Με λόγο άμεσο, βιωματικό και βαθιά φορτισμένο, ο Λούτσης θίγει ένα φαινόμενο που εξελίσσεται ταχύτατα στην περιοχή των Αγίων Σαράντα και στα γύρω χωριά. Η πρόσφατη ανάρτηση του Ζήσου Λούτση δεν αποτελεί απλώς έναν προσωπικό προβληματισμό. Είναι μια δημόσια καταγγελία, μια κραυγή αγωνίας και ταυτόχρονα μια πικρή διαπίστωση για την πορεία ενός τόπου που κινδυνεύει να απογυμνωθεί οριστικά από τους ανθρώπους και την ιστορία του.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην ανάρτησή του:
«Τον τελευταίο χρόνο παρατηρούμε να πωλούνται σπίτια, οικόπεδα και ολόκληρες εκτάσεις καλλιεργήσιμης και μη γης σε ορισμένα χωριά της περιοχής των Αγίων Σαράντα και κυρίως των όμορων της πανέμορφης και παραλιακής πόλης.
Αυτό το φαινόμενο, παράλληλα με τη συνεχόμενη υφαρπαγή χορτολιβαδικών και δασικών εκτάσεων από το ίδιο το καθεστώς α-δικαιοσύνης, λαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις απογυμνώνοντας και αποξενώνοντας οριστικά σημαντικό τμήμα γηγενών Ελλήνων από την πατροπαράδοτη γενέτειρά τους.»
Η διαπίστωση αυτή αγγίζει τον πυρήνα του προβλήματος. Δεν πρόκειται απλώς για αγοραπωλησίες ακινήτων, αλλά για μια διαδικασία σταδιακής αποξένωσης των γηγενών κατοίκων από τη γη τους. Η αναφορά στο «καθεστώς α-δικαιοσύνης» αποτυπώνει την αίσθηση θεσμικής αδικίας και ανασφάλειας που βιώνουν πολλοί, οδηγούμενοι σε αποφάσεις που δεν θα έπαιρναν υπό κανονικές συνθήκες.
Ο Λούτσης συνεχίζει, επισημαίνοντας μια ακόμη οδυνηρή πτυχή του φαινομένου:
«Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι αυτά τα ακίνητα πωλούνται με τιμές ξεφτίλας, τότε η κατάσταση είναι για κλάματα και για γέλια.
Για κλάματα γιατί χάνεται κάτω από τα πόδια μας η πατρίδα που αντεξε σε πιο δύσκολους καιρούς, για γέλια γιατί, αντί οι κάτοχοι αυτών των περιουσιών θα μπορούσαν να μεγιστοποιήσουν την αξία τους σε μια αγορά που συνεχώς ανεβαίνει, τις ξεπουλούν τώρα με τιμές ξεφτίλας.»
Η αντίφαση είναι εκκωφαντική: σε μια περιοχή με αυξανόμενο επενδυτικό και τουριστικό ενδιαφέρον, η γη αλλάζει χέρια σε εξευτελιστικές τιμές. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο οικονομική ζημία για τους πωλητές, αλλά και μακροπρόθεσμη αλλοίωση της κοινωνικής και εθνικής φυσιογνωμίας της περιοχής.
«Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι αυτά τα ακίνητα πωλούνται με τιμές ξεφτίλας, τότε η κατάσταση είναι για κλάματα και για γέλια.
Για κλάματα γιατί χάνεται κάτω από τα πόδια μας η πατρίδα που αντεξε σε πιο δύσκολους καιρούς, για γέλια γιατί, αντί οι κάτοχοι αυτών των περιουσιών θα μπορούσαν να μεγιστοποιήσουν την αξία τους σε μια αγορά που συνεχώς ανεβαίνει, τις ξεπουλούν τώρα με τιμές ξεφτίλας.»
Η αντίφαση είναι εκκωφαντική: σε μια περιοχή με αυξανόμενο επενδυτικό και τουριστικό ενδιαφέρον, η γη αλλάζει χέρια σε εξευτελιστικές τιμές. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο οικονομική ζημία για τους πωλητές, αλλά και μακροπρόθεσμη αλλοίωση της κοινωνικής και εθνικής φυσιογνωμίας της περιοχής.
Η εικόνα ολοκληρώνεται με μια φράση που συμπυκνώνει όλη την αγωνία:
«Και τα χωριά μας… σβήνουν.
Ο λαός λέει: “Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια”.
Κι εμάς;
Πονάει η καρδιά μας.»
Εδώ η ανάρτηση παύει να είναι απλώς καταγγελία και μετατρέπεται σε συλλογικό πένθος. Τα χωριά που ερημώνουν δεν είναι απλώς γεωγραφικά σημεία· είναι φορείς μνήμης, πολιτισμού και ιστορικής συνέχειας. Όταν σβήνουν, δεν αντικαθίστανται.
Το κείμενο του Ζήσου Λούτση λειτουργεί ως καμπανάκι. Δεν κατηγορεί επιπόλαια, ούτε ηθικολογεί εύκολα. Θέτει όμως ένα κρίσιμο ερώτημα: πόσο ακόμη μπορεί να αντέξει ένας τόπος όταν χάνει τη γη και τους ανθρώπους του ταυτόχρονα; Και κυρίως, πόσο έτοιμοι είμαστε να αποδεχθούμε αυτή την απώλεια ως «κανονικότητα»;
«Και τα χωριά μας… σβήνουν.
Ο λαός λέει: “Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια”.
Κι εμάς;
Πονάει η καρδιά μας.»
Εδώ η ανάρτηση παύει να είναι απλώς καταγγελία και μετατρέπεται σε συλλογικό πένθος. Τα χωριά που ερημώνουν δεν είναι απλώς γεωγραφικά σημεία· είναι φορείς μνήμης, πολιτισμού και ιστορικής συνέχειας. Όταν σβήνουν, δεν αντικαθίστανται.
Το κείμενο του Ζήσου Λούτση λειτουργεί ως καμπανάκι. Δεν κατηγορεί επιπόλαια, ούτε ηθικολογεί εύκολα. Θέτει όμως ένα κρίσιμο ερώτημα: πόσο ακόμη μπορεί να αντέξει ένας τόπος όταν χάνει τη γη και τους ανθρώπους του ταυτόχρονα; Και κυρίως, πόσο έτοιμοι είμαστε να αποδεχθούμε αυτή την απώλεια ως «κανονικότητα»;
Διαβάστε ακόμη
* Ελληνική παιδεία στην ΕΕΜ –προβληματισμοί και προτάσεις για τη νομική κατοχύρωση και αναβάθμισή της

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών