Σκληρή κριτική Τσέλα στο νέο Ποινικό Κώδικα: «Λάθος στιγμή, χωρίς κοινωνική και θεσμική βάση»

Ο Γενικός Εισαγγελέας Όλσιαν Τσέλα προχώρησε σε σκληρή κριτική του νέου σχεδίου του Ποινικού Κώδικα που παρουσιάστηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, επισημαίνοντας σοβαρά θεσμικά και πρακτικά προβλήματα στη διαδικασία και το περιεχόμενό του. Ο Τσέλα δεν παρευρέθηκε στην επίσημη παρουσίαση, εξηγώντας ότι η απόφαση αυτή ελήφθη λόγω της «προηγούμενης μη εξοικείωσης με το προσχέδιο», καθώς η Γενική Εισαγγελία δεν είχε επισήμως συμμετάσχει στην ομάδα εργασίας που το συνέταξε. Για τον ίδιο, αυτή η απουσία συνιστά ένδειξη ανησυχητικής αποκοπής ενός κρίσιμου θεσμικού πυλώνα από μια μεταρρύθμιση που επηρεάζει άμεσα το ποινικό σύστημα της χώρας.
Σύμφωνα με τον Τσέλα, η πρωτοβουλία για έναν νέο Ποινικό Κώδικα έρχεται σε μια ακατάλληλη χρονική στιγμή. Το δικαστικό σύστημα, όπως σημείωσε, βρίσκεται ήδη αντιμέτωπο με υπερβολικό φόρτο υποθέσεων και σοβαρή έλλειψη ανθρώπινων πόρων. Σε αυτές τις συνθήκες, η εισαγωγή ενός τόσο εκτεταμένου νομικού πλαισίου δεν θα ενισχύσει την απονομή δικαιοσύνης αλλά, αντιθέτως, θα δημιουργήσει μεγαλύτερη σύγχυση και καθυστερήσεις, επιδεινώνοντας το ήδη εύθραυστο περιβάλλον λειτουργίας των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών.

Ένα από τα κύρια σημεία κριτικής του Γενικού Εισαγγελέα αφορά την απουσία μιας ευρείας κοινωνικής και θεσμικής συζήτησης πριν την κατάθεση του σχεδίου. Ο Τσέλα υπενθύμισε ότι ο ισχύων κώδικας του 1995, ο οποίος προσαρμόστηκε πολλές φορές στις ανάγκες της χώρας, γεννήθηκε μέσα από μια σαφή ιστορική αναγκαιότητα: την απομάκρυνση από ένα αυταρχικό ποινικό πλαίσιο και την υιοθέτηση ενός φιλελεύθερου, δημοκρατικού πνεύματος. Κατά τον ίδιο, η έλλειψη μιας αντίστοιχης φιλοσοφικής και κοινωνικής βάσης για τον νέο κώδικα αποτελεί «μοιραίο δομικό σφάλμα», αφού η μεταρρύθμιση φαίνεται να είναι προϊόν μιας βιαστικής πολιτικής επιλογής και όχι μιας ώριμης ιστορικής ανάγκης.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί στον Τσέλα η κατεύθυνση που φαίνεται να παίρνει το σχέδιο, το οποίο, όπως λέει, διευρύνει υπερβολικά τον κύκλο των πράξεων που τιμωρούνται με ποινές φυλάκισης. Για τον Γενικό Εισαγγελέα, αυτή η τάση οδηγεί σε υπερ-ποινικοποίηση της κοινωνικής ζωής και σε αυξημένο κίνδυνο περιορισμού των ατομικών ελευθεριών, θέτοντας σε δοκιμασία αρχές όπως η ασφάλεια δικαίου και ο ανθρωπισμός. Επισήμανε επίσης ότι στο γενικό μέρος του σχεδίου υπάρχουν διατάξεις που μπορεί να καταστήσουν μια συμπεριφορά αξιόποινη εφ’ όρου ζωής, κάτι που, όπως είπε, αντιβαίνει στις βασικές αρχές ενός δημοκρατικού ποινικού συστήματος.

Παράλληλα, ο Τσέλα εξέφρασε επιφυλάξεις για την τεχνική σύνταξης του νέου κώδικα. Υποστήριξε ότι το σχέδιο είναι τόσο εκτεταμένο και περίπλοκο, ώστε η διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης και η κοινοβουλευτική εξέταση δύσκολα μπορούν να επηρεάσουν την ουσία του. Κατά τον ίδιο, αυτό καθιστά τη διαβούλευση τυπική και άνευ ουσίας, ενώ οι διατάξεις, όπως έχουν διατυπωθεί, κινδυνεύουν να προκαλέσουν διαφορετικές ερμηνείες σε παρόμοιες περιπτώσεις, δημιουργώντας νομική ανασφάλεια και πρακτικά εμπόδια στην απονομή δικαιοσύνης.
Ο Γενικός Εισαγγελέας στάθηκε και στο ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, σημειώνοντας ότι οι δικαστές δεν είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν ουσιαστικά στη διαδικασία παροχής γνωμοδοτήσεων επί του σχεδίου, λόγω του αφόρητου φόρτου εργασίας. Αυτή η έλλειψη συμβολής των ανθρώπων που καλούνται να εφαρμόσουν τον κώδικα ενισχύει, σύμφωνα με τον ίδιο, τον κίνδυνο αστοχιών και ερμηνευτικών συγκρούσεων.

Τέλος, ο Τσέλα υπογράμμισε ότι η προτεραιότητα για το ποινικό σύστημα σήμερα δεν είναι η αντικατάσταση του κώδικα αλλά η επείγουσα μεταρρύθμιση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η απλούστευση των διαδικασιών, η μείωση της γραφειοκρατίας και η αντιμετώπιση των καθυστερήσεων στις έρευνες και τις δίκες είναι, όπως τόνισε, άμεσες ανάγκες που θα είχαν ουσιαστική επίδραση στη λειτουργία της δικαιοσύνης. «Περισσότερο από έναν νέο Ποινικό Κώδικα, σήμερα η χώρα χρειάζεται επειγόντως να διορθώσει τα πράγματα που δεν πάνε καλά στη δικονομία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η τοποθέτηση του Γενικού Εισαγγελέα αναδεικνύει μια βαθιά θεσμική ανησυχία: ότι μια τόσο μεγάλη νομοθετική παρέμβαση, σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για τη δικαιοσύνη, μπορεί όχι μόνο να μην επιλύσει τα υπάρχοντα προβλήματα αλλά και να τα εντείνει. Με το δικαστικό σύστημα να δοκιμάζεται από υπερφόρτωση, ελλείψεις προσωπικού και καθυστερήσεις, η προοπτική εισαγωγής ενός νέου ποινικού κώδικα χωρίς ευρεία συναίνεση και προετοιμασία δημιουργεί, σύμφωνα με τον ίδιο, τον κίνδυνο ενός «χαοτικού» αποτελέσματος, με συνέπειες που θα επηρεάσουν τη χώρα για δεκαετίες.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια