Η Δρόπολη στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος -6ος αι.)

Ως αφετηρία της βυζαντινής περιόδου της Ηπειρωτικής ιστορίας λογίζεται αβίαστα µε τις µεταρρυθµίσεις του διοικητικού συστήµατος της αυτοκρατορίας, που εισήγαγε ο ∆ιοκλητιανός (284-305). Αυτές κατέληξαν στην ίδρυση των επαρχιών Παλαιάς Ηπείρου (Epirus Vetus) και Νέας Ηπείρου (Epirus Nova). 
Η Παλαιά Ήπειρος, στην οποία ανήκε η επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως, κάλυπτε σχεδόν την ίδια έκταση µε την επαρχία της Ηπείρου που είχε ιδρύσει ο αυτοκράτορας Τραϊανός το 114/15 µ.Χ., περιλαµβάνοντας την περιοχή από τις εκβολές του Αχελώου έως τα Ακροκεραύνια όρη, και διατηρήθηκε µέχρι τους χρόνους του ∆εσποτάτου. Έδρα του διοικητή της επαρχίας, που είχε το αξίωµα του «ηγεµόνος», ήταν η Νικόπολη. 
Η Ήπειρος, όπως και τα περισσότερα µέρη της Βαλκανικής (Ελλάδα, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, δυτική Βουλγαρία) υπό την κυριαρχία του Γρατιανού και του Θεοδοσίου του Μεγάλου, κατά το έτος 376 µ.Χ. προσαρτήθηκε πολιτικώς στο ανατολικό Ιλλυρικό του τότε Ρωµαϊκού κράτους, όχι όµως και εκκλησιαστικώς. Μέχρι το σχίσµα του Ακάκιου (484-519) οι Πάπες ασκούσαν πραγµατική δικαιοδοσία επί αυτών των εκκλησιαστικών περιφερειών, αν και το 421 µ.Χ., ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄ (408-450) δια νόµου τις υπήγαγε στη δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως. Στις επαρχίες του ανατολικού Ιλλυρικού η γλώσσα της λατρείας ήταν η ελληνική και οι επίσκοποι των ελληνικών επαρχιών ήταν ελληνόφωνοι, αλλά γνώριζαν και τη λατινική. 
Σύµφωνα µε το «Συνέκδηµο» του Ιεροκλέους, έναν µάλλον ηµι-επίσηµο κατάλογο των πόλεων της αυτοκρατορίας της εποχής του Ιουστινιανού, ο οποίος παρουσίαζε την κατάσταση που ίσχυε στα χρόνια του Θεοδοσίου του Β΄, οι οικισµοί: ∆ωδώνης, Αδριανούπολης (∆ρυϊνούπολης), Αγχιασµός (Άγιοι Σαράντα), Εύροιας, Φοινίκης, Βουθρωτού, Φωτικής, Κέρκυρας και Ιθάκης είχαν νοµικό καθεστώς πόλεως. 
Με τη σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισµού, και ιδιαίτερα µετά το θάνατο του Ιουλιανού ακολούθησε µαζική προσέλευση των Ηπειρωτών στο Χριστιανισµό. Έτσι νωρίς εισχώρησε ο Χριστιανισµός και στην επαρχία αυτή µε επίκεντρο τη Νικόπολη, η οποία όταν οργανώθηκε σε Μητρόπολη, περιέλαβε τις ακµάζουσες πόλεις και χωριά της Παλαιάς Ηπείρου. 
Την περίοδο αυτή κυριαρχούν νέες θρησκευτικές και ηθικές ιδέες, ενώ η κατασκευή πολυάριθµων βασιλικών στις πόλεις, αλλά και στην ύπαιθρο τον 5ο και τον 6ο αι. µεταβάλλει το αρχιτεκτονικό τοπίο και τα δεδοµένα που κληροδότησε η αρχαία στη νέα µεσαιωνική πραγµατικότητα.

Στην περιοχή της Ηπείρου στο ύψωµα του Παλιόκαστρου, και µέχρι σήµερα αποκαλούµενο µε το ίδιο όνοµα, κατασκευάστηκε ένα οχυρό κάστρο, όπως τεκµαίρεται από επιγραφές στις αρχές του 4ου αιώνα και σε µεταγενέστερη φάση τον 5ον ή τον 6ον αι. τα τείχη του είχαν συντηρηθεί, ενώ τα ίχνη του οικισµού φαινόταν δίπλα στην όχθη του ∆ρύνου. Σήµερα δεν υπάρχουν τα ίχνη του οικισµού, το µόνο που σώζεται είναι το ψηφιδωτό δάπεδο του παλαιοχριστιανικού ναού του Αγίου Νικολάου σκεπασµένο µε χώµα και δίπλα του µια µικρή γκοριτσιά (αγριοαχλαδιά).
Τα ερείπια του τετραγωνισµένου κάστρου βρίσκονται σε πεδινό επίπεδο, ακριβώς στο σηµείο που ενώνεται ο ποταµός ∆ρύνος µε τον Γαρδικιώτικο και σε κάποια σηµεία της εξωτερικής πλευράς των τειχών υπάρχουν τα κυκλικά θεµέλια των πύργων. 
Κατά τον Απόλλωνα Μπάτσιε:«Με την οικοδόµηση των κάστρων παρατηρείται ότι ένας τρόπος για την εξασφάλιση του πόσιµου νερού ήταν η κατασκευή τους πλησίον των ποταµών. Έτσι το πεδινό κάστρο του Παλιόκαστρου, βρισκόταν µεταξύ δύο ποταµών µε νερό καθαρό: του ποταµού Καρδίκι (Γαρδίκι) και του ∆ρύνου. Σε καιρούς χαλεπούς η µεταφορά του νερού από το ∆ρύνο δεν παρουσίαζε κανένα πρόβληµα. Ενώ σε περιπτώσεις κλοιού, αυτή η πλευρά φυλαγόταν από δύο δυνατούς πύργους». Στον εσωτερικό χώρο δεν υπάρχει τίποτα εκτός από γρασίδι όπου βόσκουν τα πρόβατα. Έξω από τα τείχη στην ανατολική πλευρά σε κοντινή απόσταση υπάρχει ένα µονοπάτι όπου σποραδικώς φαίνονται τα ίχνη λίθινης σκάλας που ανηφορίζει προς το λόφο. 
Στην κορυφή υπήρχε, κατά τη µαρτυρία του παρευρισκόµενου εκεί αλβανού βοσκού, παρατηρητήριο και έξοδος προς την ορεινή περιοχή.
Η αρχαία ανακαινισµένη ∆ρυϊνούπολη, η µετέπειτα Αδριανούπολη που έλαβε το όνοµα του αυτοκράτορα Αδριανού, όπως προαναφέραµε κυριαρχεί στην κοιλάδα της ∆ερόπολης (δίπλα στο χωριό Σωφράτικα) και ελέγχει τον οδικό άξονα από βοριά προς νότο. Στα πλαίσια της οχυρωµατική δραστηριότητος των οικισµών ο Ιουστινιανός µετέφερε την πόλη σε κατάλληλη και ασφαλή θέση, κοντά στο νυν χωριό Επισκοπή που προσωρινά έλαβε το όνοµα Ιουστινιανούπολις. Τα εντυπωσιακά ερείπια των τειχών της νέας πόλης, το επιµεληµένο υδραγωγείο και η παλαιο-χριστιανική βασιλική της, δείχνουν τη σηµασία που δόθηκε στην οικοδόµηση της πόλης, και έµµεσα, την οικονοµική ευρωστία της. 
Στο διάστηµα µεταξύ της Αδριανουπόλεως και της διαδόχου της Ιουστινιανουπόλεως, στη δυτική όχθη του ∆ρύνου, σώζονται ίχνη µεσαιωνικού οικισµού κοντά στο χωριό Γορίτσα, που ίσως ανήκει στα αταύτιστα κάστρα της εποχής του Ιουστινιανού, τα ονόµατα των οποίων παραδίδει ο Προκόπιος. Κατά
την παλαιοχριστιανική εποχή, και στη συνέχεια οι πόλεις-επισκοπές της Ηπείρου είναι κτισµένες κυρίως κατά µήκος της ακτής του Ιονίου Πελάγους ή στις κοιλάδες που βρίσκονται σχετικά κοντά στη θάλασσα και στις µεγάλες οδικές αρτηρίες. Έτσι και η πόλη της επισκοπής Αδριανουπόλεως ή ∆ρυϊνουπόλεως είναι κτισµένη στη µεγάλη οδική αρτηρία που ενώνει τη βόρεια µε τη νότια Ήπειρο και την υπόλοιπη Ελλάδα.

Η επισκοπή Αδριανουπόλεως (∆ρυϊνουπόλεως) κατά την περίοδο της
Παλαιοχριστιανικής Εκκλησίας.
Η επισκοπή Αδριανουπόλεως, όπως και οι επισκοπές των άλλων πόλεων της Παλαιάς Ηπείρου, εκτός της Νικοπόλεως, µνηµονεύεται στις πηγές χωρίς διακοπή από τον 5ον αι., αρχικά ως υπαγόµενη στη µητρόπολη της Νικοπόλεως, στη συνέχεια της Ναυπάκτου και το 1285 των Ιωαννίνων.

Μετά το 1936 η έδρα της Μητρόπολης µεταφέρεται στο ∆ελβινάκι, ενώ το µεγαλύτερο µέρος του ποιµνίου της βρίσκεται ακόµα αιχµάλωτο στην Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας. 
Το ακριβές έτος της ιδρύσεως της επισκοπής Αδριανουπόλεως δεν είναι γνωστό, είναι όµως βέβαιο ότι ιδρύθηκε προ του 431, διότι το έτος τούτο λαµβάνει µέρος ο επίσκοπος αυτής Ευτύχιος στην Γ΄ Οικουµενική Σύνοδο στην Έφεσο (431) στην καταδίκη του Μονοφυσιτισµού, το 448/449 στην Σύνοδο της Κων/πόλεως και στην ∆΄ Σύνοδο στη Χαλκηδόνα (451). 
Ο δεύτερος γνωστός επίσκοπος Αδριανουπόλεως Υπάτιος υπογράφει στις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα, το προς τον Λέοντα Α΄ συνοδικό γράµµα. 
Γνωρίζουµε τη σύνθεση δύο επαρχιακών συνόδων της Παλαιάς Ηπείρου. Η µία του 457 που συγκλήθηκε για να διατυπώσει τις απόψεις της στο θέµα της εγκυρότητας των αποφάσεων της Οικουµενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος του 451, και η άλλη του 516, η οποία εξέλεξε το νέο µητροπολίτη Νικοπόλεως Ιωάννη µετά το θάνατο του προκατόχου του Αλκίσωνος. Στις δύο αυτές συνόδους έλαβαν µέρος και υπέγραψαν τις αποφάσεις οι οκτώ επίσκοποι της Π.
Ηπείρου. Το 523 απαντά ο επίσκοπος ∆ρυϊνουπόλεως Κωνσταντίνος, ο οποίος υπέγραψε την αναφορά των επισκόπων Ηπείρου προς τον Πάπα Ορσµίδαν. Αργότερα δύο επίσκοποι61 κατά σειρά, το 558 ο επίσκοπος Μεθόδιος, ο οποίος καταγόταν από την Κολορτσή και την επόµενη χρονιά, το 559 αναφέρεται ο Κωνσταντίνος, ο οποίος εγκαινίασε µεγαλόπρεπα µε 12 ιερείς συλλειτουργούς, το βασιλικό ναό του Άνω Λάµποβου, που έχτισε ο Ιουστινιανός.

Η έδρα της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως, µετά την καταστροφή της οµώνυµης πόλεως υπό των Γότθων του Τωτίλα (552), µεταφέρθηκε στους Τεγκάτες (σηµ. Επισκοπή) από έναν αναγνώστη που ήταν ο µόνος που σώθηκε από το προσωπικό της Επισκοπής σε εκείνο τον χαλασµό. Την περίοδο αυτή χτίζονται εκκλησίες που η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική τους δεν παρουσιάζει ποικιλία τύπων και σχεδόν σε ολόκληρη την περιοχή επικρατεί η ξυλόστεγη βασιλική, τρίκλιτη, µε σπάνιες εξαιρέσεις. Μέσα στα τείχη του φρουρίου του Παλιόκαστρου βρισκόταν ξυλόστεγη και τρίκλιτη βασιλική της οποίας µόνο το κεντρικό και το νότιο κλίτος κατέληγαν σε ηµικυκλική αψίδα, την οποία, όπως προανέφερα, δεν είδα ούτε καν τα θεµέλιά της, ενώ µια άλλη εκκλησία της ίδιας εποχής σώζεται
ερείπια έξω από τα τείχη αφιερωµένη στον Άγιο Νικόλαο. Το µέρος του δαπέδου της είναι σκεπασµένο µε χώµα και πάνω έχουν φυτρώσει αγριόχορτα. Οι χωρικοί δεν καλλιεργούν το σηµείο αυτό, διότι το θεωρούν ιερό χώρο. 
Ένας άλλος τρίκογχος ναός, που αποδίδεται στον Αγ. Μιχαήλ, απλούστερου σχεδίου, ανακαλύφθηκε το 1974 στην Αντιγόνεια µε ιδιότυπο ψηφιδωτό διάκοσµο που κοσµεί το Ιερό Βήµα και το οποίο είναι µοναδικό στην εικονογραφία των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων. ∆ίπλα στο διάχωρο, µε το γνωστό ευχαριστιακό θέµα του αγγείου, µε την κληµατίδα, υπήρχε ένα άλλο, ευρύτερο, µε την παράσταση φανταστικού όντος µε ανθρώπινο σώµα και κεφαλή πτηνού, που παρουσίαζε εικονογραφική οµοιότητα µε τον αιγυπτιακό θεό Άνουβι. Ενώ, οι ευάριθµες ελληνικές επιγραφές που συνοδεύουν το ψηφιδωτό είναι αφιερωµατικού χαρακτήρα, δεν βοηθούν στην ταύτιση της µορφής, η
οποία σύµφωνα µε µια ερµηνεία παριστάνει ενδεχοµένως τον Άγ. Χριστόφορο τον Κυνοκέφαλο. Σύµφωνα µε το διάκοσµο του µωσαϊκού η εκκλησία είναι κτίσµα του 5-6ου αι. Ο ναός αυτός βρίσκεται στην γωνία της δυτικής µε τη βόρεια πλευρά της πόλης. Το Ιερό Βήµα βρίσκεται σε υψηλότερη θέση από τον υπόλοιπο ναό, όπου διατηρείται µέρος του ψηφιδωτού δαπέδου µε ελληνικές επιγραφές, το οποίο είναι εγκατελειµµένο προφανώς για εθνικούς λόγους: να καταστραφούν οι ελληνικές επιγραφές και µετά να µη µπορούν οι επόµενες γενιές να επιβεβαιώσουν
τα συγγράµµατα των αρχαίων συγγραφέων. Υπάρχει επίσης µέσα στον ναό µια µεγάλη πέτρα σε σχήµα θρόνου, που ίσως να ήταν ο θρόνος του άρχοντα ή του επισκόπου. 

Πηγή: Διατριβή επί Διδακτορία της Ευτυχίας Παππά με τίτλο "Η Επαρχία Δρυϊνουπόλεως της Β. Ηπείρου κατά τη νεότερη περίοδο (Τουρκοκρατία, 20ος αιώνας)".

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια