Η φωτογραφία του Χότζα για τη μικρή Μαριγούλα: μια επιστολή-ντοκουμέντο από την εξορία

Στις αρχές του 1965, ένας Έλληνας πολιτικός πρόσφυγας, πρώην μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), γράφει μια επιστολή προς τον ηγέτη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας, Ενβέρ Χότζα. Η επιστολή περιέχει μια παράκληση που στα σημερινά μάτια φαντάζει τουλάχιστον αλλόκοτη: ο αποστολέας ζητά από τον Χότζα να του στείλει μια φωτογραφία του για να την προσφέρει στην κόρη του, τη μικρή Μαριγούλα, που μεγάλωνε στην Πολωνία — χώρα στην οποία είχε καταλήξει η οικογένεια του πρόσφυγα, ύστερα από στάση στην Αλβανία, μετά την ήττα του ΔΣΕ στον Εμφύλιο Πόλεμο.
Το περιστατικό φέρνει στο φως ο ιστορικός Σταύρος Ντάγιος, ο οποίος αναδεικνύει μέσα από παρόμοια ντοκουμέντα τον αλλόκοτο και συχνά συγκινητικό μικρόκοσμο της εξορίας των Ελλήνων κομμουνιστών στις «λαϊκές δημοκρατίες» του Ανατολικού Μπλοκ. Ο ίδιος σχολιάζει καυστικά αλλά και προβληματισμένα τη συγκεκριμένη επιστολή: «Δεν πιστεύω ότι η παράκληση αυτή σχετίζεται με τη συνολική παράνοια των Αλβανών για τον ηγέτη τους, αλλά [...] μου είναι δύσκολο να κατανοήσω τι στο καλό χρειαζόταν η φώτο ενός σεσημασμένου ληστή στην μικρή του κόρη εκεί στα κρύα βουνά της Πολωνίας».

Όσο απίθανη κι αν φαντάζει η αίτηση, το έγγραφο αυτό προσφέρει ένα βαθύτερο παράθυρο στις ζωές των ανθρώπων που βίωσαν την πολιτική εξορία. Οι Έλληνες αντάρτες και πολιτικοί πρόσφυγες που, μετά την κατάρρευση του ΔΣΕ, μεταφέρθηκαν σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ρουμανία ή η Τσεχοσλοβακία, προσπάθησαν να ξαναχτίσουν τις ζωές τους μέσα σε ένα ιδεολογικό περιβάλλον που δεν είχε χώρο για μισόλογα. Οι ηγέτες του υπαρκτού σοσιαλισμού — από τον Στάλιν μέχρι τον Χότζα — αποτελούσαν κάτι παραπάνω από σύμβολα: ήταν σημεία αναφοράς, πατρικές φιγούρες, σχεδόν αντικείμενα προσωπικής λατρείας.
Για έναν πατέρα εξόριστο, που μεγάλωνε την κόρη του χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, και χωρίς ελπίδα επιστροφής, ίσως μια φωτογραφία του Χότζα να συμβόλιζε κάτι παραπάνω από πολιτική προσήλωση. Ίσως να ήταν ένας τρόπος να προσφέρει ένα πρότυπο, ένα «πρόσωπο του αγώνα», εκεί όπου όλα τα υπόλοιπα είχαν καταρρεύσει — πατρίδα, οικογένεια, ταυτότητα.

Αυτού του είδους οι επιστολές —ακατανόητες σήμερα, μερικές φορές σχεδόν σουρεαλιστικές— δεν πρέπει να κριθούν απλώς με τα εργαλεία της λογικής. Είναι προϊόντα μιας εποχής απόλυτης πίστης, αλλά και βαθιάς υπαρξιακής ανάγκης. Όπως σημειώνει έμμεσα ο Σταύρος Ντάγιος, πολλές τέτοιες επιστολές «δεν ελέγχονται από ορθολογική σκέψη», και αυτό είναι ίσως το πιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό τους.
Η επιστολή του πατέρα προς τον Χότζα είναι τελικά κάτι παραπάνω από μια παράξενη ιδιοτροπία. Είναι ένα από τα μικρά, σπαρακτικά τεκμήρια που φανερώνουν το πώς ο ιδεολογικός κόσμος των εξορίστων προσπαθούσε να θεραπεύσει τα ρήγματα της ζωής με σύμβολα, λέξεις, εικόνες. Αντί για ένα παραλήρημα λατρείας, ίσως να είναι μια απελπισμένη προσπάθεια σύνδεσης — με κάτι, με κάποιον, με ένα νόημα.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια