Οι ανατριχιαστικές αναφορές για τα όσα πέρασαν οι Πόντιοι στην Τραπεζούντα

Αναφορές των ελληνικών πρεσβειών σε Πετρούπολη και Κωνσταντινούπολη αποτυπώνουν τις βδελυρές πράξεις των τουρκικών ορδών στην Τραπεζούντα κατά την περίοδο 1916-1917.

Μέσα Απριλίου του 1916, το αφηνιασμένο ασκέρι των Νεότουρκων εισβάλλει στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, την αρχαιότερη του Πόντου, που σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε το 270 μ.Χ., και διαπράττει τερατουργήματα αντικρίζοντας τους πρόσφυγες που είχαν συγκεντρωθεί στον ιερό τόπο για προστασία.  Η Κυριακή, μια εικοσάχρονη κοπέλα με καταγωγή από το χωριό Θέρσα, τρέχει τρομοκρατημένη να κρυφτεί σε ένα από τα δωμάτια του μοναστηριού, ωστόσο δεν καταφέρνει να γλιτώσει. Οταν αποχωρούν οι ορδές, θα τη βρουν ολόγυμνη σε ύπτια θέση, σε στάση που μαρτυρούσε την ατίμωση που είχε υποστεί, με μια διαμπερή πληγή στο στήθος από ξιφολόγχη και αποκεφαλισμένη...

Το συγκεκριμένο περιστατικό, όπως και αρκετά άλλα, περιγράφεται σε αναφορά που έστειλε η ελληνική πρεσβεία της Πετρούπολης (πρωτεύουσα τότε της Ρωσικής Αυτοκρατορίας), που είχε μέχρι τον Μάρτιο επιτετραμμένο τον Δημήτριο Κακλαμάνο, προς την Αθήνα και ειδικότερα προς το υπουργείο Εξωτερικών της κυβέρνησης του Στέφανου Σκουλούδη, με θέμα την τραγική κατάσταση των κατοίκων της Περιφέρειας Τραπεζούντας.

Διαβάζοντας το κείμενο, ανατριχιάζεις με τα δεινά που υπέστη ο ελληνικός πληθυσμός.

«Την 15η Απριλίου (σ.σ.: 1916) οι κάτοικοι των 16 χωρίων της περιοχής Βαζελώνος, περιφέρειας της Τραπεζούντος, άπαντες Eλληνες, λαβόντες διαταγήν των τουρκικών στρατιωτικών αρχών να φύγωσιν εις το εσωτερικόν της Αργυρουπόλεως και φοβηθέντες μη έμελλον καθ’ οδόν να σφαγώσιν, καθ’ ον τρόπον είδον σφαγέντας τους Αρμενίους, εγκατέλειπον τα κατοικίας των και εισήλθον εις τα δάση, ελπίζοντες να σωθώσι εκ ταχείας προελάσεως του ρωσικού στρατού» επισημαίνεται.

Και συνεχίζει ο αποστολέας: «Εκ τούτων, εις 6.000 ανερχομένων, 650 κατέφυγον εις την μονής Βαζελώνος, εις ην προϋπήρχον και άλλοι 1.500 εκ Τραπεζούντος πρόσφυγες. Χίλιοι διακόσιοι (1.200) εισήλθον ειν εν μέγα σπήλαιον του χωρίου Κουνάκα και οι λοιποί διεσκορπίσθησαν εις τα ανά δάση σπήλαια και τα διαφόρους κρύπτας. Απασαι αι οικίαι των χωρίων τούτων ελεηλατήθησαν και αι περιουσίαι διηρπάγησαν υπό του τουρκικού στρατού. Οι εν τω σπηλαίω της Κουνάκας κρυβέντες, αναγκασθέντες εκ της πείνης, μετά συνθηκολόγησιν, παρεδόθησαν.

Εκ τούτων 26 γυναίκες και νεάνιδες ίνα αποφύγωσιν την ατίμωσιν έρριψαν εαυτάς εις τινα ποταμόν κείμενον παρά το χωρίον Γέφυρα και παρά τας προσπαθείας των άλλων, προς σωτηρίαν των, επνίγησαν… Μετά την προς Αργυρούπολιν προέλασιν του ρωσικού στρατού μετέβην πρώτος εις την μονήν Βαζελώνος συνοδευόμενος υπό του ιατρού Κ. Φωτιάδη. Ομολογώ ότι αδυνατώ να περιγράψω όσα είδον. Το παν ήτο κατεστραμμένον τόσον εν τοις χωρίοις όσον και εν τη Μονή…

Εν τω προαυλίω της Μονής έκειντο άταφα εν διαλύσει 5 σώματα Ελλήνων… εντός δε της Μονής εν τη αυτή καταστάσει άλλα 5. Εντός ενός εκ των δωματίων της Μονής, έκειτο ύπτιον, γυμνόν, αποκεφαλισμένον, με πληγήν επί του στήθους δια ξιφολόγχης, διαμπερή, το σώμα εικοσαετούς νεάνιδος εκ του χωρίου Θέρσα, Κυριακή καλουμένη, εις στάσιν μαρτυρούσαν την επ’ αυτής διαπραχθείσαν ατίμωσιν».

«Ταύτην την στιγμήν φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες»
Περίπου δέκα μήνες αργότερα, ήτοι αρχές του 1917, η ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης στέλνει τα δικά της στοιχεία για τα όσα συμβαίνουν στην Αμισό (Σαμψούντα) και στην περιφέρεια. Σε τέσσερις εκθέσεις, με ημερομηνίες 14 Ιανουαρίου, 29 Ιανουαρίου, 7 Φεβρουαρίου και 29 Φεβρουαρίου, διαβάζουμε συμπυκνωμένα τα εξής: «Ογδοήκοντα Eλληνες εκ των πλουσιωτέρων της Αμισού, συλληφθέντες άνευ ουδεμίας αφορμής, εφυλακίσθησαν απομονωθέντες πλήρως, την δε επομένην μετεφέρθησαν εις το εσωτερικόν. Οι εγκριτώτεροι των ομογενών έσχον την αυτήν τύχην…

Είκοσιν οκτώ έτερα χωρία επυρπολήθησαν εντός μιας εβδομάδος από την 15η Ιανουαρίου, μη συμπεριλαμβανομένων των πυρποληθέντων κατά Δεκέμβριον. Τα γυναικόπαιδα απεστάλησαν πεζή εν μέσω βροχής και χιόνων εις τα βιλαέτια Σεβάστειας και Aγκυρας. Νήπια, κοράσια, λεχώ, έγκυοι, ασθενείς και γέροντες ωθούνται από τόπον εις τόπον, διανυκτερεύοσι κατά χιλιάδας εις χάνια, όπου διαμένουσιν άνευ άρτου ή άλλης τροφής… Πολλά παιδιά απολέσαντα τους γονείς των διασκορίζονται εις τα όρη, ή εις τα τουρκικά χωρία. Οι μετατοπιζόμενοι αποθνήσκουσι καθ’ οδόν εκ της πείνης, του ψύχους και των ταλαιπωριών και θάπτονται εις τα όρη, ή αφήνονται βορά των αγρίων θηρίων… Κατά πρόχειρον υπολογισμόν ο αριθμός τούτων υπερέβη ήδη τας 20.000 καθ’ εκάστην δε αυξάνονται...». Και συνεχίζει: «Εκ Πάφρας απεστάλη εις Βοϊβάτ ολόκληρος άρρην πληθυσμός...

Οκτώ χωρία της Πάφρας παράγοντα τον εκλεκτότερον καπνόν της Τουρκίας επυρπολήθησαν και οι κάτοικοι μετεφέρθησαν εις το Βιλαέτιον της Aγκυρας, ετέρων δε οκτώ χωρίων της Αμισού οι κάτοικοι απεστάλησαν εις το εσωτερικόν. Ταύτην την στιγμήν φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες… Και ο υπαίθριος πληθυσμός της Κερασούντος μετεφέρθει ολόκληρος εις το εσωτερικόν… Τα αυτά συνέβησαν εις τα επαρχίας Νεοκαισαρείας, Φάτζας και Τσαρσαμπά… Χείρονα τούτων συνέβησαν εις Πάφραν όπου κατά τας τελευταίας εβδομάδας παρεδόθησαν εις το πυρ έτερα είκοσι χωρία μετά των εκκλησιών των και των σχολείων, αφού ελεηλατήθη η κινητή αυτών περιουσία και η ακίνητος εγένετο παρανάλωμα του πυρός, ο πληθυσμός ελόκληρος απεστάλη εις το εσωτερικόν… Σκοπός όλων των φρικαδών τούτων γεγονότων είναι η εξόντωσις των εν Τουρκία Ελλήνων, οίτινες οφείλουσιν να εκλείψωσιν ως οι Αρμένιοι. Hδη το εν τέταρτον του μετατοπισθέντος πληθυσμού υπέκυψαν εις τον θάνατον».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρεσβεία μας στην Κωνσταντινούπολη ανέστειλε λίγο αργότερα τη λειτουργία της, εντός του 1917, λόγω των φρικαλεοτήτων. Γενικώς η ελληνική διπλωματική εκπροσώπηση στη γειτονική χώρα αναστελλόταν, όπως είναι φυσικό, σε περιόδους που διακόπτονταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως συνέβη το 1848, το 1856, το 1866, το 1897, το 1912 και το 1917 που προαναφέραμε. Δύο χρόνια αργότερα, το 1919, η πρεσβεία μας ενσωματώθηκε στην Yπατη Αρμοστεία Κωνσταντινουπόλεως, στο πλαίσιο της οποίας συστάθηκε προξενικό τμήμα. Στις 31 Δεκεμβρίου 1923, η έδρα της πρεσβείας μεταφέρθηκε από την Κωνσταντινούπολη στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου τουρκικού κράτους, την Aγκυρα (νόμος 3175 της 6ης-7ης Αυγούστου 1924), με τη διαπίστευση του Ιωάννη Πολίτη ως επιτετραμμένου. Eκτοτε βρίσκεται εκεί, ενώ στην Πόλη λειτουργεί γενικό προξενείο, όπως και στη Σμύρνη.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση του ΕΘΝΟΥΣ της Κυριακής (17/5) με τίτλο «Πόντος, ματωμένη γη»

Σχόλια