Σήμερα η εικόνα που κυριαρχεί για τον ιαπωνικό λαό είναι αυτή ενός ευγενικού, χαμογελαστού και φιλικού έθνους, με υψηλή ποιότητα ζωής και αξιοθαύμαστη κοινωνική συνοχή. Οι τουρίστες από την Ιαπωνία είναι ευπρόσδεκτοι στις περισσότερες χώρες, ενώ συχνά ξεχωρίζουν για τον ενθουσιασμό τους απέναντι στη φωτογράφηση τοπίων και μνημείων. Ωστόσο, το παρελθόν κρύβει σκιές που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Πριν από περίπου ογδόντα χρόνια, η Ιαπωνία προέβη σε μια σειρά φρικτών εγκλημάτων πολέμου εις βάρος αμάχων και αιχμαλώτων, με θύματα Κινέζους, Κορεάτες, Φιλιππινέζους, Ινδονήσιους, Αμερικανούς, Βρετανούς, Αυστραλούς και άλλους λαούς. Το κεφάλαιο αυτό της ιστορίας είναι από τα πλέον σκοτεινά του 20ού αιώνα.
Η Μαντζουρία και η ιαπωνική επέκταση
Η Μαντζουρία, γεωγραφική περιοχή της βορειοανατολικής Κίνας, αποτέλεσε από τα τέλη του 19ου αιώνα μήλον της Έριδος ανάμεσα σε Ρωσία και Ιαπωνία. Η περιοχή, πλούσια σε ορυκτά και βιομηχανικές δυνατότητες, είχε τεράστια στρατηγική σημασία. Ήδη από το 1905, μετά τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, η Ιαπωνία ενίσχυσε την επιρροή της εκεί. Το 1931, με το σκηνοθετημένο «περιστατικό της Μουκντέν» – μια επίθεση που οι ίδιοι οι Ιάπωνες οργάνωσαν για να την αποδώσουν στους Κινέζους – βρήκαν την αφορμή για πλήρη εισβολή. Μέσα σε λίγους μήνες, κατέλαβαν τη Μαντζουρία και ίδρυσαν το κράτος-μαριονέτα Μαντσουκούο (Manchukuo).
Η κατοχή δεν περιορίστηκε σε πολιτικό έλεγχο. Ο τοπικός πληθυσμός υπέστη εκτεταμένες διώξεις. Οι αυτόχθονες φυλές, όπως οι Oroqen και Hezhen, βρέθηκαν στο στόχαστρο. Στους Oroqen επιβλήθηκε συστηματική χρήση οπίου για να ελέγχεται η κοινότητα, ενώ όσοι αντέδρασαν θανατώθηκαν. Η φυλή Hezhen αποδεκατίστηκε – έως και 90% του πληθυσμού χάθηκε εξαιτίας καταναγκαστικής εργασίας, ασθενειών και μαζικής εξάρτησης από το όπιο. Οι μέθοδοι αυτές δείχνουν ότι οι Ιάπωνες δεν έβλεπαν τους κατοίκους ως ανθρώπους, αλλά ως υλικό προς εκμετάλλευση.
Η Μονάδα 731: επιστήμη ή βαρβαρότητα;
Ένα από τα πιο φρικαλέα κεφάλαια της ιαπωνικής κατοχής στη Μαντζουρία ήταν η δράση της διαβόητης Μονάδας 731. Επρόκειτο για μυστική στρατιωτική μονάδα που λειτουργούσε ως «ερευνητικό κέντρο», αλλά στην πραγματικότητα πραγματοποιούσε πειράματα σε αιχμαλώτους πολέμου και αμάχους. Οι πρακτικές περιλάμβαναν ζωοτομές σε ζωντανούς ανθρώπους, εκτεταμένα πειράματα με βιολογικά όπλα, πρόκληση υποθερμίας, μόλυνση με πανώλη ή χολέρα και δοκιμές όπλων.
Ο αριθμός των θυμάτων ποικίλλει στις εκτιμήσεις, με ιστορικούς να μιλούν για 3.000 έως 12.000 νεκρούς μόνο στα πειράματα. Παράλληλα, οι δοκιμές βιολογικών όπλων που ακολούθησαν σε κινεζικές πόλεις κόστισαν τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο ίδιος ο αυτοκράτορας Χιροχίτο είχε εγκρίνει τη χρήση χημικών και βιολογικών όπλων στην Κίνα. Παρότι πολλά αρχεία καταστράφηκαν, οι αποδείξεις είναι συντριπτικές.
Η Σφαγή της Νανκίνγκ
Ο Δεύτερος Σινοϊαπωνικός Πόλεμος ξέσπασε το 1937, με αφορμή το «περιστατικό της γέφυρας Μάρκο Πόλο». Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, τα ιαπωνικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Νανκίνγκ, τότε πρωτεύουσα της Κίνας. Ακολούθησε μία από τις χειρότερες σφαγές του 20ού αιώνα.
Σε διάστημα έξι εβδομάδων, 200.000 έως 300.000 Κινέζοι πολίτες και αιχμάλωτοι πολέμου εκτελέστηκαν. Οι μαρτυρίες μιλούν για μαζικούς αποκεφαλισμούς, θανάτους με ξιφολόγχη, πυρπολήσεις σπιτιών με τους κατοίκους μέσα. Παράλληλα, δεκάδες χιλιάδες γυναίκες βιάστηκαν, συχνά μπροστά σε συγγενείς τους. Το μένος των στρατιωτών τροφοδοτούνταν από μια κουλτούρα που προωθούσε την ιδέα της φυλετικής ανωτερότητας και της πλήρους απαξίωσης της ζωής των «κατώτερων» Κινέζων.
Ακόμη και Ιάπωνες αξιωματικοί αναγνώρισαν αργότερα τη φρίκη. Ο αξιωματικός του Ναυτικού Μασατάκε Οκουμίγια περιέγραψε πώς οι εκτελέσεις χιλιάδων αιχμαλώτων έγιναν σχεδόν ρουτίνα, με τους ίδιους τους στρατιώτες να συνηθίζουν σταδιακά στη σφαγή. Η Σφαγή της Νανκίνγκ παραμένει σημείο τριβής μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας, καθώς μέχρι σήμερα υπάρχουν κύκλοι στην Ιαπωνία που υποβαθμίζουν ή αρνούνται την κλίμακα του γεγονότος.
Εγκλήματα κατά των Συμμάχων
Με την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941, ο πόλεμος επεκτάθηκε στον Ειρηνικό. Οι Ιάπωνες σύντομα επιτέθηκαν στο Χονγκ Κονγκ, την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες, τη Νέα Γουινέα και άλλα νησιά. Στις κατακτημένες περιοχές, τα εγκλήματα κατά αιχμαλώτων και αμάχων συνεχίστηκαν.
Στο Χονγκ Κονγκ, 31 Βρετανοί στρατιώτες εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Στη νήσο Ambon, 210 Αυστραλοί αιχμάλωτοι υπέστησαν βασανιστήρια και ομαδικές εκτελέσεις με αποκεφαλισμούς και ξιφολόγχες. Στη Νέα Βρετανία, δεκάδες Αυστραλοί στρατιώτες που ανήκαν σε νοσηλευτικό σώμα θανατώθηκαν. Οι σφαγές αυτές είχαν ως στόχο να απαλλάξουν τους Ιάπωνες στρατιώτες από το «βάρος» της φύλαξης αιχμαλώτων.
Ακόμη πιο ανατριχιαστική είναι η ιστορία των 333 Χριστιανών ιεραποστόλων και δασκάλων στη Νέα Γουινέα, οι οποίοι εκτελέστηκαν το 1942-43. Οι Ιάπωνες τους θεωρούσαν εμπόδιο στον έλεγχο του τοπικού πληθυσμού και αποφάσισαν την εξόντωσή τους.
Εκτελέσεις πιλότων
Ιδιαίτερη σκληρότητα επέδειξε ο ιαπωνικός στρατός απέναντι στους αιχμαλώτους πιλότους των Συμμάχων. Μετά την περίφημη επιδρομή Doolittle στο Τόκιο το 1942, οι Ιάπωνες συνέλαβαν Αμερικανούς αεροπόρους και τους καταδίκασαν σε θάνατο, επικαλούμενοι ότι είχαν βομβαρδίσει αμάχους. Τρεις εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι φυλακίστηκαν εφ’ όρου ζωής. Ωστόσο, όσο οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί εντάθηκαν, οι Ιάπωνες άλλαξαν στάση και εκτέλεσαν δεκάδες αιχμαλώτους πιλότους.
Υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις όπου πιλότοι κάηκαν ζωντανοί με βενζίνη μπροστά σε πλήθος, αποκεφαλίστηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως «εκπαιδευτικοί στόχοι» για ξιφομαχίες. Σε μια περίπτωση, ένας Αμερικανός πιλότος δολοφονήθηκε με ένεση υπερβολικής δόσης αναισθητικού, γεγονός που δείχνει το εύρος των μεθόδων εκτέλεσης.
Ο απολογισμός
Ο αριθμός των θυμάτων της ιαπωνικής βαρβαρότητας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ο πολιτικός επιστήμονας R.J. Rummel εκτίμησε ότι έως και δέκα εκατομμύρια άνθρωποι δολοφονήθηκαν από τα ιαπωνικά στρατεύματα την περίοδο 1937-1945. Από αυτούς, περίπου έξι εκατομμύρια ήταν Κινέζοι, Κορεάτες, Ινδονήσιοι, Μαλαισιανοί και άλλοι λαοί της Ασίας. Στον αριθμό αυτόν περιλαμβάνονται επίσης χιλιάδες Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αιχμάλωτοι πολέμου.
Η βαρβαρότητα αυτή δεν ήταν απλώς προϊόν μεμονωμένων στρατιωτών. Απορρέει από μια επίσημη πολιτική που συνδύαζε τον στρατιωτικό επεκτατισμό με μια ιδεολογία φυλετικής ανωτερότητας. Η προπαγάνδα καλλιέργησε την ιδέα ότι οι λαοί της Ασίας ήταν κατώτεροι και ότι η Ιαπωνία είχε «ιερή αποστολή» να τους κυριαρχήσει.
Επίλογος
Η μελέτη των εγκλημάτων πολέμου της Ιαπωνίας δεν γίνεται για να αμαυρωθεί η εικόνα ενός σύγχρονου λαού, αλλά για να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη των θυμάτων και να αναδειχθεί η ανάγκη ιστορικής ευθύνης. Η σημερινή Ιαπωνία είναι μια χώρα ειρηνική και δημοκρατική, που συμβάλλει στην παγκόσμια σταθερότητα. Όμως, η ιστορική μνήμη δεν πρέπει να σβήσει. Τα εγκλήματα στη Μαντζουρία, τη Νανκίνγκ και σε όλο τον Ειρηνικό αποτελούν προειδοποίηση για το πού μπορεί να οδηγήσει ο συνδυασμός μιλιταρισμού, ιδεολογικού φανατισμού και περιφρόνησης της ανθρώπινης ζωής.
Η αναγνώριση και η διδασκαλία αυτών των γεγονότων είναι απαραίτητη για να οικοδομηθεί ένας κόσμος όπου παρόμοιες φρικαλεότητες δεν θα επαναληφθούν. Όπως και με τα εγκλήματα του ναζισμού, έτσι και εδώ η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, πρέπει να ειπωθεί και να μείνει ανεξίτηλη στη συλλογική μνήμη.
Η Μαντζουρία και η ιαπωνική επέκταση
Η Μαντζουρία, γεωγραφική περιοχή της βορειοανατολικής Κίνας, αποτέλεσε από τα τέλη του 19ου αιώνα μήλον της Έριδος ανάμεσα σε Ρωσία και Ιαπωνία. Η περιοχή, πλούσια σε ορυκτά και βιομηχανικές δυνατότητες, είχε τεράστια στρατηγική σημασία. Ήδη από το 1905, μετά τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, η Ιαπωνία ενίσχυσε την επιρροή της εκεί. Το 1931, με το σκηνοθετημένο «περιστατικό της Μουκντέν» – μια επίθεση που οι ίδιοι οι Ιάπωνες οργάνωσαν για να την αποδώσουν στους Κινέζους – βρήκαν την αφορμή για πλήρη εισβολή. Μέσα σε λίγους μήνες, κατέλαβαν τη Μαντζουρία και ίδρυσαν το κράτος-μαριονέτα Μαντσουκούο (Manchukuo).
Η κατοχή δεν περιορίστηκε σε πολιτικό έλεγχο. Ο τοπικός πληθυσμός υπέστη εκτεταμένες διώξεις. Οι αυτόχθονες φυλές, όπως οι Oroqen και Hezhen, βρέθηκαν στο στόχαστρο. Στους Oroqen επιβλήθηκε συστηματική χρήση οπίου για να ελέγχεται η κοινότητα, ενώ όσοι αντέδρασαν θανατώθηκαν. Η φυλή Hezhen αποδεκατίστηκε – έως και 90% του πληθυσμού χάθηκε εξαιτίας καταναγκαστικής εργασίας, ασθενειών και μαζικής εξάρτησης από το όπιο. Οι μέθοδοι αυτές δείχνουν ότι οι Ιάπωνες δεν έβλεπαν τους κατοίκους ως ανθρώπους, αλλά ως υλικό προς εκμετάλλευση.
Η Μονάδα 731: επιστήμη ή βαρβαρότητα;
Ένα από τα πιο φρικαλέα κεφάλαια της ιαπωνικής κατοχής στη Μαντζουρία ήταν η δράση της διαβόητης Μονάδας 731. Επρόκειτο για μυστική στρατιωτική μονάδα που λειτουργούσε ως «ερευνητικό κέντρο», αλλά στην πραγματικότητα πραγματοποιούσε πειράματα σε αιχμαλώτους πολέμου και αμάχους. Οι πρακτικές περιλάμβαναν ζωοτομές σε ζωντανούς ανθρώπους, εκτεταμένα πειράματα με βιολογικά όπλα, πρόκληση υποθερμίας, μόλυνση με πανώλη ή χολέρα και δοκιμές όπλων.
Ο αριθμός των θυμάτων ποικίλλει στις εκτιμήσεις, με ιστορικούς να μιλούν για 3.000 έως 12.000 νεκρούς μόνο στα πειράματα. Παράλληλα, οι δοκιμές βιολογικών όπλων που ακολούθησαν σε κινεζικές πόλεις κόστισαν τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο ίδιος ο αυτοκράτορας Χιροχίτο είχε εγκρίνει τη χρήση χημικών και βιολογικών όπλων στην Κίνα. Παρότι πολλά αρχεία καταστράφηκαν, οι αποδείξεις είναι συντριπτικές.
Η Σφαγή της Νανκίνγκ
Ο Δεύτερος Σινοϊαπωνικός Πόλεμος ξέσπασε το 1937, με αφορμή το «περιστατικό της γέφυρας Μάρκο Πόλο». Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, τα ιαπωνικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Νανκίνγκ, τότε πρωτεύουσα της Κίνας. Ακολούθησε μία από τις χειρότερες σφαγές του 20ού αιώνα.
Σε διάστημα έξι εβδομάδων, 200.000 έως 300.000 Κινέζοι πολίτες και αιχμάλωτοι πολέμου εκτελέστηκαν. Οι μαρτυρίες μιλούν για μαζικούς αποκεφαλισμούς, θανάτους με ξιφολόγχη, πυρπολήσεις σπιτιών με τους κατοίκους μέσα. Παράλληλα, δεκάδες χιλιάδες γυναίκες βιάστηκαν, συχνά μπροστά σε συγγενείς τους. Το μένος των στρατιωτών τροφοδοτούνταν από μια κουλτούρα που προωθούσε την ιδέα της φυλετικής ανωτερότητας και της πλήρους απαξίωσης της ζωής των «κατώτερων» Κινέζων.
Ακόμη και Ιάπωνες αξιωματικοί αναγνώρισαν αργότερα τη φρίκη. Ο αξιωματικός του Ναυτικού Μασατάκε Οκουμίγια περιέγραψε πώς οι εκτελέσεις χιλιάδων αιχμαλώτων έγιναν σχεδόν ρουτίνα, με τους ίδιους τους στρατιώτες να συνηθίζουν σταδιακά στη σφαγή. Η Σφαγή της Νανκίνγκ παραμένει σημείο τριβής μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας, καθώς μέχρι σήμερα υπάρχουν κύκλοι στην Ιαπωνία που υποβαθμίζουν ή αρνούνται την κλίμακα του γεγονότος.
Εγκλήματα κατά των Συμμάχων
Με την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941, ο πόλεμος επεκτάθηκε στον Ειρηνικό. Οι Ιάπωνες σύντομα επιτέθηκαν στο Χονγκ Κονγκ, την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες, τη Νέα Γουινέα και άλλα νησιά. Στις κατακτημένες περιοχές, τα εγκλήματα κατά αιχμαλώτων και αμάχων συνεχίστηκαν.
Στο Χονγκ Κονγκ, 31 Βρετανοί στρατιώτες εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Στη νήσο Ambon, 210 Αυστραλοί αιχμάλωτοι υπέστησαν βασανιστήρια και ομαδικές εκτελέσεις με αποκεφαλισμούς και ξιφολόγχες. Στη Νέα Βρετανία, δεκάδες Αυστραλοί στρατιώτες που ανήκαν σε νοσηλευτικό σώμα θανατώθηκαν. Οι σφαγές αυτές είχαν ως στόχο να απαλλάξουν τους Ιάπωνες στρατιώτες από το «βάρος» της φύλαξης αιχμαλώτων.
Ακόμη πιο ανατριχιαστική είναι η ιστορία των 333 Χριστιανών ιεραποστόλων και δασκάλων στη Νέα Γουινέα, οι οποίοι εκτελέστηκαν το 1942-43. Οι Ιάπωνες τους θεωρούσαν εμπόδιο στον έλεγχο του τοπικού πληθυσμού και αποφάσισαν την εξόντωσή τους.
Εκτελέσεις πιλότων
Ιδιαίτερη σκληρότητα επέδειξε ο ιαπωνικός στρατός απέναντι στους αιχμαλώτους πιλότους των Συμμάχων. Μετά την περίφημη επιδρομή Doolittle στο Τόκιο το 1942, οι Ιάπωνες συνέλαβαν Αμερικανούς αεροπόρους και τους καταδίκασαν σε θάνατο, επικαλούμενοι ότι είχαν βομβαρδίσει αμάχους. Τρεις εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι φυλακίστηκαν εφ’ όρου ζωής. Ωστόσο, όσο οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί εντάθηκαν, οι Ιάπωνες άλλαξαν στάση και εκτέλεσαν δεκάδες αιχμαλώτους πιλότους.
Υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις όπου πιλότοι κάηκαν ζωντανοί με βενζίνη μπροστά σε πλήθος, αποκεφαλίστηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως «εκπαιδευτικοί στόχοι» για ξιφομαχίες. Σε μια περίπτωση, ένας Αμερικανός πιλότος δολοφονήθηκε με ένεση υπερβολικής δόσης αναισθητικού, γεγονός που δείχνει το εύρος των μεθόδων εκτέλεσης.
Ο απολογισμός
Ο αριθμός των θυμάτων της ιαπωνικής βαρβαρότητας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ο πολιτικός επιστήμονας R.J. Rummel εκτίμησε ότι έως και δέκα εκατομμύρια άνθρωποι δολοφονήθηκαν από τα ιαπωνικά στρατεύματα την περίοδο 1937-1945. Από αυτούς, περίπου έξι εκατομμύρια ήταν Κινέζοι, Κορεάτες, Ινδονήσιοι, Μαλαισιανοί και άλλοι λαοί της Ασίας. Στον αριθμό αυτόν περιλαμβάνονται επίσης χιλιάδες Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αιχμάλωτοι πολέμου.
Η βαρβαρότητα αυτή δεν ήταν απλώς προϊόν μεμονωμένων στρατιωτών. Απορρέει από μια επίσημη πολιτική που συνδύαζε τον στρατιωτικό επεκτατισμό με μια ιδεολογία φυλετικής ανωτερότητας. Η προπαγάνδα καλλιέργησε την ιδέα ότι οι λαοί της Ασίας ήταν κατώτεροι και ότι η Ιαπωνία είχε «ιερή αποστολή» να τους κυριαρχήσει.
Επίλογος
Η μελέτη των εγκλημάτων πολέμου της Ιαπωνίας δεν γίνεται για να αμαυρωθεί η εικόνα ενός σύγχρονου λαού, αλλά για να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη των θυμάτων και να αναδειχθεί η ανάγκη ιστορικής ευθύνης. Η σημερινή Ιαπωνία είναι μια χώρα ειρηνική και δημοκρατική, που συμβάλλει στην παγκόσμια σταθερότητα. Όμως, η ιστορική μνήμη δεν πρέπει να σβήσει. Τα εγκλήματα στη Μαντζουρία, τη Νανκίνγκ και σε όλο τον Ειρηνικό αποτελούν προειδοποίηση για το πού μπορεί να οδηγήσει ο συνδυασμός μιλιταρισμού, ιδεολογικού φανατισμού και περιφρόνησης της ανθρώπινης ζωής.
Η αναγνώριση και η διδασκαλία αυτών των γεγονότων είναι απαραίτητη για να οικοδομηθεί ένας κόσμος όπου παρόμοιες φρικαλεότητες δεν θα επαναληφθούν. Όπως και με τα εγκλήματα του ναζισμού, έτσι και εδώ η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, πρέπει να ειπωθεί και να μείνει ανεξίτηλη στη συλλογική μνήμη.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών