Η πρόσφατη τοποθέτηση του Άγγελου Συρίγου, βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και καθηγητή Διεθνούς Δικαίου, ήρθε να ταράξει τα νερά της δημόσιας συζήτησης γύρω από τα ελληνοτουρκικά και την εξωτερική πολιτική της χώρας συνολικότερα. Παρότι διατυπωμένη με νηφαλιότητα, η παρέμβασή του φανερώνει βαθιά δυσαρέσκεια απέναντι σε μια στρατηγική που, όπως υποστηρίζει, έχει ακολουθηθεί αδιάλειπτα από το 1975 χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Ο Συρίγος στηλίτευσε τη στάση της Ελλάδας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, επισημαίνοντας πως η στρατηγική της μεταπολίτευσης δεν έχει οδηγήσει ούτε στην απελευθέρωση της Κύπρου ούτε στον περιορισμό της τουρκικής προκλητικότητας. Αντίθετα, έκανε λόγο για μια Τουρκία που «έχει αφηνιάσει», φράση που αποτυπώνει την ένταση και την επικινδυνότητα των σημερινών εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.
Η κριτική αυτή αποκτά ιδιαίτερο βάρος καθώς προέρχεται από κυβερνητικό βουλευτή, και όχι από την αντιπολίτευση. Δεν πρόκειται για μια απλή διαφωνία επί επιμέρους ζητημάτων, αλλά για μια βαθιά αμφισβήτηση της πυξίδας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Συρίγος, χωρίς να στοχοποιεί ευθέως την παρούσα κυβέρνηση, επισημαίνει ότι όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών –άρα και η σημερινή– έχουν ευθύνη για τη διατήρηση μιας αναποτελεσματικής στρατηγικής.
Παράλληλα, δεν πέρασε απαρατήρητη η αναφορά του στην «κατάχρηση επιστολικής ψήφου» κατά την πρόσφατη ψηφοφορία στη Βουλή για τις προανακριτικές επιτροπές κατά των Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη. Σε μια περίοδο όπου η θεσμική λειτουργία του Κοινοβουλίου βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, η κριτική Συρίγου αποκτά διπλό συμβολισμό: αφενός θέτει ζήτημα διαφάνειας και αξιοπιστίας των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, αφετέρου δείχνει πως η εσωτερική αμφισβήτηση εντός της ΝΔ δεν περιορίζεται μόνο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Η παρέμβαση αυτή προσφέρει την αφορμή για μια ειλικρινή και απαραίτητη συζήτηση: Χρειάζεται η Ελλάδα να αναθεωρήσει συνολικά την προσέγγισή της απέναντι στην Τουρκία; Μήπως η πάγια στρατηγική κατευνασμού, διπλωματικών εκκλήσεων και αναμονής των διεθνών συσχετισμών έχει αποτύχει; Και αν ναι, ποια θα μπορούσε να είναι μια εναλλακτική πορεία που θα εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα χωρίς να οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς;
Εντέλει, το πρόβλημα που περιγράφει ο Συρίγος δεν είναι μόνο διπλωματικό – είναι βαθύτατα πολιτικό. Αγγίζει τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της, τη θέση της στην περιοχή και την ευθύνη της να χαράξει μια εξωτερική πολιτική ενεργητική, μακροπρόθεσμη και ρεαλιστική.
Ο Συρίγος στηλίτευσε τη στάση της Ελλάδας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, επισημαίνοντας πως η στρατηγική της μεταπολίτευσης δεν έχει οδηγήσει ούτε στην απελευθέρωση της Κύπρου ούτε στον περιορισμό της τουρκικής προκλητικότητας. Αντίθετα, έκανε λόγο για μια Τουρκία που «έχει αφηνιάσει», φράση που αποτυπώνει την ένταση και την επικινδυνότητα των σημερινών εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.
Η κριτική αυτή αποκτά ιδιαίτερο βάρος καθώς προέρχεται από κυβερνητικό βουλευτή, και όχι από την αντιπολίτευση. Δεν πρόκειται για μια απλή διαφωνία επί επιμέρους ζητημάτων, αλλά για μια βαθιά αμφισβήτηση της πυξίδας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Συρίγος, χωρίς να στοχοποιεί ευθέως την παρούσα κυβέρνηση, επισημαίνει ότι όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών –άρα και η σημερινή– έχουν ευθύνη για τη διατήρηση μιας αναποτελεσματικής στρατηγικής.
Παράλληλα, δεν πέρασε απαρατήρητη η αναφορά του στην «κατάχρηση επιστολικής ψήφου» κατά την πρόσφατη ψηφοφορία στη Βουλή για τις προανακριτικές επιτροπές κατά των Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη. Σε μια περίοδο όπου η θεσμική λειτουργία του Κοινοβουλίου βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, η κριτική Συρίγου αποκτά διπλό συμβολισμό: αφενός θέτει ζήτημα διαφάνειας και αξιοπιστίας των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, αφετέρου δείχνει πως η εσωτερική αμφισβήτηση εντός της ΝΔ δεν περιορίζεται μόνο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Η παρέμβαση αυτή προσφέρει την αφορμή για μια ειλικρινή και απαραίτητη συζήτηση: Χρειάζεται η Ελλάδα να αναθεωρήσει συνολικά την προσέγγισή της απέναντι στην Τουρκία; Μήπως η πάγια στρατηγική κατευνασμού, διπλωματικών εκκλήσεων και αναμονής των διεθνών συσχετισμών έχει αποτύχει; Και αν ναι, ποια θα μπορούσε να είναι μια εναλλακτική πορεία που θα εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα χωρίς να οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς;
Εντέλει, το πρόβλημα που περιγράφει ο Συρίγος δεν είναι μόνο διπλωματικό – είναι βαθύτατα πολιτικό. Αγγίζει τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της, τη θέση της στην περιοχή και την ευθύνη της να χαράξει μια εξωτερική πολιτική ενεργητική, μακροπρόθεσμη και ρεαλιστική.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών