Οι Φοιτητές στην Αλβανία Αντιστέκονται

Του Κλόντι Λέκα*

- Η μαζική διαμαρτυρία των σπουδαστών έχει προσδώσει πολιτική εμπειρία στις μάζες των νέων και ελπίδα για τη συνέχιση των κινητοποιήσεων στο μέλλον. Η διαμαρτυρία έθεσε νέους όρους στο δημόσιο λόγο σχετικά με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ένα λόγο τον οποίο δεν έχει αγκαλιάσει μόνο το ευρύ κοινό, αλλά και η δεξιά αντιπολίτευση, αν και η κριτική που οικοδομήθηκε από το Κίνημα για το πανεπιστήμιο είναι κατεξοχήν αριστερή.

Η φοιτητική εξέγερση το 1991 στην Αλβανία εναντίον του σταλινικού καθεστώτος, με βασικό πολιτικό στόχο τον πολιτικό πλουραλισμό, οδήγησε στη μετάβαση από το μονοκομματικό γραφειοκρατικό σοσιαλισμό στο νεοφιλελεύθερο πολυκομματικό καπιταλισμό. Από τότε, με τη μετουσίωση της εξέγερσης των σπουδαστών σε πολυάριθμα κόμματα και την εκλογική τους καθιέρωση, δεν υπήρξαν άλλες μαζικές και κατ’ ουσίαν φοιτητικές «εξεγέρσεις».

Πληθώρα φοιτητικών οργανώσεων εξέλειπαν τόσο γρήγορα όσο και αναδείχθηκαν, χωρίς εμφανή και συγκεκριμένα αποτελέσματα. Οι λιγοστές δομές κινητοποίησης της φοιτητικής νεολαίας ουσιαστικά μετατράπηκαν σε κομματικές νεολαίες που, αντί για διαμορφωτές εκπαιδευτικών πολιτικών και ισότιμοι συμμετέχοντες της πολιτικής ζωής, συμπεριφέρθηκαν ως πραίτορες παθητικών μέτρων για τη νεολαία. Αυτές οι οργανώσεις νεολαίας βοήθησαν στην οικοδόμηση πολλών πελατειακών δικτύων που εκτείνονταν στις σχολές και τα γυμνάσια με αντάλλαγμα κάποια μικρά προνόμια.

Ωστόσο, αυτή η κατάσταση διακόπτεται τον Ιούνιο του 2014, όταν, σε αντίδραση στις εκπαιδευτικές πολιτικές της νέας κατ’ επίφαση σοσιαλιστικής κυβέρνησης, ουσιαστικά νεοφιλελεύθερης και αντιδημοκρατικής, μια ομάδα φοιτητών και αριστερών καθηγητών ενώθηκαν γύρω από το Κίνημα για το πανεπιστήμιο (Levizjaper Universitetin) και ξεσηκώθηκαν πετυχαίνοντας αρχικά την απόσυρση του πρώτου κυβερνητικού σχεδίου μεταρρύθμισης στο πανεπιστήμιο. Δυστυχώς, αυτή η οπισθοχώρηση υπήρξε ουσιαστικά μόνον τυπική και σε επικοινωνιακό επίπεδο, καθώς κατά τις επόμενες νομοθετικές προτάσεις, εκτός από τη διόρθωση γραμματικών σφαλμάτων, παρέμεινε η ίδια. Πρόκειται για μια μεταρρύθμιση που εξομαλύνει τη χρηματοδότηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, των οποίων οι προστάτες είχαν σπονσοράρει δημόσια, και ως εκ τούτου εγκαταλείπει το δημόσιο πανεπιστήμιο στην αγορά, ενώ επιβάλει και την αύξηση των διδάκτρων για τους φοιτητές του, οι οποίοι είναι κυρίως εκπρόσωποι των κατώτερων και μεσαίων τάξεων.

Ωστόσο, τα γεγονότα του Ιουνίου του 2014 έδωσαν το έναυσμα για μια ισχυρή δημόσια συζήτηση σχετικά με την πελατειακή γραφειοκρατική φύση της νέας μεταρρύθμισης, η οποία συνδυάζεται με δεκάδες μαζικές διαμαρτυρίες φοιτητών κατά του πρωθυπουργού της χώρας, καταλήψεις, άμεσες ριζοσπαστικές ενέργειες, υπομνήματα, δημόσιες συζητήσεις και πολεμικές ενάντια στους εκπροσώπους της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, που παρά την έλλειψη λαϊκής νομιμοποίησης της μεταρρύθμισής του, την καταγγελία ιδιωτικών συμφερόντων και την καταστροφική αποτυχία στην εφαρμογή της, αρνείται να την αποσύρει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ψήφισε έναν κοινοβουλευτικό καταχρηστικό νόμο για την εκπαίδευση, τον οποίο πλασάρει ως πόλεμο κατά της διεφθαρμένης πανεπιστημιακής γραφειοκρατίας. Πρόκειται για ένα σχέδιο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις που ιδιωτικοποιούσαν στο όνομα της κρατικής καταπολέμησης της διαφθοράς και συνεργάστηκαν με τη γραφειοκρατία για να αυξήσουν τα τέλη σπουδών και να καταστείλουν την εξέγερση των φοιτητών.

Για τέσσερα χρόνια, η μάχη κατά της μεταρρύθμισης της εκπαίδευσης και της αύξησης των διδάκτρων κέρδισε τον πόλεμο εναντίον της κυβέρνησης, αύξησε την υποστήριξη για την υπεράσπιση του δημοσίου σχολείου ενάντια στους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών πανεπιστημίων, οι οποίοι είναι μεγάλες επιχειρήσεις που συνδέονται με το κράτος και τα βασικά ΜΜΕ στη χώρα, ενώ δημιούργησε το έδαφος για μαζικές κινητοποιήσεις φοιτητών. Ως εκ τούτου, μετά από μια μυστική κυβερνητική πρόταση για τη φορολόγηση φοιτητών που επαναλαμβάνουν τις εξετάσεις τους, τα πανεπιστήμια των θετικών επιστημών, των κοινωνικών, των ιατρικών, αλλά και της περιφέρειας, προέβησαν σε μαζικές κινητοποιήσεις. Τριάντα χιλιάδες φοιτητές βγήκαν στο δρόμο, προκαλώντας φόβο στην κυβέρνηση, καθώς και ελπίδα στο λαό.

Αρχικά, η κυβέρνηση αντέδρασε με αλαζονεία απέναντι στους σπουδαστές, τους οποίους αποκαλεί «φτωχούς φοιτητές» για τους οποίους το κοινό δεν θα πλήρωνε φόρους, όμως αυτή η απάντηση προκάλεσε ακόμα πιο μαζικές διαμαρτυρίες, που οδήγησαν σε οδοφράγματα, απεργίες και την περικύκλωση του Υπουργείου Παιδείας. Για τέσσερις ημέρες 30.000 φοιτητές κατέβαιναν στο δρόμο. Ένας επαναστατικός οίστρος διαπέρασε τη χώρα και η κυβέρνηση ζήτησε διάλογο, αλλά αυτό απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τους σπουδαστές που υπέβαλαν εννιά αιτήματά που συνίστανται στη βελτίωση της ζωής των νέων, στη βελτίωση των συνθηκών σπουδών, στην αύξηση της ποιότητας του προγράμματος σπουδών και στην απόσυρση του νόμου μεταρρύθμισης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτή η απόρριψη του διαλόγου δημιούργησε κρίση στην κυβέρνηση, η οποία σταμάτησε τους σχεδιαζόμενους δασμούς, απέσυρε οκτώ υπουργούς και χρησιμοποίησε όλους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους για να καταστείλει τη διαμαρτυρία, ενώ δημιούργησε ένα «σύμφωνο αποτυχίας», το οποίο εξακολουθεί να μην υποστηρίζεται από τους φοιτητές.

Ομοίως, εκτός από τις συμφωνίες στρογγυλής τραπέζης της κυβέρνησης, η φοιτητική πλειοψηφία απέρριψε τη συμμετοχή της δεξιάς αντιπολίτευσης στις διαμαρτυρίες, οι οποία με τη σιωπηλή συναίνεση στους ολιγαρχικούς νόμους δεν έδωσε καμία μάχη ώστε να μην περάσει αυτή η μεταρρύθμιση. Ωστόσο, οι νεολαίες της αντιπολίτευσης βρήκαν τον τρόπο να ενσωματωθούν στο φοιτητικό κίνημα εκμεταλλευόμενες τις πελατειακές δομές εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας, της θεσμικής υποστήριξης που απολαμβάνουν από τα κόμματα, και της άμεσης βίας σε αριστερούς φοιτητές και μέλη του διδακτικού προσωπικού. Αυτό οδήγησε στην υποβάθμιση της ρητορικής, από την κοινωνικοοικονομική κριτική στη μετουσίωσή της σε εθνικιστική γραφικότητα, γεγονός που επέφερε τον κατακερματισμό και τη απομείωση της διαμαρτυρίας.

Οι φοιτητικές διαμαρτυρίες διήρκεσαν περίπου δύο μήνες και χωρίστηκαν σε δύο μέρη. Αρχικά, το μαζικό ξέσπασμα στους δρόμους και, στη συνέχεια, η απόσυρση στις υπό κατάληψη σχολές, όπου η κρίση έγινε εντονότερη, καθώς δημιουργούσε το κίνδυνο ακύρωσης ολόκληρου του ακαδημαϊκού έτους, μιας άνευ προηγουμένου κατάστασης δηλαδή μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1997. Και στις δύο περιπτώσεις, οι φοιτητές αρνήθηκαν να διαπραγματευτούν με την κυβέρνηση και να δημιουργήσουν αντιπροσωπευτικές ομάδες, επειδή αυτή η πρακτική απεδείχθη μοιραία κατά το παρελθόν, καθώς η διαφθορά και οι απειλές αποτελούν χαρακτηριστικά της πολιτικής ζωής στην Αλβανία. Μετά από τρεις εβδομάδες καθημερινού πολέμου στους δρόμους και ένα μποϊκοτάζ μηνών, η κυβέρνηση έσπασε την αντίσταση των φοιτητών και των ανένταχτων καθηγητών, χρησιμοποιώντας γραφειοκρατικό εκβιασμό, ψευδο-νεολαιίστικα καθοδηγούμενα φόρουμ, παραπληροφόρηση των νοικοκυρέων από τα ολιγαρχικά μέσα ενημέρωσης, αστυνομία, εγκάθετους καθηγητές κ.λπ. Ακόμη και σήμερα, η κυβέρνηση συνεχίζει να προβάλει γελοίες σκηνές με φοιτητές που αποδέχονται το σύμφωνό της, οι οποίοι αποτελούν ξεκάθαρα πελάτες του κυβερνώντος κόμματος. Ακόμη και αυτή τη φορά, η κυβέρνηση αρνήθηκε να καταργήσει το νόμο.

Η μαζική διαμαρτυρία των σπουδαστών έχει προσδώσει πολιτική εμπειρία στις μάζες των νέων και ελπίδα για τη συνέχιση των κινητοποιήσεων στο μέλλον. Η διαμαρτυρία έθεσε νέους όρους στο δημόσιο λόγο σχετικά με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ένα λόγο τον οποίο δεν έχει αγκαλιάσει μόνο το ευρύ κοινό, αλλά και η δεξιά αντιπολίτευση, αν και η κριτική που οικοδομήθηκε από το Κίνημα για το πανεπιστήμιο είναι κατεξοχήν αριστερή. Παρά τις κυβερνητικές πολιτικές και τους μηχανισμούς που επιχειρούν να θέσουν υπό έλεγχο την κινητοποίηση των φοιτητών, αυτοί ο τελευταίοι συνεχίζουν να απορρίπτουν το «σύμφωνο συμφιλίωσης», ισχυριζόμενοι πως αυτό το σύμφωνο είναι επιδερμικό και δεν περιέχει καμία ουσιαστική απάντηση στα αιτήματα των φοιτητών, όπως η αύξηση του δημοσίου προϋπολογισμού, η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και η απόσυρση του αντιλαϊκού νόμου για το πανεπιστήμιο. Το δημόσιο πανεπιστήμιο στην Αλβανία έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης και μπορεί να φέρει μεγάλες εκπλήξεις στο μέλλον.

* Ακτιβιστής της «Κίνησης για το Πανεπιστήμιο»

Μετάφραση: Μιχάλης Ζώτος, υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης
avgi.gr

Σχόλια