Όλα ξεκίνησαν από ένα πανό που αναρτήθηκε κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα Αλβανίας-Ελβετίας. Αλβανοί φίλαθλοι που βρέθηκαν στη Γαλλία, έκαναν αναφορά στο ζήτημα των Τσάμηδων, με μήνυμα πως "η Ελλάδα είναι ένοχη γενοκτονίας στην Τσαμουριά".
Το πανό κατέβηκε αμέσως μόλις έγινε αντιληπτό από τους υπεύθυνους της διοργάνωσης καθώς απαγορεύονται ρητά τα πολιτικά συνθήματα στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου.
Η συγκεκριμένη κίνηση έρχεται ως συνέχεια των πρόσφατων διπλωματικών διαξιφισμών μεταξύ Τιράνων και Αθήνας για το αίτημα των Αλβανών περί ύπαρξης "Τσαμικού" ζητήματος, μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του Έντι Ράμα.
Αντιδράσεις από ΥΠΕΞ - Κοτζιά
Άμεση ήταν η τοποθέτηση-σχόλιο του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας μας. Ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ, κ. Ευστράτιος Ευθυμίου, έκανε λόγο για "θρασύτατη ενέργεια" που παραβιάζει τους κανονισμούς της UEFA.
"Η Ελληνική Κυβέρνηση προβαίνει ήδη σε αυστηρές παραστάσεις διαμαρτυρίας προς την UEFA και τους Γάλλους διοργανωτές από τους οποίους αναμένουμε εξηγήσεις γιατί, παρά τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας, δεν απετράπη η είσοδος του συγκεκριμένου προκλητικού πανό. Παράσταση γίνεται, επίσης, και προς την Αλβανική κυβέρνηση, από την οποία αναμένουμε να καταδικάσει την απαράδεκτη και προκλητική αυτή ενέργεια.
Είναι ολοφάνερο ότι αυτές οι προβοκατόρικες ενέργειες γίνονται από περιθωριακούς κύκλους που είναι δυσαρεστημένοι από την προσέγγιση Ελλάδας-Αλβανίας και από την επίσημη παραδοχή από το Αλβανικό Υπουργείο Εξωτερικών ότι δεν υφίσταται κανένα ζήτημα Τσαμουριάς", αναφέρει η ανακοίνωση του υπουργείου.
Ο κ. Κοτζιάς απέδωσε τη νέα πρόκληση Αλβανών εθνικιστών στην προσπάθεια συγκεκριμένων δυνάμεων στη γείτονα χώρα να υπονομεύσουν τον διάλογο της Ελλάδας και της Αλβανίας και να αποτρέψουν να διαμορφωθεί καλό κλίμα στις διμερείς σχέσεις.
Επίσης, εξέφρασε την απορία του για το πώς αυτό το πανό πέρασε μέσα στο γήπεδο παρά τα μέτρα ασφαλείας που υπάρχουν αυτή την περίοδο, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι η UEFA το κατέβασε αμέσως και δεν επέτρεψε να εμφανιστεί στην τηλεόραση.
"Αυτοί οι Τσάμηδες που μιλάνε και για Τσαμουριά, δηλαδή ότι τάχα πρέπει να αλλάξουν τα σύνορα, είναι απομονωμένοι στην ίδια την Αλβανία" επισήμανε ο υπουργός Εξωτερικών. Υπενθύμισε μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια του πρόσφατου ταξιδιού του στα Τίρανα, ο υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας επανέλαβε τέσσερις φορές ότι "η Αλβανία είναι πιστή στις συμφωνίες του Ελσίνκι και αναγνωρίζει τα σύνορα που καταγράφονται σε αυτήν τη συμφωνία και ότι είναι παράνομα τα αιτήματα περί Τσαμουριάς".
Στη συνέχεια κάνοντας μια συνοπτική ιστορική αναδρομή, τόνισε πως έχει μεγάλη σημασία να μην ταυτίσει κανείς και να μην αφήσει να ταυτιστούν οι Αλβανοί με το Τσάμικο, αλλά ούτε καν οι Τσάμηδες Αλβανοί. "Οι ηγέτες των Τσάμηδων στην Ελλάδα συνεργάστηκαν με τον Γερμανό κατακτητή, ίδρυσαν τα κομιτάτα στους νομούς Ηπείρου, που προσπάθησαν να υποκαταστήσουν το ελληνικό κράτος, λειτούργησαν ως δωσίλογοι και εγκληματίες πολέμου, και γι' αυτό αποχώρησαν από μόνοι τους, γιατί τα δικαστήρια θα τους καταδικάζανε σε θάνατο", ανέφερε.
Τα παραπάνω έδωσαν λαβή σε διάφορες συζητήσεις περί Τσαμουριάς και Τσάμηδων.
Η Τσαμουριά, η συνεργασία με τους Ναζί και ο εθνικιστής ηγέτης τους
Όπως γράφει η Ελευθερία Μαντά στο έργο της "Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου" (Θεσσαλονίκη, εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου), Τσαμουριά ονομάζεται η περιοχή εκείνη της Ηπείρου, που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής ανάμεσα στις εκβολές του ποταμού Αχέροντα και μέχρι το Βουθρωτό και ανατολικά μέχρι τους πρόποδες του όρους Ολύτσικας (Τόμαρος). Η περιοχή ταυτίζεται με τη Θεσπρωτία και ένα μικρό της τμήμα ανήκει σήμερα στην Αλβανία με κέντρο την κωμόπολη Κονίσπολη.
Για την προέλευση της ονομασίας υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Η περισσότερο ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα φαίνεται να είναι η εκδοχή που κάνει λόγο για παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις (Καλαμάς), με παραφθορά του με την πάροδο του χρόνου: Θύαμις, Θυάμις, Τσ(ι)άμης, δηλ. ο κάτοικος που βρίσκεται κοντά στον Θύαμη ποταμό, την Θυαμυρία, την Τσ(ι)αμουριά.
Στους αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά είναι γνωστή η σύμπραξη των Τσάμηδων με τους Τούρκους, λόγω θρησκείας. Όπως δήλωνε ο Κώστας Τζαβέλλας, απόγονος του Νικολάου και του Κίτσου Τζαβέλλα, μιλώντας στο NEWS 247:
"Την απάντηση του 7χρονου Νικολάκη γιου του Φώτου, όταν τον ρώτησε ο Αλή Πασάς αν σου δώσω Νικολό ένα ντουφέκι θα πολεμήσεις; Του απάντησε ναι, αλλά όχι τους δικούς σου του Τσάμηδες δεν είναι καλοί, εγώ θέλω να πολεμήσω με τους γενναίους!"
Κατά την έναρξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου οι Τσάμηδες τάχθηκαν ενάντια στην απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Έλληνες, ενώ άλλαξαν στάση μετά την ήττα της Τουρκίας και την Υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στο Λονδίνο (17.5.1913) δηλώνοντας με Υπόμνημά τους (6.11.1913) στην "Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου επί της Εξωτερικής Οργανώσεως της Αλβανίας" πως "...Θα συμπολεμήσωμεν μετά των αδελφών μας Χριστιανών, μέχρις εσχάτων δια να αποκρούσωμεν τον ζυγόν του Αλβανικού Κράτους και να διατηρήσωμεν την ελευθερία μας εις την αγκάλην της μητρός μας Ελλάδος".
Στο ελληνικό τμήμα της Τσαμουριάς ζούσαν το 1923, 20.319 μουσουλμάνοι που είχαν την αλβανική ως μητρική γλώσσα. Για την καταγωγή των Τσάμηδων υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Ορισμένοι ερευνητές τους προσμετρούν σε εκείνους, που τον 17ο αιώνα, λόγω της αποτυχίας της επανάστασης του 1611 που προσπάθησε να υποκινήσει ο Μητροπολίτης Διονύσιος ο επονομαζόμενος από τους Οθωμανούς Σκυλόσοφος, ασπάσθηκαν το Ισλάμ.
Άλλοι θεωρούν τη γλώσσα ως στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της αλβανικής καταγωγής των Τσάμηδων. Μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους το 1913 και κυρίως στη δεκαετία του 1920, οι Τσάμηδες κατέστησαν σημείο αναφοράς για την αλβανική πλευρά, η οποία άρχισε να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να δημιουργήσει ζήτημα.
Ιθαγένεια
Ήδη από το 1913, βάσει της συνθήκης των Αθηνών (άρθρο 4), οι περισσότεροι Τσάμηδες επέλεξαν την ελληνική ιθαγένεια.
Οι λίγοι, που επέλεξαν την οθωμανική ιθαγένεια το 1913, έφυγαν για την Τουρκία. Εξαιτίας όμως των κακών συνθηκών διαβίωσης στην Τουρκία, ξαναγύρισαν στην Ελλάδα. Κατάφεραν να παραμείνουν στην Ελλάδα και προκύπτει ότι ανακάλεσαν την απόφασή τους και το 1920 ξαναεπέλεξαν την ελληνική ιθαγένεια. Μεταγενέστερα, όταν προέκυψε το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών, 700 από αυτούς εμφανίστηκαν εκ νέου ως Οθωμανοί, πήραν άδεια από την επιτροπή ανταλλαγής και αναχώρησαν για Τουρκία αφού πρώτα πούλησαν τα υπάρχοντά τους. Εντούτοις, για λόγους γραφειοκρατικούς δεν κατέστη δυνατή η αναχώρηση άλλων 24 οικογενειών από αυτούς. Τελικά το νομικό τμήμα της Κοινωνίας των Εθνών έκρινε ότι όποιος δεν εγκατέλειψε την Ελλάδα ως τις 20.7.1927 πρέπει να θεωρείται Έλληνας υπήκοος.
Ως προς την επίσημη εθνοτική καταγωγή, σύμφωνα με την επίσημη ελληνική, αλβανική και τουρκική θέση κατά την συνδιάσκεψη της Λωζάνης (1923) αλλά και την θέση του γενικού γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών, οι Τσάμηδες ήταν μουσουλμάνοι, Έλληνες υπήκοοι, αλβανικής καταγωγής που δεν είχαν τουρκική συνείδηση και οι οποίοι γεννήθηκαν είτε στην τότε Αλβανία (έτος 1923), είτε στην τότε Ελλάδα (1923) από πατέρα που γεννήθηκε στην τότε Αλβανία.
Η συνθήκη της Λωζάνης
Στις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάνης (24.7.1923) δεν γίνεται λόγος για Έλληνες και Τούρκους, αλλά για Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Θα έπρεπε τότε όλοι οι μουσουλμάνοι, μεταξύ των οποίων και οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες, να ανταλλαγούν με τους Έλληνες. Όμως οι Τσάμηδες οι οποίοι ήταν περίπου 20.000 εξαιρέθηκαν. Η ειδική αυτή ρύθμιση ήταν το αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας με πρωταγωνιστές τον Υπουργό Εξωτερικών της Αλβανίας P. Evangelji και τον εκπρόσωπο της αλβανικής Αντιπροσωπείας στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), B. Blishinti, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο επικεφαλής της ιταλικής Αντιπροσωπείας G. Montagna, ο οποίος πρότεινε να παραμείνουν οι Τσάμηδες στην Ελλάδα.
Οι περιουσίες των Τσάμηδων
Μια άλλη πτυχή αυτού του ζητήματος συνιστούν οι περιουσίες των Τσάμηδων. Ένα τμήμα των περιουσιών κατασχέθηκε με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης και ύστερα από συμφωνία με τους ιδιοκτήτες για να καλυφθούν οι ανάγκες των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν την Ήπειρο, ωστόσο το ζήτημα επανήλθε πολλές φορές στην επικαιρότητα με τις ενέργειες των Αλβανών και τις αντίστοιχες του Βενιζέλου, όπως και πριν από την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα το 1940. Αυτή η δεύτερη φάση του ζητήματος των Τσάμηδων, που τελείωσε το 1944 αποτελεί ένα περίπλοκο θέμα.
Οι αλβανικές περιουσίες είναι οι περιουσίες στην ελληνική επικράτεια των ατόμων που απέκτησαν την αλβανική υπηκοότητα μεταξύ κυρίως του 1913 και του 1923. Μέρος τουλάχιστον των περιουσιών αυτών εμφανίζεται να έχει απαλλοτριωθεί πριν το 1940 για τις ανάγκες των προσφύγων από την Μικρά Ασία130. Οι αποζημιώσεις, που προβλέφθηκαν γι' αυτά τα κτήματα, δεν διέφεραν από τις αντίστοιχες των υπολοίπων απαλλοτριωθέντων κτημάτων Εντούτοις, ο τρόπος αποζημίωσης δεν ήταν γενικά ικανοποιητικός. Οι Αλβανοί υπήκοοι διεκδίκησαν υψηλότερη αποζημίωση μέσω διακρατικής συμφωνίας132 και προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών αλλά φέρονται να μην εισέπραξαν ούτε την κύρια αποζημίωση, αναμένοντας ευνοϊκότερες γι' αυτούς ρυθμίσεις που δεν ήλθαν ποτέ.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν τα ανωτέρω απαλλοτριωθέντα κτήματα ή μέρος αυτών τέθηκαν υπό μεσεγγύηση μετά την 28η Οκτωβρίου 1940. Το πιθανότερο είναι ότι, παρά την μη καταβολή της κύριας αποζημίωσης, θεωρήθηκαν ότι δεν είναι πλέον αλβανικά-εχθρικά κτήματα αλλά δημόσια περιουσία και δεν υπόκεινται σε μεσεγγύηση.
Όπως γράφει η Μαντά, οι Τσάμηδες αισθανόμενοι αδικημένοι με την εξέλιξη του θέματος των περιουσιών τους οδηγήθηκαν στο να συνεργασθούν με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Τον Ιούλιο του 1942, υπό την καθοδήγηση του J. Dino, γαμπρού του Αλβανού Πρωθυπουργού S. Verlatsi, οι Τσάμηδες συγκροτούν την K.S.I.L.I.A. ("Αλβανικό Σύστημα Πολιτικής Διοικήσεως") με 14 Τάγματα έχοντας ως κύριο στόχο τους την εξολόθρευση του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή της Θεσπρωτίας.
Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών το 1943, οι Τσάμηδες πέρασαν στο στρατόπεδο των Γερμανών.
Στα Ιωάννινα οργανώθηκε ένα ειδικό στρατιωτικό τμήμα των Τσάμηδων με γερμανικές στολές. Στη εφημερίδα των Τιράνων "Bashkimi i Kombit" στις 14.3.1944 δημοσιεύθηκαν οι κοινές ενέργειες των Τσάμηδων με τους Ναζί το Φεβρουάριο του 1944, που είχαν ως τραγικό αποτέλεσμα την πυρπόληση 25.000 σπιτιών και τη δημιουργία 100.000 προσφύγων. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι Τσάμηδες συναισθανόμενοι τις συνέπειες από την συμπεριφορά τους στη διάρκεια της κατοχής, αναζήτησαν προστασία στην Αλβανία και 18.000 άτομα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Με βάση τα στοιχεία της απογραφής της 7/4/1951, είχαν παραμείνει στην Ελλάδα 123 Τσάμηδες.
Οι Τσάμηδες κατηγορήθηκαν για αξιόποινες πράξεις και για συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις. Το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων των Ιωαννίνων, εκδίδει μέχρι το 1948, χίλιες επτακόσιες και πλέον καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος των Τσάμηδων, με ποινή για πολλούς εξ' αυτών το θάνατο.
Τσάμηδες επιθεωρούνται από στρατηγό των SS:
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η απαλλοτρίωση και διανομή των περιουσιών των Τσάμηδων η οποία επεβλήθη από την ανάγκη εποικισμού των περιοχών, ενώ υλοποιήθηκε και η διαδικασία για την αφαίρεση της ιθαγένειας. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Αλβανίας από τους Χότζα και Αλία το ζήτημα των Τσάμηδων πέρασε ουσιαστικά στο περιθώριο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Χότζα αντιμετώπισε στην αρχή τους Τσάμηδες που κατέφυγαν στην Αλβανία με δυσπιστία, αφού θεωρήθηκαν συνεργάτες των Ιταλών και γι΄ αυτό ένα μέρος τους μετακινήθηκε προς τα βόρεια της χώρας, στο Δυρράχιο, στο Φίερι και την Αυλώνα.
"Μετά από όλο αυτό το διάστημα της σιωπής γύρω από τους Τσάμηδες, με την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία το 1991, το ζήτημά τους επανήλθε στην επικαιρότητα και παραμένει ένα ζήτημα που ανακύπτει μετά σε κάθε φάση έντασης στις σχέσεις Ελλάδας- Αλβανίας", αναφέρει η Μαντά στο βιβλίο της.
Ο ρόλος της δικτατορίας Μεταξά
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι καταγραφές στο βιβλίο του πανεπιστημιακού-Ιστορικού, καθηγητή Γιώργου Μαργαρίτη, "Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας. Εβραίοι, Τσάμηδες" (Βιβλιόραμα-Αθήνα, 2005):
Α) Οι Αλβανοί Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, που οι εθνικιστές τους τους παρουσιάζουν ως απογόνους των Μολοσσών, κινδύνεψαν κατά τη φοβερή ανταλλαγή πληθυσμών με βάση το θρήσκευμα (1923-'26) μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, να εξοριστούν στη Μ.Ασία. Τελικά το ανοσιούργημα αυτό αποφεύχθηκε, ύστερα από έντονα διαβήματά τους στην "Κοινωνία των Εθνών" και για πολλούς ακόμη λόγους. Στο διάστημα αυτό υπέστησαν έναν τρομερό ψυχολογικό, και όχι μονο, πόλεμο, που οδήγησε σε αναγκαστική πώληση ή και σε λεηλασίες των περιουσιών τους.
Πολλοί αυτοεξορίστηκαν στην Αλβανία κουβαλώντας έκτοτε τα αισθήματα του εκπατρισμένου πρόσφυγα με ότι αυτό συνεπαγόταν για το μέλλον. Η δικτατορία Μεταξά έφερε το 1937 το Ν.735/8, που προέβλεπε την υποχρεωτική απαλλοτρίωση των αλβανικών περιουσιών που απέμειναν.
Οφείλουμε λοιπόν να αντιληφθούμε τα αισθήματα που ενέπνευσαν όλα αυτά στη μειονότητα, που ένιωθε υπό διωγμόν, εξωθώντας την να βλέπει ως απελευθερωτή της κάθε εισβολέα, όπως συνέβαινε πάντα ιστορικά με κάθε καταπιεζόμενη μειονότητα (π.χ. Ουνίτες της Ουκρανίας, που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς - Ναζίδες εισβολείς). Δεν θέλω να δικαιολογήσω αυτές τις αντιδράσεις των αδικημένων μειονοτήτων, οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε για τα καθ' ημάς, ποιές εγκληματικές εθνικιστικές συμπεριφορές αντιδραστικών ελληνικών κυβερνητικών κύκλων τις προκάλεσαν, μετατρέποντας τις μειονότητες σε Δούρειους Ίππους αλυτρωτισμών και να φροντίζουμε να μην επαναληφθούν, ούτε καν με περιφορές Επιταφείων σε αμιγώς μουσουλμανικά χωριά.
Β. Στην αρχή της Κατοχής, οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας που είχαν απομείνει ήταν περί τους 20.000. Η συνεργασία ενός μέρους από αυτούς με τα στρατεύματα της φασιστικής και της ναζιστικής Κατοχής, όχι από ιδεολογία αλλά από ανάγκη, ήταν περίπου μονόδρομος, αν συνυπολογισθεί και η εγκληματική όσο και βλακώδης τακτική του ΕΔΕΣ εναντίον τους, που τροφοδοτούσε μίση και τους εξωθούσε σε αποστασία. Δυστυχώς η παρουσία του ΕΑΜ στα μέρη αυτά ήταν αρχικά περιορισμένη. Το 1943 πολλοί Τσάμηδες συνέδραμαν τα ναζιστικά αντίποινα για το φόνο 10 Γερμανών στρατιωτών, δηλαδή την καταστροφή του Φαναριού και την εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς, παίρνοντας αντεκδίκηση ακόμη και με βιασμούς γυναικών.
Το κλείσιμο της υπόθεσης για την ελληνική πλευρά
Στις 26 Ιουνίου του 1944 ο ΕΔΕΣ μπήκε στην Παραμυθιά έπειτα από σύντομη αντίσταση της τσάμικης πολιτοφυλακής.
Γράφει ο Γ. Μαργαρίτης: "Όλες οι μαρτυρίες από οποιαδήποτε πλευρά κι αν προέρχονται συμφωνούν στην έκταση και στη βιαιότητα των θανατώσεων και κακοποιήσεων σε βάρος των μουσουλμάνων κατοίκων. Πολλές εκατοντάδες-ο αριθμός άγνωστος, αλλά ίσως πλησιάζει τα 500 άτομα-θανατώθηκαν με τους πιο μαρτυρικούς τρόπους μέσα και γύρω από την πόλη. Ο ταγματάρχης Κρανιάς, του ΕΔΕΣ αποφάσισε την τιμωρία των "πρωταιτίων", δηλαδή την εκτέλεση 34 Τσάμηδων που είχαν επιβιώσει της σφαγής. Δεν ήταν η τελευταία φάση. Οι εκκαθαρίσεις των μουσουλμανικών χωριών νότια του Καλαμά, έδιωξαν τους περισσότερους κατοίκους τους βόρεια από το ποτάμι…".
"Παρά τις πολύπλευρες πιέσεις και την ένταση…το Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλβανίας, αρνήθηκε να προχωρήσει σε αντίποινα εις βάρος της ελληνικής μειονότητας της γειτονικής χώρας.
Σε αντίθεση με τις συνήθεις βαλκανικές πρακτικές το αίμα δεν απαντήθηκε με αίμα….το αναφέρουμε αυτό σε εποχές που υπερβολικά πολλοί και με υπερβολικά εύκολο τρόπο διακηρύσσουν ότι….στα Βαλκάνια των πρόσφατων χρόνων….η δική μας χώρα "δίδαξε πολιτισμό". Στην εδώ περίπτωση το μάθημα ήταν σπουδαίο και ασφαλώς δεν προήλθε από την ελληνική πλευρά", σημειώνει ο Μαργαρίτης.
Στόχος της οργάνωσης του Ζέρβα - ΕΔΕΣ το καλοκαίρι του 1944 υπήρξε η περιοχή της Παραμυθιάς, ώστε να διευκολυνθεί ο από θαλάσσης ανεφοδιασμός των συμμαχικών δυνάμεων. Στα μέσα Ιουνίου ο μεγάλος όγκος των Γερμανών εγκατέλειψε την πόλη στην οποία έμεινε μικρή γερμανική φρουρά και σώματα Τσάμηδων. Στις 29 Ιουνίου τμήματα της 10 μεραρχίας του ΕΔΕΣ κατέλαβαν την Παραμυθιά. Ακολούθησαν σφαγές των μουσουλμάνων στην πόλη και τα περίχωρα. Ο διοικητής του 16ου συντάγματος του ΕΔΕΣ συνταγματάρχης Κρανιάς συγκάλεσε έκτακτο στρατοδικείο, στο οποίο παρέπεμψε 34 επιβιώσαντες Τσάμηδες, που εκτελέστηκαν επί τόπου.
Όπως σημειώνει πάντως η Μαντά από τη δική της μεριά: "Σε σύγκριση πάντως με τα αιματηρά επεισόδια με θύματα (εθνοτικά) Γερμανούς και άλλους πρόσφυγες που καταγράφηκαν κατά την προέλαση του κόκκινου στρατού τους τελευταίους μήνες των συγκρούσεων στο ανατολικό μέτωπο, τα βίαια επεισόδια εναντίον αμάχων Μουσουλμάνων στην Παραμυθιά, το Καρβουνάρι, την Πάργα και τους Φιλιάτες, το καλοκαίρι και το Φθινόπωρο του 1944, ήταν εξαιρετικά περιορισμένα, και αυτό επειδή τελικά ο Ζέρβας μπόρεσε να επιβάλει την αναγκαία πειθαρχία για την περιφρούρηση του συγκεντρωμένου σε διάφορα ασφαλή σημεία άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού...
Η εκκένωση του συνόλου σχεδόν του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θεσπρωτίας –με εξαίρεση τους λίγους μουσουλμάνους μαχητές που ήταν ενταγμένοι στο αντάρτικο του ΕΔΕΣ κυρίως από το χωριό Κόντρα της Γκρόπας– ήταν, ίσως, μια από τις λίγες ρεαλιστικές αποφάσεις που πήρε ο Nuri Dino όταν δεν μπορούσε πλέον παρά να παραδεχτεί ότι το σενάριο του αλυτρωτισμού είχε ακυρωθεί οριστικά. Η τραγωδία, όμως, της υπόθεσης αυτής δεν βρίσκεται στην αυτοκαταστροφική πορεία της ηγεσίας των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας, αλλά στο ότι η ηγεσία αυτή, χωρίς να συναντήσει στο εσωτερικό της μειονότητας τους φραγμούς και τις αντιστάσεις που θα περίμενε κανείς, κατάφερε και παγίδευσε το σύνολο σχεδόν των ομοεθνών της να συμμετάσχουν στην υλοποίηση της αλβανικής μεγάλης ιδέας, να υπολογίσουν σε λάθος σύμμαχο για την πραγμάτωση της ένωσης της Θεσπρωτίας με την Αλβανία και τελικά να οδηγηθούν αναγκαστικά στον ξεριζωμό, στα πλαίσια μιας εθνοκάθαρσης εξ αντανακλάσεως, παρόμοια με εκείνες που σημειώθηκαν με γερμανικούς πληθυσμούς σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με την προέλαση του σοβιετικού στρατού".
Όσοι από τους κατοίκους παρέμειναν στην πόλη και δεν ακολούθησαν τους Γερμανούς στην υποχώρηση θανατώθηκαν, τα σπίτια λεηλατήθηκαν και τα τζαμιά παραδόθηκαν στις φλόγες. Οι τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ έκαναν κάποιες προσπάθειες ώστε να συγκρατήσουν η φυγή προς την Αλβανία, όμως έως τον Δεκέμβριο του 1944 πέρασαν τα σύνορα 22 - 25.000 άτομα.
Για το επίσημο ελληνικό κράτος η υπόθεση των Τσάμηδων έκλεισε άμεσα το 1945, όπως γράψαμε και παραπάνω. Λίγο μετά την απελευθέρωση και την αποκατάσταση των ελληνικών αρχών στη Θεσπρωτία, κινήθηκαν διαδικασίες υποβολής μηνύσεων τόσο από ιδιώτες όσο και από υπηρεσίες ασφαλείας εναντίον των Αλβανών Τσάμηδων που είχαν διαπράξει βιαιότητες και συνεργάσθηκαν με Γερμανούς και Ιταλούς. Οι υποθέσεις εκδικάσθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από ειδικό δικαστήριο δοσιλόγων στα Ιωάννινα το οποίο καταδίκασε ερήμην 1.930 άτομα.
Το 1953 ο Έμβερ Χότζα έδωσε την αλβανική υπηκοότητα σε όλους τους Τσάμηδες που κατοικούσαν στην Αλβανία.
Σήμερα οι Τσάμηδες έχουν ιδρύσει στην Αλβανία τον "Σύνδεσμο της Τσαμουριάς", μιά 100μελή άτυπη βουλή. Συχνά κάνουν πορείες στα Τίρανα ενώ κατά καιρούς συγκεντρώνονται στα σύνορα με την Ελλάδα στο κομμάτι της Θεσπρωτίας.
Αξίζει να σημειωθεί στις 30 Ιουνίου 1994 η αλβανική βουλή καθιέρωσε ομόφωνα την 27 Ιουνίου ως ημέρα "γενοκτονίας" των Τσάμηδων.
Βιβλιογραφία:
Ελευθερία Μαντά, Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου, Εκδόσεις ΙΜΧΑ
Γιώργος Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, Εκδόσεις Βιβλιόραμα
Το πανό κατέβηκε αμέσως μόλις έγινε αντιληπτό από τους υπεύθυνους της διοργάνωσης καθώς απαγορεύονται ρητά τα πολιτικά συνθήματα στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου.
Η συγκεκριμένη κίνηση έρχεται ως συνέχεια των πρόσφατων διπλωματικών διαξιφισμών μεταξύ Τιράνων και Αθήνας για το αίτημα των Αλβανών περί ύπαρξης "Τσαμικού" ζητήματος, μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του Έντι Ράμα.
Αντιδράσεις από ΥΠΕΞ - Κοτζιά
Άμεση ήταν η τοποθέτηση-σχόλιο του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας μας. Ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ, κ. Ευστράτιος Ευθυμίου, έκανε λόγο για "θρασύτατη ενέργεια" που παραβιάζει τους κανονισμούς της UEFA.
"Η Ελληνική Κυβέρνηση προβαίνει ήδη σε αυστηρές παραστάσεις διαμαρτυρίας προς την UEFA και τους Γάλλους διοργανωτές από τους οποίους αναμένουμε εξηγήσεις γιατί, παρά τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας, δεν απετράπη η είσοδος του συγκεκριμένου προκλητικού πανό. Παράσταση γίνεται, επίσης, και προς την Αλβανική κυβέρνηση, από την οποία αναμένουμε να καταδικάσει την απαράδεκτη και προκλητική αυτή ενέργεια.
Είναι ολοφάνερο ότι αυτές οι προβοκατόρικες ενέργειες γίνονται από περιθωριακούς κύκλους που είναι δυσαρεστημένοι από την προσέγγιση Ελλάδας-Αλβανίας και από την επίσημη παραδοχή από το Αλβανικό Υπουργείο Εξωτερικών ότι δεν υφίσταται κανένα ζήτημα Τσαμουριάς", αναφέρει η ανακοίνωση του υπουργείου.
Ο κ. Κοτζιάς απέδωσε τη νέα πρόκληση Αλβανών εθνικιστών στην προσπάθεια συγκεκριμένων δυνάμεων στη γείτονα χώρα να υπονομεύσουν τον διάλογο της Ελλάδας και της Αλβανίας και να αποτρέψουν να διαμορφωθεί καλό κλίμα στις διμερείς σχέσεις.
Επίσης, εξέφρασε την απορία του για το πώς αυτό το πανό πέρασε μέσα στο γήπεδο παρά τα μέτρα ασφαλείας που υπάρχουν αυτή την περίοδο, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι η UEFA το κατέβασε αμέσως και δεν επέτρεψε να εμφανιστεί στην τηλεόραση.
"Αυτοί οι Τσάμηδες που μιλάνε και για Τσαμουριά, δηλαδή ότι τάχα πρέπει να αλλάξουν τα σύνορα, είναι απομονωμένοι στην ίδια την Αλβανία" επισήμανε ο υπουργός Εξωτερικών. Υπενθύμισε μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια του πρόσφατου ταξιδιού του στα Τίρανα, ο υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας επανέλαβε τέσσερις φορές ότι "η Αλβανία είναι πιστή στις συμφωνίες του Ελσίνκι και αναγνωρίζει τα σύνορα που καταγράφονται σε αυτήν τη συμφωνία και ότι είναι παράνομα τα αιτήματα περί Τσαμουριάς".
Στη συνέχεια κάνοντας μια συνοπτική ιστορική αναδρομή, τόνισε πως έχει μεγάλη σημασία να μην ταυτίσει κανείς και να μην αφήσει να ταυτιστούν οι Αλβανοί με το Τσάμικο, αλλά ούτε καν οι Τσάμηδες Αλβανοί. "Οι ηγέτες των Τσάμηδων στην Ελλάδα συνεργάστηκαν με τον Γερμανό κατακτητή, ίδρυσαν τα κομιτάτα στους νομούς Ηπείρου, που προσπάθησαν να υποκαταστήσουν το ελληνικό κράτος, λειτούργησαν ως δωσίλογοι και εγκληματίες πολέμου, και γι' αυτό αποχώρησαν από μόνοι τους, γιατί τα δικαστήρια θα τους καταδικάζανε σε θάνατο", ανέφερε.
Τα παραπάνω έδωσαν λαβή σε διάφορες συζητήσεις περί Τσαμουριάς και Τσάμηδων.
Η Τσαμουριά, η συνεργασία με τους Ναζί και ο εθνικιστής ηγέτης τους
Όπως γράφει η Ελευθερία Μαντά στο έργο της "Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου" (Θεσσαλονίκη, εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου), Τσαμουριά ονομάζεται η περιοχή εκείνη της Ηπείρου, που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής ανάμεσα στις εκβολές του ποταμού Αχέροντα και μέχρι το Βουθρωτό και ανατολικά μέχρι τους πρόποδες του όρους Ολύτσικας (Τόμαρος). Η περιοχή ταυτίζεται με τη Θεσπρωτία και ένα μικρό της τμήμα ανήκει σήμερα στην Αλβανία με κέντρο την κωμόπολη Κονίσπολη.
Για την προέλευση της ονομασίας υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Η περισσότερο ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα φαίνεται να είναι η εκδοχή που κάνει λόγο για παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις (Καλαμάς), με παραφθορά του με την πάροδο του χρόνου: Θύαμις, Θυάμις, Τσ(ι)άμης, δηλ. ο κάτοικος που βρίσκεται κοντά στον Θύαμη ποταμό, την Θυαμυρία, την Τσ(ι)αμουριά.
Στους αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά είναι γνωστή η σύμπραξη των Τσάμηδων με τους Τούρκους, λόγω θρησκείας. Όπως δήλωνε ο Κώστας Τζαβέλλας, απόγονος του Νικολάου και του Κίτσου Τζαβέλλα, μιλώντας στο NEWS 247:
"Την απάντηση του 7χρονου Νικολάκη γιου του Φώτου, όταν τον ρώτησε ο Αλή Πασάς αν σου δώσω Νικολό ένα ντουφέκι θα πολεμήσεις; Του απάντησε ναι, αλλά όχι τους δικούς σου του Τσάμηδες δεν είναι καλοί, εγώ θέλω να πολεμήσω με τους γενναίους!"
Κατά την έναρξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου οι Τσάμηδες τάχθηκαν ενάντια στην απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Έλληνες, ενώ άλλαξαν στάση μετά την ήττα της Τουρκίας και την Υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στο Λονδίνο (17.5.1913) δηλώνοντας με Υπόμνημά τους (6.11.1913) στην "Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου επί της Εξωτερικής Οργανώσεως της Αλβανίας" πως "...Θα συμπολεμήσωμεν μετά των αδελφών μας Χριστιανών, μέχρις εσχάτων δια να αποκρούσωμεν τον ζυγόν του Αλβανικού Κράτους και να διατηρήσωμεν την ελευθερία μας εις την αγκάλην της μητρός μας Ελλάδος".
Στο ελληνικό τμήμα της Τσαμουριάς ζούσαν το 1923, 20.319 μουσουλμάνοι που είχαν την αλβανική ως μητρική γλώσσα. Για την καταγωγή των Τσάμηδων υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Ορισμένοι ερευνητές τους προσμετρούν σε εκείνους, που τον 17ο αιώνα, λόγω της αποτυχίας της επανάστασης του 1611 που προσπάθησε να υποκινήσει ο Μητροπολίτης Διονύσιος ο επονομαζόμενος από τους Οθωμανούς Σκυλόσοφος, ασπάσθηκαν το Ισλάμ.
Άλλοι θεωρούν τη γλώσσα ως στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της αλβανικής καταγωγής των Τσάμηδων. Μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους το 1913 και κυρίως στη δεκαετία του 1920, οι Τσάμηδες κατέστησαν σημείο αναφοράς για την αλβανική πλευρά, η οποία άρχισε να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να δημιουργήσει ζήτημα.
Ιθαγένεια
Ήδη από το 1913, βάσει της συνθήκης των Αθηνών (άρθρο 4), οι περισσότεροι Τσάμηδες επέλεξαν την ελληνική ιθαγένεια.
Οι λίγοι, που επέλεξαν την οθωμανική ιθαγένεια το 1913, έφυγαν για την Τουρκία. Εξαιτίας όμως των κακών συνθηκών διαβίωσης στην Τουρκία, ξαναγύρισαν στην Ελλάδα. Κατάφεραν να παραμείνουν στην Ελλάδα και προκύπτει ότι ανακάλεσαν την απόφασή τους και το 1920 ξαναεπέλεξαν την ελληνική ιθαγένεια. Μεταγενέστερα, όταν προέκυψε το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών, 700 από αυτούς εμφανίστηκαν εκ νέου ως Οθωμανοί, πήραν άδεια από την επιτροπή ανταλλαγής και αναχώρησαν για Τουρκία αφού πρώτα πούλησαν τα υπάρχοντά τους. Εντούτοις, για λόγους γραφειοκρατικούς δεν κατέστη δυνατή η αναχώρηση άλλων 24 οικογενειών από αυτούς. Τελικά το νομικό τμήμα της Κοινωνίας των Εθνών έκρινε ότι όποιος δεν εγκατέλειψε την Ελλάδα ως τις 20.7.1927 πρέπει να θεωρείται Έλληνας υπήκοος.
Η συνθήκη της Λωζάνης
Στις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάνης (24.7.1923) δεν γίνεται λόγος για Έλληνες και Τούρκους, αλλά για Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Θα έπρεπε τότε όλοι οι μουσουλμάνοι, μεταξύ των οποίων και οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες, να ανταλλαγούν με τους Έλληνες. Όμως οι Τσάμηδες οι οποίοι ήταν περίπου 20.000 εξαιρέθηκαν. Η ειδική αυτή ρύθμιση ήταν το αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας με πρωταγωνιστές τον Υπουργό Εξωτερικών της Αλβανίας P. Evangelji και τον εκπρόσωπο της αλβανικής Αντιπροσωπείας στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), B. Blishinti, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο επικεφαλής της ιταλικής Αντιπροσωπείας G. Montagna, ο οποίος πρότεινε να παραμείνουν οι Τσάμηδες στην Ελλάδα.
Οι περιουσίες των Τσάμηδων
Μια άλλη πτυχή αυτού του ζητήματος συνιστούν οι περιουσίες των Τσάμηδων. Ένα τμήμα των περιουσιών κατασχέθηκε με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης και ύστερα από συμφωνία με τους ιδιοκτήτες για να καλυφθούν οι ανάγκες των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν την Ήπειρο, ωστόσο το ζήτημα επανήλθε πολλές φορές στην επικαιρότητα με τις ενέργειες των Αλβανών και τις αντίστοιχες του Βενιζέλου, όπως και πριν από την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα το 1940. Αυτή η δεύτερη φάση του ζητήματος των Τσάμηδων, που τελείωσε το 1944 αποτελεί ένα περίπλοκο θέμα.
Οι αλβανικές περιουσίες είναι οι περιουσίες στην ελληνική επικράτεια των ατόμων που απέκτησαν την αλβανική υπηκοότητα μεταξύ κυρίως του 1913 και του 1923. Μέρος τουλάχιστον των περιουσιών αυτών εμφανίζεται να έχει απαλλοτριωθεί πριν το 1940 για τις ανάγκες των προσφύγων από την Μικρά Ασία130. Οι αποζημιώσεις, που προβλέφθηκαν γι' αυτά τα κτήματα, δεν διέφεραν από τις αντίστοιχες των υπολοίπων απαλλοτριωθέντων κτημάτων Εντούτοις, ο τρόπος αποζημίωσης δεν ήταν γενικά ικανοποιητικός. Οι Αλβανοί υπήκοοι διεκδίκησαν υψηλότερη αποζημίωση μέσω διακρατικής συμφωνίας132 και προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών αλλά φέρονται να μην εισέπραξαν ούτε την κύρια αποζημίωση, αναμένοντας ευνοϊκότερες γι' αυτούς ρυθμίσεις που δεν ήλθαν ποτέ.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν τα ανωτέρω απαλλοτριωθέντα κτήματα ή μέρος αυτών τέθηκαν υπό μεσεγγύηση μετά την 28η Οκτωβρίου 1940. Το πιθανότερο είναι ότι, παρά την μη καταβολή της κύριας αποζημίωσης, θεωρήθηκαν ότι δεν είναι πλέον αλβανικά-εχθρικά κτήματα αλλά δημόσια περιουσία και δεν υπόκεινται σε μεσεγγύηση.
Όπως γράφει η Μαντά, οι Τσάμηδες αισθανόμενοι αδικημένοι με την εξέλιξη του θέματος των περιουσιών τους οδηγήθηκαν στο να συνεργασθούν με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Τον Ιούλιο του 1942, υπό την καθοδήγηση του J. Dino, γαμπρού του Αλβανού Πρωθυπουργού S. Verlatsi, οι Τσάμηδες συγκροτούν την K.S.I.L.I.A. ("Αλβανικό Σύστημα Πολιτικής Διοικήσεως") με 14 Τάγματα έχοντας ως κύριο στόχο τους την εξολόθρευση του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή της Θεσπρωτίας.
Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών το 1943, οι Τσάμηδες πέρασαν στο στρατόπεδο των Γερμανών.
Στα Ιωάννινα οργανώθηκε ένα ειδικό στρατιωτικό τμήμα των Τσάμηδων με γερμανικές στολές. Στη εφημερίδα των Τιράνων "Bashkimi i Kombit" στις 14.3.1944 δημοσιεύθηκαν οι κοινές ενέργειες των Τσάμηδων με τους Ναζί το Φεβρουάριο του 1944, που είχαν ως τραγικό αποτέλεσμα την πυρπόληση 25.000 σπιτιών και τη δημιουργία 100.000 προσφύγων. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι Τσάμηδες συναισθανόμενοι τις συνέπειες από την συμπεριφορά τους στη διάρκεια της κατοχής, αναζήτησαν προστασία στην Αλβανία και 18.000 άτομα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Με βάση τα στοιχεία της απογραφής της 7/4/1951, είχαν παραμείνει στην Ελλάδα 123 Τσάμηδες.
Οι Τσάμηδες κατηγορήθηκαν για αξιόποινες πράξεις και για συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις. Το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων των Ιωαννίνων, εκδίδει μέχρι το 1948, χίλιες επτακόσιες και πλέον καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος των Τσάμηδων, με ποινή για πολλούς εξ' αυτών το θάνατο.
Τσάμηδες επιθεωρούνται από στρατηγό των SS:
"Μετά από όλο αυτό το διάστημα της σιωπής γύρω από τους Τσάμηδες, με την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία το 1991, το ζήτημά τους επανήλθε στην επικαιρότητα και παραμένει ένα ζήτημα που ανακύπτει μετά σε κάθε φάση έντασης στις σχέσεις Ελλάδας- Αλβανίας", αναφέρει η Μαντά στο βιβλίο της.
Ο ρόλος της δικτατορίας Μεταξά
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι καταγραφές στο βιβλίο του πανεπιστημιακού-Ιστορικού, καθηγητή Γιώργου Μαργαρίτη, "Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας. Εβραίοι, Τσάμηδες" (Βιβλιόραμα-Αθήνα, 2005):
Α) Οι Αλβανοί Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, που οι εθνικιστές τους τους παρουσιάζουν ως απογόνους των Μολοσσών, κινδύνεψαν κατά τη φοβερή ανταλλαγή πληθυσμών με βάση το θρήσκευμα (1923-'26) μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, να εξοριστούν στη Μ.Ασία. Τελικά το ανοσιούργημα αυτό αποφεύχθηκε, ύστερα από έντονα διαβήματά τους στην "Κοινωνία των Εθνών" και για πολλούς ακόμη λόγους. Στο διάστημα αυτό υπέστησαν έναν τρομερό ψυχολογικό, και όχι μονο, πόλεμο, που οδήγησε σε αναγκαστική πώληση ή και σε λεηλασίες των περιουσιών τους.
Πολλοί αυτοεξορίστηκαν στην Αλβανία κουβαλώντας έκτοτε τα αισθήματα του εκπατρισμένου πρόσφυγα με ότι αυτό συνεπαγόταν για το μέλλον. Η δικτατορία Μεταξά έφερε το 1937 το Ν.735/8, που προέβλεπε την υποχρεωτική απαλλοτρίωση των αλβανικών περιουσιών που απέμειναν.
Οφείλουμε λοιπόν να αντιληφθούμε τα αισθήματα που ενέπνευσαν όλα αυτά στη μειονότητα, που ένιωθε υπό διωγμόν, εξωθώντας την να βλέπει ως απελευθερωτή της κάθε εισβολέα, όπως συνέβαινε πάντα ιστορικά με κάθε καταπιεζόμενη μειονότητα (π.χ. Ουνίτες της Ουκρανίας, που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς - Ναζίδες εισβολείς). Δεν θέλω να δικαιολογήσω αυτές τις αντιδράσεις των αδικημένων μειονοτήτων, οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε για τα καθ' ημάς, ποιές εγκληματικές εθνικιστικές συμπεριφορές αντιδραστικών ελληνικών κυβερνητικών κύκλων τις προκάλεσαν, μετατρέποντας τις μειονότητες σε Δούρειους Ίππους αλυτρωτισμών και να φροντίζουμε να μην επαναληφθούν, ούτε καν με περιφορές Επιταφείων σε αμιγώς μουσουλμανικά χωριά.
Β. Στην αρχή της Κατοχής, οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας που είχαν απομείνει ήταν περί τους 20.000. Η συνεργασία ενός μέρους από αυτούς με τα στρατεύματα της φασιστικής και της ναζιστικής Κατοχής, όχι από ιδεολογία αλλά από ανάγκη, ήταν περίπου μονόδρομος, αν συνυπολογισθεί και η εγκληματική όσο και βλακώδης τακτική του ΕΔΕΣ εναντίον τους, που τροφοδοτούσε μίση και τους εξωθούσε σε αποστασία. Δυστυχώς η παρουσία του ΕΑΜ στα μέρη αυτά ήταν αρχικά περιορισμένη. Το 1943 πολλοί Τσάμηδες συνέδραμαν τα ναζιστικά αντίποινα για το φόνο 10 Γερμανών στρατιωτών, δηλαδή την καταστροφή του Φαναριού και την εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς, παίρνοντας αντεκδίκηση ακόμη και με βιασμούς γυναικών.
Το κλείσιμο της υπόθεσης για την ελληνική πλευρά
Στις 26 Ιουνίου του 1944 ο ΕΔΕΣ μπήκε στην Παραμυθιά έπειτα από σύντομη αντίσταση της τσάμικης πολιτοφυλακής.
Γράφει ο Γ. Μαργαρίτης: "Όλες οι μαρτυρίες από οποιαδήποτε πλευρά κι αν προέρχονται συμφωνούν στην έκταση και στη βιαιότητα των θανατώσεων και κακοποιήσεων σε βάρος των μουσουλμάνων κατοίκων. Πολλές εκατοντάδες-ο αριθμός άγνωστος, αλλά ίσως πλησιάζει τα 500 άτομα-θανατώθηκαν με τους πιο μαρτυρικούς τρόπους μέσα και γύρω από την πόλη. Ο ταγματάρχης Κρανιάς, του ΕΔΕΣ αποφάσισε την τιμωρία των "πρωταιτίων", δηλαδή την εκτέλεση 34 Τσάμηδων που είχαν επιβιώσει της σφαγής. Δεν ήταν η τελευταία φάση. Οι εκκαθαρίσεις των μουσουλμανικών χωριών νότια του Καλαμά, έδιωξαν τους περισσότερους κατοίκους τους βόρεια από το ποτάμι…".
"Παρά τις πολύπλευρες πιέσεις και την ένταση…το Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλβανίας, αρνήθηκε να προχωρήσει σε αντίποινα εις βάρος της ελληνικής μειονότητας της γειτονικής χώρας.
Σε αντίθεση με τις συνήθεις βαλκανικές πρακτικές το αίμα δεν απαντήθηκε με αίμα….το αναφέρουμε αυτό σε εποχές που υπερβολικά πολλοί και με υπερβολικά εύκολο τρόπο διακηρύσσουν ότι….στα Βαλκάνια των πρόσφατων χρόνων….η δική μας χώρα "δίδαξε πολιτισμό". Στην εδώ περίπτωση το μάθημα ήταν σπουδαίο και ασφαλώς δεν προήλθε από την ελληνική πλευρά", σημειώνει ο Μαργαρίτης.
Όπως σημειώνει πάντως η Μαντά από τη δική της μεριά: "Σε σύγκριση πάντως με τα αιματηρά επεισόδια με θύματα (εθνοτικά) Γερμανούς και άλλους πρόσφυγες που καταγράφηκαν κατά την προέλαση του κόκκινου στρατού τους τελευταίους μήνες των συγκρούσεων στο ανατολικό μέτωπο, τα βίαια επεισόδια εναντίον αμάχων Μουσουλμάνων στην Παραμυθιά, το Καρβουνάρι, την Πάργα και τους Φιλιάτες, το καλοκαίρι και το Φθινόπωρο του 1944, ήταν εξαιρετικά περιορισμένα, και αυτό επειδή τελικά ο Ζέρβας μπόρεσε να επιβάλει την αναγκαία πειθαρχία για την περιφρούρηση του συγκεντρωμένου σε διάφορα ασφαλή σημεία άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού...
Η εκκένωση του συνόλου σχεδόν του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θεσπρωτίας –με εξαίρεση τους λίγους μουσουλμάνους μαχητές που ήταν ενταγμένοι στο αντάρτικο του ΕΔΕΣ κυρίως από το χωριό Κόντρα της Γκρόπας– ήταν, ίσως, μια από τις λίγες ρεαλιστικές αποφάσεις που πήρε ο Nuri Dino όταν δεν μπορούσε πλέον παρά να παραδεχτεί ότι το σενάριο του αλυτρωτισμού είχε ακυρωθεί οριστικά. Η τραγωδία, όμως, της υπόθεσης αυτής δεν βρίσκεται στην αυτοκαταστροφική πορεία της ηγεσίας των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας, αλλά στο ότι η ηγεσία αυτή, χωρίς να συναντήσει στο εσωτερικό της μειονότητας τους φραγμούς και τις αντιστάσεις που θα περίμενε κανείς, κατάφερε και παγίδευσε το σύνολο σχεδόν των ομοεθνών της να συμμετάσχουν στην υλοποίηση της αλβανικής μεγάλης ιδέας, να υπολογίσουν σε λάθος σύμμαχο για την πραγμάτωση της ένωσης της Θεσπρωτίας με την Αλβανία και τελικά να οδηγηθούν αναγκαστικά στον ξεριζωμό, στα πλαίσια μιας εθνοκάθαρσης εξ αντανακλάσεως, παρόμοια με εκείνες που σημειώθηκαν με γερμανικούς πληθυσμούς σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με την προέλαση του σοβιετικού στρατού".
Όσοι από τους κατοίκους παρέμειναν στην πόλη και δεν ακολούθησαν τους Γερμανούς στην υποχώρηση θανατώθηκαν, τα σπίτια λεηλατήθηκαν και τα τζαμιά παραδόθηκαν στις φλόγες. Οι τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ έκαναν κάποιες προσπάθειες ώστε να συγκρατήσουν η φυγή προς την Αλβανία, όμως έως τον Δεκέμβριο του 1944 πέρασαν τα σύνορα 22 - 25.000 άτομα.
Για το επίσημο ελληνικό κράτος η υπόθεση των Τσάμηδων έκλεισε άμεσα το 1945, όπως γράψαμε και παραπάνω. Λίγο μετά την απελευθέρωση και την αποκατάσταση των ελληνικών αρχών στη Θεσπρωτία, κινήθηκαν διαδικασίες υποβολής μηνύσεων τόσο από ιδιώτες όσο και από υπηρεσίες ασφαλείας εναντίον των Αλβανών Τσάμηδων που είχαν διαπράξει βιαιότητες και συνεργάσθηκαν με Γερμανούς και Ιταλούς. Οι υποθέσεις εκδικάσθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από ειδικό δικαστήριο δοσιλόγων στα Ιωάννινα το οποίο καταδίκασε ερήμην 1.930 άτομα.
Το 1953 ο Έμβερ Χότζα έδωσε την αλβανική υπηκοότητα σε όλους τους Τσάμηδες που κατοικούσαν στην Αλβανία.
Σήμερα οι Τσάμηδες έχουν ιδρύσει στην Αλβανία τον "Σύνδεσμο της Τσαμουριάς", μιά 100μελή άτυπη βουλή. Συχνά κάνουν πορείες στα Τίρανα ενώ κατά καιρούς συγκεντρώνονται στα σύνορα με την Ελλάδα στο κομμάτι της Θεσπρωτίας.
Αξίζει να σημειωθεί στις 30 Ιουνίου 1994 η αλβανική βουλή καθιέρωσε ομόφωνα την 27 Ιουνίου ως ημέρα "γενοκτονίας" των Τσάμηδων.
Βιβλιογραφία:
Ελευθερία Μαντά, Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου, Εκδόσεις ΙΜΧΑ
Γιώργος Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, Εκδόσεις Βιβλιόραμα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών