Από τη γέννηση του αλβανικού εθνικισμού στον Ενβερ Χότζα

Ο Ενβέρ Χότζα από μικρή ηλικία γαλουχήθηκε από την οικογένεια του µε τις ιδέες του αλβανικού εθνικισμού και αυτό ήταν κάτι που τον ακολούθησε σε ολόκληρη την ζωή του. Μάλιστα αυτή η ροπή του Χότζα προς τον εθνικισμό ήταν τόσο έντονη που φέρεται πως την σημείωσε ακόμη και ο ίδιος ο Στάλιν. Οι εθνικιστικές επιρροές του Χότζα ήταν ολοφάνερες και στο σοσιαλιστικό κατά τ’άλλα καθεστώς που προσπαθούσε να οικοδομήσει καθώς µε εξαίρεση την εικόνα του ιδίου και του Στάλιν, όλα τα υπόλοιπα πρότυπα που προβάλλονταν προέρχονταν από το πεδίο της ιδεολογίας του αλβανισµού.

Ο αλβανικός εθνικισμός είναι γεμάτος ιδιαιτερότητες που πηγάζουν από την σύσταση του αλβανικού πληθυσμού και τον διαχωρίζουν από τα υπόλοιπα εθνικιστικά κινήματα των Βαλκανίων. Σε αντίθεση µε τ’ άλλα βαλκανικά εθνικιστικά ρεύματα του 18ου και 19ου αιώνα στα οποία η θρησκεία έπαιξε κεντρικό ρόλο και αποτέλεσε βασικό ενοποιητικό παράγοντα, στον αλβανικό εθνικισμό τον ρόλο αυτόν κλήθηκε να φέρει η γλώσσα και αυτό γιατί οι Αλβανοί δεν είχαν µία ενιαία πίστη αλλά χωρίζονταν σε πολλές θρησκευτικές ομάδες.

Το 70% σχεδόν του πληθυσμού αποτελούταν από μουσουλμάνους, το 20% από χριστιανούς ορθόδοξους και το 10% από καθολικούς. Και η µμουσουλμανική πλειοψηφία όμως, ήταν διαχωρισμένη σε δύο τμήματα. Στο πλειοψηφικό κοµµάτι που ακολουθούσε το σουνιτικό Ισλάµ και στο µικρότερο (περίπου το 15% του συνολικού αλβανικού πληθυσµού) αλλά διακριτό ρεύµα των οπαδών του µυστικού τάγµατος των µπεκτασήδων που σταδιακά εξέφρασε την ετερότητα του από του σουνιτικό Ισλάµ και αποτέλεσε σηµαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη του αλβανικού εθνικισµού. Η διαφοροποίηση των µπεκτασήδων από τους σουνίτες αλλά και από το Οθωµανικό κράτος ήταν τόσο µεγάλη που επέτρεψε να αντιµετωπίζονται στην Αλβανία σαν τέταρτη ξεχωριστή θρησκευτική κοινότητα.


Η διασπορά των τεσσάρων θρησκευτικών κοινοτήτων στην αλβανική ενδοχώρα δεν ήταν οµοιογενής. Οι ορθόδοξοι και οι µπεκτασήδες εµφανίζονται κυρίως στον αλβανικό νότο και ανήκουν στην γλωσσική υπο-οµάδα των Τόσκηδων, ενώ στον αλβανικό βορρά εµφανίζονται οι σουνίτες µουσουλµάνοι και οι καθολικοί (µε επίκεντρο την Σκόδρα) οι οποίοι ανήκουν στην γκέγκικη φυλή. Οι Γκέγκηδες και οι Τόσκηδες διαφέρουν ως προς την διάλεκτο αλλά και ως προς τον τρόπο ζωής τους και πολλές φορές κατά το παρελθόν έδρασαν ανταγωνίστηκα για την απολαβή προνοµίων. Αυτός ο διαχωρισµός συνέβαλε αποφασιστικά στο να καθυστερήσει η διαµόρφωση µιας ενιαίας αλβανικής εθνικής ταυτότητας που είχε ως συνέπεια ο αλβανικός εθνικισµός να εµφανιστεί χρονικά τελευταίος στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Το πρώτο στάδιο του αλβανικού εθνικισµού εκδηλώθηκε κυρίως από Αλβανούς της διασποράς, στα µέσα του 19ου αιώνα και εκδηλώθηκε ως µία προσπάθεια εξάπλωσης των γραµµάτων και δηµιουργίας αλβανικού αλφαβήτου. Η αλβανική γλώσσα δεν είχε δικό της αλφάβητο µέχρι τότε και η απουσία εκκλησιαστικής γραµµατείας στην αλβανική γλώσσα ήταν από τους βασικούς λόγους που επεκτάθηκαν σε µεγάλο βαθµό οι εξισλαµισµοί των Αλβανών κατά την οθωµανική περίοδο.

Οι περισσότεροι Αλβανοί δεν είχαν καµία επαφή µε τα γράµµατα. Όσοι είχαν κάποιο επίπεδο µόρφωσης, είτε είχαν φοιτήσει σε κάποιο ισλαµικό ιεροσπουδαστήριο (µεντρεσέ) εάν ήταν µουσουλµάνοι, είτε εάν ήταν ορθόδοξοι σε κάποιο πατριαρχικό σχολείο. Αντίστοιχα και οι καθολικοί του βορρά φοιτούσαν σε καθολικά σχολεία που είχαν ανοίξει κατόπιν πιέσεων των αυστριακών προς την Πύλη. Κοινό στοιχείο και στις τρεις περιπτώσεις ήταν ότι η γλώσσα διδασκαλίας δεν ήταν η αλβανική αλλά η αντίστοιχη γλώσσα λατρείας.

Την σπουδαιότητα της γλώσσας και της και την ανάγκη δηµιουργίας αλβανικού αλφαβήτου και σχολείων υπογράµµιζε µε τον πιο επιτακτικό τρόπο και ο εθνικιστής συγγραφέας Σάµι Φρασέρι σε βιβλίο που εξέδωσε στο τέλος του 19ου αιώνα. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η Αλβανία δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς τους Αλβανούς, οι Αλβανοί δεν µπορούν να υπάρξουν χωρίς την αλβανική γλώσσα, και η τελευταία δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς το δικό της αλφάβητο και χωρίς σχολεία».

Την δεκαετία του 1860 αναπτύχθηκε ένα δίκτυο λογίων απ’ όλες τις θρησκευτικές οµάδες, το οποίο µετέφραζε και έκδιδε κείµενα στην αλβανική είτε µε χρήση του ελληνικού είτε µε χρήση του λατινικού αλφαβήτου. Πρωτεργάτης αυτού του δικτύου ήταν ο ορθόδοξος ο Κονσταντίν Κριστοφορίδι, ο οποίος µετέφρασε για πρώτη φορά την Καινή ∆ιαθήκη στην Τόσκικη και στη Γκέγκικη διάλεκτο. Άλλες σπουδαίες προσωπικότητες ήταν επίσης οι ορθόδοξοι Θύµι Μίτκο και Αναστάς Κουλουριώτη, ο Ιταλό-αλβανός Ντεµέτριο Καµάρντα, οι µπεκτασήδες αδερφοί Φρασέρι, οι καθολικοί Πάσκο Βάσα και Ζεφ Γιουµπάνι και άλλοι.

Σηµείο καµπής για το κίνηµα του αλβανισµού αποτέλεσε ο ρώσο-τουρκικός πόλεµος του 1877-1878. Ο πόλεµος είχε ως αποτέλεσµα την ήττα των Οθωµανών και η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που ακολούθησε, τον Μάρτιο του 1878, προκάλεσε σηµαντικές ανακατατάξεις στα εθνικά σύνορα των κρατών της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η Ρουµανία (Βλαχία και Μολδαβία), η Σερβία και το Μαυροβούνιο ανακηρύχθηκαν πλήρως ανεξάρτητα κράτη, ενώ η Βοσνία και Ερζεγοβίνη πέρασε υπό αυστριακό έλεγχο. Η συνθήκη προέβλεπε και την ίδρυση της αυτόνοµης ηγεµονίας της Βουλγαρίας τα εδάφη της οποίας εκτίνονται από την Αδριανούπολη µέχρι τον ∆ούναβη και από την Μαύρη Θάλασσα µέχρι την Αχρίδα και την Κορυτσά συµπεριλαµβάνοντας και το µεγαλύτερο κοµµάτι της Μακεδονίας. Η υπογραφή της συνθήκης προκάλεσε την άµεση αντίδραση τόσο των υπολοίπων βαλκανικών κρατών που θεωρούσαν ότι αδικήθηκαν από την κατανοµή των εδαφών, όσο και των µεγάλων δυτικών δυνάµεων που θεωρούσαν πως η δηµιουργία της µεγάλης Βουλγαρίας διατάρασσε το status quo της ανατολικής µεσογείου προς όφελος της Ρωσίας.

Η αντίδραση της Βρετανίας κατά κύριο λόγο αλλά και της Αυστρίας οδήγησε στην διεξαγωγή του Συνεδρίου του Βερολίνου (Ιούνιος -Ιούλιος 1878) µε βασικό σκοπό την ακύρωση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και την ορθολογικότερη αναδιανοµή των βαλκανικών εδαφών. Στο συνέδριο συµµετείχαν οι πληρεξούσιοι της Αγγλίας, Αυστροουγγαρίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Οθωµανικής και Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ενώ προήδρευε ο Γερµανός καγκελάριος Μπίσµαρκ. Στο συνέδριο επίσης παραβρίσκονταν και εκπρόσωποι της Ελλάδας, της Σερβίας, της Ρουµανίας και του Μαυροβουνίου.
Οι ανακατατάξεις προκάλεσε στα Βαλκάνια η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου δεν άφησαν αδιάφορους τους Αλβανούς εθνικιστές καθώς ένα µεγάλο µέρος αλβανικών πληθυσµών τέθηκε κάτω από την σκέπη της Βουλγαρικής ηγεµονίας, ενώ παράλληλα η Ελλάδα και το Μαυροβούνιο µε τις αντιδράσεις τους έγειραν απαιτήσεις για «αλβανικά» εδάφη στην Ήπειρο και στην Σκόνδρα αντίστοιχα. 

Σε µία προσπάθεια να προασπίσουν τα αλβανικά συµφέροντα οι Αλβανοί διανοούµενοι της Κωνσταντινούπολης, µε επικεφαλείς τους Αµπντούλ και Σάµι Φρασέρι, Πάσκο Βάσα, Γιάννη Βρετό κ.α, ίδρυσαν την «Κεντρική Επιτροπή για την υπεράσπιση των δικαιωµάτων της αλβανικής εθνότητας», µε την οποία διακήρυσσαν την πρόθεση τους για ειρηνική συµβίωση µε τους Έλληνες, Σέρβους και Βούλγαρους γείτονες µε την προϋπόθεση όµως πως όλα τα αλβανικά εδάφη θα παραµείνουν στους Αλβανούς. Τον Μάιο του ίδιου έτους η επιτροπή κάλεσε µία παναλβανική συνάντηση που πραγµατοποιήθηκε στις 10 Ιουνίου -µόλις 3 µέρες πριν ξεκινήσει το Συνέδριο του Βερολίνου- στην Πριζρένη. Στην συνάντηση συµµετείχαν περίπου 300 αντιπρόσωποι του αλβανικού ισλαµικού κλήρου και τοπικών φυλετικών παραγόντων και αποφασίστηκε η ίδρυση µίας κοινής εθνικής οργάνωσης της «Αλβανικής Ένωσης για τα ∆ικαιώµατα του Αλβανικού Έθνους», η οποία έγινε γνωστή ως Λίγκα (Σύνδεσµος) της Πρισρένης. 
Αρχική επιδίωξη της Λίγκας ήταν η ένωση όλων των «αλβανικών εδαφών» που µέχρι τότε ήταν διηρηµένα στα βιλαέτια Σκόδρας, Κοσσυφοπεδίου, Μοναστηρίου και Ιωαννίνων σʼένα «αυτόνοµο» βιλαέτι υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Γι’ αυτόν τον σκοπό µέλη της ένωσης επιχείρησαν να παραβρεθούν στο Συνέδριου του Βερολίνου και απέστειλαν υποµνήµατα στους πρεσβευτές των Μεγάλων ∆υνάµεων για να γνωστοποιήσουν το αλβανικό ζήτηµα. Οι Αλβανοί εκπρόσωποι όµως δεν έγιναν δεκτοί από τους συνέδρους, µε τον Μπίσµαρκ να αρνείται ακόµη και την ύπαρξη αλβανικού έθνους.
Ο Σύνδεσµος της Πρισρένης είχε καταρχήν την αµέριστη συµπαράσταση των οθωµανικών αρχών που διέβλεπαν πως µε την ανακίνηση του αλβανικού ζητήµατος θα πετύχαιναν µικρότερο διαµοιρασµό των Οθωµανικών αλβανικών εδαφών στους βαλκάνιους γείτονες. Υποστήριξη παρείχε και η ιταλική πλευρά, η οποία πάρα την πρόσφατη ίδρυση του Ιταλικού κράτους προσέβλεπε και σε µία επέκταση στην ανατολική πλευρά των παραλίων της Αδριατικής, ενώ την ίδια στάση κρατούσε και η Αυστροουγγαρία.

Μετά το συνέδριο του Βερολίνου ο Σύνδεσµος της Πρισρένης συνέχισε να προωθεί τα ζητήµατα της αλβανικής αυτονοµίας, ενώ µε την παράλληλη επινόηση του αλβανικού αλφαβήτου ανέλαβε την προσπάθεια διάδοσης της αλβανικής γλώσσας. Η ανοχή των τουρκικών αρχών συνεχίστηκε µέχρι το 1881 όταν ο Σουλτάνος Αµπντούλ Χαµίτ διέταξε την σύλληψη των ηγετών της οργάνωσης και την αναστολή της λειτουργίας της, καθώς η αναµόχλευση του αλβανικού ζητήµατος δεν εξυπηρετούσε τα συµφέροντα της Υψηλής Πύλης, µιας και πλέον είχαν ολοκληρωθεί οι διαπραγµατεύσεις και για τον καθορισµό των ελληνοτουρκικών συνόρων.

Ο Σύνδεσµος της Πρισρένης παρά την βραχύβια διάρκεια και τα πενιχρά του αποτελέσµατα αποτελεί ορόσηµο για τον αλβανικό εθνικισµό καθώς συνετέλεσε σηµαντικά στην γένεση της αλβανικής εθνικής συνείδησης. Η ύπαρξη του Συνδέσµου συνέβαλε σηµαντικά στην ίδρυση πλήθους νέων οργανώσεων, κυρίως της διασποράς, οι οποίες αποσκοπούσαν στην εθνική αφύπνιση των Αλβανών και στην διάδοση των αλβανικών γραµµάτων. Τέτοιες οργανώσεις ήταν η Drita («Φως») και Ditturia («Γνώση») στην Ρουµανία, Deshira («Πόθος») στην Βουλγαρία, η Αλβανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο κ.α.

Ο αλβανισµός εκδηλώθηκε κυρίως ως έκφραση διαφορετικότητας πρωτίστως από την τουρκική, την ελληνική και δευτερευόντως από την σλαβική ταυτότητα. Στο πλαίσιο αυτό υιοθετήθηκαν πλήρως από τους Αλβανούς εθνικιστές οι - αµφισβητούµενες σήµερα- θεωρίες περί αυτοχθονίας των Αλβανών και περί Ιλλυρικής ή Πελασγικής καταγωγής τους, που αναπτύχθηκαν κατά κόρον κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα από τον Φελµεράγιερ και άλλους δυτικούς επιστήµονες. Για τους αλβανιστές αυτές οι θεωρίες όχι µόνο αναδείκνυαν τους Αλβανούς ως την αρχαιότερη φυλή των Βαλκανίων αλλά τους ανακήρυσσαν και ως προγόνους των Ελλήνων και του αρχαιοελληνικού πολιτισµού.

Ένα άλλο στοιχείο που χρησιµοποίησε ο αλβανισµός για να αναδείξει την εθνική του ταυτότητα ήταν οι αγώνες του Γεώργιο Καστριώτη ή Σκεντέρµπεη που ως αρχηγός όλων των αλβανικών φυλών κατά την περίοδο 1444–1466, κατάφερε και απέκρουσε, 13 τουρκικές εισβολές. Στο παράδειγµα του Σκεντέρµπεη οι Αλβανοί εθνικιστές βρήκαν την βάση για να αναπτύξουν µια εθνική ρητορική και ιδεολογία περί αντίστασης κατά των οθωµανών. Μετέπειτα αυτό το στοιχείο του αλβανικού εθνικισµού το δανείστηκαν και οι κοµµουνιστές, οι οποίοι συνέδεσαν το κίνηµά τους κατά την εθνική αντίσταση µε τους αγώνες του Σκεντέρµπεη, στην προσπάθεια τους να σφυρηλατήσουν την εθνική ταυτότητα στο πλαίσιο του ιδιόρρυθµου σοσιαλιστικού τύπου εθνικισµού. 

Ο Ενβέρ Χότζα χρησιµοποιούσε τακτικά το παράδειγµα του Καστριώτη στους λόγους του και δεν είναι τυχαίο πως το 1968 η κεντρική πλατεία των Τιράνων ονοµάστηκε πλατεία Σκεντέρµπεη και στο κέντρο της τοποθετήθηκε ένα τεράστιο άγαλµα του.

Παρά ταύτα και σε αντίθεση µε ότι συνέβαινε στην αλβανική διασπορά, η ανάπτυξη του εθνικιστικού ρεύµατος στην αλβανική ενδοχώρα καθυστερούσε εξαιτίας του αναλφαβητισµού του πληθυσµού, των θρησκευτικών διαχωρισµών αλλά και των προνοµίων που απολάµβαναν εντός της οθωµανικής αυτοκρατορίας οι σουνίτες µουσουλµάνοι Αλβανοί, οι οποίοι θεωρούνταν ισότιµοι µε τους Τούρκους πολίτες και βρίσκονταν σε θέση ισχύος έναντι των αλλόθρησκων ραγιάδων.

Οι Αλβανοί εθνικιστές επιζήτησαν τρόπους να συγκεράσουν τις θρησκευτικές διαφορές και να ενοποιήσουν τον αλβανικό λαό. Ο εθνικός ποιητής των Αλβανών Ναΐµ Φρασέρι για παράδειγµα θεωρούσε πως το χάσµα µεταξύ των χριστιανών και των σουνιτών µουσουλµάνων µπορούσε να γεφυρωθεί µε την ένταξη όλων των Αλβανών στο µετριοπαθές ισλαµικό τάγµα των µπεκτασήδων που διατηρούσε και χριστιανικά στοιχεία θρησκευτικότητας. Άλλες προτάσεις προωθούσαν την Ουνία ως µέσο ενοποίησης των χριστιανών ή ακόµη και τον προτεσταντισµό ως κάτι καινούριο που θα προσέλκυε πιστούς και από τις τέσσερις θρησκευτικές κοινότητες. Η πραγµατοποίηση όµως οποιουδήποτε τέτοιου σεναρίου θα απαιτούσε την συγκατάθεση και την συνεργασία όλων των εµπλεκόµενων θρησκευτικών κοινοτήτων, κάτι που στην πράξη ήταν αδύνατο.

Ένα βασικό εµπόδιο που είχαν να αντιµετωπίσουν οι αλβανιστές, ήταν αυτό των ιερατείων, καθώς οι περισσότεροι ιερείς είτε δεν ήταν Αλβανοί είτε δεν είχαν ανεπτυγµένη αλβανική εθνική συνείδηση και θεωρούταν όργανα ξένων δυνάµεων. Έτσι οι µουσουλµάνοι ιερείς θεωρούνταν ότι προωθούσαν τα συµφέροντα των Οθωµανών, οι ορθόδοξοι τα συµφέροντα των Ελλήνων και οι καθολικοί τα
συµφέροντα της Ιταλίας και της Αυστρουγγαρίας. Στην διαµόρφωση αυτής της άποψης συνέβαλε και η παντελής απουσία της αλβανικής γλώσσας από την λατρεία και η χρήση της αραβικής, της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας αντίστοιχα.

Την κατάσταση της θρησκευτικής διάσπασης των Αλβανών περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά ο πολιτικός και ποιητής της αλβανικής αναγέννησης Πάσκο Βάσα (1825-1892), στο ποίηµα του "O moj Shqypni e mjera Shqypni" («Ω! Αλβανία, φτωχή Αλβανία»). Σύµφωνα µε το ποίηµα του Βάσα, η θρησκευτική διαίρεση ήταν ένα µέσο των ξένων δυνάµεων για να διαιωνίζεται η σκλαβιά του αλβανικού λαού. Ενδεικτικά µερικοί από τους στίχους:
«[...] Αλβανοί! Σκοτώνετε τα αδέρφια σας, 
Σε εκατό οµάδες είστε χωρισµένοι,
Κάποιοι λένε είµαστε Τούρκοι, 
άλλοι είµαστε Λατίνοι, 
Μερικοί λένε Έλληνες και άλλοι πως Σλάβοι είναι, 
Μα είστε όλοι αδέρφια άµοιροι άνθρωποι,
Ιερείς και χοτζάδες σας έχουν κάνει βουβούς 
Για να σας κρατούν διασπασµένους και φτωχούς,
[...]Έχετε γίνει υπηρέτες του ξένου,,
που δεν έχει ούτε την γλώσσα, ούτε το αίµα σας[...] 
Ξυπνήστε, Αλβανοί, ξυπνήστε απ’ τον λήθαργο σας. 
και όλοι σαν αδερφοί να δεθούµε µε έναν όρκο
και µην κοιτάτε σε εκκλησιά η τζαµί.
Η πίστη των Αλβανών είναι ο Αλβανισµός!»


Η τελευταία φράση του ποιήµατος καθιερώθηκε στις αντιλήψεις των Αλβανών εθνικιστών και αποτέλεσε βασικό και επαναλαµβανόµενο µοτίβο σε όλα τα κείµενα της αλβανικής αναγέννησης. 

∆εν είναι τυχαίο πως µε βάση το συγκεκριµένο ποίηµα εκδηλώθηκε κατά γράµµα και η θρησκευτική πολιτική που ακολούθησε ο Ενβέρ Χότζα µερικές δεκαετίες αργότερα. Την σηµασία αυτού του ποιήµατος ανέφερε και ο ίδιος ο Αλβανός ηγέτης µε άρθρο του στην εφηµερίδα Bashkimi, µε αφορµή την επέτειο των εκατό χρόνων από την έκδοση του: «Ήξερε (ο Βάσα) πώς να συνοψίσει την Αλβανική πραγµατικότητα εκείνης της εποχής σωστά και µε ακρίβεια και να εκφράσει σε µια τέλεια ποιητική φόρµα ότι, πάνω απ 'όλους και πρώτα απ' όλα, «η θρησκεία των Αλβανών είναι η Αλβανία.» Ακριβώς γι’ αυτό, αυτό το ποίηµα κουβαλά το πνεύµα της ενότητας του έθνους, γιατί συνοψίζει το υπέρτατο συµφέρον του έθνους, το πνεύµα της αντίστασης µέχρι τέλους κατά των εχθρών και την πίστη στο µέλλον του λαού. Ήταν µια σηµαία του αγώνα ενάντια στις θρησκευτικές διασπάσεις και τους εδαφικούς διαχωρισµούς και εναντίον της παράδοσης και της υποταγής στους ξένους.»

Κατά το τέλος του 19ου αιώνα εµφανίστηκε µια ανάπτυξη των αλβανικών γραµµάτων καθώς οι αλβανικές εθνικιστικές οργανώσεις των παροικιών εξέδιδαν πλήθος αλβανικών εφηµερίδων και µεταφράσεις κειµένων. Ταυτόχρονα µε πρωτοβουλία και πάλι των αλβανών των παροικιών, ιδρύθηκαν στην Αλβανία και τα πρώτα σχολεία στα οποία διδάσκονταν η αλβανική γλώσσα.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, παρόλη την πρόοδο που είχε σηµειωθεί, η διάδοση του κινήµατος του αλβανισµού στον αλβανικό πληθυσµό παρέµεινε θρησκευτικά και γεωγραφικά ανοµοιογενής. Μεγαλύτερη ανταπόκριση παρουσιάστηκε στις περιοχές του αλβανικού νότου που επικρατούσαν οι ορθόδοξοι και οι µπεκτασικοί πληθυσµοί. Σ’ αυτό συνέβαλε και η πρόσβαση τους σε µεγάλα εµπορικά κέντρα της εποχής όπως ήταν η Κορυτσά και τα Ιωάννινα, πόλεις στις οποίες µπορούσαν να έρθουν σε επαφή και µε τα ελληνικά γράµµατα.

Το κύριο στοιχείο που βοήθησε στην αλβανική εθνική αφύπνιση ήταν η διεκδίκηση από τις γειτονικές χώρες εδαφών που οι Αλβανοί τα θεωρούσαν δικά τους. Μεγαλύτερη απειλή σε αυτή την περίπτωση φάνταζε η Ελλάδα, η οποία διεκδικούσε τις περιοχές της Ηπείρου. Ανάλογες βλέψεις όµως υπήρχαν και από την Σερβία και το Μαυροβούνιο, ενώ και η στάση της Ιταλίας και της Αυστρουγγαρίας µόνο αδιάφορη δε µπορεί να χαρακτηριστεί. Την ανασφάλεια των Αλβανών σε σχέση µε τους γείτονες ενέτειναν τεχνηέντως και οι Τούρκοι, όχι βέβαια επειδή ήθελαν να αφυπνίσουν εθνικά τους Αλβανούς, αλλά γιατί επιθυµούσαν να συσπειρώσουν τους όλους µουσουλµάνους ενάντια στην «χριστιανική» απειλή και να αποτραπεί η διάσπαση της αυτοκρατορίας. 

Την στιγµή που οι Οθωµανοί προσπαθούσαν να συσπειρώσουν τους µουσουλµάνους µια µερίδα ορθόδοξων αλβανιστών επιχείρησε να διαχωριστεί από την υπόλοιπη Εκκλησία και εξέφρασε την πρόθεση δηµιουργίας µίας αυτόνοµης, αποκοµµένης από το Οικουµενικό Πατριαρχείο, Αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία θα εισήγαγε στην λατρεία την αλβανική γλώσσα. Οι εθνικιστές πίστευαν πως αυτό ήταν ένα απαραίτητο βήµα, ώστε να ελαττωθεί η ελληνική επιρροή και να επιτευχθεί η δηµιουργία ανεξαρτήτου αλβανικού κράτους µιας και το πατριαρχείο θεωρούταν πρέσβης των ελληνικών συµφερόντων στην περιοχή.

Προς αυτή την κατεύθυνση εργάστηκε εντατικά ο Θεοφάνης Μαυροµάτης γνωστότερος ως Φαν Νόλι. Ο Νόλι δεν συµφωνούσε µε όσους αναζητούσαν την κατάλληλη για τους Αλβανούς θρησκευτική φόρµουλα, καθώς πίστευε πως το θρησκευτικό πρόβληµα της Αλβανίας δεν ήταν ζήτηµα εύρεσης νέας οµολογίας πίστης αλλά ζήτηµα εύρεσης Αλβανών πατριωτών ιερέων µε παράλληλη εισαγωγή της αλβανικής γλώσσας στην λατρεία.
Η εθνικιστική δραστηριότητα του Νόλι ξεκίνησε από τις αλβανικές παροικίες της Αιγύπτου και συνεχίστηκε στην Αµερική στην οποία µετανάστευσε το 1906. Εκεί εντάχθηκε στην οργάνωση Mall’i Memenheut («Νοσταλγία για την πατρίδα») και συνεργάστηκε µε τους Σωτήρ Πέτσι και Φαϊκ Μπέη Κονίτζα. ∆ύο χρόνια αργότερα (8 Μαρτίου 1908) χειροτονήθηκε ιερέας και στην συνέχεια επίσκοπος από τον Ρώσο αρχιεπίσκοπο Αµερικής, Καναδά και Αλάσκας Πλάτωνα.
Με την ανάληψη των επισκοπικών του καθηκόντων ο Νόλι αυτοανακηρύχτηκε «γενικός ποιµήν και πνευµατικός αρχηγός άπαντων των ορθοδόξων της Αµερικής» και εισήγαγε την αλβανική γλώσσα στην λατρεία. Γι’ αυτόν τον σκοπό µάλιστα εξέδωσε και µεταφράσεις λειτουργικών βιβλίων στην αλβανική, οι οποίες περιλάµβαναν την λειτουργία του Ιωάννη του Χρυσοστόµου, τον όρθρο, τον Εσπερινό, τις ακολουθίες των µυστηρίων κ.α.
Το παράδειγµα του Νόλι άρχισαν σταδιακά να ακολουθούν και άλλοι ιερείς και σύντοµα αυξήθηκαν οι πιέσεις προς το Οικουµενικό Πατριαρχείο ώστε να επιτρέψει την εισαγωγή της αλβανικής γλώσσας και στις µητροπόλεις της Αλβανίας. Το Πατριαρχείο όµως δε µπορούσε να δεχθεί κάτι τέτοιο άµεσα για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν πως οι µεταφράσεις του Νόλι ήταν αυθαίρετες και απαιτούνταν χρόνος για να δηµιουργηθούν ορθές και ο δεύτερος είναι πως µ’ αυτόν τον τρόπο θα αποκλείονταν από το ελληνικό λειτουργικό οι Έλληνες της βορείου ηπείρου.

Αντίθετα µε ότι συνέβαινε στους ορθόδοξους σε σχέση µε τον εθνικιστικό αναβρασµό, ηπιότερη ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στους σουνίτες µουσουλµάνους, οι οποίοι δεν προσδοκούσαν στην δηµιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους και προσανατολίζονταν περισσότερο σε µία διευρυµένη αυτονοµία, εντός των ορίων του τουρκικού κράτους. Αυτό συνέβαινε γιατί πέρα από το ότι το οθωµανικό κράτος τους διασφάλιζε αυξηµένα προνόµια σε σχέση µε τους πολίτες των άλλων δογµάτων παράλληλα πίστευαν πως τους προφύλασσε από τον ελληνικό- χριστιανικό επεκτατισµό. Γι’ αυτό τον λόγο µία µεγάλη µερίδα των σουνιτών στράφηκε προς το ανερχόµενο εκείνη την περίοδο κίνηµα των Νεότουρκων, το οποίο διακήρυσσε πως θα παραχωρούσε στις µειονότητες αυξηµένα δικαιώµατα αυτονοµίας.
Οι προσδοκίες που δηµιούργησαν οι Νεότουρκοι σύντοµα διαψευστήκαν προκαλώντας τη δυσφορία των Αλβανών. Σχεδόν ταυτόχρονα ξέσπασε ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεµος (Οκτώβριος 1912 - Μάιος 1913) κατά τον οποίο η Οθωµανική Αυτοκρατορία υπέστη συντριπτική ήττα. Η τουρκική υποχώρηση στα βαλκάνια έκανε πιθανό το ενδεχόµενο να τεθούν τα αλβανικά εδάφη κάτω από την κυριαρχία των Ελλήνων ή των Σέρβων. Αυτό αφύπνισε την εθνική συνείδηση των Αλβανών, οι οποίοι υπό την καθοδήγηση του Ισµαήλ Κεµάλ Βλιώρα έσπευσαν και ανακηρύξαν από την Αυλώνα την ανεξαρτησία της Αλβανίας (29 Νοεµβρίου).

Τον Ιούνιο του 1913 µε την συµφωνία του Λονδίνου η Αλβανία αναγνωρίστηκε από τις µεγάλες δυνάµεις ως αυτόνοµη ηγεµονία, και τέθηκε κάτω από την εξουσία του Γερµανού Πρίγκιπα Wield. Στα σύνορα της ηγεµονίας συµπεριλαµβάνονταν και η Βόρεια Ήπειρος.
Το ξέσπασµα όµως του Α' Παγκοσµίου Πολέµου έθεσε υπ’ ατµόν την ύπαρξη της Αλβανίας, καθώς πολλά από τα εδάφη της προτείνονταν από τις Μεγάλες ∆υνάµεις ως ανταλλάγµατα στα υπόλοιπα κράτη της βαλκανικής, ώστε να δελεαστούν και να λάβουν µέρος στις εχθροπραξίες. Ταυτόχρονα καθ’όλη την διάρκεια του πολέµου, πόλεις ή και ολόκληρες περιοχές της χώρας τέθηκαν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο συµµαχικών ή µη στρατευµάτων για να εξυπηρετούνται καλύτερα οι ανάγκες του
µετώπου, καταργώντας ουσιαστικά κάθε έννοια αυτονοµίας. Αυτό επηρέασε ιδιαίτερα την Βόρειο Ήπειρο, η οποία µετατράπηκε σε ένα θέρετρο συνεχών αντεγκλήσεων µεταξύ των Ελλήνων, των Ιταλών και των Γάλλων που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της περιοχής.

Τελικά µε τη λήξη του πολέµου η Αλβανία αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως επίσηµο κράτος (17 ∆εκεµβρίου 1920) και λίγους µήνες αργότερα έγινε δεκτή ως µέλος και στην Κοινωνία των Εθνών (29 Ιουλίου 1921). Παράλληλα µετά από συνεχείς διακρατικές διαπραγµατεύσεις µεταξύ των µεγάλων δυνάµεων και των ενδιαφεροµένων βαλκανικών χωρών, τα σύνορα της Αλβανίας επικυρώθηκαν ως αυτά που αναγνωρίστηκαν το 1913 στην διάσκεψη του Λονδίνου.
Το νεοϊδρυθέν αλβανικό κράτος αποτέλεσε πόλο έλξης για πολλούς από τους εθνικιστές της διασποράς. Ανάµεσα σε αυτούς που έσπευσαν στην Αλβανία ήταν οι κληρικοί Ατ Βασίλειος Μάρκου, Ευάγγελος Τσάµτσης και ο Φαν Νόλι, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Αµερική όπου βρίσκονταν µέχρι το 1920 και εγκαταστάθηκαν στην Κορυτσά. Οι τρείς κληρικοί εκµεταλλευόµενοι και του γεγονότος ότι και οι τέσσερις µητροπόλεις της Αλβανίας και της Βορείου Ηπείρου παρέµεναν ακέφαλες, πρωτοστάτησαν στις διαδικασίες ίδρυσης Αυτοκέφαλης Αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το Πατριαρχείο από την πλευρά του εξέφραζε αντιρρήσεις για κάτι τέτοιο καθώς το θεωρούσε εντελώς πρώιµο, όµως συζητούσε το ενδεχόµενο να προχωρήσει στην παραχώρηση διευρυµένης διοικητικής αυτονοµίας.

Η άποψη του Πατριαρχείου ποσώς ενδιέφερε τους εθνικιστές, καθώς αυτό που τους απασχολούσε πρώτιστα ήταν να αποκόψουν κάθε ελληνική επιρροή στην Αλβανία. Έτσι στις 10 Σεπτεµβρίου 1922 διεξήχθη στο Βεράτιο αντικανονικό κληρικολαϊκό συνέδριο µε την συµµετοχή 33 αντιπροσώπων και µε το οποίο αποφασίστηκε η πραξικοπηµατική ανακήρυξη της Αλβανικής εκκλησίας σε αυτοκέφαλη. Πρόεδρος του συνεδρίου ορίστηκε ο Ιερέας Ιωσήφ Παπαπέτρου, ενώ σηµαντικό ρολό σε όλη την εξέλιξη της διαδικασίας έπαιξαν οι Ατ Βασίλειος Μάρκου, ως εκπρόσωπος της παράταξης του Φαν Νόλι και ο Βησσαρίων Τζοβάνι, ως αντιπρόσωπος των θέσεων της αλβανικής κυβέρνησης και της εκκλησίας της Σερβίας.
Η σύνθεση του συνεδρίου ήταν τέτοια που δεν υπήρχε καµιά δυσκολία στο να επικρατήσουν οι απόψεις της παρατάξεως του Φαν Νόλι και να αποφασιστεί η αντικανονική ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της Αλβανικής εκκλησίας. Παράλληλα συντάχθηκε προσωρινό καταστατικό που αποτελούνταν από 14 άρθρα, το οποίο θεσµοθετούσε το δικαίωµα χειροτονίας επισκόπων και καθιέρωνε την Αλβανική ως γλώσσα λατρείας. Ταυτόχρονα ορίστηκε και µία προσωρινή διοίκηση της εκκλησίας που απαρτίζονταν από κληρικούς και λαϊκούς η οποία ανέλαβε καθήκοντα µέχρι την σύσταση νέας Ιεράς Συνόδου. Όλες οι διαδικασίες του συνεδρίου διεξήχθησαν κάτω από την αµέριστη συµπαράσταση της αλβανικής κυβέρνησης, η οποία στις 18 του ιδίου µήνα αναγνώρισε όλες τις αποφάσεις του.
Σε µία προσπάθεια διερεύνησης και διευθέτησης του ζητήµατος το Πατριαρχείο απέστειλε στην Αλβανία ως έξαρχο τον επίσκοπο Μιλητουπόλεως Ιερόθεο που είχε καταγωγή από το Τσαρίτσοβο Πρεµέτης της Βορείου Ηπείρου. Ο Ιερόθεος όµως αµέσως µετά την άφιξη του στην Κορυτσά δεν άργησε να αλλάξει στρατόπεδο και συντάχθηκε µε την πλευρά των αλβανιστών. Ο ίδιος διαµεσολάβησε και έπεισε και τον επίσκοπο Συνάδων Χριστόφορο Κίσση, να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο και να γυρίσει στον τόπο καταγωγής του. Η ύπαρξη των δύο αρχιερέων έδινε στην Αλβανική Εκκλησία την δυνατότητα συγκρότησης Συνόδου. Με απόφαση της κληρικολαϊκής διοίκησης ο Ιερόθεος ανέλαβε την θέση του Μητροπολίτη Κορυτσάς, ενώ ο Χριστόφορος τοποθετήθηκε στην Μητρόπολη Βελεγράδων. Αυτοί οι δύο µε την σειρά τους εξέλεξαν και χειροτόνησαν τον Φαν Νόλι Μητροπολίτη ∆υρραχίου.
Ο Νόλι παράλληλα µε τα ιερατικά του καθήκοντα παρουσίαζε και µεγάλη πολιτική δραστηριότητα αρχικά ως βουλευτής και στην συνέχεια και ως Πρωθυπουργός όπου ανέλαβε µε την λεγόµενη Επανάσταση του Ιουλίου του 1924 και την ανατροπή του Αχµέντ Ζώγου. Τον ∆εκέµβρη όµως του ίδιου χρόνου ο Ζώγου µε την βοήθεια των Σέρβων ανέτρεψε τον Νόλι και επανήλθε στην εξουσία αναγκάζοντας τον Αλβανό επίσκοπο να καταφύγει αρχικά στην Ιταλία και στην συνέχεια να επιστρέψει στην Αµερική.

Τα επόµενα χρόνια υπήρξαν προσπάθειες προσεγγίσεως µεταξύ του Πατριαρχείου
µε την Αλβανική εκκλησία. Το 1929 µάλιστα φάνηκε πως το ζήτηµα έφτασε κοντά στην διευθέτηση του, όµως µε παρέµβαση της αλβανικής κυβέρνησης που δεν επιθυµούσε την αποκατάσταση των σχέσεων µε το Πατριαρχείο, η προσπάθεια ναυάγησε.
Ταυτόχρονα αποφασίστηκε η αποµάκρυνση από κάθε ιεροπραξία του µητροπολίτη Κορυτσάς Ιερόθεου, ενώ παράλληλα αποµακρύνθηκε και ο µητροπολίτης Βελεγράδων Χριστόφορος ο οποίος κλείστηκε σε µοναστήρι (ο Χριστόφορος επανήλθε το 1933 ως Επίσκοπος Κορυτσάς).

Με την αποµάκρυνση του Ιερόθεου και του Χριστοφόρου και την εξορία του Νόλι η Αλβανική εκκλησία παρέµεινε για άλλη µία φορά χωρίς αρχιερείς. Γι’ αυτό τον λόγο η αλβανική κυβέρνηση επιστράτευσε τον Αλβανό επίσκοπο Βησσαρίωνα Τζοβάνι και τον Σέρβο επίσκοπο Βίκτωρα Μιχαήλοβιτς και τους ανέθεσε να οργανώσουν την εκκλησία της Αλβανίας και να συγκροτήσουν ιερά συνοδό. Τον Φεβρουάριο του 1929 οι δυο τους χειροτόνησαν επισκόπους τους Αλβανούς αρχιερείς Αγαθάγγελο Τσάµη, ως µητροπολίτη Βελεγράδων, τον Αµβρόσιο ως µητροπολίτη ∆ρυινουπόλεως και τον Ευθύµιο, ως βοηθό επίσκοπο του Βησσαρίωνα, ο οποίος ονοµάστηκε αρχιεπίσκοπος και τοποτηρητής της µητρόπολης Κορυτσάς. Οι αρχιερείς αυτοί συγκροτήσαν ιερά συνοδό, η οποία αναγνωρίστηκε µε διάταγµα της αλβανικής κυβέρνησης στις 26 Φεβρουαρίου 1929.

Η απάντηση του Οικουµενικού Πατριαρχείου ήταν η αυτόµατη καθαίρεση όλων των κληρικών (εκτός του επισκόπου Σκόδρας Βίκτωρα) που συµµετείχαν στον σχηµατισµό της συνοδού. Παράλληλα διαµαρτυρήθηκε έντονα στην αλβανική κυβέρνηση, ενώ ενηµέρωσε και όλες τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες για τις αντικανονικές πράξεις που πραγµατοποιηθήκαν στην Αλβανική εκκλησία.

Τον Ιούνιο συγκλήθηκε στην Κορυτσά το δεύτερο κληρικολαϊκό συνέδριο, το οποίο συνέταξε το νέο καταστατικό της ορθόδοξης εκκλησιάς της Αλβανίας. Το νέο καταστατικό περιείχε 64 άρθρα. Η αλβανική κυβέρνηση επικύρωσε το καταστατικό ως νόµο του κράτους και το δηµοσίευσε στην εφηµερίδα της κυβερνήσεως. Το 1930 ψηφίστηκε το νοµοθετικό διάταγµα για τις θρησκευτικές κοινότητες που συµπεριλάµβανε 34 άρθρα και µε το οποίο η εκκλησιά υπήχθη στο κράτος, ενώ τον επόµενο χρόνο εγκρίθηκε και ο κανονισµός για την διοίκηση της εκκλησίας.

Όσο παρέµενε το ζήτηµα της Αλβανικής εκκλησίας άλυτο τόσο διογκώνονταν τα προβλήµατα των Αλβανών πιστών. Η καταπάτηση των δικαιωµάτων των ορθοδόξων από την πλευρά των µουσουλµάνων και η καταπίεση που υφίσταντο µέρα µε την µέρα χειροτέρευε. Παράλληλα το Βατικανό είχε βρει ελεύθερο πεδίο για να προωθήσει την προπαγάνδα του διαµέσου των ουνιτών. Η ουνιτική δράση προκάλεσε την αντίδραση των ορθοδόξων, οι οποίοι το 1936 ξεσηκωθήκαν και απαίτησαν λύση του εκκλησιαστικού ζητήµατος και ανασυγκρότηση της Αλβανικής εκκλησίας. Γι’ αυτόν τον λόγο συγκαλέσθηκε τον Μάιο του 1936 συνέδριο στην πόλη της Κορυτσάς. Στο συνέδριο συµµετείχε και ο Βησσαρίων Τζοβάνι, ο οποίος ενώπιον των συνέδρων υπέβαλε την παραίτηση του. Με αυτό τον τρόπο ξανάνοιξε ο δρόµος προσέγγισης µε το Οικουµενικό πατριαρχείο. Στις προσπάθειες διευθέτησης του ζητήµατος µεταξύ των άλλων ορθοδόξων πρωτοστάτησε και ο Χριστόφορος Κίσσης.

Τελικά µετά από διαπραγµατεύσεις µεταξύ Οικουµενικού Πατριαρχείου και Αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας το ζήτηµα του αυτοκεφάλου διευθετήθηκε. Η συµφωνία επισηµοποιήθηκε στις 12 Απριλίου 1937 µε την έκδοση του πατριαρχικού τόµου µε τον οποίο ανακηρύσσονταν η ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας αυτοκέφαλη. Η Μητρόπολη ∆υρραχίου µετονοµάσθηκε σε Μητρόπολη Τίρανων, ∆υρραχίου και Ελβασάν µε επίσκοπο τον Χριστόφορο Κίσση και υποβιβάσθηκαν σε επισκοπές οι
µητροπόλεις Κορυτσάς και Βελεγράδων. Η Αλβανική εκκλησία κατετάχθει αµέσως
µετά την εκκλησία της Πολωνίας.






Σχόλια