Το καλοκαίρι του 1974, η Κύπρος έγινε πεδίο πολεμικής σύγκρουσης που έμελλε να καθορίσει τη γεωπολιτική πραγματικότητα της Ανατολικής Μεσογείου. Η εισβολή της Τουρκίας, η οποία παρουσιάστηκε από την Άγκυρα ως «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», οδήγησε σε μια οδυνηρή ήττα της ελληνικής πλευράς και στον διχασμό του νησιού που παραμένει μέχρι σήμερα. Το ερώτημα που τίθεται διαρκώς –αλλά σπανίως απαντάται με νηφαλιότητα– είναι πώς η Ελλάδα, παρότι είχε σημαντικά στρατηγικά και τακτικά πλεονεκτήματα, βρέθηκε τελικά ηττημένη.
Η ανάλυση των γεγονότων αναδεικνύει μια σειρά από αλληλένδετους παράγοντες: πολιτική μυωπία, στρατιωτική ανεπάρκεια, εσωτερικές διαιρέσεις και ελλιπή αξιοποίηση πληροφοριών. Η αποτυχία δεν οφείλεται σε ένα μόνο λάθος, αλλά σε μια αλληλουχία λανθασμένων εκτιμήσεων και αποφάσεων που οδήγησαν σε καταστροφή.1. Πολιτική μυωπία και το πραξικόπημα της Λευκωσίας
Η απαρχή της κρίσης βρίσκεται στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, οργανωμένο από τη χούντα των Αθηνών με εκτελεστικό όργανο την ΕΟΚΑ-Β’. Ο στόχος της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, που ήδη από τη δεκαετία του ’50 είχε αποδειχθεί ανέφικτος στο διεθνές πλαίσιο, προωθήθηκε με βεβιασμένο και απροετοίμαστο τρόπο.
Η κίνηση αυτή όχι μόνο νομιμοποίησε διεθνώς την τουρκική αντίδραση, αλλά έδωσε και το απαραίτητο πρόσχημα για την Άγκυρα να επικαλεστεί τις Συνθήκες Εγγυήσεως του 1960 και να προχωρήσει σε στρατιωτική επέμβαση. Ούτε η χούντα ούτε η ΕΟΚΑ-Β’ εκτίμησαν σωστά το πολιτικό κόστος. Αντιθέτως, πίστεψαν ότι η Τουρκία θα περιοριζόταν σε διπλωματικές διαμαρτυρίες. Η εκτίμηση αυτή αποδείχθηκε καταστροφική.
Επιπλέον, η επιλογή του χρόνου ήταν η χειρότερη δυνατή. Η Άγκυρα ήδη από την άνοιξη του 1974 είχε καταστήσει σαφές –με δημόσιες δηλώσεις αλλά και στρατιωτικές προετοιμασίες– ότι θα αντιδρούσε δυναμικά σε οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής του Μακαρίου. Η Αθήνα, αντί να αξιοποιήσει το πλεονέκτημα της αναβολής και της προετοιμασίας, έσπευσε να προκαλέσει την κρίση ακριβώς στη στιγμή που η τουρκική πλευρά ήταν περισσότερο έτοιμη.
2. Η αποτυχία αξιοποίησης των πληροφοριών
Η ελληνική πλευρά γνώριζε καλά τις τουρκικές προετοιμασίες. Οι πληροφορίες για την ενίσχυση των αποβατικών και αερομεταφερόμενων δυνάμεων της Τουρκίας, για τις μετατροπές βοηθητικών πλοίων σε οπλιταγωγά, για την απόκτηση του LST Ertugrul και για τις εντατικές ασκήσεις αερομεταφοράς ήταν διαθέσιμες.
Παρά την πληθώρα ενδείξεων, η ηγεσία στην Αθήνα και στη Λευκωσία δεν προχώρησε σε ουσιαστικά μέτρα προετοιμασίας. Δεν υπήρξε ενίσχυση της άμυνας των ακτών της Κυρήνειας, ούτε αναδιάταξη δυνάμεων ώστε να ελέγχουν τον ζωτικό άξονα Λευκωσίας–Κυρήνειας. Ακόμη και η ύπαρξη των τουρκοκυπριακών θυλάκων, που θα λειτουργούσαν ως φυσικά προγεφυρώματα, δεν αντιμετωπίστηκε με συντονισμένη στρατηγική.
Η έλλειψη αξιοποίησης των πληροφοριών συνδέεται με την αλαζονεία της χουντικής ηγεσίας, η οποία υποτίμησε πλήρως τις δυνατότητες της Άγκυρας και θεώρησε ότι μια αποφασιστική ελληνική στάση θα την αποθάρρυνε.
3. Η στρατιωτική ανεπάρκεια και οι αστοχίες της Εθνικής Φρουράς
Στο πεδίο της μάχης, η Εθνική Φρουρά και η ΕΛΔΥΚ διέθεταν αριθμητική και ποιοτική υπεροχή σε κρίσιμους τομείς: άρματα μάχης, πυροβολικό, οργανωμένες μονάδες. Η Τουρκία, τουλάχιστον στο πρώτο στάδιο της εισβολής, μπορούσε να βασιστεί μόνο σε ελαφρά αερομεταφερόμενα τμήματα και σε ένα εύθραυστο αποβατικό στόλο.
Παρά ταύτα, η ελληνική άμυνα κατέρρευσε. Οι λόγοι ήταν πολλοί:
- Ανεπαρκής σχεδιασμός: δεν υπήρξε συγκεντρωτική στρατηγική άμυνας στις πιθανές ακτές απόβασης. Οι δυνάμεις ήταν διασκορπισμένες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αντιδράσουν αποφασιστικά εκεί που χρειαζόταν.
- Προβλήματα διοίκησης και ελέγχου: η αποδιοργάνωση της Εθνικής Φρουράς μετά το πραξικόπημα, η αντικατάσταση αξιωματικών και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους Κυπρίους αξιωματικούς αποδυνάμωσαν την αποτελεσματικότητα.
- Αποτυχία στην αξιοποίηση του πυροβολικού: παρότι υπήρχε υπεροχή σε αριθμό και εμβέλεια, η χρήση ήταν αποσπασματική, χωρίς συντονισμό με τις κινήσεις του πεζικού και των τεθωρακισμένων.
- Αεροπορική κυριαρχία της Τουρκίας: η απόλυτη υπεροχή της τουρκικής αεροπορίας εξουδετέρωσε το ελληνικό πλεονέκτημα στο έδαφος. Η Αθήνα δεν έστειλε την Πολεμική Αεροπορία να εμπλακεί ουσιαστικά, φοβούμενη γενικευμένο πόλεμο στο Αιγαίο.
Ο εμφύλιος χαρακτήρας της κυπριακής κρίσης αποδείχθηκε καθοριστικός. Η αντιπαράθεση μεταξύ υποστηρικτών του Μακαρίου και της ΕΟΚΑ-Β’ οδήγησε σε αλληλοεξόντωση λίγες μόλις ημέρες πριν από την εισβολή. Πολλές μονάδες της Εθνικής Φρουράς είχαν στραφεί εναντίον συμπατριωτών τους, αντί να προετοιμάζονται για την αντιμετώπιση εξωτερικής απειλής.
Το πραξικόπημα αποδιοργάνωσε τη διοικητική ιεραρχία, καθώς πολλοί αξιωματικοί που δεν ήταν αρεστοί στη χούντα αντικαταστάθηκαν ή τέθηκαν στο περιθώριο. Το ηθικό των στρατιωτών, ιδιαίτερα των Κυπρίων, βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο: πολεμούσαν για έναν σκοπό που δεν απολάμβανε καθολική στήριξη και υπό την ηγεσία μιας χούντας που είχε χάσει κάθε νομιμοποίηση.
Αντιθέτως, οι τουρκοκυπριακές δυνάμεις είχαν σαφή κίνητρο: την επιβίωση και την αναμονή της τουρκικής ενίσχυσης. Η συνοχή τους αποδείχθηκε καθοριστική στην αρχική φάση, μέχρι να εδραιωθεί το προγεφύρωμα της Κυρήνειας.
5. Η έλλειψη στρατηγικής βούλησης στην Αθήνα
Η χούντα του Ιωαννίδη βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δίλημμα: είτε να εμπλακεί πλήρως, διακινδυνεύοντας γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο, είτε να περιοριστεί σε υποτονική αντίδραση. Επέλεξε το δεύτερο.
Παρά τις δυνατότητες της Πολεμικής Αεροπορίας και του Ναυτικού να πλήξουν τον εύθραυστο τουρκικό αποβατικό στόλο στο Αιγαίο ή ακόμη και στον διάπλου προς Κύπρο, δεν δόθηκε εντολή δράσης. Η ανησυχία ότι οι Τούρκοι θα απαντούσαν με πλήρη επίθεση στον Έβρο και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου λειτούργησε παραλυτικά.
Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει η Κύπρος χωρίς ουσιαστική υποστήριξη από τον μητροπολιτικό ελληνικό χώρο. Οι ελάχιστες αποστολές ενίσχυσης που επιχειρήθηκαν (όπως η τραγική αεροπορική επιχείρηση «Νίκη» με τα Νοράτλας) δεν είχαν καμία δυνατότητα να ανατρέψουν την κατάσταση.
6. Η διεθνής διάσταση και η διπλωματική απομόνωση
Η Ελλάδα το 1974 βρισκόταν σε δυσμενή διεθνή θέση. Η χούντα ήταν απομονωμένη, με ελάχιστους συμμάχους ή φίλους στο εξωτερικό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που αποτελούσαν τον καθοριστικό παράγοντα ισορροπίας στο ΝΑΤΟ, τηρούσαν στάση ανοχής προς την Τουρκία, θεωρώντας ότι ήταν πιο αξιόπιστος σύμμαχος στην περιοχή.
Η Αθήνα πίστεψε –λανθασμένα– ότι η Ουάσινγκτον θα αποθάρρυνε την Άγκυρα από μια στρατιωτική επέμβαση. Αντιθέτως, η αμερικανική διπλωματία απέφυγε να εμπλακεί ενεργά, αφήνοντας τα γεγονότα να εξελιχθούν. Όταν η κρίση κορυφώθηκε, οι διεθνείς πιέσεις επικεντρώθηκαν στην κατάπαυση του πυρός και όχι στην αποτροπή της τουρκικής κατοχής.
Έτσι, η έλλειψη διεθνούς στήριξης στέρησε από την Ελλάδα κάθε ελπίδα διπλωματικής κάλυψης για μια αποφασιστική στρατιωτική απάντηση.
7. Το αποτέλεσμα: από την εισβολή στη διχοτόμηση
Η πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής, τον Ιούλιο του 1974, οδήγησε στην κατάληψη ενός προγεφυρώματος γύρω από την Κυρήνεια και στη συνένωσή του με τον θύλακα βορείως της Λευκωσίας. Η κατάπαυση του πυρός που επακολούθησε έδωσε στην Τουρκία τον χρόνο να ενισχύσει μαζικά τις δυνάμεις της.
Η δεύτερη φάση, τον Αύγουστο, ήταν πλέον αναπόφευκτη: με σαρωτική υπεροχή, ο τουρκικός στρατός κατέλαβε το 37% του νησιού. Η Ελλάδα, βυθισμένη στην πολιτική κρίση της κατάρρευσης της χούντας και στην ανάγκη αποκατάστασης της δημοκρατίας, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει.
8. Συμπεράσματα: τα διδάγματα της ήττας
Η ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1974 δεν ήταν αναπόφευκτη. Αντιθέτως, η ελληνική πλευρά διέθετε τέσσερα αντικειμενικά πλεονεκτήματα: γνώση του αντιπάλου, πρωτοβουλία κινήσεων, θετικό συσχετισμό δυνάμεων και ευνοϊκή γεωγραφία. Ωστόσο, όλα αυτά ακυρώθηκαν από τον συνδυασμό πολιτικών και στρατιωτικών λαθών.
Τα βασικά διδάγματα που προκύπτουν είναι:
- Η πολιτική απόφαση καθορίζει τη στρατιωτική έκβαση: χωρίς σαφή και ρεαλιστικό πολιτικό στόχο, καμία στρατιωτική υπεροχή δεν μπορεί να αξιοποιηθεί.
- Η πληροφόρηση είναι άχρηστη αν δεν οδηγεί σε δράση: οι ελληνικές υπηρεσίες γνώριζαν τις προθέσεις και τις δυνατότητες της Τουρκίας, αλλά η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν αντέδρασε αναλόγως.
- Η συνοχή και το ηθικό είναι κρίσιμοι παράγοντες: μια διχασμένη κοινωνία και ένας στρατός χωρίς σαφή ηγεσία δεν μπορούν να σταθούν απέναντι σε αποφασισμένο αντίπαλο.
- Η διεθνής στήριξη είναι απαραίτητη: σε ένα πλαίσιο όπως το κυπριακό, όπου εμπλέκονται μεγάλες δυνάμεις, η απομόνωση είναι συνταγή καταστροφής.
Η τραγωδία του 1974 παραμένει ανοιχτή πληγή στον ελληνισμό. Ο διχασμός της Κύπρου, οι χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι, οι προσφυγικές ροές και η διαρκής παρουσία κατοχικού στρατού στο βόρειο τμήμα του νησιού αποτελούν ζωντανές υπενθυμίσεις της αποτυχίας.
Η μελέτη της ήττας δεν είναι ζήτημα εθνικής αυτοϋποτίμησης, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για την αποφυγή ανάλογων λαθών στο μέλλον. Η στρατιωτική ιστορία δεν γράφεται για να εξυμνεί μόνο νίκες· γράφεται για να φωτίζει και τα σφάλματα, ώστε να μην επαναληφθούν.
Η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να αναμετρηθούν με το παρελθόν με ειλικρίνεια και νηφαλιότητα. Μόνο έτσι θα μετατραπεί η τραγωδία του 1974 σε πολύτιμο μάθημα στρατηγικής διορατικότητας, πολιτικής σοφίας και εθνικής ενότητας.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών