Σαν σήμερα, πριν 30 χρόνια, στις 3 Νοέμβρη του 1990, μαζί με τη σύζυγό μου και άλλους έξι φίλους συχωριανούς μας, πήραμε τη μεγάλη απόφαση της απόδρασης απ’ την καταραμένη φυλακή του κομουνιστικού συστήματος. Πήραμε το δρόμο για τη πολυπόθητη λευτεριά.
Μια απόφαση, που πριν από εμάς είχαν χαράξει κι’ άλλοι συμπατριώτες μας με κίνδυνο τη ζωής τους, από τον κομουνιστικό στρατό και την αλβανική σιγκουρίμη. Πολλοί απ’ αυτούς τα κατάφεραν, μπόρεσαν και έφτασαν στα σύνορα, έσπασαν τα συρματοπλέγματα και πέρασαν στο ελληνικό έδαφος. Δυστυχώς όμως, δεν ήταν λίγοι αυτοί που δολοφονήθηκαν, στις πλαγιές της Στουγάρας, του Σεντενίκου και της Μουργκάνας απ’ τους ορκισμένους, φανατικούς οπαδούς και στρατιώτες του συστήματος, που προσπαθούσαν με εντολή των ανωτέρων τους, να κρατήσουν με νύχια και με δόντια, τα σύνορα κλειστά.
Που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο και κόστος, τη συνέχιση του κομουνιστικού συστήματος, που βρισκότανε σε πλήρη αποσύνθεση και βλέποντας το βέβαιο τέλος τους, σαν λαβωμένα θηρία, θα σκότωναν αθώες ψυχές, ακόμα και μπροστά στα μάτια των συζύγων και των μικρών παιδιών τους.
‘Όλα ήταν εν γνώσιν μας, το ρίσκο πολύ μεγάλο, δεν ήταν και λίγες οι πιθανότητες να μην τα καταφέρουμε, να μας στήσουν παγίδα και να μας σκοτώσουνε, ως παράδειγμα για να φοβηθούν οι άλλοι.
Ήμουν ο μεγαλύτερος της παρέας, αυτός που την οργάνωσε αυτή την απόπειρα και ένιωθα μέσα μου την πίεση της ευθύνης.
Η κάθε αποτυχία, θα έπεφτε πάνω μου σαν κεραυνός, πως θα μπορούσα να απολογηθώ για τα δύο 18-χρόνα, πως θα μπορούσα να απολογηθώ για τις δυο γυναίκες της παρέας.
Πως θα μπορούσα να απολογηθώ, για την πέντε μηνών έγκυο σύζυγό μου, για την όγδοη της παρέας μας που κουβαλούσε μέσα της και θα ήταν η πρώτη Βορειοηπειροτοπούλα που θα γεννιότανε ελεύθερη και μακριά απ’ τα δεσμά της σκλαβιάς.
Αν και η περιοχή μας βρίσκεται κοντά στα σύνορα, αν και είμασταν οι πιο άτυχοι τα σύνορα να μας αφήσουν εκτός Ελλάδος, αν και όταν κοιτούσες τα βουνά σου φαινότανε σαν να είναι τόσο κοντά, για να φτάσεις όμως εκεί θα έπρεπε να περάσεις πολλές βουνοκορφές, πολλά λαγκάδια και χαράδρες.
Για να μην γίνεις αντιληπτός, θα έπρεπε ν’ αποφύγεις τα συνηθισμένα περάσματα, τα οποία φυλάσσονταν πολύ καλά. Όπως λέει και η παροιμία :ο πιο μακρύς δρόμος, είναι και ο πιο ασφαλής.
Αυτό κάναμε και εμείς, με τη βοήθεια του αδερφού μου του Νίκου, που μας συνόδεψε μέχρι τα σύνορα, που γνώριζε πολύ καλά τα μονοπάτια και τα περάσματα που λίγοι έχουν περπατήσει, ξεκινήσαμε το ταξίδι της λευτεριάς.
Ήταν Σαββατόβραδο, ξεκινήσαμε γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, μόλις σουρούπωνε.
Πήραμε την πλαγιά του Ίσαυρου, περάσαμε το κόκκινο της Τσερκοβίτσας, γεμίσαμε δύο τετράκιλα νερό στη βρύση της Ανθούλας και ριχτήκαμε απέναντι, ενδιάμεσα του Λουψατιού και Τριχατιού. Το βουνό το πήραμε κατακόρυφα και όταν βγήκαμε στην κορυφή, προχωρήσαμε προς τις Πόρτες του Γιαννιτσατιού. Συνοδός μας, για καλή μας τύχη, ένα κατακόκκινο φεγγάρι, που μας έλαμπε τα μονοπάτια του δάσους και τις παγίδες των βράχων.
Μετά από ώρες, φτάσαμε στα Σιάδια της Λεσινίτσας. Δεν νιώθαμε κούραση, η θέληση για λευτεριά μας είχε βάλει στα πόδια μας φτερά.
Διασχίσαμε το δάσος με τις καστανιές και το περπάτημα πάνω στα καστανόφυλλα, μας έκανε να χαλαρώσουνε τα πόδια μας. Ήταν σαν να περπατούσες πάνω σε βαμβάκι. Σ ‘ άλλη περίπτωση θα ήταν μια υπέροχη εκδρομή, αλλά ο θόρυβος που προκαλούσαν τα φύλλα μας έκανε ν’ ανησυχούμε μήπως γίνουμε αντιληπτοί.
Προχωρούσαμε προς το λαιμό της Πολιτσάς, να πάρουμε το διάραχο και να μπούμε στο δάσος του Σελλειού. Πριν φτάσουμε στον λαιμό, ξανά γεμίσαμε τα δοχεία μας με νερό στη βρύση που βρίσκεται πιο κάτω απ’ την κορυφή, δροσιστήκαμε και πήραμε μια πεντάλεπτη ανάσα. Κάθε λεπτό ήταν πολύτιμο, είχε μεγάλη αξία.
Ο στόχος μας ήταν να φτάσουμε στα σύνορα πριν ξημερώσει, διαφορετικά είμασταν χαμένοι. Όταν περάσαμε το δάσος του Σελλειού η ώρα είχε πάει 5:30 το πρωί και στη συνέχεια, το υπόλοιπο βουνό ήταν γυμνό . Τα σύνορα ήταν ακόμα μακριά, πάνω από μια ώρα δρόμο και το βουνό γυμνό. Το να γινόμασταν αντιληπτοί απ’ τις σκοπιές και το φυλάκιο, ήταν πολύ πιθανό. Το ρίσκο πολύ μεγάλο, έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε κρυμμένοι μέσα στο δάσος, μέχρι να έρθει το απόγευμα, μέχρι να σουρουπώσει.
Καθίσαμε να ξεκουραστούμε και δεν το κρύβω πως σ’ όλους άρχισε να μας ανησυχεί το ότι θα μέναμε τόσες ώρες κρυμμένοι.
Εκεί, γύρω στις 10:00 η ώρα, ανοίξαμε τους δυο τορβάδες μας και βγάλαμε τα δύο δίκιλα καρβέλια ψωμί που είχαμε πάρει μαζί μας, καθώς και οχτώ κρεμμύδια.
Δεν πήραμε κάτι άλλο, την πίνα θα την αντέχαμε, ότι άλλο που θα ήταν αρμυρό, θα προκαλούσε δίψα και αυτό θα ‘ταν δύσκολο να ξεπεραστεί, σκέτη καταστροφή.
Ό Νίκος, ο αδερφός μου, που γνώριζε καλύτερα απ’ όλους τα μονοπάτια και μας οδήγησε μέχρι εκεί, πηγαίνω – γύριζε το κοπάδι και μας πληροφορούσε για το που βρίσκονταν οι σκοπιές και οι φαντάροι του φυλακίου.
Γύρω στις 12:00 η ώρα, ο ουρανός ξαφνικά σκοτείνιασε και μέσα σε λίγα λεπτά έπιασε μια καταρρακτώδη βροχή και όσο μπόρεσαν να την κρατήσουν τα έλατα, μείναμε στεγνοί, όσο όμως περνούσε η ώρα, η βροχή δυνάμωνε, η κατάσταση γινότανε όλο και πιο απελπιστική.
Τα ρούχα μας άρχισαν να μουσκεύουν και το κρύο γινότανε πιο αισθητό.
Στη Στουγάρα κρυώνεις το καλοκαίρι όταν μένεις ακίνητος και πόσο μάλλον μήνα Νοέμβρη, με τις βουνοκορφές ασπρισμένες και βρεγμένοι.
Οι γυναίκες άρχισαν πρώτες να τους τρέμουν τα χέρια απ’ το κρύο και μην έχοντας άλλη λύση, προσπαθούσαν τρίβοντάς τα να τα ζεστάνουν.
Πολύ δύσκολη στιγμή, προς βαθύ και πίσω ρέμα.
‘Η θα έπρεπε να μείνουμε εκεί και να πεθάνουμε απ’ το κρύο ή θα έπρεπε να εκμεταλλευτούμε την κακοκαιρία και την ομίχλη και να προχωρήσουμε με την ελπίδα να φτάσουμε στα σύνορα χωρίς να μας ανακαλύψουν.
Επιλέξαμε το δεύτερο. Πήραμε την ανηφόρα με όση δύναμη είχαμε και σε μισή ώρα φτάσαμε πάνω απ’ το φυλάκιο και κάτω απ’ την τελευταία σκοπιά.
Δυστυχώς η ατυχία μας δεν είχε τέλος, προφανώς η λευτεριά ήθελε πιο πολλές θυσίες.
Ξαφνικά φύσηξε ένας δυνατός αέρας και σκόρπησε όχι μόνο την ομίχλη, αλλά δεν άφησε ούτε ίχνος από σύννεφο στον ουρανό και ο ήλιος φώτισε όλο το προσήλιο της Στουγάρας.
Είχαμε παγιδευτεί, σχεδόν στην κορυφή της Στουγάρας και σε υψόμετρο πάνω 1500 μετρα, αμέσως φώναξα σ’ όλους να ξαπλώσουν κάτω και να μην κουνηθεί κανείς. Ο καθένας έπεσε όπου να ‘ναι, άλλος πάνω σε κέδρα, άλλος δίπλα σε κάποιο βράχο και άλλος δίπλα στις ρίζες του φασκόμηλου, μήπως και καλυφθούμε. Ο πρώτος με τον τελευταίο είχε μια απόσταση γύρω στα 20 μέτρα. Στο φυλάκιο, που βρισκόταν στους πρόποδες που χωρίζει τη Στουγάρα με τον Σεντενίκο, πάνω απ’ το χωριό της Κάτω Λεσινίτσα, οι φαντάροι είχαν βγει και σ’ ένα μικρό γηπεδάκι που ήταν δίπλα, άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Ο αδερφός μου, που με χίλια παρακάλια είχε καταφέρει να βγάλει άδεια να μπορεί να βόσκει το κοπάδι κοντά στα σύνορα, βλέποντας αυτήν την κατάσταση , πηγαινο- έφερνε το κοπάδι με τα πρόβατα πάνω μας για να μην μας ανακαλύψουν.
Οι ώρες μοιάζανε με μέρες και ο χρόνος όταν θέλεις να περάσει γρήγορα , κάνει το αντίθετο. Έπρεπε να σουρουπώσει για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε, ούτε να ξεμουδιάσουμε δεν μπορούσαμε, απέναντι μας είχαμε τις σκοπιές του Σεντενίκου, που παρακολουθούσαν με κιάλια όλη την περιοχή και κάθε τρεις και λίγο πυροβολούσαν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι καρδιές μας χτυπούσαν δυνατά και η αδρεναλίνη στο κατακόρυφο. Κατά τις 5:00 η ώρα το απόγευμα, βλέπουμε γύρω στα τριακόσια με τετρακόσια μέτρα πιο πέρα, να κατεβαίνουν οι δύο σκοπιές που βρίσκονταν από πάνω μας, ταυτόχρονα απ’ το φυλάκιο είχαν ξεκινήσει πέντε άλλοι φαντάροι που θα παίρνανε τη βάρδια τους. Σαν κατέβηκαν πιο κάτω, μας πλησιάζει ο Νίκος και μας λέει, «είναι η πιο κατάλληλη στιγμή να φύγετε, οι φαντάροι δεν σας προλαβαίνουν, είστε πιο κοντά στα συρματοπλέγματα εσείς παρά αυτοί και με τον ήχο των κουδουνιών δεν θα σας καταλάβουν».
Σηκωθήκαμε, η Βάσω όπως είχε πέσει κάτω, η αριστερή μεριά της κοιλιά της ακουμπούσε πάνω σε μια πέτρα και σαν σηκώθηκε την βλέπω να κρατάει την κοιλιά της, γύρισα πίσω να δω τη συμβαίνει, μέχρι να φτάσω σ’ αυτή, την βλέπω να περπατάει δειλά δειλά. Τη ρωτάω πως αισθάνεται και μου λέει καλά. Πριν προχωρήσω , ακούω τον Θωμά να λέει «παιδιά έχουμε πρόβλημα, η Βιολέτα δεν είναι καλά» Έτρεξα και σαν φθάνω, βλέπω τη Βιολέτα να μην μπορεί να σηκωθεί και το Θωμά να προσπαθεί να τη συνεφέρει, αλλά μάταια.
Είχε παγώσει απ το πολύ κρύο. Ξαφνικά ακούω το Θωμά να λέει πως δεν γίνεται τίποτα και πως θα έπρεπε να φύγουμε οι υπόλοιποι και αυτοί με τη βοήθεια του Νίκου να γύριζαν πίσω, διαφορετικά θα καθυστερούσαμε και θα μας προλαμβάνανε η φαντάροι. «Θωμά αυτό που λες δεν γίνεται –του λέω-προσπάθησε να της τρίψεις τα χέρια και θα συνέλθει, διαφορετικά θα την πάρουμε στη πλάτη» Και έτσι έγινε, μετά από ένα πεντάλεπτο, σιγά σιγά σηκώθηκε και με τη βοήθειά μας άρχισε να περπατάει. Είχε σουρουπώσει για τα καλά και ο Νίκος αφού είχε κατευθύνει τα πρόβατα προς το μαντρί, ήρθε μας χαιρέτησε και μας είπε πως το συρματόπλεγμα είναι στα 500 μέτρα πιο πέρα, μετά από μια ραχούλα που είχαμε μπροστά μας. Δεν αργήσαμε πολύ, σαν φθάσαμε στα σύρματα, ο Θωμάς βγάζει απ’ τη τσέπη του μια παλιά τανάλια που είχε μαζί του και άρχισε να κόβει το πλέγμα, άνοιξε μια τρύπα και περάσαμε απέναντι. Αρχίσαμε να ανασάνουμε διαφορετικά, αλλά ο κίνδυνος δεν είχε περάσει ακόμα, ποτέ δεν ήξερες το τι σου επιφυλάσσει η μοίρα. Αν και είχε νυχτώσει για τα καλά, μέσα απ’ το φως του φεγγαριού, άρχισαν να διακρίνονται χαμόγελα στα πρόσωπά μας.
Προχωρώντας προς τα πέρα και κατηφορώντας, συναντήσαμε αλλεπάλληλες χαλικαριές και με το πέρασμά μας, δεκάδες πέτρες παίρναν το κατήφορο δημιουργώντας μεγάλο θόρυβο, σαν μια μεγάλή βοή. Δεν μας πείραζε πια, μάλλον το αντίθετο, παίρναμε περισσότερο κουράγια και θάρρος, ήδη βρισκόμασταν στο κατώφλι της λευτεριάς και οι καρδιές μας πλημύριζαν από χαρά. Δεν νομίζω πως στη ζωή μου αισθάνθηκα ποτέ μου καλύτερο συναίσθημα.
Πριν φθάσουμε στον χωματόδρομο, που σε οδηγούσε στον Τσαμαντά, ακούμε να κατρακυλούν πέτρες λίγο πιο πέρα από μας, σταματήσαμε και αναρωτηθήκαμε, τι να ‘ναι άραγε; Αρχίσαμε πάλι να προχωράμε, αλλά αυτή τη φορά με πιο σιγανά και αργά βήματα, ταυτόχρονα το ίδιο έγινε και απ’ την άλλη, οι πέτρες κυλούσαν όλο και πιο αραιά.
«Μη φοβάστε παιδιά -τους λέω- αυτοί είναι δικοί μας»
Και πράγματι, με το που φθάσαμε στο χωματόδρομο, βλέπουμε δυο σκιές να μας πλησιάζουν σιγά σιγά, το ίδιο κάναμε και εμείς. Συστηθήκαμε, αλλά δυστυχώς πέρασαν 30 χρόνια και δεν είμαι σίγουρος για τα ονόματά τους, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ήταν απ’ τη Δερβιτσιάνη, ο ένας ήταν φούρναρης και ήθελε να πηγαίνει στην Πάτρα, ό φίλος μου ο Θωμάς μου λέει πως ό ένας λεγότανε Σταύρος και ο άλλος Πιπέρης.
Προχωρήσαμε όλοι μαζί προς του Τσαμαντά και στο πρώτο ρυάκι που βρήκαμε, πέσαμε όλοι κάτω να πιούμε λίγο νερό, να ξεδιψάσουμε, αγνοώντας από πού έρχεται.
Δεν θυμάμαι με ακρίβεια την ώρα, αλλά πλησίαζε μεσάνυχτα, όταν ακούμε μια δυνατή φωνή να μας λέει : Αλτ τις ει!
Είχαμε φθάσει στο φυλάκιο του Τσαμαντά.
«Είμαστε Βόρειο Ηπειρώτες» του απαντάμε σχεδόν όλοι μονομιάς
«Ελάτε αδέρφια μας» ακούστηκε από απέναντι
«Ήρθαμε στην πατρίδα μας παιδιά, είμαστε ελεύθεροι» είπε ένας απ’ τους Δερβιτσιώτες,
Δυστυχώς αυτό το συναίσθημα, αδυνατώ να το περιγράψω, αλλά εκείνο που θυμάμαι , είναι ότι τα χείλη μου έτρεμαν από χαρά, το μέσα μου γουργούλιζε, δεν ξέρω αν έκλαιγα ή γελούσα, για το μόνο που είμαι σίγουρος, είναι ότι τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα.
Πόσο, μα πόσο μου έλειψε αυτά τα χρόνια αυτή η φωνή, Αυτού του άγνωστου στρατιώτη, του άγνωστου Έλληνα φαντάρου, του απλού Έλληνα! Πόσο , μα πόσο θα ήθελα, να την ακούσω αυτή τη φράση από έναν Έλληνα Πρωθυπουργό, έστω υπουργό.
Αλέξης Φώτος
03/11/2020
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών