Σημαντικές μορφές του Αγώνα άφησαν ανεξίτηλα το στίγμα τους στην Ιστορία της Επανάστασης του 1821, όπως ονομάζουμε, συνήθως, ολόκληρη τη μακρόχρονη περίοδο μέχρι τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Ωστόσο, κάποια λιγότερο γνωστά ή και άγνωστα περιστατικά ολοκληρώνουν την εικόνα που υπάρχει γι’ αυτά τα πρόσωπα. Αναζητήσαμε και βρήκαμε σε εφημερίδες του 19ου αιώνα στιγμές της ιστορίας ορισμένων από τους πρωταγωνιστές του Αγώνα που έδρασαν σε ξηρά και θάλασσα.
Δυστυχώς, για μια ακόμα φορά μέσα από ορισμένα πρόσωπα, όπως ο ηρωικός Γεωργάκης Ολύμπιος, ο εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθος και ο πυρπολητής Ανδρέας Πιπίνος, αναδεικνύεται η «σκοτεινή πλευρά» της Ιστορίας, που «γράφτηκε» από τη βαυαρική μοναρχία με την εγκατάλειψη στη φτώχεια πολλών αγωνιστών και των οικογενειών τους, όπως παρουσίασαν σε εκτενές αφιέρωμα οι «Νησίδες»Ομως, τα «άγνωστα» περιστατικά από τη ζωή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Γεώργιου Καραϊσκάκη, της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και των όσων προαναφέραμε παραπάνω, θα μας επιτρέψουν να σχηματίσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα γι’ αυτούς και την ήδη πασίγνωστη προσφορά τους στον Αγώνα.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Πιστός «εις τους όρους της μπέσας»
Για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αυτήν την ηγετική μορφή της Επανάστασης έχουν γραφτεί πάρα πολλά τόσο για τη δράση του όσο και για τους μετέπειτα διωγμούς του από τους Βαυαρούς. Ωστόσο, ο «γέρος του Μοριά» είχε κάνει και πολλές άλλες γνωστές ή λιγότερο γνωστές ηρωικές πράξεις στα χρόνια πριν από την Επανάσταση.
Μια από αυτές τις λιγότερες γνωστές πράξεις του, που αναδεικνύουν και την αξία της «μπέσας» για τον σπουδαίο αγωνιστή, ήταν η απελευθέρωση του γιου του Παναγιώτη Μούρτσινου ή Τρουπάκη (από τη Μάνη) Διονύση, από τις φυλακές του παλατιού (σαράι) της Τρίπολης, η οποία περιεγράφη τον Μάρτιο 1843, μετά τον θάνατο του Κολοκοτρώνη, στην εφημερίδα «Αιών».
Εκεί, λοιπόν, διαβάζουμε ότι χάριν εμφύλιων διαφωνιών ο Παναγιώτης Μούρτσινος αναγκάστηκε, μετά τον θάνατο του πατέρα του Μιχαλάμπεη, ηγεμόνα της Μάνης, να καταφύγει στη Ζάκυνθο.
Εκεί ετοιμαζόταν να πάει να τον βρει και ο γιος του, Διονύσης, ο οποίιος όμως προδόθηκε, μαζί με ένα φίλο του, τον Βασίλειο Βενετσανάκο, συνελήφθη από τους Τούρκους και τους οδήγησαν στις φυλακές της Τρίπολης.
Ο Κολοκοτρώνης, που ήταν τότε καπετάνιος στην Καρύταινα, έμαθε τι έγινε και, καθώς το σπίτι του Μούρτσινου ήταν πάντα άσυλο γι’ αυτόν, αποφάσισε να προσπαθήσει ν’ απελευθερώσει τους δύο κρατούμενους.
Εστειλε, λοιπόν, κάποιους ανθρώπους στην Τρίπολη που κατάφεραν να τους περάσουν μια λίμα. Με αυτήν οι κρατούμενοι έκοψαν τις αλυσίδες των ποδιών τους και ένα βράδυ άρχισαν να τρέχουν στους διαδρόμους της φυλακής, πιθανόν στα υπόγεια του παλατιού.
Κάποια στιγμή ένας φύλακας προσπάθησε να τους σταματήσει, τον έσπρωξαν και βγήκαν τρέχοντας από το σαράι για να πάνε στο συμφωνημένο μέρος, στα τείχη της πόλης, όπου είχε σκαφτεί μια τρύπα για να περάσουν έξω. Εξω από τα τείχη τούς παρέλαβε ο Κολοκοτρώνης και τους φυγάδευσε.
Μόλις έγινε γνωστή η απόδραση «εξεδόθησαν αυστηραί διαταγαί εις όλας τας επαρχίας και εξαιρέτως εις Καρύταιναν, διότι εγνώριζεν ο Πασάς ότι μόνος ο Κολοκοτρώνης ηδύνατο να κάμη εν τοιούτον τόλμημα».
Κάποιοι προεστοί και δημογέροντες κάλεσαν τον «γέρο» να παραδώσει τον Μούρτσινο στους Τούρκους. Ομως, αυτός τους απάντησε ότι «ο Διονύσιος προσέφυγε πραγματικώς εις αυτόν και δεν δύναται να τον παραδώση, επειδή τότε θέλει φανή ότι αντιβαίνει εις τους όρους της μπέσας».
Σε λίγες μέρες ο Διονύσης Μούρτσινος είχε φτάσει στη Ζάκυνθο, που βρισκόταν όπως όλα τα Επτάνησα υπό αγγλική κατοχή, και έσμιξε με τον πατέρα του.
Γεώργιος Καραϊσκάκης: «Σας παραγγέλλω να μένετε ενωμένοι»
Ο θάνατος του Γεώργιου Καραϊσκάκη ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός για τους επαναστατημένους Ελληνες.
Ο μεγάλος οπλαρχηγός, βαριά τραυματισμένος, όπως και ο υπασπιστής του, Κακλαμάνος, παρακολούθησε, μέχρι τελευταία στιγμή, να γίνει ομαλά η υποχώρηση του ελληνικού στρατεύματος.
Οταν πια μεταφέρθηκε στο ελληνικό στρατόπεδο υπαγόρευσε τη διαθήκη του, μετάλαβε και λίγο αργότερα υπέκυψε.
Τον Απρίλιο του 1835 ο αντισυνταγματάρχης Σπύρος Μήλιος μιλώντας κατά την τελετή ανακομιδής των οστών του Καραϊσκάκη από τη Σαλαμίνα στο Φάληρο, μετέφερε τα τελευταία λόγια του Καραϊσκάκη προς τους στρατηγούς Βάσο, Χατζηπέτρο και Γαρδικιώτη.
Σε αυτά τα λίγα λόγια φαίνεται η αγάπη του μεγάλου αγωνιστή για την Ελλάδα καλώντας τους στρατηγούς να ελευθερώσουν την Αθήνα και να ολοκληρώσουν το έργο του, η εκτίμηση στους συναγωνιστές του, αλλά και η αγωνία του να μείνουν όλοι ενωμένοι.
«(…) σας παραγγέλλω να μένετε ενωμένοι», τους κάλεσε ο ηρωικός πολέμαρχος γνωρίζοντας πολύ καλά τις προηγηθείσες εμφύλιες έριδες και κυρίως εκφράζοντας την αγωνία του για την επόμενη μέρα.
Αναλυτικά, τα τελευταία λόγια του Καραϊσκάκη -κατά τον Σπύρο Μήλιο- ήταν τα εξής:
«Αδελφοί, εγώ αποθνήσκω, και ιδού με τούτο εκπληρώνω το χρέος μου προς την πίστιν και την πατρίδα. Σεις δε ακολουθούντες τας οδηγίας μου, και τα παραδείγματά μου, ελευθερώσατέ μου τας Αθήνας, πληρώσατε το έργον οπού εγώ επεφορτίσθην παρά του έθνους και της Κυβερνήσεώς μας. Αδελφοί, αφήνω πάμφτωχα τ’ ανήλικα τέκνα μου, εκέρδισα δε δι’ αυτά την ευγνωμοσύνην του έθνους, και την ιδικήν σας φιλίαν, οίτινες είσθε οι συναγωνισταί μου.
Σεις λοιπόν σταθήτε οι προστάται των έως ότου ησυχάση η πατρίς διά να λάβη την φροντίδα τους η Κυβέρνησις.
Οσον δι’ εσάς, δεν βλέπω εμπρός μου το έθνος συνηγμένον, ή την Κυβέρνησιν, να τους παραστήσω πόσους κόπους, την νηστείαν και όλας τας δυστυχίας υπεφέρατε μαζί μου, όσα εδαπανήσατε και πόσην αδεξιότητα εδείξατε, ώστε πρεπόντως να σας βραβεύση διά του υπέρ αυτού αγώνος σας, πλην σας παραγγέλλω να μένετε ενωμένοι, ευπειθείς και πιστοί εις τας Κυβερνήσεις, έχοντες οδηγόν το συμφέρον της πατρίδος, και όταν η Ελλάς ελευθερωθή, επειδή ο Υψιστος απεφάσισε την ελευθερίαν της, μην αμφιβάλλετε ότι θέλετε δικαιωθή».
Λασκαρίνα «Μπουμπουλίνα»: «Φεισθήτε της ζωής και της τιμής των γυναικών»
Η Λασκαρίνα «Μπουμπουλίνα» Πινότση (1771-1825), που μετά θάνατον έλαβε τιμητικά από την Ελληνική Πολιτεία το αξίωμα της υποναυάρχου, δεν είχε μεγάλη δράση μόνο στη θάλασσα. Είχε σημαντική παρουσία και στην πολιορκία και στην άλωση της Τριπολιτσάς. Μάλιστα, κατάφερε και γλίτωσε, χωρίς να πειραχτούν κατά τη λεηλασία, που ακολούθησε την άλωση, πολλές γυναίκες και παιδιά του χαρεμιού τού τότε διοικητή και βεζίρη της Πελοποννήσου Χουρσίτ πασά.
Οπως είχε γράψει σε εκτενές αφιέρωμά της η ιστορική «Εφημερίς των Κυριών» της Καλλιρρόης Παρρέν (29/3/1897), η Μπουμπουλίνα, που μαζί με τους άνδρες της είχε προσχωρήσει στο σώμα που διοικούσε ο μεγαλύτερος γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Πάνος, την ημέρα υπογραφής της συνθήκης παράδοσης της πόλης υποσχέθηκε στον φρούραρχο Ελμάς Αγά ότι θα διασώσει αυτές τις γυναίκες.
Ετσι, όταν έγινε η είσοδος στη πόλη και άρχισαν οι φοβερές καταστροφές, η Μπουμπουλίνα μπήκε μπροστά σε ομάδες Ελλήνων και Αλβανών και τους διέταξε να μην πειράξουν αυτές τις γυναίκες.
«Παιδιά, είπεν η Μπουμπουλίνα, ο υιός μου Ιωάννης προ οκτώ μόνον ημερών έπεσεν υπό την σπάθην των αγρίων Τούρκων. Δεν διψώ όμως το αίμα των γυναικών, διότι αύται είναι αθώαι. Σας δίδω τους θησαυρούς των, τα πολύτιμα αυτών κοσμήματα, αλλά προς Θεού, φεισθήτε της ζωής και της τιμής των […] Οι στρατιώται, γνωρίζοντες την γυναίκα, δεν ετόλμησαν μεν να αντείπωσιν, έθεσαν όμως πυρ υπό τας του φρουρίου επάλξεις […]».
Ομως, η Μπουμπουλίνα και πάλι δεν σταμάτησε. Μαζί με κάποιους άνδρες μπήκαν στο φλεγόμενο φρούριο «και ούτως απηλευθέρωσε τας δυστυχείς εκείνας γυναίκας», οι οποίες έντρομες και απελπισμένες θεωρούσαν βέβαιο τον θάνατο.
Ανδρέας Πιπίνος: «Απέθανεν εν πενία»
Ο Υδραίος Ανδρέας Πιπίνος (1781- 1861) αποτέλεσε με τον Κωνσταντίνο Κανάρη ένα φοβερό δίδυμο μπουρλοτιέρηδων, που τον Μάιο του 1822, κατάφεραν και πυρπόλησαν, μεταξύ Χίου και Τσεσμέ, τη ναυαρχίδα και την αντιναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, προκαλώντας ενθουσιασμό στους επαναστατημένους Ελληνες και ένα σοβαρό πλήγμα στους αντιπάλους τους.
Εκείνο, όμως, που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι ο 40χρονος τότε Πιπίνος είχε πάρει το «βάπτισμα του πυρός» ένα χρόνο νωρίτερα, στη ναυμαχία της Ερεσού.
Η νικηφόρα επιχείρηση έγινε όταν ο ελληνικός στόλος αποτελούμενος από 57 πλοία, με επικεφαλής τον Υδραίο Ιάκωβο Τομπάζη, πλέοντας ανοιχτά των Δαρδανελίων για να αποτρέψει έξοδο του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο, εντόπισε ένα μεγάλο τούρκικο δίκροτο (σ.σ. πολεμικό πλοίο, που έφερε τρεις ιστούς με τετράγωνα ιστία. Συνήθως είχε 64 - 78 κανόνια [πυροβόλα] και πλήρωμα 600 - 700 άνδρες). Επειτα από σύντομη καταδίωξη το εντυπωσιακό πλοίο κατέφυγε στην Ερεσό, ενώ μεταξύ των Ελλήνων υπήρξε προβληματισμός για το τι έπρεπε να κάνουν.
«Οι μεν εξ εφόδου έλεγον να κυριεύσωσιν αυτό, οι δε διά πυροβολισμού να κατεποντίσωσιν αυτό», έγραφε, στις 15 Ιουλίου 1861, η εφημερίδα «Αθηνά», σε ένα επικήδειο βιογραφικό αφιέρωμα στον Πιπίνο.
Τη διαφωνία έλυσε ο Τομπάζης, που κρίνοντας ότι οι παραπάνω προτάσεις θα επέφεραν μεγάλες απώλειες, επέλεξε τη λύση της πυρπόλησης με ένα σκάφος, το οποίο θα επάνδρωναν εθελοντές.
Αφού διασκευάστηκε ένα μικρό σκάφος σε πυρπολικό, ξεκίνησε η επάνδρωσή του με εθελοντές.
«Πρώτος μετά το κέλευσμα του Ναυάρχου λαβών τα όπλα επέβη ο Ανδρέας Πιπίνος εθελοντής και τούτου το παράδειγμα εμιμίθησαν και άλλοι ώστε συνεπληρώθη το πλήρωμα και επηνέχθη το ποθούμενον αποτέλεσμα πυρποληθέντος του φοβερού εκείνου δικρότου». {Πηγή: εφ. «Αθηνά» φ.15.7.1861}
Επικεφαλής του πληρώματος ήταν ένας άλλος ιστορικός πυρπολητής, ο Ψαριανός Δημήτρης Παπανικολής. Ο Πιπίνος ανέπτυξε μεγάλη δράση σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα ενώ και μετά την Ανεξαρτησία πήρε μέρος σε θαλάσσιες επιχειρήσεις για την καταπολέμηση της πειρατείας.
Ωστόσο, όπως πάρα πολλοί άλλοι, «απέθανεν εν πενία» στην Υδρα «καταλιπών εις αμήχανον θέσιν σύζυγον και θυγατέρα εν ώρα γάμου».
Εμμανουήλ Ξάνθος: του έλειψε ακόμα και το ψωμί
Η εγκατάλειψη από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος πολλών αγωνιστών της Επανάστασης είναι μια από τις «μαύρες σελίδες» της νεότερης Ιστορίας.
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος (1772- 1852), ο εμπνευστής και ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας μαζί τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, είχε ανεκτίμητη συμβολή κατά τον Αγώνα. Ωστόσο, ήταν ένας από αυτούς που πέθαναν πάμφτωχοι και στην αφάνεια. Χαρακτηριστικό της ανέχειας, με την οποία πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ήταν ότι του έλειψε ακόμα και το ψωμί!
Μάλιστα, μια μέρα μετά τον ταραχώδη εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1849 η εφημερίδα «Αιών», στηλιτεύοντας τους διωγμούς και την εγκατάλειψη αγωνιστών έγραφε ότι «ο πολλού σεβασμού άξιος Εμμανουήλ Ξάνθος εθρήνει κατά την ημέραν αυτήν την σκληροτάτην οικονομικήν αμηχανίαν του, μην έχων άρτον!».
Γεωργάκης Ολύμπιος: έπεισε τη σύζυγό του « να δανείση εκ της προικός της εις την Ελλάδα»
Για τον Γεωργάκη Ολύμπιο (1772- 1821), που σκοτώθηκε ηρωικά κατά την πολιορκία της Μονής Σέκου, στη Μολδαβία, από τους Τούρκους, θα μπορούσε να πει κανένας τη γνωστή πια φράση «καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».
Ετσι, αυτός ο ηρωικός αγωνιστής, που διέθεσε όχι μόνο τη ζωή του αλλά και την περιουσία του για τον Αγώνα, ευτυχώς δεν έζησε για να δει τη γυναίκα του Στάνα και τα δυο παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, να λιμοκτονούν στην Αθήνα, με μια πενιχρή σύνταξη που τους έδωσε το ελληνικό κράτος.
Οπως ξέρουμε, ο Γεωργάκης Ολύμπιος πήρε μέρος στην επανάσταση στη Μολδοβλαχία, που ξεκίνησε στις 22 Φεβρουαρίου 1821 (7 Μαρτίου με το νέο ημερολόγιο), με το πέρασμα από τον ποταμό Προύθο των επαναστατικών δυνάμεων υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στο πλαίσιο του σχεδίου της Φιλικής Εταιρείας για την έναρξη παράλληλων επαναστάσεων με την ελληνική, σε Σερβία και Βουλγαρία.
Εκεί ο Γεωργάκης Ολύμπιος βρέθηκε ως επικεφαλής ενός στρατεύματος 1.500 ανδρών, πεζικού και ιππικού, του οποίου κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων με δικά του χρήματα.
Παράλληλα, έπεισε και τη σύζυγό του «να δανείση εκ της προικός της εις την Ελλάδα, διά προπαρασκευήν των του πολέμου, 5.500 Ολλανδικά [εν. νομίσματα] ισοδυναμούντα με 70.000 δραχμάς, άτινα εστάλησαν με τον αρχιμανδρίτη Δικαίον, και Φαρμακάκην, περί ων σώζεται απόδειξις υπογεγραμμένη παρά τε του Υψηλάντου και των πρώτων μελών της Εταιρείας», όπως έγραψε σε άρθρο της η εφημερίδα «Ελπίς» (φ. 21.3.1849), λίγες μέρες μετά τον θάνατο της Στάνας Ολύμπιου.
Τη διαφωνία έλυσε ο Τομπάζης, που κρίνοντας ότι οι παραπάνω προτάσεις θα επέφεραν μεγάλες απώλειες, επέλεξε τη λύση της πυρπόλησης με ένα σκάφος, το οποίο θα επάνδρωναν εθελοντές.
Αφού διασκευάστηκε ένα μικρό σκάφος σε πυρπολικό, ξεκίνησε η επάνδρωσή του με εθελοντές.
«Πρώτος μετά το κέλευσμα του Ναυάρχου λαβών τα όπλα επέβη ο Ανδρέας Πιπίνος εθελοντής και τούτου το παράδειγμα εμιμίθησαν και άλλοι ώστε συνεπληρώθη το πλήρωμα και επηνέχθη το ποθούμενον αποτέλεσμα πυρποληθέντος του φοβερού εκείνου δικρότου». {Πηγή: εφ. «Αθηνά» φ.15.7.1861}
Επικεφαλής του πληρώματος ήταν ένας άλλος ιστορικός πυρπολητής, ο Ψαριανός Δημήτρης Παπανικολής. Ο Πιπίνος ανέπτυξε μεγάλη δράση σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα ενώ και μετά την Ανεξαρτησία πήρε μέρος σε θαλάσσιες επιχειρήσεις για την καταπολέμηση της πειρατείας.
Ωστόσο, όπως πάρα πολλοί άλλοι, «απέθανεν εν πενία» στην Υδρα «καταλιπών εις αμήχανον θέσιν σύζυγον και θυγατέρα εν ώρα γάμου».
Εμμανουήλ Ξάνθος: του έλειψε ακόμα και το ψωμί
Η εγκατάλειψη από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος πολλών αγωνιστών της Επανάστασης είναι μια από τις «μαύρες σελίδες» της νεότερης Ιστορίας.
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος (1772- 1852), ο εμπνευστής και ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας μαζί τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, είχε ανεκτίμητη συμβολή κατά τον Αγώνα. Ωστόσο, ήταν ένας από αυτούς που πέθαναν πάμφτωχοι και στην αφάνεια. Χαρακτηριστικό της ανέχειας, με την οποία πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ήταν ότι του έλειψε ακόμα και το ψωμί!
Μάλιστα, μια μέρα μετά τον ταραχώδη εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1849 η εφημερίδα «Αιών», στηλιτεύοντας τους διωγμούς και την εγκατάλειψη αγωνιστών έγραφε ότι «ο πολλού σεβασμού άξιος Εμμανουήλ Ξάνθος εθρήνει κατά την ημέραν αυτήν την σκληροτάτην οικονομικήν αμηχανίαν του, μην έχων άρτον!».
Γεωργάκης Ολύμπιος: έπεισε τη σύζυγό του « να δανείση εκ της προικός της εις την Ελλάδα»
Για τον Γεωργάκη Ολύμπιο (1772- 1821), που σκοτώθηκε ηρωικά κατά την πολιορκία της Μονής Σέκου, στη Μολδαβία, από τους Τούρκους, θα μπορούσε να πει κανένας τη γνωστή πια φράση «καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».
Ετσι, αυτός ο ηρωικός αγωνιστής, που διέθεσε όχι μόνο τη ζωή του αλλά και την περιουσία του για τον Αγώνα, ευτυχώς δεν έζησε για να δει τη γυναίκα του Στάνα και τα δυο παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, να λιμοκτονούν στην Αθήνα, με μια πενιχρή σύνταξη που τους έδωσε το ελληνικό κράτος.
Οπως ξέρουμε, ο Γεωργάκης Ολύμπιος πήρε μέρος στην επανάσταση στη Μολδοβλαχία, που ξεκίνησε στις 22 Φεβρουαρίου 1821 (7 Μαρτίου με το νέο ημερολόγιο), με το πέρασμα από τον ποταμό Προύθο των επαναστατικών δυνάμεων υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στο πλαίσιο του σχεδίου της Φιλικής Εταιρείας για την έναρξη παράλληλων επαναστάσεων με την ελληνική, σε Σερβία και Βουλγαρία.
Εκεί ο Γεωργάκης Ολύμπιος βρέθηκε ως επικεφαλής ενός στρατεύματος 1.500 ανδρών, πεζικού και ιππικού, του οποίου κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων με δικά του χρήματα.
Παράλληλα, έπεισε και τη σύζυγό του «να δανείση εκ της προικός της εις την Ελλάδα, διά προπαρασκευήν των του πολέμου, 5.500 Ολλανδικά [εν. νομίσματα] ισοδυναμούντα με 70.000 δραχμάς, άτινα εστάλησαν με τον αρχιμανδρίτη Δικαίον, και Φαρμακάκην, περί ων σώζεται απόδειξις υπογεγραμμένη παρά τε του Υψηλάντου και των πρώτων μελών της Εταιρείας», όπως έγραψε σε άρθρο της η εφημερίδα «Ελπίς» (φ. 21.3.1849), λίγες μέρες μετά τον θάνατο της Στάνας Ολύμπιου.
efsyn.gr
- Ο Βορειοηπειρώτης αγωνιστής του 1821 Κωνσταντίνος Παπακυριακού [Βίντεο]
- Η ισορροπία δυνάμεων πίσω από τα Ίμια και ο ρόλος των ομάδων ΟΥΚ
- Ζερβάτες
- Τι απέγινε ο Εφιάλτης μετά την προδοσία στις Θερμοπύλες
👉Κάντε εγγραφή στο κανάλι apenadi blogspot στο youtube για να βλέπετε πρώτοι τα βίντεο μας.
👉Ακολουθήστε μας στο facebook, κάνοντας like στη σελίδα Αγναντεύοντας για να βλέπετε πρώτοι τις δημοσιεύσεις μας
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών