τη Λιβαδειά και μετέφερε τα νέα στον Διάκο.Αποφασίστηκε, μετά από νέα σύσκεψη, η έναρξη της επανάστασης χωρίς αναβολή. Ο βοεβόδας όμως της Λιβαδειάς έμαθε τι είχε συμβεί. Κάλεσε για εξηγήσεις τον Διάκο και τους προκρίτους της πόλης. Ο Διάκος παρότρυνε τους προκρίτους να τον συνοδεύσουν στη συνάντησή του με τον βοεβόδα. Πήρε μαζί του και 20 άνδρες, ανάμεσά τους και τον Βασίλη Μπούσγο.

Ο Χασάν αγάς, που θεωρούσε φίλο του και φιλήσυχο τον Διάκο εξοργίστηκε όταν είδε μαζί του τον Μπούσγου: «Φέρνεις μαζί σου τον Μπούσγο, που εσκότωσε χθες τον Τάταρη (ταχυδρόμο) και τον Αρβανίτη στο χάνι του Ζεμενού;» - «Ψέματα αγά μου, ο Μπούσγος δεν έφυγε από κοντά μου», απάντησε θαρραλέα ο Διάκος. Και αμέσως μετά, είπε στον αγά ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με 10.000 άνδρες βγήκε ζορμπάς (αντάρτης) στον Μοριά και ότι αν κινηθεί προς τη Βοιωτία, δεν θα μπορέσει ο Χασάν αγάς να συγκεντρώσει τα εισοδήματά του. Ο βραδύνους βοεβόδας που έτρεμε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο έδωσε έγγραφο στον Αθανάσιο Διάκο με το οποίο του δινόταν η άδεια να συγκεντρώσει όσα όπλα ήθελε από την περιοχή της Λιβαδειάς. Ο Διάκος σκαρφίστηκε ευφυώς την ιστορία με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο (κάτι που δεν συνέβαινε βέβαια... ) και εξασφάλισε επίσημη άδεια για στρατολογία και συλλογή όπλων.

Η απελευθέρωση της Λιβαδειάς
Αμέσως ο Διάκος έστειλε επιστολές στους προκρίτους της περιοχής, με τις οποίες τους ζητούσε να συγκεντρώσουν άνδρες, όπλα, ψωμί, κρασί, ελιές, μπαρούτι και άλογα. Όλοι όσοι έλαβαν την επιστολή κατάλαβαν για τι πρόκειται. Μετά την πρώτη στρατολογία ο Διάκος πήγε στη μονή του Οσίου Λουκά. Εκεί περίμεναν ο επίσκοπος Αταλάντης Νεόφυτος, ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας, ο Αναστάσιος Ζαρίφης και αρκετοί πρόκριτοι. Αφού ο Ησαΐας ευλόγησε τα όπλα, δόθηκε ο όρκος της ελευθερίας και ο Διάκος με τους άνδρες του ξεκίνησαν για τη Λιβαδειά. Σύντομα έμαθαν ότι οι Τούρκοι της Λιβαδειάς συνέλαβαν ως ομήρους τον Ιωάννη Λογοθέτη και τον Νικόλαο Νάκο. Ο Διάκος πέρασε από το Δίστομο όπου και αιχμαλώτισε τον αδελφό του Χασάν Αγά, που υπηρετούσε εκεί ως Αστυνόμος, με τους στρατιώτες του.
Τα μεσάνυχτα της 28ης προς 29η Μαρτίου ο Διάκος και οι οπλαρχηγοί του βρέθηκαν στον προφήτη Ηλία, πάνω ακριβώς από τη Λιβαδειά και απέναντι από το φρούριό της. Έκπληκτοι το επόμενο πρωινό, οι Τούρκοι της Λιβαδειάς είδαν τους ένοπλους Έλληνες. Ο Διάκος αντάλλαξε τον αδελφό του Χασάν Αγά με τους δύο Έλληνες προκρίτους. Κάποιοι Τούρκοι από τη Θήβα που βρίσκονταν στη Λιβαδειά προσπάθησαν να επιστρέψουν στην πόλη τους. Έπεσαν όμως στα χέρια των Ελλήνων και είχαν «οικτράν τύχην», όπως γράφει ο Δ. Κόκκινος. Κάποιοι Τούρκοι προτίμησαν να κλειστούν στα σπίτια τους. Ο Βασίλης Μπούσγος (1796 – 1860) ανέλαβε το δύσκολο έργο της εξόντωσής τους. Έγιναν σκληρές μάχες. Ο Μπούσγος και άλλοι τραυματίστηκαν, ενώ ο αγωνιστής Αθανάσιος Αντάρας, από τη Λιβαδειά σκοτώθηκε.

Άποψη της Λιβαδειάς

Στο σαράι του Μιρ αγά εκτυλίχθηκαν δραματικές στιγμές. Οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί εκεί πυροβολούσαν τους Έλληνες. Οι χανούμισσες που βρίσκονταν στο σαράι εκλιπαρούσαν να σταματήσουν οι πυροβολισμοί. Ο Διάκος έτρεξε στο σαράι και ζήτησε από τους Τούρκους να παραδοθούν. Αυτοί απάντησαν με πυροβολισμούς. Τότε ο Διάκος διέταξε να συγκεντρώσουν φρύγανα (ξερόκλαδα) και εμπρηστικές ύλες. Το σεράι πυρπολήθηκε και κανείς έγκλειστος απ’ όσους άρχισαν να πηδούν από τα παράθυρα δεν σώθηκε. Στο μεγάλο σπίτι του βοεβόδα, ο οποίος είχε κλειστεί στο φρούριο της πόλης, οχυρώθηκαν άλλοι Τούρκοι. Έγινε κι εκεί έφοδος και οι Τούρκοι σφαγιάστηκαν. Σθεναρή αντίσταση πρόβαλε ο πρώην βοεβόδας Καρά – Ισμαήλ. Κλείστηκε με αρκετούς ενόπλους σ’ ένα κτίριο και δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στους Έλληνες. Έφτασαν τότε 200 ένοπλοι από την Αράχωβα με επικεφαλής τον Λαζαρή και μετά από σφοδρές συγκρούσεις το φρούριο της Λιβαδειάς, έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, ενώ και ο Καρά Ισμαήλ παραδόθηκε. Τα όπλα των Τούρκων δόθηκαν σε Έλληνες. Ο Διάκος, όπως παραδέχεται και ο Φίνλεϊ έσωσε πολλούς Τούρκους από τη μανία των επαναστατών. Οι πλουσιότεροι Τούρκοι ασφαλίστηκαν στα σπίτια των προκρίτων, ενώ οι υπόλοιποι αφέθηκαν ελεύθεροι να γυρίσουν στα σπίτια τους

Την 1η Απριλίου 1821 η ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο και αμέσως μετά ο Διάκος μίλησε στους αγωνιστές από τον εξώστη της Μητρόπολης. Είπε ότι δεν είχε αμφιβολία για τη νίκη, πίστευε στην απελευθέρωση του Γένους γιατί ήταν θέληση Θεού. Συμβούλευσε ομόνοια και αυταπάρνηση: «Αυτά, είναι τα μόνα φοβερά όπλα εις τα χείρας λαού πολεμούντος προς απόκτησιν της ελευθερίας του». Πρόσθεσε ότι ο αγώνας μόλις είχε αρχίσει και έπρεπε να ετοιμαστούν για μεγάλες θυσίες. Μίλησε για την ελευθερία και τελείωσε τον λόγο του με τους στίχους του Ρήγα Φεραίου:

«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»

Μετά από αυτό έγινε δοξολογία στην Αγιά Παρασκευή. Ιερούργησαν ο μητροπολίτης Αθηνών Διονύσιος, που βρισκόταν τυχαία στη Λιβαδειά, ο Σαλώνων Ησαΐας και ο Αταλάντης Νεόφυτος. Αμέσως μετά, καταρτίστηκε διοικητική επιτροπή της Ανατολικής Ελλάδας υπό τους Νικόλαο Νάκο, Ιωάννη Λογοθέτη και Ιωάννη Φίλώνα, με αρχηγό των όπλων τον Αθανάσιο Διάκο.

Βασική πηγή για το άρθρο μας ήταν το μνημειώδες έργο του Διονύσιου Κόκκινου, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», τόμος 1, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ», 1974

Διαβάστε ακόμη

👉Ακολουθήστε μας στο twitter 

Σχόλια