Το χάσμα στις συντάξεις στην Ευρώπη: Η Αλβανία στην τελευταία θέση

Σε μια Ευρώπη που υπερηφανεύεται για τις κοινωνικές της κατακτήσεις και την πρόνοια για τους πολίτες της «από τη γέννηση έως τον θάνατο», οι αριθμοί γύρω από τις συντάξεις αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα: μια Ευρώπη των δύο ταχυτήτων, όπου οι ηλικιωμένοι σε ορισμένες χώρες ζουν με αξιοπρέπεια και σε άλλες παλεύουν για τα βασικά. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ανισότητας είναι η Αλβανία, η οποία κατατάσσεται τελευταία ανάμεσα σε 35 ευρωπαϊκές χώρες όσον αφορά τις ετήσιες δημόσιες δαπάνες για συντάξεις ανά δικαιούχο.
Με μόλις 1.600 ευρώ τον χρόνο ανά συνταξιούχο, η Αλβανία βρίσκεται πολύ πίσω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αγγίζει τα 16.100 ευρώ. Κι αν κάποιος σκεφτεί ότι το κόστος ζωής στην Αλβανία είναι χαμηλότερο, τα στοιχεία σε όρους αγοραστικής δύναμης δείχνουν πως ακόμη και έτσι, η απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει τεράστια. Δεν πρόκειται απλώς για στατιστική διαφορά, αλλά για θέμα επιβίωσης.

Ακόμη και όταν εξετάσουμε τις δαπάνες για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, η εικόνα είναι απογοητευτική. Η Αλβανία δαπανά μόλις 5,3% του ΑΕΠ για συντάξεις, τη στιγμή που ο μέσος όρος της ΕΕ βρίσκεται στο 9,3%. Και ενώ το επιχείρημα της «φτωχότερης οικονομίας» έχει βάση, πώς εξηγείται το γεγονός ότι χώρες με παρόμοιο ή και χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, όπως το Μαυροβούνιο και η Σερβία, παρέχουν πολλαπλάσια ποσά στους συνταξιούχους τους; Το Μαυροβούνιο δαπανά επίσης 5,3% του ΑΕΠ, αλλά προσφέρει 4.000 ευρώ ανά δικαιούχο. Η Σερβία, με 6,3% του ΑΕΠ, προσφέρει 3.500 ευρώ.
Το πρόβλημα είναι ξεκάθαρα δομικό. Η υποχρηματοδότηση των συντάξεων δεν είναι απλώς συνέπεια χαμηλού ΑΕΠ, αλλά και αποτυχίας πολιτικής προτεραιοποίησης. Η φορολογική βάση παραμένει στενή, η παραγωγικότητα χαμηλή και η συμμετοχή στην αγορά εργασίας ασθενής. Η έλλειψη επαγγελματικών και εθελοντικών συστημάτων συνταξιοδοτικής αποταμίευσης επιδεινώνει την κατάσταση. Με άλλα λόγια, οι ηλικιωμένοι στην Αλβανία (και όχι μόνο) πληρώνουν το τίμημα ενός πολιτικοοικονομικού μοντέλου που δεν προβλέπει την τρίτη ηλικία.

Αν δούμε την άλλη πλευρά του νομίσματος, οι χώρες που βρίσκονται στην κορυφή —όπως η Ισλανδία, η Νορβηγία και το Λουξεμβούργο— παρέχουν πάνω από 30.000 ευρώ ετησίως ανά συνταξιούχο. Δεν είναι απλώς πιο πλούσιες. Διαθέτουν υποχρεωτικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, ισχυρές δημόσιες οικονομίες και πολιτικές που αντιμετωπίζουν τη γήρανση όχι ως βάρος αλλά ως αναμενόμενη και σεβαστή φάση της ζωής.

Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή εικόνα, τι μπορεί να γίνει;

Πρώτον, οι χώρες με χαμηλές συντάξεις πρέπει να διευρύνουν τη φορολογική τους βάση και να καταπολεμήσουν τη φοροδιαφυγή. Χωρίς έσοδα, δεν υπάρχει κράτος πρόνοιας.
Δεύτερον, χρειάζεται μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων, ώστε να ενισχυθεί η διαγενεακή δικαιοσύνη, χωρίς να επιβαρύνεται υπερβολικά η νέα γενιά.
Τρίτον, πρέπει να υπάρξει πολιτική βούληση για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Οι συντάξεις δεν είναι απλώς οικονομικό μέγεθος. Είναι μέτρο πολιτισμού και κοινωνικής συνοχής.
Τέλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να αναγνωρίσει το χάσμα αυτό ως πρόβλημα κοινού ενδιαφέροντος. Ένα ταμείο τεχνικής βοήθειας, ένα πλαίσιο ελάχιστων εγγυημένων παροχών ή έστω ένας πολιτικός διάλογος σε επίπεδο ΕΕ θα μπορούσε να βοηθήσει.

Γιατί όσο κι αν υπερηφανευόμαστε για την «κοινωνική Ευρώπη», δεν μπορούμε να την πάρουμε στα σοβαρά όσο ένας ηλικιωμένος στην Αλβανία ζει με 133 ευρώ τον μήνα, ενώ ένας στο Λουξεμβούργο παίρνει 2.800 ευρώ.

Η αξιοπρέπεια δεν μπορεί να έχει διπλό νόμισμα.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια