της Μυρένας Σερβιτζόγλου
Δευτέρα, πρώτη ημέρα δεύτερης καραντίνας, στέλνω «κωδικός 4» στις επτά και μισή το πρωί. Το μήνυμα είναι λάθος, ζητείται ορθή επανάληψη. Ψαχουλεύω για πολλοστή φορά τη βεβαίωση του σχολείου και την ταυτότητα μου από το άγχος μη με γράψουν. Φοράω τη μάσκα στον μικρό, περνάω μία και η ίδια στο πρόσωπό μου, με ένα αντισηπτικό μαντιλάκι πατάω το κουμπί του ανελκυστήρα, με το ίδιο μαντιλάκι ανοίγω την πόρτα.
– Περίμενες ποτέ ότι θα ζούμε έτσι; ρωτάω το παιδί, ενώ κοιτάζουμε και οι δυο τα είδωλά μας στον καθρέφτη. Εκείνο είναι σε μία ηλικία που δέχεται με στωικότητα τα πράγματα. Οι βεβαιότητες, οι αυτοματισμοί, και κυρίως το «εγώ» δεν έχουν προλάβει να εδραιωθούν.
Επιστρέφοντας, η ροκ φουρνάρισσα της γειτονιάς λέει με πικρό χαμόγελο σε τακτική πελάτισσα: «Αυτή η καραντίνα είναι πιο δύσκολη από την πρώτη».Στρέφω το βλέμμα μου στο πρόσωπό της, μιλάει μετά λόγου γνώσεως.
Στη πιάτσα των ταξί, δύο οδηγοί αγωνιούν για το αν θα έχουν δουλειά εν μέσω καραντίνας:«Αυτή τη στιγμή δεν έχω ούτε ένα ευρώ πάνω μου», λέει ο ένας στον άλλο με τα χέρια στις τσέπες.
Ανηφορίζω. Οι ελάχιστοι που κυκλοφορούν, μοιάζουν να μην έχουν αίμα πάνω τους. Η αγορά δεν έχει αίμα πάνω της. Πόσα επιδόματα και πόσες ενισχύσεις να δώσει η κυβέρνηση; Το «Laissez faire et laissez passer, le monde va de lui meme» είναι αμείλικτο, δεν το αναπληρώνει τίποτα.
Η ανθρωπότητα έχει περάσει πολύ χειρότερα. Είναι όμως η πρώτη φορά που γκρεμοτσακίζεται από τέτοιο ύψος. Έπαρσης, αλαζονείας και ασυδοσίας. Πού είναι οι φωνές που θα μας δείξουν τον δρόμο; Υπάρχουν σήμερα οι πένες;Κι όμως η προφητεία ακούγεται από τα βάθη και τις χαράδρες της Αλβανίας:
«Μη φοβού, μόνο πίστευε», το μήνυμα του Αναστάσιου από τον Καθεδρικό των Τιράνων κατά τη λειτουργία της περασμένης Κυριακής εν μέσω πανδημίας.
«Πολλές φορές μια-δυο λέξεις έχουν περισσότερο δύναμη από ό,τι ολόκληρες συναντήσεις. Ας κρατήσουμε μόνο αυτές τις δύο λέξεις τις οποίες είπε ο Κύριος για παρηγοριά στους γονείς της κόρης του Ιαείρου. Ας τις επαναλαμβάνουμε στον εαυτό μας και τους αγαπημένους μας, που πολλές φορές βρίσκονται σε μεγάλη δυσκολία. Μη φοβού, μόνο πίστευε».
Κι όταν τρεις ημέρες μετά διαγνώσθηκε και ο ίδιος θετικός έσπευσε να προστατεύσει τα πνευματικά του τέκνα και να καθησυχάσει το ποίμνιο:
«Κοιτάξτε, στην Αλβανία υπάρχουν πολλές χαράδρες και εγώ έχω συνηθίσει και κατεβαίνω σε χαράδρες αρκετά χρόνια τώρα, τριάντα χρόνια. Βρίσκουμε ένα μονοπάτι και ανεβαίνουμε πάλι στο ξέφωτο. Νομίζω το να συμμετέχει κανείς, έστω με αυτόν τον τρόπο στον κοινό πόνο είναι δώρο του Θεού. Μην το βλέπουμε πάντα δύσκολο.
Και μην στεναχωριέστε, μην στεναχωριέστε. Θα το περάσουμε. “Είτε ζώμεν, είτε αποθνήσκομεν του Κυρίου εσμέν”. Είναι μεγάλη παρηγοριά αυτά τα πράγματα για εμάς».
Δεν υπάρχει άθεος στις χαράδρες της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας. Εκεί αγαπά να περιδιαβαίνει ο Θεός. Μακάριος όποιος τον συνάντησε.
Δευτέρα, πρώτη ημέρα δεύτερης καραντίνας, στέλνω «κωδικός 4» στις επτά και μισή το πρωί. Το μήνυμα είναι λάθος, ζητείται ορθή επανάληψη. Ψαχουλεύω για πολλοστή φορά τη βεβαίωση του σχολείου και την ταυτότητα μου από το άγχος μη με γράψουν. Φοράω τη μάσκα στον μικρό, περνάω μία και η ίδια στο πρόσωπό μου, με ένα αντισηπτικό μαντιλάκι πατάω το κουμπί του ανελκυστήρα, με το ίδιο μαντιλάκι ανοίγω την πόρτα.
– Περίμενες ποτέ ότι θα ζούμε έτσι; ρωτάω το παιδί, ενώ κοιτάζουμε και οι δυο τα είδωλά μας στον καθρέφτη. Εκείνο είναι σε μία ηλικία που δέχεται με στωικότητα τα πράγματα. Οι βεβαιότητες, οι αυτοματισμοί, και κυρίως το «εγώ» δεν έχουν προλάβει να εδραιωθούν.
Επιστρέφοντας, η ροκ φουρνάρισσα της γειτονιάς λέει με πικρό χαμόγελο σε τακτική πελάτισσα: «Αυτή η καραντίνα είναι πιο δύσκολη από την πρώτη».Στρέφω το βλέμμα μου στο πρόσωπό της, μιλάει μετά λόγου γνώσεως.
Στη πιάτσα των ταξί, δύο οδηγοί αγωνιούν για το αν θα έχουν δουλειά εν μέσω καραντίνας:«Αυτή τη στιγμή δεν έχω ούτε ένα ευρώ πάνω μου», λέει ο ένας στον άλλο με τα χέρια στις τσέπες.
Ανηφορίζω. Οι ελάχιστοι που κυκλοφορούν, μοιάζουν να μην έχουν αίμα πάνω τους. Η αγορά δεν έχει αίμα πάνω της. Πόσα επιδόματα και πόσες ενισχύσεις να δώσει η κυβέρνηση; Το «Laissez faire et laissez passer, le monde va de lui meme» είναι αμείλικτο, δεν το αναπληρώνει τίποτα.
Θυμάμαι τον καθηγητή μου στη σχολή: «Όταν όλοι τα εγκαταλείπουν, οι φιλόσοφοι είναι εκείνοι που μένουν ώστε να βρεθεί λύση και διέξοδος».Θυμάμαι τον Κωστή: «Το στοίχημα τη σημερινή εποχή είναι πως να ζει κανείς με άδεια χέρια».
Η ανθρωπότητα έχει περάσει πολύ χειρότερα. Είναι όμως η πρώτη φορά που γκρεμοτσακίζεται από τέτοιο ύψος. Έπαρσης, αλαζονείας και ασυδοσίας. Πού είναι οι φωνές που θα μας δείξουν τον δρόμο; Υπάρχουν σήμερα οι πένες;Κι όμως η προφητεία ακούγεται από τα βάθη και τις χαράδρες της Αλβανίας:
«Μη φοβού, μόνο πίστευε», το μήνυμα του Αναστάσιου από τον Καθεδρικό των Τιράνων κατά τη λειτουργία της περασμένης Κυριακής εν μέσω πανδημίας.
«Πολλές φορές μια-δυο λέξεις έχουν περισσότερο δύναμη από ό,τι ολόκληρες συναντήσεις. Ας κρατήσουμε μόνο αυτές τις δύο λέξεις τις οποίες είπε ο Κύριος για παρηγοριά στους γονείς της κόρης του Ιαείρου. Ας τις επαναλαμβάνουμε στον εαυτό μας και τους αγαπημένους μας, που πολλές φορές βρίσκονται σε μεγάλη δυσκολία. Μη φοβού, μόνο πίστευε».
Κι όταν τρεις ημέρες μετά διαγνώσθηκε και ο ίδιος θετικός έσπευσε να προστατεύσει τα πνευματικά του τέκνα και να καθησυχάσει το ποίμνιο:
«Κοιτάξτε, στην Αλβανία υπάρχουν πολλές χαράδρες και εγώ έχω συνηθίσει και κατεβαίνω σε χαράδρες αρκετά χρόνια τώρα, τριάντα χρόνια. Βρίσκουμε ένα μονοπάτι και ανεβαίνουμε πάλι στο ξέφωτο. Νομίζω το να συμμετέχει κανείς, έστω με αυτόν τον τρόπο στον κοινό πόνο είναι δώρο του Θεού. Μην το βλέπουμε πάντα δύσκολο.
Και μην στεναχωριέστε, μην στεναχωριέστε. Θα το περάσουμε. “Είτε ζώμεν, είτε αποθνήσκομεν του Κυρίου εσμέν”. Είναι μεγάλη παρηγοριά αυτά τα πράγματα για εμάς».
Δεν υπάρχει άθεος στις χαράδρες της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας. Εκεί αγαπά να περιδιαβαίνει ο Θεός. Μακάριος όποιος τον συνάντησε.
huffingtonpost.gr
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών