Το Εθνικό μας Ανάστημα

Του Σταύρου Ντάγιου

Έως το 1983 από την περιφέρεια Αργυρόκαστρου είχαν δραπετεύσει προς την Ελλάδα, διωκόμενοι για το εθνικό τους φρόνημα, συνολικά 2.105 φυγάδες, εκ των οποίων οι 1.754 ήταν έλληνες Βορειοηπειρώτες. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί με το 8,3% του συνολικού ελληνόφωνου πληθυσμού της περιφέρειας, έναντι του 0,5% του αλβανικού εθνικού διάμεσου και είναι ένδειξη εθνικής αφαίμαξης της περιοχής.

Από την περιφέρεια των Αγίων Σαράντα δραπέτευσαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (1944-1946) συνολικά 856 φυγάδες, εκ των οποίων οι 638, δηλαδή το 70%, ήταν ελληνόφωνοι Βορειοηπειρώτες.

Έως το 1954 το 1,7% του πληθυσμού της Χιμάρας είχε διαρρεύσει παράνομα από τη χώρα (η πλειοψηφία στην Ελλάδα), ενώ το 2,8% του συνολικού πληθυσμού είχε μεταναστεύσει προπολεμικά σε κάποια ευρωπαϊκή ή άλλη υπερπόντια χώρα.

Οι φυγάδες άφηναν πίσω τούς οικείους τους, αλλά και όσους εμφορούντο από αντίθετη προς αυτούς ιδεολογική χρήση.

Το σύνολο σχεδόν των δραπετών στην Ελλάδα –όσοι δεν κατόρθωσαν την υπερπόντια μετανάστευση– ενώθηκαν στους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους και τα σωματεία σε Αθήνα και Ιωάννινα, ενώ οι διαμένοντες στην ιδιαίτερη πατρίδα τους εντάχθηκαν στην ορμή της νέας εποχής, ενσυνείδητα ή εξαναγκασμένοι. Ήταν η εποχή που ξεπερνούσε κατά πολύ συμπλέγματα, ψυχώσεις και ματαιοδοξίες.

Τα δύο αυτά αντίθετα στρατόπεδα συσπειρώθηκαν στη δική τους ιδεολογική γιάφκα: οι βορειοηπειρώτες ταγοί πολιτικοί φυγάδες στην εφημερίδα τους «Βόρειος ‘Ήπειρος» και βραδύτερα «Βορειοηπειρωτικός Αγών», ενώ οι κομματικοί και κυβερνητικοί τιτλούχοι της μειονότητας στο «Λαϊκό Βήμα». 
Αμφότεροι ζούσαν τη δική τους παραίσθηση: Οι μεν Βορειοηπειρώτες των συλλόγων την έφεση της παραχώρησης της ιδιαίτερής τους πατρίδας από τις μεγάλες δυνάμεις στον φυσιολογικό της χώρο, ως αναπόσπαστο κομμάτι του εθνικού κορμού, οι δε πεπλανημένοι από το γιουγκοσλαβικό κενόσοφο κήρυγμα τιτλούχοι κομμουνιστές της Δρόπολης και του Βούρκου αναπαρήγαν αμήχανοι (και κάποιοι, ίσως, οπισθόβουλα) το ιδεολόγημα της ένωσης-συναδέλφωσης. Κανείς όμως δεν μπορούσε να ισχυρισθεί ιδιοκτησιακή σχέση με την νομιμότητα και το έθνος, πολλώ δε να προβάλει το προνόμιο της δικαιοκρισίας. Η ιστορία δεν δικαίωσε ούτε τους μεν ούτε τους δε: Ο ελληνόφωνος βορειοηπειρωτικός χώρος παρέμεινε ένα στερέωμα -για τον οποίο όλοι εμείς οι Βορειοηπειρώτες είμαστε περήφανοι- βαλλόμενος, όμως, πανταχόθεν ως «υβριδικός σχηματισμός», απόλυτα απροστάτευτος.
Περιχαρακωμένοι οι ακόλουθοι των δύο στρατοπέδων επιδόθηκαν σε μια ατέρμονη και άχαρη αντιπαλότητα (σαν αυτή που βλέπουμε στην ανάρτηση). Κατ’ αντιπαράθεση θεώμενα αυτά τα δύο αρχειακά τεκμήρια από αντίστοιχες εφημερίδες της εποχής («Βορειοηπειρωτικός Αγών», 5η Απριλίου 1958 και «Λαϊκό Βήμα» 21η Μαρτίου 1947) είναι από τις ελάχιστες φορές που δεν χρίζουν κανενός σχολιασμού του ιστορικού επιστήμονα, πλην της διατύπωσης μιας απλής και αδιάψευστης βεβαιότητας: Αυτή η ανηλεή εχθρότητα και ο φονικός αλληλοσπαραγμός δεν βόλευε κανέναν, παρά μόνο μια ληστρική συμμορία ονόματι αλβανική κομμουνιστική ασφάλεια, η οποία, εκμεταλλευόμενη τη διαβρωτική διχόνοια και τις διαιρετικές ενέργειες μας, αποψίλωνε ύπουλα, αδίστακτα και μεθοδικά το εθνικό μας ανάστημα.

Ο Σταύρος Γ. Ντάγιος είναι διδάκτωρ Ιστορίας του ΑΠΘ
👉Κάντε εγγραφή στο κανάλι apenadi blogspot στο youtube για να βλέπετε πρώτοι τα βίντεο μας.
👉Ακολουθήστε μας στο facebook, κάνοντας like στη σελίδα Αγναντεύοντας για να βλέπετε πρώτοι τις δημοσιεύσεις μας
👉Ακολουθήστε μας στο twitter 


Σχόλια