Η νέα κλιμάκωση των αγροτικών κινητοποιήσεων δεν αποτελεί απλώς μια επαναλαμβανόμενη μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας, αλλά αναδεικνύει ένα βαθύτερο πολιτικό αδιέξοδο στη σχέση της κυβέρνησης με τον πρωτογενή τομέα. Η απόφαση των αγροτών, μέσα από πανελλαδική συνέλευση, να ενισχύσουν τα μπλόκα δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι επικοινωνιακό ούτε συγκυριακό, αλλά δομικό.
Η κυβερνητική απάντηση κινείται στη λογική της λογιστικής διαχείρισης: απαρίθμηση αιτημάτων που «υλοποιήθηκαν ή υλοποιούνται» και σαφής οριοθέτηση όσων απορρίπτονται ως ασύμβατα με την ΚΑΠ ή δημοσιονομικά ανέφικτα. Πρόκειται για μια προσέγγιση που επιδιώκει να εμφανίσει την κυβέρνηση ως συνεπή και ρεαλιστική, μεταφέροντας την ευθύνη της σύγκρουσης σε «αντικειμενικούς περιορισμούς».
Ωστόσο, αυτή η στάση παρακάμπτει το βασικό πολιτικό ερώτημα: ποιος πληρώνει το κόστος της αγροτικής παραγωγής σε συνθήκες ακρίβειας, ενεργειακής κρίσης και κλιματικής πίεσης. Για τους αγρότες, οι ευρωπαϊκοί κανόνες και τα δημοσιονομικά όρια δεν λειτουργούν ως ουδέτεροι τεχνικοί φραγμοί, αλλά ως μηχανισμοί που μεταφέρουν το βάρος της προσαρμογής στους ίδιους.
Η αντοχή των μπλόκων –με κλειστούς δρόμους επί εβδομάδες– καταδεικνύει ότι οι κινητοποιήσεις δεν βασίζονται μόνο στη συνδικαλιστική πειθαρχία, αλλά και σε μια ευρύτερη κοινωνική ανοχή, αν όχι σιωπηρή στήριξη. Οι αγρότες επιχειρούν να ενισχύσουν αυτή τη νομιμοποίηση μέσω συμβολικών κινήσεων (άνοιγμα διοδίων, διανομή προϊόντων, ελεγχόμενες διελεύσεις), ώστε να μη μετατραπούν σε «κοινωνικό αντίπαλο» των υπόλοιπων πολιτών.
Αυτή η τακτική δείχνει πολιτική ωριμότητα: το μήνυμα δεν είναι «μπλοκάρουμε τα πάντα», αλλά «μπλοκάρουμε για να ακουστούμε». Παράλληλα, η επιλεκτική διευκόλυνση (π.χ. λόγω εορτών ή δίκης των Τεμπών) προσδίδει ηθικό πλεονέκτημα στο αγροτικό κίνημα.
Η έντονη αστυνομική παρουσία σε κομβικά σημεία –όπως στα Πράσινα Φανάρια και στο αεροδρόμιο– υποδηλώνει ότι η κυβέρνηση επιλέγει να οριοθετήσει χωρικά την κινητοποίηση, αποφεύγοντας όμως προς το παρόν τη γενικευμένη καταστολή. Πρόκειται για λεπτή ισορροπία: μια σκληρή επέμβαση θα μπορούσε να κλιμακώσει πολιτικά την αντιπαράθεση, ενώ η πλήρης ανοχή θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση των αγροτών.
Σε πολιτικό επίπεδο, τα αγροτικά μπλόκα λειτουργούν ως υπενθύμιση των ορίων του κυβερνητικού αφηγήματος περί σταθερότητας και ανάπτυξης. Ο πρωτογενής τομέας, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, παραμένει ευάλωτος και αισθάνεται ότι βρίσκεται εκτός του «αναπτυξιακού μερίσματος». Αυτό δημιουργεί ρήγματα όχι μόνο κοινωνικά αλλά και εκλογικά, ιδίως σε αγροτικές και ημιαστικές περιοχές.
Ταυτόχρονα, η επίκληση της ΚΑΠ αποκαλύπτει ένα χρόνιο πρόβλημα: την απουσία εθνικής στρατηγικής που να διεκδικεί ενεργά αλλαγές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αντί να παρουσιάζει τις Βρυξέλλες ως αμετακίνητο άλλοθι. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και η πολιτική αιχμή των κινητοποιήσεων.
Η σύγκρουση δεν αφορά μόνο επιμέρους αιτήματα, αλλά το ποιος καθορίζει τους όρους επιβίωσης της αγροτικής παραγωγής. Όσο η κυβέρνηση περιορίζεται στη διαχείριση και οι αγρότες επιμένουν στη μαζική πίεση, το αδιέξοδο θα βαθαίνει. Η έκβαση δεν θα κριθεί μόνο στους δρόμους, αλλά στο αν θα υπάρξει πραγματική πολιτική βούληση για ανακατανομή κόστους, αλλαγή προτεραιοτήτων και σύγκρουση –όπου χρειάζεται– με τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς.
Η κυβερνητική απάντηση κινείται στη λογική της λογιστικής διαχείρισης: απαρίθμηση αιτημάτων που «υλοποιήθηκαν ή υλοποιούνται» και σαφής οριοθέτηση όσων απορρίπτονται ως ασύμβατα με την ΚΑΠ ή δημοσιονομικά ανέφικτα. Πρόκειται για μια προσέγγιση που επιδιώκει να εμφανίσει την κυβέρνηση ως συνεπή και ρεαλιστική, μεταφέροντας την ευθύνη της σύγκρουσης σε «αντικειμενικούς περιορισμούς».
Ωστόσο, αυτή η στάση παρακάμπτει το βασικό πολιτικό ερώτημα: ποιος πληρώνει το κόστος της αγροτικής παραγωγής σε συνθήκες ακρίβειας, ενεργειακής κρίσης και κλιματικής πίεσης. Για τους αγρότες, οι ευρωπαϊκοί κανόνες και τα δημοσιονομικά όρια δεν λειτουργούν ως ουδέτεροι τεχνικοί φραγμοί, αλλά ως μηχανισμοί που μεταφέρουν το βάρος της προσαρμογής στους ίδιους.
Η αντοχή των μπλόκων –με κλειστούς δρόμους επί εβδομάδες– καταδεικνύει ότι οι κινητοποιήσεις δεν βασίζονται μόνο στη συνδικαλιστική πειθαρχία, αλλά και σε μια ευρύτερη κοινωνική ανοχή, αν όχι σιωπηρή στήριξη. Οι αγρότες επιχειρούν να ενισχύσουν αυτή τη νομιμοποίηση μέσω συμβολικών κινήσεων (άνοιγμα διοδίων, διανομή προϊόντων, ελεγχόμενες διελεύσεις), ώστε να μη μετατραπούν σε «κοινωνικό αντίπαλο» των υπόλοιπων πολιτών.
Αυτή η τακτική δείχνει πολιτική ωριμότητα: το μήνυμα δεν είναι «μπλοκάρουμε τα πάντα», αλλά «μπλοκάρουμε για να ακουστούμε». Παράλληλα, η επιλεκτική διευκόλυνση (π.χ. λόγω εορτών ή δίκης των Τεμπών) προσδίδει ηθικό πλεονέκτημα στο αγροτικό κίνημα.
Η έντονη αστυνομική παρουσία σε κομβικά σημεία –όπως στα Πράσινα Φανάρια και στο αεροδρόμιο– υποδηλώνει ότι η κυβέρνηση επιλέγει να οριοθετήσει χωρικά την κινητοποίηση, αποφεύγοντας όμως προς το παρόν τη γενικευμένη καταστολή. Πρόκειται για λεπτή ισορροπία: μια σκληρή επέμβαση θα μπορούσε να κλιμακώσει πολιτικά την αντιπαράθεση, ενώ η πλήρης ανοχή θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση των αγροτών.
Σε πολιτικό επίπεδο, τα αγροτικά μπλόκα λειτουργούν ως υπενθύμιση των ορίων του κυβερνητικού αφηγήματος περί σταθερότητας και ανάπτυξης. Ο πρωτογενής τομέας, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, παραμένει ευάλωτος και αισθάνεται ότι βρίσκεται εκτός του «αναπτυξιακού μερίσματος». Αυτό δημιουργεί ρήγματα όχι μόνο κοινωνικά αλλά και εκλογικά, ιδίως σε αγροτικές και ημιαστικές περιοχές.
Ταυτόχρονα, η επίκληση της ΚΑΠ αποκαλύπτει ένα χρόνιο πρόβλημα: την απουσία εθνικής στρατηγικής που να διεκδικεί ενεργά αλλαγές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αντί να παρουσιάζει τις Βρυξέλλες ως αμετακίνητο άλλοθι. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και η πολιτική αιχμή των κινητοποιήσεων.
Η σύγκρουση δεν αφορά μόνο επιμέρους αιτήματα, αλλά το ποιος καθορίζει τους όρους επιβίωσης της αγροτικής παραγωγής. Όσο η κυβέρνηση περιορίζεται στη διαχείριση και οι αγρότες επιμένουν στη μαζική πίεση, το αδιέξοδο θα βαθαίνει. Η έκβαση δεν θα κριθεί μόνο στους δρόμους, αλλά στο αν θα υπάρξει πραγματική πολιτική βούληση για ανακατανομή κόστους, αλλαγή προτεραιοτήτων και σύγκρουση –όπου χρειάζεται– με τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών