Με τη Δρόπολη έχω ασχοληθεί και δημοσιεύσει κατ’επανάληψιν στο παρελθόν. Ήταν η πρώτη περιοχή που επισκέφτηκα το 1991 μετά την κατάρρευση του αλβανικού καθεστώτος και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα συναισθήματά μου από εκείνη την πρώτη επαφή με τον τόπο και τους ανθρώπους. Από τότε και για τα δέκα περίπου επόμενα χρόνια η Δρόπολη μονοπώλησε σχεδόν το ενδιαφέρον μου. Ερευνητικά ασχολήθηκα δύο φορές συστηματικά μαζί της. Σε μία από τις δημοσιεύσεις παρουσιάσαμε τις επιπτώσεις της μαζικής εξόδου του πληθυσμού της ελληνικής μειονότητας με την κατάρρευση του αλβανικού καθεστώτος. Με βάση τη μελέτη ενός χωριού (Μπουλιαράτι), διαπιστώνουμε τη δημογραφική κατάρρευση της κοινότητας και φωτίζουμε τις κοινωνικές και ψυχολογικές διαστάσεις της απουσίας που βιώνουν όσοι απέμειναν στον τόπο
Παραθέτω στη συνέχεια το μέρος του κειμένου που αφορά τη δική μου συμβολή σ’ αυτή τη δημοσίευση και αναφέρεται στη συμβολική σχέση των Δροπολιτών με τον τόπο τους:
«Καλά είμαστε τώρα, μα τι να το κάνεις. Εκάμαμε σπίτια, εκάμαμε… μα τι το θέλεις…΄Αμα δεν είναι τα παιδιά, σου κρένουν οι τοίχοι; Δεν σου κρένουν. Ρήμαξε ο τόπος. Να είχαμε τα παιδιά μας και να είμαστε και λίγο κατώτερα, που λέει ο λόγος. Τώρα, να πάνω εγώ στην Αθήνα, τι να κάμω; Να κλειστώ μέσα; Εδώ επιτέλους έχω το σπίτι μου, έχω τους δικούς μου, θα βγω με μια γειτόνισσα κάποιος θα ’ρθει. Εκεί κλιέσαι μέσα Εγώ πήγα στην Αθήνα και δεν σου λέει κανείς ‘καλημέρα’, δεν σε χαμπαρίζει κανένας…» (αφήγηση γυναίκας).
Οι άνθρωποι που απέμειναν πίσω στο χωριό αναφέρονται μ’ έναν αρκετά χαρακτηριστικό τρόπο σε μια παλιά κατάρα, στην οποία αποδίδουν και την καινούργια συμφορά. «Σ’ αυτόν τον τόπο πέτος να μη λαλήσει», είχε πει ο Κοσμάς ο Αιτωλός φεύγοντας από τη Δρόπολη, κατά την τοπική προφορική παράδοση, και τα τελευταία γεγονότα βιώνονται ως τραγική εκπλήρωση αυτής της κατάρας.
Παρότι η κατάρρευση του καθεστώτος και η αρχική έξοδος προς την Ελλάδα βιώθηκε από το σύνολο του πληθυσμού σαν σωτήριο γεγονός και παρότι η μετανάστευση ( μ’ όλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες) υπήρξε ευεργετική από οικονομική άποψη, η εγκατάλειψη, η ερήμωση είναι η άλλη όψη του νομίσματος.
«Η πέτρα είναι βαριά στον τόπο της», λένε, όταν αναφέρονται στα «ξενιτεμένα παιδιά», εκφράζοντας έτσι το κοινωνικό-ψυχολογικό κόστος του αποχωρισμού. Ο ξενιτεμός υπήρξε αναπόσπαστο στοιχείο της ιστορίας αυτών των χωριών πριν την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος, αλλά επρόκειτο για μετανάστευση του ανδρικού πληθυσμού βασικά που δεν έθιγε τις δομές της κοινότητας. Αυτή τη φορά δεν πρόκειται βεβαίως για κάτι αντίστοιχο. Πρόκειται για μια απεγνωσμένη απόδραση όχι μόνο των ανδρών αλλά του συνόλου σχεδόν του παραγωγικού και νεανικού πληθυσμού, με συνέπεια την πλήρη αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού της κοινότητας.
Η εικόνα της εγκατάλειψης και της ερήμωσης γίνεται τραγικά υποβλητική σ’ ένα τοπίο γκρίζο που φέρει έντονα τα ίχνη μιας καταστροφικής μανίας που επικράτησε την επομένη της κατάρρευσης του καθεστώτος. Αποθήκες γεωργικών συνεταιρισμών, δημόσια κτίρια, στρατώνες κ.λπ. έγιναν αποδέκτες ενός συσσωρευμένου θυμού και μιας μανίας αντεκδίκησης, δίνοντας την εντύπωση όχι απλώς μιας ολικής κρίσης αλλά μιας καταστροφής. Ο φυσικός χώρος, επίσης, έχοντας υποστεί την εξαντλητική γεωργο-κτηνοτροφική εκμετάλλευση για αρκετά χρόνια, παρουσιάζει την εικόνα ενός υποβαθμισμένου τοπίου με έντονα τα στοιχεία της αποχέρσωσης και διάβρωσης· ολοκληρώνεται έτσι το χωρικό πλαίσιο της βαθιάς κοινωνικής αποσύνθεσης και παρακμής.
Η γη, παρότι έχει διανεμηθεί στους χωρικούς, δεν καλλιεργείται, όχι μόνον επειδή δεν υπάρχουν νέοι άνθρωποι και τεχνικο-οικονομική υποδομή, αλλά και επειδή υπάρχει αδυναμία απορρόφησης των προϊόντων εκ μέρους της αγοράς. ΄Ετσι τα χέρσα χωράφια που πήραν ως κλήρους φαίνεται να έχουν πια περισσότερο συμβολική και λιγότερο υλική αξία για τους ανθρώπους. Η γη φαίνεται να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως τόπος και λιγότερο ως μέσο παραγωγής, γεγονός που προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, καθώς συνδέεται με την ιστορική τους παρουσία στο χώρο, με το «ρίζωμά» τους. Γι’ αυτό άλλωστε και η προοπτική της απαλλοτρίωσης της γης σε περίπτωση που δεν καλλιεργηθεί για ένα χρονικό διάστημα, όπως προβλέπει ένα νομοσχέδιο που συζητιέται στην Αλβανική βουλή, αντιμετωπίζεται ως απειλή για την ίδια την παρουσία και την υπόσταση της ελληνικής μειονότητας.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο οι άνθρωποι που απέμειναν πίσω, ηλικιωμένοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, περιφέρουν τη θλίψη τους για το παρόν και την αγωνία τους για το μέλλον. Τα κλειδωμένα σπίτια, οι χορταριασμένες αυλές και οι δρόμοι, οι γυρτές φιγούρες στα πεζούλια, μια υποβλητική σιωπή στην ατμόσφαιρα δηλώνουν την κατάσταση που βιώνουν οι κάτοικοι του χωριού.
Στην άλλη πλευρά του συνόρου στήνονται ωστόσο καινούργια σύνορα, συμβολικά. Για τους Ελλαδίτες η μαζική έλευση ανθρώπων από την Αλβανία, με τον τρόπο που έγινε αλλά και τα προβλήματα που δημιούργησε στον κρατικό μηχανισμό και στην κοινωνία γενικότερα, αρχίζει να γίνεται ένα μεγάλο βάρος από κοινωνική κυρίως άποψη, παρότι τα οικονομικά οφέλη από την εισροή φτηνών εργατικών χεριών είναι αρκετά εμφανή.
Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με το οποίο μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα η λέξη «Βορειοηπειρώτης» αποκτά αρνητικές συνδηλώσεις, όπως είναι και εκπληκτική η τάση των Ελλήνων πολιτών να δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν εθνική ταύτιση με αυτούς που στο παρελθόν αποκαλούσαν «αδελφούς» και είχαν μάλιστα αναπτύξει μια έντονη συναισθηματική σχέση λόγω, επειδή ακριβώς θεωρούνταν κομμάτι του «αλύτρωτου ελληνισμού».
Η κοινωνική απόρριψη της εικόνας του «Βρειοηπειρώτη», που κατά κανόνα είναι ένας ταλαιπωρημένος φυγάς που πασχίζει να βρει τρόπο να επιβιώσει στη «μητέρα πατρίδα» και ως εκ τούτου από τη μια γίνεται ενοχλητικός και από την άλλη προκαλεί ένα «ταρακούνημα» στη συνείδηση των βολεμένων Ελλαδιτών, οδηγεί μέσω της ανασφάλειας στην περιχαράκωση και την απόρριψη αυτού που τελικά αποδεικνύεται ένας ανεπιθύμητος άλλος. Αποτέλεσμα η ανάπτυξη ενός έρποντος κοινωνικού ρατσισμού που μετασχηματίζει σιγά σιγά και το σημαινόμενο του όρου «Βορειοηπειρώτης», όταν δεν τον αντικαθιστά με τον όρο «Αλβανός». Είναι πολύ χαρακτηριστική η έκφραση του παραπόνου από την πλευρά των Ελλήνων από την Αλβανία ότι «στην Αλβανία παλιοέλληνες και στην Ελλάδα Αλβανοί». Πρόκειται για μια διαδικασία κοινωνικής απόρριψης, η οποία τελικά οδηγεί και στην εθνοτική απόρριψη. Πολύ συχνά μάλιστα η διαφορά βιολογικοποιείται και έτσι ενισχύεται και νομιμοποιείται ιδεολογικά και όχι μόνο και ο αποκλεισμός. Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς πολλά δημοσιεύματα του τύπου της Ελλάδας, για να τεκμηριώσει αυτή την άποψη. Αρκεί, ωστόσο, ένα απόσπασμα πρωτοσέλιδου άρθρου από την εφ. «Η Φωνή της Ομόνοιας», επίσημο όργανο του κόμματος της Ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας: «…Τυχαία ο τρελός Ζουγκλής χτύπησε το παιδάκι από τη Φράστανη; Γιατί δεν χτύπησε και ένα άλλο παιδάκι; Μήπως και η κίνηση ενός τρελού είναι δείγμα του κλίματος ρατσισμού που πάει να καλλιεργηθεί στην ελληνική κοινωνία για μας τους Έλληνες της Αλβανίας και τους Αλβανούς γενικά; Μπορεί η ελληνική πολιτεία να αποτρέψει τα κρούσματα ρατσισμού;…»( 19.5.1991)
Οι Βορειοηπειρώτες τελικά καταλαμβάνουν μια τυπική «οριακή» θέση μεταξύ δύο εθνικών ομάδων ή ακόμα δύο πολιτισμικών συστημάτων, τα οποία, αρκετά χαρακτηριστικά τείνουν να γίνονται αντιληπτά και με φυλετικούς όρους. Αυτή η οριακότητα τους εντάσσει, από μια ανθρωπολογική σκοπιά, σε μια ζώνη επικινδυνότητας και σε μια κατάσταση ανασφάλειας. Η διφορούμενη ταυτότητα συνιστά, εκτός των άλλων, πρόκληση σε καθιερωμένα συστήματα κοινωνικής τάξης και σκέψης θέτοντας ζητήματα συμβολικών συνόρων. Η θέση ανάμεσα στο μέσα και το έξω το γνωστό και το άγνωστο, το δικό και το ξένο, το ιερό και το βέβηλο, κ.ο.κ. εγείρει θέματα διαχωριστικών γραμμών στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η μη ένταξη στη μια ή στην άλλη κατηγορία συγχέει τα όρια στην τάξη των πραγμάτων, όπως αυτή καθιερώνεται και καθαγιάζεται σε όλα τα πολιτισμικά συστήματα και ως εκ τούτου οδηγεί σε καταστάσεις αταξίας, «ακαθαρσίας» και επικινδυνότητας. Είναι πράγματι χαρακτηριστικός ο τρόπος που επιβεβαιώνεται αυτή η ανθρωπολογική θεωρία στη δική μας περίπτωση, καθώς πολύ συχνά στην Ελλάδα γίνεται λόγος για τη «βρώμα» των ανθρώπων που προέρχονται από την Αλβανία. Πρόκειται ασφαλώς για τη γνωστή κοινωνική-ηθική βρώμα, που προέρχεται όχι από την ακαθαρσία του σώματος αλλά από τη συμβολική ακαθαρσία που έχει να κάνει μ’ όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι ίδιες οι μαζικές βαφτίσεις ακόμα και ενήλικων Βορειοηπειρωτών δεν συνιστούν απλώς τυπική εισδοχή στη χριστιανική θρησκεία και κοινότητα, αλλά συμβολίζουν και μια άλλη διάβαση, ίσως πιο σημαντική. Είναι αυτή που οδηγεί στην ενσωμάτωση στην κοινότητα των Ελλήνων εντεύθεν των συνόρων και παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της τελετουργικής μύησης, όπου το νερό της κολυμπήθρας αποπλένει συμβολικά την προηγούμενη ακαθαρσία για να ενταχθεί καθαρός πια ο μυούμενος στη νέα κατάσταση.
Η περίπτωση των Βορειοηπειρωτών αποτελεί επίσης ένα αρκετά χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τη θεωρητική άποψη ότι η εθνοτική ταυτότητα δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια στατική και περιγραφική κατηγορία αλλά ως δυναμική και αναλυτική. Από αυτή την άποψη νοείται με όρους κοινωνικής και ιστορικής συγκρότησης και όχι με βάση κάποια σταθερά χαρακτηριστικά. Οι κοινωνικές χρήσεις αυτών των χαρακτηριστικών και τα συμβολικά σύνορα της ομάδας σε σχέση με άλλες ομάδες είναι τα πιο κρίσιμα στοιχεία σε ό,τι αφορά την προσέγγιση των εθνοτικών ομάδων. Το πλαίσιο της εθνοτικής εμπειρίας πρέπει να θεωρείται ως ο σπουδαιότερος παράγοντας του προσδιορισμού της. Το πλαίσιο αναφοράς μπορεί να τροποποιεί τη σημασία των ίδιων των «αντικειμενικών» φυλετικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών στον χώρο και τον χρόνο. Όλα αυτά παραπέμπουν στη γνωστή ανθρωπολογική θέση ότι η ταυτότητα μπορεί να γίνει αντικείμενο διεκδίκησης και διαπραγμάτευσης σε συγκεκριμένα πλαίσια λειτουργίας και χρήσης της ή να κατασκευαστεί και να ανασυγκροτηθεί ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες. Η διαπίστωση ότι η εθνοτική ταυτότητα (αλλά και η ταυτότητα γενικά) δεν συνειδητοποιείται ως κάτι το ιδιαίτερο παρά μόνο σε καταστάσεις αλληλεπίδρασης προσλαμβάνει στην περίπτωση των Βορειοηπειρωτών τραγικές διαστάσεις. Η μια περιχαράκωση σε ένα κράτος όπου «αντικειμενικά» αποτελούσαν μειονότητα δίνει τη θέση της σε μια άλλη, σ’ ένα κράτος όπου «αντικειμενικά» πάλι ενώθηκαν με την εθνική τους κοινότητα. Στη δεύτερη περίπτωση φαίνεται ότι τα «αντικειμενικά» εθνολογικά χαρακτηριστικά δεν επαρκούν για μια ομαλή κοινωνική ένταξή τους στο σώμα των «αδελφών Ελλήνων». Η ζωή τους σ’ αυτό το στάδιο βρίσκεται σ’ ένα μεταίχμιο....
Από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ, Οδυσσέας, Αθήνα,.2010
Παραθέτω στη συνέχεια το μέρος του κειμένου που αφορά τη δική μου συμβολή σ’ αυτή τη δημοσίευση και αναφέρεται στη συμβολική σχέση των Δροπολιτών με τον τόπο τους:
«Καλά είμαστε τώρα, μα τι να το κάνεις. Εκάμαμε σπίτια, εκάμαμε… μα τι το θέλεις…΄Αμα δεν είναι τα παιδιά, σου κρένουν οι τοίχοι; Δεν σου κρένουν. Ρήμαξε ο τόπος. Να είχαμε τα παιδιά μας και να είμαστε και λίγο κατώτερα, που λέει ο λόγος. Τώρα, να πάνω εγώ στην Αθήνα, τι να κάμω; Να κλειστώ μέσα; Εδώ επιτέλους έχω το σπίτι μου, έχω τους δικούς μου, θα βγω με μια γειτόνισσα κάποιος θα ’ρθει. Εκεί κλιέσαι μέσα Εγώ πήγα στην Αθήνα και δεν σου λέει κανείς ‘καλημέρα’, δεν σε χαμπαρίζει κανένας…» (αφήγηση γυναίκας).
Οι άνθρωποι που απέμειναν πίσω στο χωριό αναφέρονται μ’ έναν αρκετά χαρακτηριστικό τρόπο σε μια παλιά κατάρα, στην οποία αποδίδουν και την καινούργια συμφορά. «Σ’ αυτόν τον τόπο πέτος να μη λαλήσει», είχε πει ο Κοσμάς ο Αιτωλός φεύγοντας από τη Δρόπολη, κατά την τοπική προφορική παράδοση, και τα τελευταία γεγονότα βιώνονται ως τραγική εκπλήρωση αυτής της κατάρας.
Παρότι η κατάρρευση του καθεστώτος και η αρχική έξοδος προς την Ελλάδα βιώθηκε από το σύνολο του πληθυσμού σαν σωτήριο γεγονός και παρότι η μετανάστευση ( μ’ όλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες) υπήρξε ευεργετική από οικονομική άποψη, η εγκατάλειψη, η ερήμωση είναι η άλλη όψη του νομίσματος.
«Η πέτρα είναι βαριά στον τόπο της», λένε, όταν αναφέρονται στα «ξενιτεμένα παιδιά», εκφράζοντας έτσι το κοινωνικό-ψυχολογικό κόστος του αποχωρισμού. Ο ξενιτεμός υπήρξε αναπόσπαστο στοιχείο της ιστορίας αυτών των χωριών πριν την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος, αλλά επρόκειτο για μετανάστευση του ανδρικού πληθυσμού βασικά που δεν έθιγε τις δομές της κοινότητας. Αυτή τη φορά δεν πρόκειται βεβαίως για κάτι αντίστοιχο. Πρόκειται για μια απεγνωσμένη απόδραση όχι μόνο των ανδρών αλλά του συνόλου σχεδόν του παραγωγικού και νεανικού πληθυσμού, με συνέπεια την πλήρη αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού της κοινότητας.
Η εικόνα της εγκατάλειψης και της ερήμωσης γίνεται τραγικά υποβλητική σ’ ένα τοπίο γκρίζο που φέρει έντονα τα ίχνη μιας καταστροφικής μανίας που επικράτησε την επομένη της κατάρρευσης του καθεστώτος. Αποθήκες γεωργικών συνεταιρισμών, δημόσια κτίρια, στρατώνες κ.λπ. έγιναν αποδέκτες ενός συσσωρευμένου θυμού και μιας μανίας αντεκδίκησης, δίνοντας την εντύπωση όχι απλώς μιας ολικής κρίσης αλλά μιας καταστροφής. Ο φυσικός χώρος, επίσης, έχοντας υποστεί την εξαντλητική γεωργο-κτηνοτροφική εκμετάλλευση για αρκετά χρόνια, παρουσιάζει την εικόνα ενός υποβαθμισμένου τοπίου με έντονα τα στοιχεία της αποχέρσωσης και διάβρωσης· ολοκληρώνεται έτσι το χωρικό πλαίσιο της βαθιάς κοινωνικής αποσύνθεσης και παρακμής.
Η γη, παρότι έχει διανεμηθεί στους χωρικούς, δεν καλλιεργείται, όχι μόνον επειδή δεν υπάρχουν νέοι άνθρωποι και τεχνικο-οικονομική υποδομή, αλλά και επειδή υπάρχει αδυναμία απορρόφησης των προϊόντων εκ μέρους της αγοράς. ΄Ετσι τα χέρσα χωράφια που πήραν ως κλήρους φαίνεται να έχουν πια περισσότερο συμβολική και λιγότερο υλική αξία για τους ανθρώπους. Η γη φαίνεται να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως τόπος και λιγότερο ως μέσο παραγωγής, γεγονός που προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, καθώς συνδέεται με την ιστορική τους παρουσία στο χώρο, με το «ρίζωμά» τους. Γι’ αυτό άλλωστε και η προοπτική της απαλλοτρίωσης της γης σε περίπτωση που δεν καλλιεργηθεί για ένα χρονικό διάστημα, όπως προβλέπει ένα νομοσχέδιο που συζητιέται στην Αλβανική βουλή, αντιμετωπίζεται ως απειλή για την ίδια την παρουσία και την υπόσταση της ελληνικής μειονότητας.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο οι άνθρωποι που απέμειναν πίσω, ηλικιωμένοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, περιφέρουν τη θλίψη τους για το παρόν και την αγωνία τους για το μέλλον. Τα κλειδωμένα σπίτια, οι χορταριασμένες αυλές και οι δρόμοι, οι γυρτές φιγούρες στα πεζούλια, μια υποβλητική σιωπή στην ατμόσφαιρα δηλώνουν την κατάσταση που βιώνουν οι κάτοικοι του χωριού.
Στην άλλη πλευρά του συνόρου στήνονται ωστόσο καινούργια σύνορα, συμβολικά. Για τους Ελλαδίτες η μαζική έλευση ανθρώπων από την Αλβανία, με τον τρόπο που έγινε αλλά και τα προβλήματα που δημιούργησε στον κρατικό μηχανισμό και στην κοινωνία γενικότερα, αρχίζει να γίνεται ένα μεγάλο βάρος από κοινωνική κυρίως άποψη, παρότι τα οικονομικά οφέλη από την εισροή φτηνών εργατικών χεριών είναι αρκετά εμφανή.
Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με το οποίο μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα η λέξη «Βορειοηπειρώτης» αποκτά αρνητικές συνδηλώσεις, όπως είναι και εκπληκτική η τάση των Ελλήνων πολιτών να δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν εθνική ταύτιση με αυτούς που στο παρελθόν αποκαλούσαν «αδελφούς» και είχαν μάλιστα αναπτύξει μια έντονη συναισθηματική σχέση λόγω, επειδή ακριβώς θεωρούνταν κομμάτι του «αλύτρωτου ελληνισμού».
Η κοινωνική απόρριψη της εικόνας του «Βρειοηπειρώτη», που κατά κανόνα είναι ένας ταλαιπωρημένος φυγάς που πασχίζει να βρει τρόπο να επιβιώσει στη «μητέρα πατρίδα» και ως εκ τούτου από τη μια γίνεται ενοχλητικός και από την άλλη προκαλεί ένα «ταρακούνημα» στη συνείδηση των βολεμένων Ελλαδιτών, οδηγεί μέσω της ανασφάλειας στην περιχαράκωση και την απόρριψη αυτού που τελικά αποδεικνύεται ένας ανεπιθύμητος άλλος. Αποτέλεσμα η ανάπτυξη ενός έρποντος κοινωνικού ρατσισμού που μετασχηματίζει σιγά σιγά και το σημαινόμενο του όρου «Βορειοηπειρώτης», όταν δεν τον αντικαθιστά με τον όρο «Αλβανός». Είναι πολύ χαρακτηριστική η έκφραση του παραπόνου από την πλευρά των Ελλήνων από την Αλβανία ότι «στην Αλβανία παλιοέλληνες και στην Ελλάδα Αλβανοί». Πρόκειται για μια διαδικασία κοινωνικής απόρριψης, η οποία τελικά οδηγεί και στην εθνοτική απόρριψη. Πολύ συχνά μάλιστα η διαφορά βιολογικοποιείται και έτσι ενισχύεται και νομιμοποιείται ιδεολογικά και όχι μόνο και ο αποκλεισμός. Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς πολλά δημοσιεύματα του τύπου της Ελλάδας, για να τεκμηριώσει αυτή την άποψη. Αρκεί, ωστόσο, ένα απόσπασμα πρωτοσέλιδου άρθρου από την εφ. «Η Φωνή της Ομόνοιας», επίσημο όργανο του κόμματος της Ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας: «…Τυχαία ο τρελός Ζουγκλής χτύπησε το παιδάκι από τη Φράστανη; Γιατί δεν χτύπησε και ένα άλλο παιδάκι; Μήπως και η κίνηση ενός τρελού είναι δείγμα του κλίματος ρατσισμού που πάει να καλλιεργηθεί στην ελληνική κοινωνία για μας τους Έλληνες της Αλβανίας και τους Αλβανούς γενικά; Μπορεί η ελληνική πολιτεία να αποτρέψει τα κρούσματα ρατσισμού;…»( 19.5.1991)
Οι Βορειοηπειρώτες τελικά καταλαμβάνουν μια τυπική «οριακή» θέση μεταξύ δύο εθνικών ομάδων ή ακόμα δύο πολιτισμικών συστημάτων, τα οποία, αρκετά χαρακτηριστικά τείνουν να γίνονται αντιληπτά και με φυλετικούς όρους. Αυτή η οριακότητα τους εντάσσει, από μια ανθρωπολογική σκοπιά, σε μια ζώνη επικινδυνότητας και σε μια κατάσταση ανασφάλειας. Η διφορούμενη ταυτότητα συνιστά, εκτός των άλλων, πρόκληση σε καθιερωμένα συστήματα κοινωνικής τάξης και σκέψης θέτοντας ζητήματα συμβολικών συνόρων. Η θέση ανάμεσα στο μέσα και το έξω το γνωστό και το άγνωστο, το δικό και το ξένο, το ιερό και το βέβηλο, κ.ο.κ. εγείρει θέματα διαχωριστικών γραμμών στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η μη ένταξη στη μια ή στην άλλη κατηγορία συγχέει τα όρια στην τάξη των πραγμάτων, όπως αυτή καθιερώνεται και καθαγιάζεται σε όλα τα πολιτισμικά συστήματα και ως εκ τούτου οδηγεί σε καταστάσεις αταξίας, «ακαθαρσίας» και επικινδυνότητας. Είναι πράγματι χαρακτηριστικός ο τρόπος που επιβεβαιώνεται αυτή η ανθρωπολογική θεωρία στη δική μας περίπτωση, καθώς πολύ συχνά στην Ελλάδα γίνεται λόγος για τη «βρώμα» των ανθρώπων που προέρχονται από την Αλβανία. Πρόκειται ασφαλώς για τη γνωστή κοινωνική-ηθική βρώμα, που προέρχεται όχι από την ακαθαρσία του σώματος αλλά από τη συμβολική ακαθαρσία που έχει να κάνει μ’ όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι ίδιες οι μαζικές βαφτίσεις ακόμα και ενήλικων Βορειοηπειρωτών δεν συνιστούν απλώς τυπική εισδοχή στη χριστιανική θρησκεία και κοινότητα, αλλά συμβολίζουν και μια άλλη διάβαση, ίσως πιο σημαντική. Είναι αυτή που οδηγεί στην ενσωμάτωση στην κοινότητα των Ελλήνων εντεύθεν των συνόρων και παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της τελετουργικής μύησης, όπου το νερό της κολυμπήθρας αποπλένει συμβολικά την προηγούμενη ακαθαρσία για να ενταχθεί καθαρός πια ο μυούμενος στη νέα κατάσταση.
Η περίπτωση των Βορειοηπειρωτών αποτελεί επίσης ένα αρκετά χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τη θεωρητική άποψη ότι η εθνοτική ταυτότητα δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια στατική και περιγραφική κατηγορία αλλά ως δυναμική και αναλυτική. Από αυτή την άποψη νοείται με όρους κοινωνικής και ιστορικής συγκρότησης και όχι με βάση κάποια σταθερά χαρακτηριστικά. Οι κοινωνικές χρήσεις αυτών των χαρακτηριστικών και τα συμβολικά σύνορα της ομάδας σε σχέση με άλλες ομάδες είναι τα πιο κρίσιμα στοιχεία σε ό,τι αφορά την προσέγγιση των εθνοτικών ομάδων. Το πλαίσιο της εθνοτικής εμπειρίας πρέπει να θεωρείται ως ο σπουδαιότερος παράγοντας του προσδιορισμού της. Το πλαίσιο αναφοράς μπορεί να τροποποιεί τη σημασία των ίδιων των «αντικειμενικών» φυλετικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών στον χώρο και τον χρόνο. Όλα αυτά παραπέμπουν στη γνωστή ανθρωπολογική θέση ότι η ταυτότητα μπορεί να γίνει αντικείμενο διεκδίκησης και διαπραγμάτευσης σε συγκεκριμένα πλαίσια λειτουργίας και χρήσης της ή να κατασκευαστεί και να ανασυγκροτηθεί ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες. Η διαπίστωση ότι η εθνοτική ταυτότητα (αλλά και η ταυτότητα γενικά) δεν συνειδητοποιείται ως κάτι το ιδιαίτερο παρά μόνο σε καταστάσεις αλληλεπίδρασης προσλαμβάνει στην περίπτωση των Βορειοηπειρωτών τραγικές διαστάσεις. Η μια περιχαράκωση σε ένα κράτος όπου «αντικειμενικά» αποτελούσαν μειονότητα δίνει τη θέση της σε μια άλλη, σ’ ένα κράτος όπου «αντικειμενικά» πάλι ενώθηκαν με την εθνική τους κοινότητα. Στη δεύτερη περίπτωση φαίνεται ότι τα «αντικειμενικά» εθνολογικά χαρακτηριστικά δεν επαρκούν για μια ομαλή κοινωνική ένταξή τους στο σώμα των «αδελφών Ελλήνων». Η ζωή τους σ’ αυτό το στάδιο βρίσκεται σ’ ένα μεταίχμιο....
Από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ, Οδυσσέας, Αθήνα,.2010
Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
- Φανταστικός διάλογος με τον Ρήγα για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια
- Η πτώση του αγάλματος Χότζα μέσα από ένα διήγημα του Τηλέμαχου Κώτσια
- Στο σταυροδρόμι της Τσαρτσόβας
- Οι Κοντόμνημοι Νότιο Ηπειρώτες
👉Ακολουθήστε μας στο facebook, κάνοντας like στη σελίδα Αγναντεύοντας για να βλέπετε πρώτοι τις δημοσιεύσεις μας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών