Η Δρόπολη στους Αρχαίους Χρόνους

Η µια και αδιαίρετη Ήπειρος, το ακριτικό κοµµάτι του Ελλαδικού χώρου, κατοικείται από την παλαιολιθική εποχή, όπως προκύπτει από τις έρευνες και ανασκαφές που ξεκίνησαν στα τέλη του 19ου αι., καθώς και όλο τον 20ον αι. στη νότια Ήπειρο και σε µεγάλο µέρος της κεντρικής, όπου περιλαµβάνεται και η επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως.

Η κατοίκιση της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως κατά την εποχή του Χαλκού και την πρώιµη εποχή του Σιδήρου (2800-1120-750 π.Χ.).

Ελληνόφωνες οµάδες, οι Πρωτοέλληνες έφθασαν στην Ήπειρο, όπως και στη δυτική Μακεδονία, µεταξύ του 2500 και 2100 π.Χ., στη συνέχεια από αυτές τις περιοχές εξόρµησαν περί το 1900 π.Χ. φύλα τα οποία απλώθηκαν µέχρι την Πελοπόννησο. Μια νέα περίοδο µεταναστευτικών ρευµάτων προς όµορες περιοχές και νοτιότερα σηµειώθηκε από το 1300-1100 π.Χ.
Το υγιεινό κλίµα, η εύφορη πεδιάδα και η πλούσια βλάστηση είλκυσαν την προσοχή του ανθρώπου από τα πανάρχαια χρόνια και γι’αυτό πρωτοκατοικήθηκε πιθανόν κατά τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο, διότι η γεωγραφική τοποθεσία της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως βρίσκεται ανάµεσα στις γειτονικές περιοχές του Βουθρωτού, της Φοινίκης και της Κόνιτσας, στις οποίες βρέθηκαν λίθινα εργαλεία και όπλα της εποχής εκείνης. 
Αναλύσεις γύρεως κοντά στη Λαψίστα αποκάλυψαν ότι περί το 8235 π.Χ. (+_ 90) στην περιοχή αυτή τα δάση περιορίσθηκαν σηµαντικά και οι βοσκότοποι επεκτάθηκαν, µε αποτέλεσµα να βελτιωθούν αισθητά οι φυσικές συνθήκες για την κτηνοτροφία στο οροπέδιο των Ιωαννίνων και στην κοιλάδα του ∆ρύνου. 
Το µόνο βέβαιο για την επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως είναι ότι η κοιλάδα της ∆ερόπολης κατοικείται κατά τη Νεολιθική εποχή, ενώ για τις υπόλοιπες περιοχές της δεν υπάρχουν ακόµα ενδείξεις. Αυτό προκύπτει από τις ανασκαφές που έγιναν σε τάφους των χωριών Βοδίνο, Κακκαβιά και Βόδρυστα της άνω ∆ερόπολης, στους οποίους βρέθηκαν αντικείµενα νπου χρονολογούνται περίπου από το 2000 έως 1125 π.Χ. Τα περισσότερα ευρήµατα ήταν κατασκευασµένα από ορείχαλκο και τα λιγότερα από πηλό.

Από ανασκαφές που έγιναν στο Βοδίνο προκύπτει ότι τα λείψανα µετά την καύση του νεκρού Πατρόκλου τοποθετήθηκαν µέσα σε κάλπη στον τόπο αναπαύσεώς του στο κέντρο της πυράς. Σχεδόν όλοι οι ερευνητές δεν αµφιβάλουν ότι οι κάτοικοι της ευρείας αυτής περιοχής ήσαν ελληνόφωνοι που κατοικούσαν κατά φύλα και ασχολούνταν κυρίως µε τον ηµινοµαδικό ποιµενισµό. 

Την πολιτισµική οµοιογένεια της Ηπείρου κατά την Πρώιµη εποχή του Σιδήρου καταδεικνύουν το έθιµο ταφής σε συλλογικούς τύµβους, όπως φαίνεται από τα εκτεταµένα νεκροταφεία τύµβων της κοιλάδας του Γορµού που έχουν τυπολογικές οµοιότητες, όπως και των ποικίλων κτερισµάτων τους µε τους τύµβους των νεκροπόλεων της υπόλοιπης Ηπείρου και κυρίως της κοιλάδας του ∆ρύνου

Η Ήπειρος και οι φυλετικές οργανώσεις έως το 400 π.Χ.

Κατά τους αρχαϊκούς και κλασσικούς χρόνους ως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. τα ηπειρωτικά φύλα οργανώθηκαν σε κώµες και συνοικισµούς που παρουσιάζουν σηµαντική διαφορά από τον τρόπο λειτουργίας των νοτιοελλαδικών αποικιών. 
Μετά το 400 π.Χ., αρχίζουν να αναπτύσσονται ισχυρές ηπειρωτικές πόλεις µε έντονη οικονοµική, πολιτική και πολιτιστική ζωή. 
Η πανάρχαια ιστορία του µαντείου της ∆ωδώνης ήταν αδιαφιλονίκητη κατά την κλασσική αρχαιότητα. Ανέκαθεν οι ιερείς και οι ιέρειες του µαντείου ήσαν ελληνόφωνοι και έψαλλαν στην ελληνική τον περίφηµο ύµνο:
«Ζεύς ην, Ζεύς εστίν, Ζεύς έσσεται’ ω µεγάλε Ζεύ
Γα καρπούς ανίει, διο κλήξετε Μητέρα γαίαν».

Στην ευρύτερη περιοχή της ∆ρυϊνουπόλεως λατρεύονταν οι Θεοί των αρχαίων Ελλήνων, όπως ο Ζευς, η Αθηνά, η Αφροδίτη, ο τοπικός βουκολικός θεός Παν. ∆εν θα µπορούσαν να λατρεύουν κάτι διαφορετικό διότι η ∆ωδώνη απέχει από την επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως µόλις 50 χµ.

Είναι αδιανόητο να παραµελούν και να αµφισβητούν την ελληνικότητα της περιοχής, ιδιαίτερα οι νοτιοηπειρώτες ιστορικοί και ακαδηµαϊκοί, εκ του λόγου ότι ένα µέρος της Παλαιάς Ηπείρου πέρασε στη δικαιοδοσία των Αλβανικών αρχών. Όσο κι αν θέλουν να αρνηθούν την ελληνικότητα των υπόδουλων περιοχών, τους διαψεύδουν όχι µόνο τα αρχαία ελληνικά µνηµεία που υπάρχουν πολυάριθµα, αλλά πιο πολύ ο ακραιφνής ελληνικός πληθυσµός που επιβίωσε και αγωνίζεται για τα ιδανικά της φυλής µας, που κάποιοι στον Ελλαδικό χώρο καπηλεύονται τον όρο ΈΘΝΟΣ διαπράττοντας έτσι µεγάλες ανισότητες, διαχωρίζοντας τους Έλληνες σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. 
Σε ανασκαφές, στην αρχαία ελληνική πόλη Αντιγόνεια, κοντά στη Σαρακινίστα του τµήµατος Λιούντζης, βρέθηκαν από το ∆ηµήτρη Ευαγγελίδη πριν από τον Α΄ Παγκόσµιο πόλεµο χάλκινα νοµίσµατα, φέροντα επί της προσόψεως κεφαλή του ∆ιός, της Αρτέµιδος και της ∆ιώνης, και ένα χάλκινο αγαλµάτιο του Ποσειδώνα, τα οποία ευρήµατα µετέφερε στο µουσείο Ιωαννίνων.

Επειδή ο νοµαδικός ποιµενικός βίος είχε την σηµαντικότερη θέση στην οικονοµία της Ηπείρου κατά την περίοδο αυτή, ο γεωγραφικός χώρος των µικρών φυλετικών οµάδων δεν πρέπει να ορίζεται µε σταθερά, συνεχή σύνορα, αλλά µε καθαρά ποιµενικές διαιρέσεις. 
Υπήρχαν εκατοντάδες τέτοια µικρά φύλα. Η Μολοσσική οµάδα ήταν η ηγετική δύναµη την εποχή του Εκαταίου και η εξάπλωση της µπορεί να άρχισε κατά τον πρώιµο 6ον αι. π.Χ. 

Τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέµου δίνουν µια σαφή εικόνα των συνθηκών που επικρατούσαν στην Ήπειρο. Ο Θουκυδίδης παρατηρεί ότι το 429 π.Χ. ένας Σπαρτιάτης ναύαρχος κατέφθασε µε 1.000 Πελοποννησίους οπλίτες και ανέλαβε την ηγεσία τριών ελληνικών στρατιωτικών σωµάτων, από την Αµβρακία, τη Λευκάδα και το Ανακτόριο, και πλήθους «βαρβάρων»: 1.000 Χαόνων, Θεσπρωτών, Μολοσσών- υπό την ηγεσία του επιτρόπου του ανήλικου Θαρύπα Ατιντάνων και Παραυαίων, µε επικεφαλής τον βασιλιά τους, στον οποίο ο βασιλιάς των Ορεστών είχε στείλει 1.000 από τους άνδρες του. 
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στους Ατιντάνες και Παραυαίους, που αποτελούν µέρος της επαρχίας που ερευνούµε, ανθούσε ακόµη η µοναρχία και στα στρατιωτικά ζητήµατα, υπερίσχυαν οι Χάονες και µετά οι Μολοσσοί.
Πάντως κατά τα τέλη του ∆΄ π.Χ. αι., οι Ατιντάνες ήσαν µάλλον ηµιανεξάρτητοι µε ηγέτη το Λεώµαχο ή Κλεώµαχον τον Ατιντάνα.

Η κατάσταση της επαρχίας την περίοδο της εισόδου της Ηπείρου στον Ελληνικό κόσµο (400-330 π.Χ.).

Η λαµπρότερη περίοδος της ιστορίας της Ηπείρου συνδέεται µε τη δυναστεία των Αιακιδών, οι βασιλείς της οποίας πέτυχαν να συνενώσουν τα ηπειρωτικά εθνάρια και να καλύψουν την απόσταση που χώριζε την Ήπειρο από τα άλλα κράτη της νότιας Ελλάδος. 
Ο βασιλιάς των Μολοσσών Θαρύπας (420-400 π.Χ.) ήταν ο πρώτος, και στη συνέχεια επί των διαδόχων του η κυριαρχία επεκτάθηκε σε περισσότερα φύλα όπως τους ∆ωδωναίους, Αθαµάνες, Ατιντάνες, Παραυαίους, µέρος των Ορεστών και Εθνεστών, τους οποίους συνένωσε σε έναν λαό που ήταν ελληνικός και µιλούσε ελληνικά. 
Σ’αυτή την συνένωση έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο τα εθνάρια που κατοικούσαν στη µεταγενέστερη αποκαλούµενη επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως. 

Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. η δύναµη των Ιλλυριών αποτελούσε διαρκή απειλή, των οποίων η πρώτη εισβολή στην Ήπειρο υποκινήθηκε από τον εξόριστο βασιλέα των Μολοσσών Αλκέτα, γιο του Θαρύπα και από τον τύραννο των Συρακουσών ∆ιονύσιο, ο οποίος είχε προσφέρει καταφύγιο στον Αλκέτα, και είχε ως αποτέλεσµα να σκοτωθούν 15.000 άνδρες. Αυτό δείχνει ότι οι Μολοσσοί είχαν υπό τις διαταγές τους και άλλες φυλετικές οµάδες και ότι η χώρα ήταν πυκνοκατοικηµένη. 
Την κατάσταση έσωσε η Σπάρτη η οποία έστειλε στρατό, ο οποίος απώθησε τους Ιλλυριούς και φαίνεται ότι πέτυχε την υποταγή των ηπειρωτικών φυλών. 
Η επόµενη γνωστή εισβολή Ιλλυριών έπληξε τη Μολοσσίδα το 360 π.Χ. Τα γεγονότα αυτά διαδραµατίστηκαν στη βόρεια περιοχή της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως, που ήταν, και εξακολουθεί να είναι, στρατηγικό σηµείο για την είσοδο στη νότια Ήπειρο και στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Όταν ο αρχαιολόγος ∆. Ευαγγελίδης δηµοσίευσε δύο επιγραφές από τη ∆ωδώνη, αυτές έδειξαν αναµφισβήτητα ότι τα φύλα που απάρτιζαν το κράτος των Μολοσσών όχι µόνο κατέγραφαν τις αποφάσεις τους σε ελληνική γλώσσα και µε ελληνικούς τεχνικούς όρους, αλλά είχαν επίσης ελληνικά ονόµατα και εθνικά κατά την περίοδο 370-368 π.Χ. Γι’αυτό το συµπέρασµα του χαρακτηρισµού για τον όρο «βάρβαρους» από τον Θουκυδίδη αναφέρεται στον πολιτιστικό τοµέα και όχι στο γλωσσικό ιδίωµα. 
Σε µια µεταγενέστερη επιγραφή του κράτους των Μολοσσών ο αριθµός των φυλών, που µετείχαν στο κοινό, εµφανίζεται αυξηµένος από δέκα σε δεκαπέντε και δεν υπάρχει αµφιβολία ότι όλα αυτά τα φύλα µιλούσαν την ελληνική. Η διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας που µιλούσαν οι φυλετικές αυτές οµάδες δεν ήταν η δωρική της Κορίνθου και των αποικιών της, αλλά µια µορφή της δυτικής ελληνικής.

Την κατάσταση που επικρατούσε στην Ήπειρο περί το 360-355 π.Χ. αποκαλύπτει επιγραφή που περιέχει κατάλογο «θεαροδόκων» από την Επίδαυρο που µεταξύ των άλλων ονοµάτων κρατών ή πόλεων αναφέρει την Αρτιχία. Πρόκειται για όρους γεωγραφικούς που φαίνεται ότι κάλυπταν γεωγραφικά κράτη των Χαόνων και των Ατιντάνων. Ίσως να είναι κάποια από τις πόλεις που µεταγενέστερα πήρε το όνοµα του ανακαινιστή ή κάποιου προς ανάµνηση προσφιλούς του προσώπου, διότι στην περιοχή που ερευνούµε υπάρχουν σε πολλά σηµεία οχυρωµένες θέσεις της περιόδου εκείνης.

Στο διάστηµα που µεσολάβησε από την εποχή της ιδρύσεως των κορινθιακών αποικιών της ∆υτικής περιοχής (8ος-7ος αι. π.Χ.) µέχρι την ολοκλήρωση της ενότητας της Ηπείρου, στις αρχές των ελληνιστικών χρόνων, (συµβατικά γύρω στο 330-325 π.Χ.), τα ηπειρωτικά φύλα πέρασαν από την αγροτική κοινωνία στον αστικό τρόπο ζωής, από την «κατά κώµας» διαβίωση στους οργανωµένους οικισµούς και πόλεις του 5ου και 4ου αι. π.Χ. Όµως η αλλαγή αυτή δεν έγινε ούτε ταυτόχρονα, ούτε για όλες τις κώµες των Ηπειρωτών. 
Φορείς των πολιτιστικών αλλαγών υπήρξαν οι αποικίες των Ηλείων και Κορινθίων στην Ήπειρο. Για τις πρώτες δεν έχουν γίνει οι δέουσες ανασκαφές µε αποτέλεσµα να µην υπάρχουν απτά στοιχεία χρονολογήσεως των εγκαταστάσεων αυτών. ∆εν αποκλείεται όµως, να ήσαν οι αποικίες αυτές στην κεντρική Ήπειρο όπου ζούσαν Μολοσσοί Ηπειρώτες. 
Μια από αυτές τις αποικίες των Ηλείων, όπως αµέσως θα δούµε, πρέπει να είναι η Αντιγόνεια στην περιοχή της Λιούντζης. 
Η ανάπτυξη αστικών κέντρων στην Ήπειρο είχε αρχίσει στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και παρ’ όλο, ότι οι ανασκαφές οικιών είναι ακόµη σπάνιες, παρατηρείται ότι σε ορισµένες προνοµιούχες περιπτώσεις αναπτύσσεται λαµπρή καλαίσθητη αρχιτεκτονική οικιών, παρόµοια µε άλλων περιοχών της Ελλάδος. Κάποιες από αυτές ανακαλύφθηκαν στην Αντιγόνεια της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως και χρονολογούνται το πρώτο ήµισυ του 3ου αι. π.Χ., εκ των οποίων µία µε έξι δωµάτια διατεταγµένα γύρω από κεντρική αυλή. 
Κατά τα µέσα του 20ου αι., οι ανασκαφές από τον αλβανό αρχαιολόγο ∆ηµοσθένη Μπουντίνα πραγµατοποιήθηκαν στα τείχη της πόλεως και βεβαίωσαν την έκταση της, όπου ο περίβολος των
τειχών, χτισµένος µε ισοδοµικό και πολυγωνικό σύστηµα, µε 11 τετράγωνους πύργους έχει περίµετρο 4.000 µ. και χρονολογείται από τον 4ο αι. π.Χ.
Πράγµατι η πόλη είναι χτισµένη στη ανατολική πλευρά της κοιλάδας του ∆ρύνου, πάνω σε ένα λόφο σχεδόν επίπεδο που ελέγχει την περιοχή από την Άνω ∆ερόπολη ως το Τεπελένι. 
Τα τείχη του περιβόλου της πόλης, όπως και η ίδια, είναι χτισµένα από ειδική πέτρα πωρόλιθου µεγάλων διαστάσεων που κυµαίνονται από 80 εκ. έως 1 µ. περίπου σε µάκρος και 50 έως 60 εκ. σε φάρδος, ενώ το πλάτος του τείχους είναι περίπου στα 2.50-3 µ. ενώ η περίµετρος, όπως προαναφέραµε, 4.000 µ. 
Η κύρια είσοδος των τειχών της πόλης βρίσκεται στη βόρεια πλευρά, ίσως για να έλεγχε πιο αποτελεσµατικά τις εισβολές των βαρβάρων ή γιατί ήταν προσβάσιµη στο έδαφος. Πάντως αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι στις δύο πλευρές της εισόδου υπάρχουν ακόµα τα σηµεία του χώρου της
φρουράς. 
Μέσα στα τείχη υπάρχουν όλα τα στοιχεία που συγκροτούν µια πόλη, όπως η εκκλησία µε ένα κατεστραµµένο ψηφιδωτό εγκαταλειµµένο, η αγορά που υπάρχει ακόµα, το µέτρο του ζυγίσµατος, η αποχέτευση, ο διάδροµος του περιπάτου που τελειώνει στη δυτική πλευρά που υπάρχουν ακόµα οι σκάλες και ένα δέντρο, κάποιες αίθουσες µε κίονες άλλοι πεσµένοι και άλλοι ακόµα στη θέση τους. 

Ίσως µια άλλη πόλη των Ηλείων αποικιών να είναι και η Άππων η µετέπειτα Φανωτή, το σηµερινό
Γαρδίκι στην περιοχή της Λαµπουριάς, η οποία ήταν χτισµένη σε θέση κλειδί που ένωνε την κοιλάδα του ∆ρύνου µε την περιοχή του ∆ελβίνου.
Το κάστρο της αρχαίας Φανωτής κτίστηκε ανάµεσα στον 3ο-2ο αι. π.Χ., ενώ στη σηµερινή µορφή του χτίστηκε πάνω στα αρχικά θεµέλια, του οποίου οι εργασίες ξεκίνησαν ανάµεσα στα 1150-1180 και ολοκληρώθηκαν το 1717. 
Η θέση του φρουρίου βρίσκεται σε ύψωµα που µπορεί να ελέγχει την περιοχή της Λιαµπουριάς από βόρεια µέχρι την Κολόνια, από ανατολικά την περιοχή Ρίζας και Λιούντζης και δυτικά τα όρη του
Κουρβελεσίου. Η είσοδος του κάστρου βρίσκεται στην βορειο-ανατολική πλευρά. Τα τείχη σε κάποια σηµεία φτάνουν τα 2 µέτρα ύψος και σε άλλα εγγίζουν το έδαφος. Προς τη νότια πλευρά υπάρχει ένα µικρό ερειπωµένο κτίριο σε σχήµα εκκλησίας. Στη βόρεια πλευρά, βρίσκεται σκεπασµένη µε χώµα και πέτρες µια αίθουσα, η οποία αποτελείται από στενή θολωτή είσοδο που φαίνεται µόνο το πάνω µέρος, καθίσµατα γύρω της και στη µέση στενόµακρη τραπεζαρία µε δυο άκρες στρογγυλές. Πιθανόν η αίθουσα αυτή είχε χρησιµοποιηθεί στην διάρκεια του κοµµουνιστικού καθεστώτος, ως καταφύγιο. Η είσοδος µέσω ενός µακροσκελούς διαδρόµου καταλήγει στον εξωτερικό τοίχο που η είσοδος του είναι χτισµένη µάλλον µεταγενέστερα.

Από τον Αλέξανδρο το Μολοσσό έως τον Πύρρο και το Κοινό των
Ηπειρωτών (343/2-272-167 π.Χ.).

Το κύριο γεγονός που κυριαρχεί αυτή την περίοδο είναι η ίδρυση ενός ηπειρωτικού κράτους από τη συνένωση των Μολοσσών και των Θεσπρωτών υπό την εξουσία του βασιλιά των Μολοσσών, που αποτελούσε µια ενιαία πολιτική ενότητα που ονοµαζόταν «Άπειρος». Οι περιοχές που αποτελούσαν την ενότητα αυτή ήταν οι πόλεις και τα περίχωρα της Πανδωσίας, της Κασσώπης, της Θεσπρωτίας, της Ποιωνού, της Αρτιχίας και της Μολοσσίας. Σε µια επιγραφή της ∆ωδώνης, η Ατιντανία , η οποία είχε αποσπασθεί από το κοινό των Μολοσσών το 344 π.Χ., µε την ίδρυση του νέου κράτους, αναφέρεται ότι οι «σύµµαχοι των Απειρωτάν» απονέµουν «ατέλειαν» και «εντέλειαν» στην Ήπειρο σε κάποιον  Ατιντάνα επί Νεοπτόλεµου, του γιου του Αλέξανδρου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι εκτός από την Ατιντανία που καλύπτει το βόρειο τµήµα της επαρχιάς ∆ρυϊνουπόλεως, δεν αναφέρεται τίποτε άλλο για τη συγκεκριµένη περιοχή.
Η αποκατάσταση του Πύρρου στο θρόνο σε ηλικία 22 ετών είναι και η πραγµατική αρχή της βασιλείας του, που θα καταστήσει την Ήπειρο µια από τις µεγάλες δυνάµεις της εποχής και θα της επιτρέψει να εξέλθει από µακρά περίοδο αφάνειας. Μια από τις δυο πόλεις της Ηπείρου που συνδέονται µε τη βασιλεία του Πύρρου είναι η Αντιγόνεια ( η άλλη είναι η Βερενίκη στην Κασσωπαία στο σηµερινό Μιχαλίτσι) που τοποθετείται κοντά στη σηµερινή Σαρακινίστα και ήταν έργο προς τιµήν της πρώτης του συζύγου Αντιγόνης, αλλά το όνοµα αυτό δεν σηµαίνει ότι η πόλη ήταν εξ’ολοκλήρου νέα, απλώς γιατί προϋπήρχε οικισµός και αυτός συνέβαλε στην ανάπτυξή της, κοσµώντας την µε ωραία οικοδοµήµατα. Άραγε, ποιά να ήταν η προηγούµενη ονοµασία της πόλης αυτής; 

Επί της βασιλείας του Πύρρου οι κάτοικοι της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως, όπως όλη η Ήπειρος και σε µεγάλο µέρος του υπόλοιπου ελληνικού χώρου απόλαυσαν περιόδους ευηµερίας και δόξας.
Κατά τη βασιλεία του Αλέξανδρου του Β΄ γιου του Πύρρου, ο οποίος έχοντας ήδη αναλάβει ευθύνες στην Ήπειρο κατά τα τελευταία έτη της βασιλείας του πατέρα του φρόντισε, κατ’ αρχήν, να συνάψει ειρήνη µε τον Αντίγονο Γονατά τον οποίο αργότερα προσπάθησε να εκδικηθεί µαζί µε τους Ρωµαίους, εγκαταλείποντας κάθε φιλοδοξία για την ∆ύση. Το τέλος της βασιλείας των Αιακιδών τερµατίζεται µε τη δολοφονία της ∆ηιδάµειας, κόρης του βασιλιά Πύρρου του Β΄, η οποία συµβαίνει σε µια χρονική περίοδο που η Ήπειρος δέχεται επίθεση από όλες τις πλευρές και περισσότερο από τους εµφύλιους πολέµους.
Μετά την πτώση της βασιλείας στην Ήπειρο ιδρύεται αβασίλευτο οµοσπονδιακό κράτος. Ακολούθησε, όµως, µια παράδοξη µεταστροφή, που εξηγείται προφανώς από τη µεταβολή του συσχετισµού δυνάµεων µεταξύ των επί µέρους ηπειρωτικών εθνών. Μεταξύ των άλλων, το κοινό εγκατέλειψε τη συµµαχία των Αιτωλών για να συνταχθεί µε την Τεύτα, βασίλισσα των Ιλλυριών, πράγµα που πιθανώς του στοίχισε την απώλεια της Ατιντανίας.

Από την Ρωµαϊκή κατάκτηση έως τον 3ου αι. µ.Χ.

Στις παραµονές του Μακεδονικού πολέµου το 172 π.Χ., είχε ήδη οριστεί η οδός που οδηγούσε στην πλήρη υποταγή της Ηπείρου, αλλά και όλης της Ελλάδος, στους Ρωµαίους κατακτητές. Την περίοδο αυτή η Ήπειρος χρησιµοποιήθηκε ως πολεµικό και πολιτικό προγεφύρωµα των
Ρωµαίων. Το 172 και το 171 π.Χ. η κοιλάδα του ∆ρίλωνος (∆ρύνου) χρησιµοποιήθηκε ως τόπος διελεύσεως της στρατιάς των Ρωµαίων που αντί να διαβούν από τον αυχένα του Μετσόβου, διέσχισαν τα Αθαµανικά όρη για να φτάσουν στη Θεσσαλία. Το 170 π.Χ. ο ύπατος Άουλο Οστίλιο φιλοξενήθηκε στη Φανωτή της Μολοσσίας, στο σηµερινό Γαρδίκι του τµήµατος Λιαµπουριάς του Αργυροκάστρου. Ένας αδελφοκτόνος πόλεµος άρχισε το 169 π.Χ., όπου ο Ρωµαίος πρεσβευτής Άππιος Κλαύδιος ηττήθηκε µπροστά στη Φανωτή των γενναίων Ατιντάνων, παρ’ όλο ότι είχε στο στρατό του έξι χιλιάδες Χάονες και Θεσπρωτούς που τους είχε προφανώς παραχωρήσει ο Χάρωψ ο νεότερος. 
Την πόλη υπερασπιζόταν µακεδονική φρουρά, ενισχυµένη από Ηπειρώτες του στρατοπέδου του
συµµάχου του Περσέως, Αντινόου. 
Η κακότητα του Χάροπος του νεότερου µε τη συνενοχή της Ρώµης έγινε αιτία να γνωρίσει η Ήπειρος πρωτοφανή καταστροφή σε σχέση µε τα άλλα ελληνικά κράτη. 
Όµως η ερήµωση δεν ήταν οµοιόµορφη σε όλες τις περιοχές της Ηπείρου, οι περισσότερες πόλεις που καταστράφηκαν ήταν οι Μολοσσικές και όχι µόνο οι πεδινοί πληθυσµοί των οροπεδίων των Ιωαννίνων και της κοιλάδας του ∆ρύνου. Η καταστροφή επηρέασε και τους µετακινούµενους ορεινούς ποιµένες που εξακολουθούσαν να ανεβοκατεβαίνουν τα βουνά της επαρχίας.
Το θέρος του 88 π.Χ. Θράκες µισθοφόροι του Μιθριδάτη εισδύουν στην επαρχία Μακεδονίας και δηώνουν το ιερό της ∆ωδώνης και όλη η Ήπειρος λεηλατείται για δεύτερη φορά και καταστρέφεται από την απροσδόκητη αυτή επιδροµή.
Ο Στράβων, αναφερόµενος στην διανοµή των επαρχιών που πραγµατοποιήθηκε από τον αυτοκράτορα Οκτάβιο Αύγουστο το 27 π.Χ., επισηµαίνει ότι η Ήπειρος των Αιακίδων βρίσκεται διχοτοµηµένη: το
βόρειο τµήµα είναι στην επαρχία Μακεδονίας, ενώ το νότιο τµήµα είναι στην επαρχία Αχαΐας, στην οποία υπάγεται και η περιοχή της ∆ρυϊνουπόλεως, µε αποτέλεσµα να αλλάζει η κοινωνική και πολιτική ζωή της Ηπείρου.

Πηγή: Διατριβή επί Διδακτορία της Ευτυχίας Παππά με τίτλο "Η Επαρχία Δρυϊνουπόλεως της Β. Ηπείρου κατά τη νεότερη περίοδο (Τουρκοκρατία, 20ος αιώνας)".
Επόπτης καθηγητής Αθανάσιος Καραθανάσης
Μέλη: καθηγητής πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Θεολογική. Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Θεσσαλονίκη 2009

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια