Η Κρήτη, το νησί που στέκει στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, δεν είναι μόνο ένας τόπος ιστορίας και πολιτισμού, αλλά και ένας θεμελιώδης πυλώνας της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Με την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913, δεν ενσωματώθηκε απλώς ένα νησί — ενσωματώθηκε ένα ολοκληρωμένο γεωγραφικό, πολιτιστικό και ιστορικό σύμπλεγμα, που περιλαμβάνει και όλες τις πέριξ αυτής νησίδες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Γαύδος, το νοτιότερο άκρο της ελληνικής και ευρωπαϊκής επικράτειας, που κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία και τη γεωπολιτική της περιοχής.
Κι όμως, τα τελευταία χρόνια, η αυτονόητη ελληνικότητα αυτών των νησίδων έχει δεχθεί αμφισβητήσεις από τη γειτονική Τουρκία και τη Λιβύη, στο πλαίσιο της πολιτικής της “Γαλάζιας Πατρίδας” και του αμφιλεγόμενου Τουρκο-Λιβυκού μνημονίου του 2019. Οι θέσεις αυτές επιχειρούν να μειώσουν τη νομική σημασία των κρητικών νησίδων, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για “ασήμαντες βραχονησίδες” χωρίς επήρεια σε θαλάσσιες ζώνες. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετική — και ιστορικά, και νομικά, και πολιτισμικά.
Η ελληνικότητα της Γαύδου και των άλλων κρητικών νησίδων είναι αδιάσειστα τεκμηριωμένη τόσο από το διεθνές δίκαιο όσο και από την ιστορική πράξη. Η Συνθήκη της Λωζάνης (1923) ορίζει ρητά ότι η Τουρκία διατηρεί κυριαρχία μόνο επί της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών νήσων, καθώς και επί νησιών που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από τις ακτές της. Για όλα τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, η Άγκυρα “παραιτείται πάσης αξιώσεως και παντός τίτλου”. Συνεπώς, οποιαδήποτε τουρκική ή λιβυκή αναφορά που επιχειρεί να θέσει υπό αμφισβήτηση νησίδες εκατοντάδες μίλια μακριά από την τουρκική ακτογραμμή είναι νομικά αβάσιμη και πολιτικά προσχηματική.
Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1947), που μετέφερε τα Δωδεκάνησα από την Ιταλία στην Ελλάδα, δεν μεταβάλλει καθόλου το καθεστώς των κρητικών νησίδων. Αντιθέτως, αφήνει αμετάβλητες τις προβλέψεις της Λωζάνης, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν το θεμέλιο της κυριαρχίας στην περιοχή.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η θεσμική κατοχύρωση της ενότητας της Κρήτης με τα παρακείμενα νησιά ήδη από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας (1899-1913). Και τα δύο Συντάγματα της Κρητικής Πολιτείας, του 1899 και του 1907, αναφέρουν ρητά ότι “η νήσος Κρήτη μετά των παρακειμένων αυτή νησιδίων αποτελεί εντελώς αυτόνομον Πολιτείαν”. Κατά συνέπεια, με την Ένωση του 1913, η Κρήτη ενσωματώθηκε στην Ελλάδα ως ενιαίο σύνολο, μαζί με όλα τα τμήματα και τις εξαρτήσεις της. Η ενσωμάτωση δεν αφορούσε μόνο την κύρια νήσο, αλλά και τον οργανικό περίγυρό της — νησιά που πάντοτε συνδέονταν διοικητικά, οικονομικά και κοινωνικά με αυτήν.
Η διοικητική και κοινωνική ένταξη των νησίδων στον κρητικό κορμό είναι διαχρονική. Η Γαύδος, για παράδειγμα, ανήκε διοικητικά στο Δήμο Σφακίων ήδη από την Οθωμανική περίοδο, ενώ κατά την απογραφή του 1881 αριθμούσε 417 κατοίκους — όλους χριστιανούς. Σήμερα αποτελεί ξεχωριστό Δήμο με περίπου 150 μόνιμους κατοίκους, που πολλαπλασιάζονται το καλοκαίρι λόγω τουρισμού. Κατοίκηση, παραγωγική δραστηριότητα, σχολεία, εκκλησίες, διοικητικές δομές: τίποτα δεν παραπέμπει σε “ασήμαντη νησίδα”.
Παράλληλα, οι άλλες νησίδες γύρω από την Κρήτη — Δία, Θοδωρού, Σούδα, Γραμβούσα — υπήρξαν πάντα τμήματα της τοπικής ζωής. Είτε χρησιμοποιήθηκαν ως αγροτικοί χώροι και τόποι κτηνοτροφίας, είτε αποτέλεσαν φρούρια και σημεία εμπορικού ελέγχου, η παρουσία τους ήταν ουσιαστική στη λειτουργία της κρητικής κοινωνίας. Η σύνδεση αυτή δεν είναι απλώς γεωγραφική· είναι οργανική και βιωματική.
Η σημασία των νησίδων δεν είναι μόνο ιστορική ή διοικητική, αλλά και στρατηγική. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης, οι νησίδες Θοδωρού και Δίας αποτέλεσαν βάσεις επιθέσεων για την κατάληψη των φρουρίων των Χανίων και του Χάνδακα. Αντίστοιχα, οι Ενετοί κράτησαν τα φρούρια της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκας επί δεκαετίες μετά την πτώση της Κρήτης. Η Γραμβούσα, δε, έγινε προπύργιο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, λειτουργώντας ως ορμητήριο για τους αγωνιστές.
Η Γαύδος, λόγω της θέσης της στο μέσον του Λιβυκού Πελάγους, έχει πάντοτε εξαιρετική σημασία για την ασφάλεια των θαλάσσιων οδών. Ο περίφημος φάρος της, που ανεγέρθηκε το 1880 από τη Γαλλική Εταιρία Φάρων, θεωρούνταν ο μεγαλύτερος της Μεσογείου, ορατός σε απόσταση 42 μιλίων. Ο βομβαρδισμός του από τους Γερμανούς το 1940 μαρτυρεί πόσο κρίσιμος ήταν στρατηγικά.
Σήμερα, η γεωπολιτική αξία της περιοχής επανέρχεται στο προσκήνιο. Με τα ενεργειακά κοιτάσματα νοτίως της Κρήτης και τη συζήτηση για την ΑΟΖ, η Αθήνα έχει κάθε λόγο να ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή. Το Πολεμικό Ναυτικό ήδη σχεδιάζει νέο ναύσταθμο στη Σούδα, ενισχύοντας την επιχειρησιακή ετοιμότητα στο Νότιο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Η Γαύδος δεν είναι μόνο στρατηγικό φυλάκιο, αλλά και τόπος με βαθειά πολιτιστική και πνευματική φόρτιση. Από την αρχαιότητα ήδη, ταυτίζεται με την Ομηρική Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς, όπου, κατά τον Καλλίμαχο, κρατήθηκε ο Οδυσσέας πριν επιστρέψει στην Ιθάκη. Κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, κατοικήθηκε και απέκτησε Επισκοπή, ενώ σύμφωνα με την παράδοση φιλοξένησε τους 99 Αγίους Πατέρες. Μινωικά και ρωμαϊκά ευρήματα, παλαιές εκκλησίες και ναοί μαρτυρούν τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία και τη σύνδεση του νησιού με τον ελληνικό πολιτισμό.
Στον 20ό αιώνα, η Γαύδος συνδέθηκε και με τη νεότερη πολιτική ιστορία. Κατά τη δικτατορία του Μεταξά έγινε τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων, μεταξύ των οποίων και ο Μάρκος Βαφειάδης. Από εκεί προέρχονται και τα συγκλονιστικά τραγούδια των εξορίστων, που αποτυπώνουν τη μοναξιά αλλά και την ελπίδα της ελευθερίας:
“Η θάλασσα γύρω μας ζώνει σαν αλυσίδα φοβερή,
φρουρός ακοίμητος φυλάει μέρα και νύχτα το νησί…”
Η ελληνική πολιτεία οφείλει να σταθεί αντάξια της ιστορίας και της στρατηγικής σημασίας της περιοχής. Οι αμφισβητήσεις της τουρκικής και λιβυκής πλευράς δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται αποσπασματικά ή αμυντικά, αλλά με συνδυασμό νομικών, διπλωματικών και επιχειρησιακών μέτρων. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να υπενθυμίζεται ότι η Κρήτη και οι νησίδες της αποτελούν ενιαία γεωγραφική και πολιτισμική οντότητα, πλήρως ενσωματωμένη στην ελληνική επικράτεια.
Παράλληλα, η Γαύδος χρειάζεται στήριξη και παρουσία: γιατρούς, δασκάλους, λιμενικούς, υποδομές. Η κατοίκηση και η ευημερία των ανθρώπων της είναι η καλύτερη απόδειξη της ελληνικής κυριαρχίας και της ζωντανής σύνδεσης με τον εθνικό κορμό.
Η Γαύδος, η μικρή αυτή νησίδα στο άκρο του Λιβυκού Πελάγους, δεν είναι μια “ασήμαντη υπερβολή” όπως θέλουν να την παρουσιάσουν ορισμένοι. Είναι το νότιο σύνορο της Ελλάδας και της Ευρώπης, ο ακριτικός φρουρός μιας ιστορίας που ξεκινά από τη Μινωική θάλασσα και φτάνει ως τη σύγχρονη γεωπολιτική πραγματικότητα. Από τον Οδυσσέα και τον Απόστολο Παύλο, ως τους εξόριστους του Μεταξά και τους σημερινούς κατοίκους της, η Γαύδος υπήρξε πάντοτε σύμβολο αντοχής, ελευθερίας και ελληνικής συνέχειας.
Η Κρήτη, με τη δημιουργικότητα και τη δύναμή της, θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τον εθνικό κορμό. Αλλά η πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει ότι αυτό το νοτιότερο κομμάτι του ελληνικού και ευρωπαϊκού χώρου θα παραμείνει ζωντανό, ασφαλές και ευημερούν. Γιατί, όπως αποδεικνύει η ίδια η ιστορία της, η ελευθερία και η κυριαρχία φυλάσσονται όχι μόνο με λόγια, αλλά με παρουσία — με ανθρώπους, με φάρο, με ψυχή.
Κι όμως, τα τελευταία χρόνια, η αυτονόητη ελληνικότητα αυτών των νησίδων έχει δεχθεί αμφισβητήσεις από τη γειτονική Τουρκία και τη Λιβύη, στο πλαίσιο της πολιτικής της “Γαλάζιας Πατρίδας” και του αμφιλεγόμενου Τουρκο-Λιβυκού μνημονίου του 2019. Οι θέσεις αυτές επιχειρούν να μειώσουν τη νομική σημασία των κρητικών νησίδων, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για “ασήμαντες βραχονησίδες” χωρίς επήρεια σε θαλάσσιες ζώνες. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετική — και ιστορικά, και νομικά, και πολιτισμικά.
Η ελληνικότητα της Γαύδου και των άλλων κρητικών νησίδων είναι αδιάσειστα τεκμηριωμένη τόσο από το διεθνές δίκαιο όσο και από την ιστορική πράξη. Η Συνθήκη της Λωζάνης (1923) ορίζει ρητά ότι η Τουρκία διατηρεί κυριαρχία μόνο επί της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών νήσων, καθώς και επί νησιών που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από τις ακτές της. Για όλα τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, η Άγκυρα “παραιτείται πάσης αξιώσεως και παντός τίτλου”. Συνεπώς, οποιαδήποτε τουρκική ή λιβυκή αναφορά που επιχειρεί να θέσει υπό αμφισβήτηση νησίδες εκατοντάδες μίλια μακριά από την τουρκική ακτογραμμή είναι νομικά αβάσιμη και πολιτικά προσχηματική.
Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1947), που μετέφερε τα Δωδεκάνησα από την Ιταλία στην Ελλάδα, δεν μεταβάλλει καθόλου το καθεστώς των κρητικών νησίδων. Αντιθέτως, αφήνει αμετάβλητες τις προβλέψεις της Λωζάνης, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν το θεμέλιο της κυριαρχίας στην περιοχή.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η θεσμική κατοχύρωση της ενότητας της Κρήτης με τα παρακείμενα νησιά ήδη από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας (1899-1913). Και τα δύο Συντάγματα της Κρητικής Πολιτείας, του 1899 και του 1907, αναφέρουν ρητά ότι “η νήσος Κρήτη μετά των παρακειμένων αυτή νησιδίων αποτελεί εντελώς αυτόνομον Πολιτείαν”. Κατά συνέπεια, με την Ένωση του 1913, η Κρήτη ενσωματώθηκε στην Ελλάδα ως ενιαίο σύνολο, μαζί με όλα τα τμήματα και τις εξαρτήσεις της. Η ενσωμάτωση δεν αφορούσε μόνο την κύρια νήσο, αλλά και τον οργανικό περίγυρό της — νησιά που πάντοτε συνδέονταν διοικητικά, οικονομικά και κοινωνικά με αυτήν.
Η διοικητική και κοινωνική ένταξη των νησίδων στον κρητικό κορμό είναι διαχρονική. Η Γαύδος, για παράδειγμα, ανήκε διοικητικά στο Δήμο Σφακίων ήδη από την Οθωμανική περίοδο, ενώ κατά την απογραφή του 1881 αριθμούσε 417 κατοίκους — όλους χριστιανούς. Σήμερα αποτελεί ξεχωριστό Δήμο με περίπου 150 μόνιμους κατοίκους, που πολλαπλασιάζονται το καλοκαίρι λόγω τουρισμού. Κατοίκηση, παραγωγική δραστηριότητα, σχολεία, εκκλησίες, διοικητικές δομές: τίποτα δεν παραπέμπει σε “ασήμαντη νησίδα”.
Παράλληλα, οι άλλες νησίδες γύρω από την Κρήτη — Δία, Θοδωρού, Σούδα, Γραμβούσα — υπήρξαν πάντα τμήματα της τοπικής ζωής. Είτε χρησιμοποιήθηκαν ως αγροτικοί χώροι και τόποι κτηνοτροφίας, είτε αποτέλεσαν φρούρια και σημεία εμπορικού ελέγχου, η παρουσία τους ήταν ουσιαστική στη λειτουργία της κρητικής κοινωνίας. Η σύνδεση αυτή δεν είναι απλώς γεωγραφική· είναι οργανική και βιωματική.
Η σημασία των νησίδων δεν είναι μόνο ιστορική ή διοικητική, αλλά και στρατηγική. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης, οι νησίδες Θοδωρού και Δίας αποτέλεσαν βάσεις επιθέσεων για την κατάληψη των φρουρίων των Χανίων και του Χάνδακα. Αντίστοιχα, οι Ενετοί κράτησαν τα φρούρια της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκας επί δεκαετίες μετά την πτώση της Κρήτης. Η Γραμβούσα, δε, έγινε προπύργιο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, λειτουργώντας ως ορμητήριο για τους αγωνιστές.
Η Γαύδος, λόγω της θέσης της στο μέσον του Λιβυκού Πελάγους, έχει πάντοτε εξαιρετική σημασία για την ασφάλεια των θαλάσσιων οδών. Ο περίφημος φάρος της, που ανεγέρθηκε το 1880 από τη Γαλλική Εταιρία Φάρων, θεωρούνταν ο μεγαλύτερος της Μεσογείου, ορατός σε απόσταση 42 μιλίων. Ο βομβαρδισμός του από τους Γερμανούς το 1940 μαρτυρεί πόσο κρίσιμος ήταν στρατηγικά.
Σήμερα, η γεωπολιτική αξία της περιοχής επανέρχεται στο προσκήνιο. Με τα ενεργειακά κοιτάσματα νοτίως της Κρήτης και τη συζήτηση για την ΑΟΖ, η Αθήνα έχει κάθε λόγο να ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή. Το Πολεμικό Ναυτικό ήδη σχεδιάζει νέο ναύσταθμο στη Σούδα, ενισχύοντας την επιχειρησιακή ετοιμότητα στο Νότιο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Η Γαύδος δεν είναι μόνο στρατηγικό φυλάκιο, αλλά και τόπος με βαθειά πολιτιστική και πνευματική φόρτιση. Από την αρχαιότητα ήδη, ταυτίζεται με την Ομηρική Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς, όπου, κατά τον Καλλίμαχο, κρατήθηκε ο Οδυσσέας πριν επιστρέψει στην Ιθάκη. Κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, κατοικήθηκε και απέκτησε Επισκοπή, ενώ σύμφωνα με την παράδοση φιλοξένησε τους 99 Αγίους Πατέρες. Μινωικά και ρωμαϊκά ευρήματα, παλαιές εκκλησίες και ναοί μαρτυρούν τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία και τη σύνδεση του νησιού με τον ελληνικό πολιτισμό.
Στον 20ό αιώνα, η Γαύδος συνδέθηκε και με τη νεότερη πολιτική ιστορία. Κατά τη δικτατορία του Μεταξά έγινε τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων, μεταξύ των οποίων και ο Μάρκος Βαφειάδης. Από εκεί προέρχονται και τα συγκλονιστικά τραγούδια των εξορίστων, που αποτυπώνουν τη μοναξιά αλλά και την ελπίδα της ελευθερίας:
“Η θάλασσα γύρω μας ζώνει σαν αλυσίδα φοβερή,
φρουρός ακοίμητος φυλάει μέρα και νύχτα το νησί…”
Η ελληνική πολιτεία οφείλει να σταθεί αντάξια της ιστορίας και της στρατηγικής σημασίας της περιοχής. Οι αμφισβητήσεις της τουρκικής και λιβυκής πλευράς δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται αποσπασματικά ή αμυντικά, αλλά με συνδυασμό νομικών, διπλωματικών και επιχειρησιακών μέτρων. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να υπενθυμίζεται ότι η Κρήτη και οι νησίδες της αποτελούν ενιαία γεωγραφική και πολιτισμική οντότητα, πλήρως ενσωματωμένη στην ελληνική επικράτεια.
Παράλληλα, η Γαύδος χρειάζεται στήριξη και παρουσία: γιατρούς, δασκάλους, λιμενικούς, υποδομές. Η κατοίκηση και η ευημερία των ανθρώπων της είναι η καλύτερη απόδειξη της ελληνικής κυριαρχίας και της ζωντανής σύνδεσης με τον εθνικό κορμό.
Η Γαύδος, η μικρή αυτή νησίδα στο άκρο του Λιβυκού Πελάγους, δεν είναι μια “ασήμαντη υπερβολή” όπως θέλουν να την παρουσιάσουν ορισμένοι. Είναι το νότιο σύνορο της Ελλάδας και της Ευρώπης, ο ακριτικός φρουρός μιας ιστορίας που ξεκινά από τη Μινωική θάλασσα και φτάνει ως τη σύγχρονη γεωπολιτική πραγματικότητα. Από τον Οδυσσέα και τον Απόστολο Παύλο, ως τους εξόριστους του Μεταξά και τους σημερινούς κατοίκους της, η Γαύδος υπήρξε πάντοτε σύμβολο αντοχής, ελευθερίας και ελληνικής συνέχειας.
Η Κρήτη, με τη δημιουργικότητα και τη δύναμή της, θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τον εθνικό κορμό. Αλλά η πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει ότι αυτό το νοτιότερο κομμάτι του ελληνικού και ευρωπαϊκού χώρου θα παραμείνει ζωντανό, ασφαλές και ευημερούν. Γιατί, όπως αποδεικνύει η ίδια η ιστορία της, η ελευθερία και η κυριαρχία φυλάσσονται όχι μόνο με λόγια, αλλά με παρουσία — με ανθρώπους, με φάρο, με ψυχή.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών