Το συγκεκριμένο άρθρο, μέρος της μονογραφίας για τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου, πέρα από την θεωρητική προσέγγιση, αναφέρεται, στη γυναικεία μορφή της Δροπολίτισσας, η οποία μας οδηγεί με τον τρόπο της, στις ρίζες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και τις διαχρονικές του αξίες.
Εισαγωγή
Στις ιδεολογικές κοσμολογικές μεταβάσεις, αρχικά στην Ήπειρο και μετά σε όλον τον Ελλαδικό κόσμο τα ανθρώπινα επιτεύγματα πετυχαίνονται μέσω της σχέσης με τη φύση ως επέκταση των δικών της ισορροπιών.
Ταυτόχρονα, η συγγενέστερη προς τη φύση ανθρώπινη μορφή, ήταν η γυναικεία. Αποτελούσε την γενεσιουργική δύναμη, ταυτισμένη με τη φύση και την ουσία της. Δεν εννοούμε απλώς το ρόλο της στην αναπαραγωγή της ζωής. Περισσότερο την αναπαραγωγή και εμπέδωση ενέργειας σε ανθρώπινο και γενικότερα κοινωνικό επίπεδο.
Με βάση τη συγκεκριμένη σχέση του με τη φύση, ο αρχαίος ελληνικός κόσμος στέγαζε στην αγκαλιά της, ή υπαίθρια τα πολιτιστικά, καλλιτεχνικά, αθλητικά, πνευματικά, διασκεδαστικά έργα του.
Για τον Ηπειρώτη ακρογωνιαίο λίθο στη σχέση αυτή αποτελεί το Μαντείο της Δωδώνης. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φυσικό αντικείμενο, μια βαλανιδιά και οι χρησμοί των θρόισμα των φύλλων της.
Παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί το μαντείο των Δελφών, το σημαντικότερο ιερό μέρος της Αρχαϊκής περιόδου στην Ελλάδα (750-550 π.χ.). Ιδρύεται με βάση ενός φυσικού αντικειμένου, του ιερού βράχου. Οι χρησμοί του συνδέονται άμεσα με φυσικά φαινόμενα, -αναθυμιάσεις από τα έγκατα της Γής προς τον ομφάλιο βράχο.
Εντούτοις η ερμηνεία των χρησμών της ιεράς φηγούς γινότανε από τις ιέρειες, δλδ από γυναίκες. Στους Δελφούς από την Πύθια.
Σημαντικό επίσης είναι γεγονός ότι «η καθοδήγηση» των πράξεων των θεών, των ημίθεων, των μυθολογικών και ιστορικών ηρώων από τους χρησμούς τους, ανταμείβονταν από τους δεύτερους με προσφορές και αφιερώσεις, που ήταν, ή ναοί, ή περιουσίες, ή άλλα πολύτιμα δώρα.
Εισαγωγή
Στις ιδεολογικές κοσμολογικές μεταβάσεις, αρχικά στην Ήπειρο και μετά σε όλον τον Ελλαδικό κόσμο τα ανθρώπινα επιτεύγματα πετυχαίνονται μέσω της σχέσης με τη φύση ως επέκταση των δικών της ισορροπιών.
Ταυτόχρονα, η συγγενέστερη προς τη φύση ανθρώπινη μορφή, ήταν η γυναικεία. Αποτελούσε την γενεσιουργική δύναμη, ταυτισμένη με τη φύση και την ουσία της. Δεν εννοούμε απλώς το ρόλο της στην αναπαραγωγή της ζωής. Περισσότερο την αναπαραγωγή και εμπέδωση ενέργειας σε ανθρώπινο και γενικότερα κοινωνικό επίπεδο.
Με βάση τη συγκεκριμένη σχέση του με τη φύση, ο αρχαίος ελληνικός κόσμος στέγαζε στην αγκαλιά της, ή υπαίθρια τα πολιτιστικά, καλλιτεχνικά, αθλητικά, πνευματικά, διασκεδαστικά έργα του.
Για τον Ηπειρώτη ακρογωνιαίο λίθο στη σχέση αυτή αποτελεί το Μαντείο της Δωδώνης. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φυσικό αντικείμενο, μια βαλανιδιά και οι χρησμοί των θρόισμα των φύλλων της.
Παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί το μαντείο των Δελφών, το σημαντικότερο ιερό μέρος της Αρχαϊκής περιόδου στην Ελλάδα (750-550 π.χ.). Ιδρύεται με βάση ενός φυσικού αντικειμένου, του ιερού βράχου. Οι χρησμοί του συνδέονται άμεσα με φυσικά φαινόμενα, -αναθυμιάσεις από τα έγκατα της Γής προς τον ομφάλιο βράχο.
Εντούτοις η ερμηνεία των χρησμών της ιεράς φηγούς γινότανε από τις ιέρειες, δλδ από γυναίκες. Στους Δελφούς από την Πύθια.
Σημαντικό επίσης είναι γεγονός ότι «η καθοδήγηση» των πράξεων των θεών, των ημίθεων, των μυθολογικών και ιστορικών ηρώων από τους χρησμούς τους, ανταμείβονταν από τους δεύτερους με προσφορές και αφιερώσεις, που ήταν, ή ναοί, ή περιουσίες, ή άλλα πολύτιμα δώρα.
Στους Δελφούς κάθε πόλη είχε το δικό της θησαυροφυλάκιο, συνολικά 20 μαρμάρινα, που στέγαζαν τις πολύτιμες και απαράμιλλης ομορφιάς προσφορές. Ενώ στη Δωδώνη, μυθικοί και ιστορικοί ήρωες αφιέρωναν τους ονομαστικούς τους ναούς.
Χριστιανική υποδομή,-από την ύπαιθρο σε κλειστούς χώρους,- η δυσμενή θέση της γυναίκας
Η υποδομή του Χριστιανισμού μεταφέρεται από την ύπαιθρο, τη φύση, στους κλειστούς χώρους, – τους ναούς. Έρχεται να στηρίξει το Χριστιανικό ιδεολόγημα. Στο χριστιανικό γίγνεσθαι οι ανθρώπινες αξίες τάχτηκαν στην υπηρεσία της θεοκεντρικής εξουσίας εκπροσωπούμενης από την εκκλησία με υποδομή τους ναούς.
Σε ειδική υποδεέστερη θέση τέθηκε η γυναίκα. Όχι μόνο θεσμικά, (όπως στο ρωμαϊκό δίκαιο), αλλά και εθιμικά αντιμετωπίζονταν ως μέσω για να αποχτήσει παιδιά ο άντρας.
Ο χριστιανικός κλειστός ναός δεν μπόρεσε να καταργήσει εντελώς την προχριστιανική παράδοση. Μετατρέπεται σε χώρο λατρείας και με την ιδιότητα αυτή αποτελεί το χώρο υποδοχής προσφορών και δώρων που αποσκοπούν στην επικοινωνία των θνητών με το θείο, ή ως ευχαριστία, ή ως παράκληση για την αποτροπή του κακού. Ταυτόχρονα, συνεχίζει να αποτελεί το δείγμα επιπέδου αξιοπρέπειας και ισχύς μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Οι πιστοί παραχωρούν και στεγάζουν το σύνολο των αξιών, πνευματικών και υλικών.
Ο Χριστιανισμός δεν εμποδίζει τη γυναίκα στην αποστολή φορέα εθνικής ταυτότητας
Παρά όμως την δυσμενή κοινωνική της θέση, η γυναίκα παρέμεινε ο φορέας αισθητικής προσοχής της εκάστοτε κοινότητας, κυρίως σε ότι αφορά την πολιτιστική και εθνική διάκριση και ταυτότητα. Συγκριτικά πάει παράλληλα και ίσως προηγείται, της προσοχής και ενδιαφέροντος της κοινότητας προς τους ναούς.
Διαπιστώνεται ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της ενδυμασία, κυρίως σ΄ αυτή που σχετίζεται με το δεύτερο στάδιο του κύκλου της ζωής, το γάμο, ως τον σταθμό που σχετίζεται με την αναπαραγωγή και συνέχιση της ζωής. Αφορά δύο επίπεδα. Συγκεντρώνει την προσοχή ιδιαίτερης καλαισθητικής προσοχής. Ταυτόχρονα, διατηρώντας την αρχαία παράδοση, προικίζετε με πολύτιμα στολίδια, μέσω των οποίων εκδηλώνεται ο πλούτος, η αξιοπρέπεια και το γενικότερο επίπεδο μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Στην ενδυμασία τους τα βασικά μοτίβα και χρώματα έχουν σχέση με τη φύση που περιβάλλει η γεωγραφία της συγκεκριμένης κοινότητας
Στη γενική αυτή διαπίστωση ξεχωρίζει η Δροπολίτισα, αφέντρα του τόπου της και των τυχών του, είναι η ανθρώπινη μορφή που συσσωρεύει και εκπέμπει προς πάσα κατεύθυνση την ενέργεια και τη δύναμη της εθνικής ταυτότητας και της ορθόδοξης πίστης, υπερβαίνοντας μάλιστα την ισχύ και αντίσταση ενός πυκνού συστήματος ναών και μοναστηριών. Τόσο που θα λέγαμε ότι αυτός ο τόπος είναι η ψυχή της και η ψυχή της ο τόπος της.
Το επιχείρημα:- η Δροπολιτικη νυφική ενδυμασία και το τραγούδι Μώρ Δεροπολίτισσα»
Υπάρχουν δύο βασικές θεωρίες σχετικά με την καταγωγή της παραδοσιακής ενδυμασίας της Δροπολίτισσας. Η μια σημειώνει ότι αποτελεί συνέχεια του Αρχαίου στρατιωτικού Χιτώνα, διαδομένου στην Ήπειρο από τους Δωριείς για να εξελιχτεί στη συνέχεια και μέχρι τις ημέρες μας σε ανδρική και γυναικεία ενδυμασία.
Η άλλη αναφέρει ότι προέρχεται από τη Θήβα. Βασικό στήριγμα αποτελεί η αναπτυσσόμενη μυθολογία με το «Χρονικό της Δρόπολης», το οποίο εντοπίζει την καταγωγή των ιδρυτών της στα φύλα του Άτλας και του Ίφιτου, με καταγωγή από τη Θήβα.
Πέρα από την αναζήτηση της καταγωγής θα πρέπει να πούμε ότι η δροπολίτικη νυφική ενδυμασία έχει επισύρει την προσοχή, μέσα από μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην ίδια τη γυναικεία μορφή της Δροπολίτσσας και τις αισθητικές αξίες της ενδυμασίας. Αισθητικά στηρίζεται σε τρία χρώματα, κυρίως το λευκό, το κόκκινο και το μαύρο και σε γραμμικό διάκοσμο. Τόσο πολύ λευκό-φώς, αισιοδοξία,-σπανίζει σε παγκόσμια κλίμακα γυναικείων ενδυμασιών. Όπως σπανίζει επίσης η επιμονή και αντίστασή της να μη επιτρέψει «να μαυρίσει», όπως σε άλλες περιπτώσεις, ούτε από πολέμους, ούτε από θανάτους, ούτε από ξενιτιές, ούτε απ’ άλλες δυστυχίες και κακουχίες.
Η διαλεκτική σχέση, δροπολίτισσα & νυφική ενδυμασία αποτελεί την ανεπανάληπτη ουσία υπάρξεως της, ως η ψυχή με το σώμα. Λόγω αυτής της σχέσης, ο Δροπολίτης επενδύει αισθητικά στην νυφική ενδυμασία, φλουριά και κοσμήματα, ακριβά υφάσματα, δαντέλες και κεντήματα με χρυσά νήματα. Ό, τι κάνει και στους ναούς…για να την μετατρέψει έτσι σε ένα ανεπανάληπτο ζωντανό πολιτιστικό μνημείο εθνικής ταυτότητας
Δροπολιτική ενδυμασία, κομουνιστικό καθεστώς και αλβανική επιστημολογία.
Ο Αλέξη Μπούντα, πρώην πρόεδρος της ακαδημίας επιστημών Τιράνων και η λοιπή αλβανική επιστημολογία ισχυρίζεται ότι η ενδυμασία των γυναικών της Δρόπολης, είναι στην ουσία ενδυμασία με μακρόχρονες ρίζες στις αλβανικές εθνογραφικές παραδόσεις. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται και στις περιοχές που κατοικούν αρβανίτες. Ο Μπούντα, απ΄ ό, τι φαίνεται γνώριζε το Χρονικό της Δρόπολης. Τον συμφέρει όμως να συνδέσει ομοιότητες ανάμεσα στη Δροπολίτικη ενδυμασία με την παραδοσιακή ενδυμασία στη Θήβα. Ταυτόχρονα να συνδέσει την αρχαιότητα της ενδυμασίας στη Θήβα με την παρουσία αρβανίτικου στοιχείου το οποίο μετοίκησε στην Ελλάδα στην καλύτερη περίπτωση τον ΧΙΙ-ΧΙΙΙ αιώνα μ.Χ. Εντούτοις αλλάζει κατεύθυνση. Αν στην εκδοχή της καταγωγής της Δροπολίτικης ενδυμασίας από τη Θήβα, έχουμε ταξίδι της, κατά τον ΥΙΙ-ΥΙ αιώνα π.Χ, από Θήβα προς Δρόπολη, κατά την εκδοχή του Μπούντα, σημειώνεται ταξίδι από την Αρβανιτιά προς Θήβα. Και ακόμα αξιοποιείται το στοιχείο αυτό για την διεύρυνση της γεωγραφίας της Αρβανιτιάς. Αν κατά τον ΧΙΙ-ΧΙΙΙ αιώνα ο όρος Αρβανιτιά αφορούσε το σημερινό βόρειο τμήμα της Αλβανίας, η σύνδεση της Δροπολίτικης ενδυμασίας με τους αρβανίτες στη Θήβα μετατρέπεται σε επιχείρημα να επεκταθεί η Αρβανιτιά μέχρι τη σημερινή Δρόπολη. Με τον τρόπο αυτό η αλβανική επιστημολογία αφαιρεί το αυτόχθονο της Δρόπολης και του Δροπολίτη αποχτώντας το ελεύθερο να ισχυριστεί την άποψη ότι οι Έλληνες ήρθαν στον τόπο τους τον ΧΥΙΙΙ αιώνα και δανείστηκαν από τους Αλβανούς την φουστανέλα και την δροπολίτικη γυναικεία ενδυμασία. Η αλβανική επιχειρηματολογία αποτελεί μέρος της γενικότερης προσπάθειας οικειοποίησης του ελληνικού πολιτισμού σε όφελος στερέωσης μια μυθολογίας περί αρχαίου αλβανικού πολιτισμού.
Από την άλλη πλευρά το κομμουνιστικό καθεστώς, προσανατολίζοντας γενικώς την παράδοση προς την επιφάνεια και τον φολκλορισμό θέτοντάς την στην υπηρεσία της ιδεολογίας του, υποβάθμισε την πραγματική αξία της δροπολίτικης νυφικής ενδυμασίας. Οι απομιμήσεις αύξησαν το απατηλό φώς φως και χρώματα και ταυτόχρονα, (ως δείγμα «της κομμουνιστικής λάμψης») με αποτέλεσμα να αποσπαστεί από την δική της παράδοση και να την προσαρμόσει στην υπηρεσία της ιδεολογίας του καθεστώτος.
Το τραγούδι «Μώρ Δεροπολίτισσα» ως η δική μας ανθρώπινη «Άγια Σοφιά»
Ασφαλώς το τραγούδι αυτό κατέχει θέση Ακροπόλεως στα ιστορικά μας τραγούδια. Ως ύμνο κατά του εξισλαμισμού, αποτελεί την δική μας «Άγια Σοφιά», με αντίθετους όρους. Η Άγια Σοφιά, ο ναός σύμβολο της ορθόδοξης αυτοκρατορίας, τούρκεψε. Η Δεροπολίτισσα,- (άνθρωπος, ή γυναικεία μορφή) «δεν τούρκεψε». Τυχαίο;! Όχι! Όπως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το τραγούδι, (στην ουσία εκείνοι που αλλαξοπίστησαν) δεν απευθύνεται στις δεκάδες ναούς και μοναστήρια που περιβάλουν την περιοχή της Δρόπολης, μέχρι το σημείο που να αποκαλείται ένα ξεχωριστό Άγιο Όρος, αλλά στη Δροπολίτισα. Όταν η Πόλη έπεφτε στα χέρια της Τουρκιάς, η Δρόπολη απελευθερώνονταν (πρόσκαιρα) από το ζυγό της. Όταν οι γύρω περιοχές τούρκευαν η Δρόπολη συνέχιζε να πηγαίνει στην εκκλησία, «υποχρεωμένη» όμως να προσκυνάει για όλους εκείνους που αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν. Έτσι μετατράπηκε σε έναν γενικότερο συμβολισμό αντίστασης και προσδοκίας για την τύχη της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.
Οι στίχοι «Τι μας πλάκωσε η Τουρκιά/ και μας σφάζουν σαν τ’ αρνιά», δημιουργεί τις προϋποθέσεις να συλλάβουμε ως χρονολογία δημιουργίας του τραγουδιού την περίοδο αμέσως μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Διονύσου του Φιλόσοφου στα 1611, η αφετηρία και τα κίνητρα της οποίας θα πρέπει επίσης, να αναζητηθούν στη Δρόπολη.
Το τραγούδι μαρτυράει επίσης και το γεγονός ότι το ορθόδοξο στοιχείο είχε κοπεί στη μέση. Το ένα τμήμα, που βιαίως αλλαξοπίστησε και του απαγορεύτηκε να πάει στην εκκλησία και το άλλο που αντιστέκεται και πρέπει να προσκυνήσει και για το υπόλοιπό. Το δεύτερο συμβολίζει η λαμπερή μορφή της Δεροπολίτισσας «ζηλεμένη» που βάζει το φέσι της στραβά (ένδειξη λεβεντιάς και υπερηφάνειας) για να πάει στην εκκλησιά. Κάπου στα χρονικά περιθώρια του τραγουδιού σημαδεύεται η απαρχή όχι μόνο της θρησκευτικής αλλά και εθνικής διαφοροποίησης της περιοχής. Ένας λόγος παραπάνω λοιπόν για να το αποκαλέσουμε τη Δροπολίτισσα του τραγουδιού, ως τη δική μας «Άγια Σοφιά».
Παναγιώτης Μπάρκας
13 Οκτωβρίου 2012
Σε ειδική υποδεέστερη θέση τέθηκε η γυναίκα. Όχι μόνο θεσμικά, (όπως στο ρωμαϊκό δίκαιο), αλλά και εθιμικά αντιμετωπίζονταν ως μέσω για να αποχτήσει παιδιά ο άντρας.
Ο χριστιανικός κλειστός ναός δεν μπόρεσε να καταργήσει εντελώς την προχριστιανική παράδοση. Μετατρέπεται σε χώρο λατρείας και με την ιδιότητα αυτή αποτελεί το χώρο υποδοχής προσφορών και δώρων που αποσκοπούν στην επικοινωνία των θνητών με το θείο, ή ως ευχαριστία, ή ως παράκληση για την αποτροπή του κακού. Ταυτόχρονα, συνεχίζει να αποτελεί το δείγμα επιπέδου αξιοπρέπειας και ισχύς μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Οι πιστοί παραχωρούν και στεγάζουν το σύνολο των αξιών, πνευματικών και υλικών.
Ο Χριστιανισμός δεν εμποδίζει τη γυναίκα στην αποστολή φορέα εθνικής ταυτότητας
Παρά όμως την δυσμενή κοινωνική της θέση, η γυναίκα παρέμεινε ο φορέας αισθητικής προσοχής της εκάστοτε κοινότητας, κυρίως σε ότι αφορά την πολιτιστική και εθνική διάκριση και ταυτότητα. Συγκριτικά πάει παράλληλα και ίσως προηγείται, της προσοχής και ενδιαφέροντος της κοινότητας προς τους ναούς.
Διαπιστώνεται ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της ενδυμασία, κυρίως σ΄ αυτή που σχετίζεται με το δεύτερο στάδιο του κύκλου της ζωής, το γάμο, ως τον σταθμό που σχετίζεται με την αναπαραγωγή και συνέχιση της ζωής. Αφορά δύο επίπεδα. Συγκεντρώνει την προσοχή ιδιαίτερης καλαισθητικής προσοχής. Ταυτόχρονα, διατηρώντας την αρχαία παράδοση, προικίζετε με πολύτιμα στολίδια, μέσω των οποίων εκδηλώνεται ο πλούτος, η αξιοπρέπεια και το γενικότερο επίπεδο μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Στην ενδυμασία τους τα βασικά μοτίβα και χρώματα έχουν σχέση με τη φύση που περιβάλλει η γεωγραφία της συγκεκριμένης κοινότητας
Στη γενική αυτή διαπίστωση ξεχωρίζει η Δροπολίτισα, αφέντρα του τόπου της και των τυχών του, είναι η ανθρώπινη μορφή που συσσωρεύει και εκπέμπει προς πάσα κατεύθυνση την ενέργεια και τη δύναμη της εθνικής ταυτότητας και της ορθόδοξης πίστης, υπερβαίνοντας μάλιστα την ισχύ και αντίσταση ενός πυκνού συστήματος ναών και μοναστηριών. Τόσο που θα λέγαμε ότι αυτός ο τόπος είναι η ψυχή της και η ψυχή της ο τόπος της.
Το επιχείρημα:- η Δροπολιτικη νυφική ενδυμασία και το τραγούδι Μώρ Δεροπολίτισσα»
Υπάρχουν δύο βασικές θεωρίες σχετικά με την καταγωγή της παραδοσιακής ενδυμασίας της Δροπολίτισσας. Η μια σημειώνει ότι αποτελεί συνέχεια του Αρχαίου στρατιωτικού Χιτώνα, διαδομένου στην Ήπειρο από τους Δωριείς για να εξελιχτεί στη συνέχεια και μέχρι τις ημέρες μας σε ανδρική και γυναικεία ενδυμασία.
Η άλλη αναφέρει ότι προέρχεται από τη Θήβα. Βασικό στήριγμα αποτελεί η αναπτυσσόμενη μυθολογία με το «Χρονικό της Δρόπολης», το οποίο εντοπίζει την καταγωγή των ιδρυτών της στα φύλα του Άτλας και του Ίφιτου, με καταγωγή από τη Θήβα.
Πέρα από την αναζήτηση της καταγωγής θα πρέπει να πούμε ότι η δροπολίτικη νυφική ενδυμασία έχει επισύρει την προσοχή, μέσα από μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην ίδια τη γυναικεία μορφή της Δροπολίτσσας και τις αισθητικές αξίες της ενδυμασίας. Αισθητικά στηρίζεται σε τρία χρώματα, κυρίως το λευκό, το κόκκινο και το μαύρο και σε γραμμικό διάκοσμο. Τόσο πολύ λευκό-φώς, αισιοδοξία,-σπανίζει σε παγκόσμια κλίμακα γυναικείων ενδυμασιών. Όπως σπανίζει επίσης η επιμονή και αντίστασή της να μη επιτρέψει «να μαυρίσει», όπως σε άλλες περιπτώσεις, ούτε από πολέμους, ούτε από θανάτους, ούτε από ξενιτιές, ούτε απ’ άλλες δυστυχίες και κακουχίες.
Η διαλεκτική σχέση, δροπολίτισσα & νυφική ενδυμασία αποτελεί την ανεπανάληπτη ουσία υπάρξεως της, ως η ψυχή με το σώμα. Λόγω αυτής της σχέσης, ο Δροπολίτης επενδύει αισθητικά στην νυφική ενδυμασία, φλουριά και κοσμήματα, ακριβά υφάσματα, δαντέλες και κεντήματα με χρυσά νήματα. Ό, τι κάνει και στους ναούς…για να την μετατρέψει έτσι σε ένα ανεπανάληπτο ζωντανό πολιτιστικό μνημείο εθνικής ταυτότητας
Δροπολιτική ενδυμασία, κομουνιστικό καθεστώς και αλβανική επιστημολογία.
Ο Αλέξη Μπούντα, πρώην πρόεδρος της ακαδημίας επιστημών Τιράνων και η λοιπή αλβανική επιστημολογία ισχυρίζεται ότι η ενδυμασία των γυναικών της Δρόπολης, είναι στην ουσία ενδυμασία με μακρόχρονες ρίζες στις αλβανικές εθνογραφικές παραδόσεις. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται και στις περιοχές που κατοικούν αρβανίτες. Ο Μπούντα, απ΄ ό, τι φαίνεται γνώριζε το Χρονικό της Δρόπολης. Τον συμφέρει όμως να συνδέσει ομοιότητες ανάμεσα στη Δροπολίτικη ενδυμασία με την παραδοσιακή ενδυμασία στη Θήβα. Ταυτόχρονα να συνδέσει την αρχαιότητα της ενδυμασίας στη Θήβα με την παρουσία αρβανίτικου στοιχείου το οποίο μετοίκησε στην Ελλάδα στην καλύτερη περίπτωση τον ΧΙΙ-ΧΙΙΙ αιώνα μ.Χ. Εντούτοις αλλάζει κατεύθυνση. Αν στην εκδοχή της καταγωγής της Δροπολίτικης ενδυμασίας από τη Θήβα, έχουμε ταξίδι της, κατά τον ΥΙΙ-ΥΙ αιώνα π.Χ, από Θήβα προς Δρόπολη, κατά την εκδοχή του Μπούντα, σημειώνεται ταξίδι από την Αρβανιτιά προς Θήβα. Και ακόμα αξιοποιείται το στοιχείο αυτό για την διεύρυνση της γεωγραφίας της Αρβανιτιάς. Αν κατά τον ΧΙΙ-ΧΙΙΙ αιώνα ο όρος Αρβανιτιά αφορούσε το σημερινό βόρειο τμήμα της Αλβανίας, η σύνδεση της Δροπολίτικης ενδυμασίας με τους αρβανίτες στη Θήβα μετατρέπεται σε επιχείρημα να επεκταθεί η Αρβανιτιά μέχρι τη σημερινή Δρόπολη. Με τον τρόπο αυτό η αλβανική επιστημολογία αφαιρεί το αυτόχθονο της Δρόπολης και του Δροπολίτη αποχτώντας το ελεύθερο να ισχυριστεί την άποψη ότι οι Έλληνες ήρθαν στον τόπο τους τον ΧΥΙΙΙ αιώνα και δανείστηκαν από τους Αλβανούς την φουστανέλα και την δροπολίτικη γυναικεία ενδυμασία. Η αλβανική επιχειρηματολογία αποτελεί μέρος της γενικότερης προσπάθειας οικειοποίησης του ελληνικού πολιτισμού σε όφελος στερέωσης μια μυθολογίας περί αρχαίου αλβανικού πολιτισμού.
Από την άλλη πλευρά το κομμουνιστικό καθεστώς, προσανατολίζοντας γενικώς την παράδοση προς την επιφάνεια και τον φολκλορισμό θέτοντάς την στην υπηρεσία της ιδεολογίας του, υποβάθμισε την πραγματική αξία της δροπολίτικης νυφικής ενδυμασίας. Οι απομιμήσεις αύξησαν το απατηλό φώς φως και χρώματα και ταυτόχρονα, (ως δείγμα «της κομμουνιστικής λάμψης») με αποτέλεσμα να αποσπαστεί από την δική της παράδοση και να την προσαρμόσει στην υπηρεσία της ιδεολογίας του καθεστώτος.
Το τραγούδι «Μώρ Δεροπολίτισσα» ως η δική μας ανθρώπινη «Άγια Σοφιά»
Ασφαλώς το τραγούδι αυτό κατέχει θέση Ακροπόλεως στα ιστορικά μας τραγούδια. Ως ύμνο κατά του εξισλαμισμού, αποτελεί την δική μας «Άγια Σοφιά», με αντίθετους όρους. Η Άγια Σοφιά, ο ναός σύμβολο της ορθόδοξης αυτοκρατορίας, τούρκεψε. Η Δεροπολίτισσα,- (άνθρωπος, ή γυναικεία μορφή) «δεν τούρκεψε». Τυχαίο;! Όχι! Όπως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το τραγούδι, (στην ουσία εκείνοι που αλλαξοπίστησαν) δεν απευθύνεται στις δεκάδες ναούς και μοναστήρια που περιβάλουν την περιοχή της Δρόπολης, μέχρι το σημείο που να αποκαλείται ένα ξεχωριστό Άγιο Όρος, αλλά στη Δροπολίτισα. Όταν η Πόλη έπεφτε στα χέρια της Τουρκιάς, η Δρόπολη απελευθερώνονταν (πρόσκαιρα) από το ζυγό της. Όταν οι γύρω περιοχές τούρκευαν η Δρόπολη συνέχιζε να πηγαίνει στην εκκλησία, «υποχρεωμένη» όμως να προσκυνάει για όλους εκείνους που αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν. Έτσι μετατράπηκε σε έναν γενικότερο συμβολισμό αντίστασης και προσδοκίας για την τύχη της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.
Οι στίχοι «Τι μας πλάκωσε η Τουρκιά/ και μας σφάζουν σαν τ’ αρνιά», δημιουργεί τις προϋποθέσεις να συλλάβουμε ως χρονολογία δημιουργίας του τραγουδιού την περίοδο αμέσως μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Διονύσου του Φιλόσοφου στα 1611, η αφετηρία και τα κίνητρα της οποίας θα πρέπει επίσης, να αναζητηθούν στη Δρόπολη.
Το τραγούδι μαρτυράει επίσης και το γεγονός ότι το ορθόδοξο στοιχείο είχε κοπεί στη μέση. Το ένα τμήμα, που βιαίως αλλαξοπίστησε και του απαγορεύτηκε να πάει στην εκκλησία και το άλλο που αντιστέκεται και πρέπει να προσκυνήσει και για το υπόλοιπό. Το δεύτερο συμβολίζει η λαμπερή μορφή της Δεροπολίτισσας «ζηλεμένη» που βάζει το φέσι της στραβά (ένδειξη λεβεντιάς και υπερηφάνειας) για να πάει στην εκκλησιά. Κάπου στα χρονικά περιθώρια του τραγουδιού σημαδεύεται η απαρχή όχι μόνο της θρησκευτικής αλλά και εθνικής διαφοροποίησης της περιοχής. Ένας λόγος παραπάνω λοιπόν για να το αποκαλέσουμε τη Δροπολίτισσα του τραγουδιού, ως τη δική μας «Άγια Σοφιά».
Παναγιώτης Μπάρκας
13 Οκτωβρίου 2012
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών