Περνάμε το σύνορο καταμεσήμερο 24 Ιουνίου του 2005. Το πρώτο αλβανικό χωριό πολύ κοντά στο σύνορο και πάνω στην εθνική οδό είναι η Τσαρτσόβα. Ακριβώς στη διασταύρωση, από την οποία ο ένας δρόμος οδηγεί στην Πρεμετή και ο άλλος στην Κορυτσά μέσω Λεσκοβικίου και Ερσέκας.
Ο συγκεκριμένος οικισμός είναι σχετικά νέος. Το παλιό χωριό (Τσερνάσοβο ή Τσερίτσοβο) βρισκόταν σε μια άλλη θέση πάνω στο βουνό και, όπως όλοι οι παλιοί οικισμοί, κάπως απόμακρα από την κεντρική οδική αρτηρία. Κάηκε από τους Γερμανούς και μετά τον πόλεμο οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στη νέα θέση, όπου συγκεντρώθηκαν πληθυσμοί και άλλων χωριών της περιοχής που κι αυτά εγκαταλείφθηκαν, όπως το Περάτι και η Σέρανη. ΄Ήταν άλλωστε και πολιτική του καθεστώτος να εκκενώνει τα χωριά που βρίσκονταν δίπλα στο σύνορο, για να αποτρέπει τυχόν δραπετεύσεις. Επιπλέον, το ίδιο καθεστώς προώθησε και την ιδέα της δημιουργίας νέων οικισμών με «σοσιαλιστικές» προδιαγραφές, προσπαθώντας να επιβάλλει τη δική του λογική οργάνωσης του χώρου συνυφασμένη με τα νέα πρότυπα οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης αλλά και τις δικές του μορφές πολιτικού ελέγχου των πληθυσμών.
Πράγματι, ξενίζει τόσο η οικιστική δομή όσο και η αισθητική των κτιρίων, δεδομένου ότι μιλάμε για ένα κατ’ εξοχήν αγροτικό χωριό. Το απόλυτα τετραγωνικό οικοδομικό σχέδιο, η κυριαρχία των πολυκατοικιών αλλά και των κρατικών κτιρίων στο κέντρο του οικισμού και κατά μήκος, στη μία πλευρά, της εθνικής οδού που τον διασχίζει δημιουργούν την εντύπωση ενός οικισμού που διαμορφώθηκε με βάση έναν κεντρικό σχεδιασμό, ενώ η τωρινή εικόνα παρακμής και εγκατάλειψης αυτών των κτιρίων προκαλεί την αίσθηση της κοινωνικής και οικονομικής αθλιότητας που χαρακτηρίζει τον αλβανικό πληθυσμό μετά την κατάρρευση του καθεστώτος. Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για «κεφαλοχώρι», με έντονη την παρουσία των κρατικών υπαλλήλων και γενικά της πρώην κομματικής ελίτ. Η Τσαρτσόβα είναι έδρα του ομώνυμου Δήμου (Komuna Çarçovë) που περιλαμβάνει άλλα εννιά χωριά: Biovizhdë, Vllaho-Psilloterrë, Zepë, Kanikol, Draçovë, Pëllumbar, Sterbec, Ljar, Munushtir-Toranik, από τα οποία τα δύο πρώτα είναι ελληνόφωνα.
Ο διοικητικός ρόλος της Τσαρτσόβας συνέβαλε στην εγκατάσταση εκεί ακόμα και Μουσουλμάνων Αλβανών ως υπαλλήλων του κράτους ή στρατιωτικών. ΄Ετσι σήμερα ο πληθυσμός της είναι μικτός, ενώ στο παρελθόν ήταν χριστιανικό χωριό. Φαίνεται δε ότι και αυτού του είδους οι αναμίξεις των πληθυσμών ήταν μέρος της γενικότερης πολιτικής του καθεστώτος, στην προσπάθειά του να διαμορφώσει μια νέα βάση οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων, πέρα από θρησκευτικούς και άλλους εθνοτικούς διαχωρισμούς, με άξονα τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού αλλά και ενός ιδιότυπου εθνικισμού που στηριζόταν στην ιδεολογία του «αλβανισμού» ως μιας ομπρέλας πάνω από τις θρησκευτικές, εθνοτικές, τοπικές και άλλες διαφοροποιήσεις του παρελθόντος.
Τώρα πια, βέβαια, είναι εμφανή τα σημάδια μιας νέας φάσης στην οικονομική ζωή του χωριού, με άξονα κατά κύριο λόγο τη θέση του (δημιουργούνται συνεχώς νέα καταστήματα εξυπηρέτησης των διερχομένων) αλλά και μιας προσπάθειας ανάκτησης χαμένων θρησκευτικών και ευρύτερα πολιτισμικών δικαιωμάτων, η οποία αποτυπώνεται στην επανεμφάνιση των ιερών κτισμάτων, με κυρίαρχη την ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Κοσμά, που χτίστηκε πριν λίγα χρόνια ακριβώς στην είσοδο του χωριού και δίπλα στην εθνική οδό. Η παρουσία μιας τέτοιας εκκλησίας έχει ένα ιδιαίτερο συμβολικό βάρος, δεδομένου ότι ο Κοσμάς ο Αιτωλός είναι καταγεγραμμένος στη συλλογική συνείδηση του ορθόδοξου πληθυσμού, ελληνικού και αλβανικού, για τον αγώνα του ενάντια στους εξισλαμισμούς αλλά και τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας.
Στη δεξιά πλευρά του δρόμου δεσπόζει σε μια μικρή πλαγιά το νεκροταφείο του χωριού, όπου μπορεί κανείς να δει με τον πιο εύγλωττο τρόπο αποτυπωμένες τις νέες τάσεις και τους αξιακούς προσανατολισμούς της κοινωνίας, μαζί με τα στοιχεία που αφορούν την εθνολογική και θρησκευτική σύνθεση της κοινότητας. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν τα πλαστικά λουλούδια με τα πολύ έντονα χρώματα στους τάφους, που μαζί με την υπόλοιπη διακόσμηση προδίδουν τη σημασία που δίνουν οι κάτοικοι στην τελευταία κατοικία ως συμβόλου κοινωνικού γοήτρου.
Κάνουμε στάση ακριβώς στο σταυροδρόμι, στο κατάστημα Super market «Athena» του Βαγγέλη, που τον είχα γνωρίσει σε προηγούμενες επισκέψεις. Ο Βαγγέλης είναι χαρακτηριστικός τύπος «δαιμόνιου ΄Ελληνα», κάτι άλλωστε που θέλει να το δείχνει και να περηφανεύεται. Τρώγοντας ένα από τα φρέσκα και νόστιμα παγωτά που παράγει ο ίδιος με σύγχρονη αυτόματη μηχανή αλλά με γάλα από την αγελάδα που εκτρέφει ο πατέρας του πιάνουμε για μια ακόμη φορά την κουβέντα. Ο Βαγγέλης ζει μόνιμα με την οικογένειά του στο Αργυρόκαστρο, όπου διατηρεί και άλλο κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Ο ίδιος πηγαινοέρχεται, έχοντας αναθέσει την ευθύνη για την επιχείρηση στην Τσαρτσόβα στο μικρότερό του αδελφό Σπύρο. Η επιχείρηση αυτή ξεκίνησε με ένα μικρό εμπορικό κατάστημα και καφέ-μπαρ και τώρα επεκτείνεται με την κατασκευή ξενώνα στον πάνω όροφο και συνεργείο εξυπηρέτησης οδηγών με πλυντήριο αυτοκινήτων στο πίσω μέρος. Στη λειτουργία της βοηθούν και οι γονείς τους, ιδιαίτερα η μητέρα τους.
Στο εμπορικό μπορεί να βρει κανείς από καραμέλες μέχρι νυφικά φορέματα. Μάλιστα, στην ερώτησή μου σχετικά με την προέλευση ενός νυφικού, η μητέρα του Βαγγέλη μου απάντησε ότι προέρχεται από την Τουρκία. Στη συνέχεια έμαθα τη σχέση της οικογένειας με την Κωνσταντινούπολη. Κάποιος πρόγονός τους, που ήταν έμπορος στην Πόλη, τους κληροδότησε ένα διαμέρισμα, το οποίο νοικιάζουν αλλά και χρησιμοποιούν για τις διακοπές τους. Γνωρίζουμε το φαινόμενο των αποδημιών από τούτη την περιοχή και την σημαντική παρουσία αποδήμων στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι περισσότεροι απασχολούνταν αρχικά ως κηπουροί («μπαξεβάνηδες»). Είναι ένα θέμα που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και σε σχέση με τις κληρονομιές που προέκυψαν και τη διεκδίκηση και διαχείρισή τους μετά την κατάρρευση του αλβανικού καθεστώτος το 1990. Ο Βαγγέλης μιλά με πολύ μεγάλη ικανοποίηση και περηφάνια για το γεγονός αυτό και το προσθέτει με αυταρέσκεια στα «τεκμήρια» ενός κοσμοπολιτισμού που διεκδικεί για τον εαυτό του και που τον αντιπαραθέτει στο στερεότυπο του μίζερου αλβανού μετανάστη. Αυτός άλλωστε μιλά και ως ΄Ελληνας, με έναν τρόπο που εμπεριέχει έντονα τα στοιχεία της διεκδίκησης μιας ταυτότητας που στο παρελθόν ήταν υπό διωγμό, αλλά τώρα είναι πραγματικό και συμβολικό διαβατήριο οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης. Επιπλέον, ο Βαγγέλης είναι πτυχιούχος οικονομικών, έχει ζήσει εκτός από την Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ως εκ τούτου υπερηφανεύεται ότι μπορεί με τις γνώσεις και τον «αέρα» που έχει να εισάγει για παράδειγμα τεχνικό εξοπλισμό για την επιχείρησή του κατ’ ευθείαν από τη Γερμανία.
Τα παιδιά του Βαγγέλη πηγαίνουν σε ελληνικό σχολείο στο Αργυρόκαστρο, για το οποίο λέει ότι δεν γνωρίζει σε ποιον ανήκει αλλά κατά πάσα πιθανότητα το χρηματοδοτεί η ελληνική κυβέρνηση, καθώς οι δάσκαλοι είναι από την Ελλάδα. Στην ερώτησή μας αν τα παιδιά του μαθαίνουν αλβανικά, μας απαντά ότι στο ίδιο σχολείο μαθαίνουν και την αλβανική γλώσσα. ΄Εχω την εντύπωση, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις επικοινωνίας με ανθρώπους από την Αλβανία, ότι στις απαντήσεις του σε καίρια ζητήματα υπάρχει μια ασάφεια –την ίδια εντύπωση έχω και για το θέμα της περιουσίας στην Κωνσταντινούπολη-, που δεν ξέρω αν μπορώ να την αποδώσω στο θολό τοπίο κάποιων καταστάσεων ή σε μια συνειδητή αποφυγή αποσαφήνισης για άλλους λόγους. Πάντως, κάτι για το οποίο φαίνεται αποφασισμένος είναι ότι τα παιδιά του πρέπει να σπουδάσουν στην Ελλάδα.
Η συζήτηση με το Βαγγέλη είναι για μένα συναρπαστική. ΄Εχει τη διάθεση να μιλήσει και, όπως οι περισσότεροι Αλβανοί πολίτες που έχουν ή διεκδικούν ελληνική καταγωγή, να πει πράγματα που θεωρεί ότι μας ευχαριστούν ως ΄Ελληνες αλλά και δείχνουν και τη δική του προσήλωση στις αξίες και τα ιδανικά του ελληνισμού και της ορθοδοξίας.
Χαρακτηριστική είναι η ενθουσιώδης αναφορά του σε ένα εικονοστάσι που έχτισε με δικά του έξοδα ακριβώς απέναντι από το κατάστημά του σε δημοτική έκταση, την οποία περιέφραξε κιόλας, ώστε να μην την οικειοποιηθεί κάποιος και να μείνει κοινόχρηστος χώρος, στον οποίο θα μπορούσε αργότερα να κτισθεί μεγάλη εκκλησία ή να γίνει παιδική χαρά. Ο Βαγγέλης αναφέρεται και στην αντίδραση του δημάρχου, ο οποίος, σημειώνει, είναι Μουσουλμάνος. Τον προκαλεί μάλιστα να γκρεμίσει το εικονοστάσι, αν τολμά, αλλά τον προειδοποιεί ότι δεν θα τον τιμωρήσει ο ίδιος αλλά ο Θεός. ΄Ετσι, ο δήμαρχος φοβάται και δεν πειράζει το εικονοστάσι. Αυτό μου θυμίζει όλες εκείνες τις ιστορίες που είχα ακούσει στη Δρόπολη για τα «βακούφια», τα ιερά δέντρα και δασύλλια που δεν τόλμησε κανείς να τα καταστρέψει τόσο στο μακρινό παρελθόν της οθωμανικής κυριαρχίας όσο και στο πρόσφατο του αθεϊστικού καθεστώτος. Λένε ότι οι σχετικές παραδόσεις και δεισιδαιμονίες περί μεταφυσικής τιμωρίας όσων τόλμησαν να πειράξουν τέτοιους τόπους υπήρξαν αποτρεπτικές για οποιεσδήποτε καταστροφικές διαθέσεις. Πράγματι, μπορεί να δει κανείς αυτές τις μικρές οάσεις σε μέρη όπου «καλλιεργήθηκε και η πέτρα», κατά την προσφιλή έκφραση του Εμβέρ Χότζα, για να γίνουν «ψωμότοποι», να αποτελούν σημάδια του τόπου και της ταυτότητάς του ακόμα και σήμερα. Είναι γέρικα δέντρα γύρω σε ξωκλήσια και μοναστήρια, τα οποία με την κατάρρευση του καθεστώτος ξαναβρίσκουν σιγά σιγά και πάλι τη συμβολική τους λειτουργία και γίνονται ξανά αντικείμενα προστασίας μαζί με τους τόπους λατρείας. Πάντως εγώ προβληματίζομαι κατά πόσο η αποχή από τέτοιου είδους καταστροφές ιερών τόπων οφείλεται στο μεταφυσικό φόβο ενδεχόμενης τιμωρίας ή και σε μια γενικότερη πολιτισμική ώσμωση που διαμορφώθηκε ιστορικά ανάμεσα στον πληθυσμό της ευρύτερης αυτής περιοχής με ιδιαίτερη περίπτωση αυτή ανάμεσα στους ορθόδοξους χριστιανούς και τους Μπεκτασήδες Μουσουλμάνους του αλβανικού νότου, οι οποίοι έχουν παρόμοιους ιερούς τόπους και παρόμοιες φυσικά δοξασίες. Είναι πολλές οι περιπτώσεις παραδόσεων για ιερά δέντρα που φυτεύτηκαν από κοινού από έναν ορθόδοξο και έναν Μπεκτασή ιερέα (μπαμπά), όπως για παράδειγμα τα δυο πλατάνια στον τεκέ της Γλίνας, χωριού που βρίσκεται δίπλα στο σύνορο με την Ελλάδα, κοντά στον ποταμό Σαραντάπορο. Μήπως πρέπει δηλαδή να ερμηνεύσουμε αυτές τις συμπεριφορές με βάση ευρύτερες πολιτισμικές ωσμώσεις και συλλογικές νοοτροπίες που τέμνουν τα όρια των διαφόρων θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων;
Το συγκεκριμένο εικονοστάσι είναι αφιερωμένο στον ΄Αι Δημήτρη. Στην ερώτησή μου αν υπήρχε κάτι σχετικό παλιότερα ή κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον συγκεκριμένο ΄Αγιο, παίρνω μια παράξενη απάντηση: Μου λέει ότι λένε το γιο του Δημήτρη, μόνο που δεν πήρε το όνομα αυτό από τον πατέρα του, αλλά από τον έλληνα ηθοποιό Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον οποίο θαύμαζαν πολύ από τις ελληνικές ταινίες που έβλεπαν στην τηλεόραση. Ο Βαγγέλης εξομολογείται ότι ονειρεύεται να χτιστούν στο νέο χωριό και δυο εκκλησίες του παλιού, της Παναγίας που σώζεται και της Αγίας Παρασκευής που έχει καταστραφεί. Σκέφτομαι την επιστημονική συζήτηση γύρω από το θέμα του «επανακαθαγιασμού» του χώρου. Είμαι βέβαιος ότι θα έχω πολλές αφορμές και περισσότερο υλικό στη συνέχεια για να τα προσεγγίσω σε βάθος.
Τον ρωτώ αν και οι Μουσουλμάνοι του χωριού σχεδιάζουν ή επιθυμούν να χτίσουν δικούς τους χώρους λατρείας. Η απάντηση είναι ότι «αυτοί είναι σκόρπιοι» και ότι δεν βλέπει να γίνεται κάτι τέτοιο. ΄Αλλωστε, λέει, όλα τα γύρω χωριά είναι χριστιανικά και μάλιστα όλοι οι Χριστιανοί Αλβανοί θέλουν τώρα να παρουσιάζονται ως «Bορειοηπειρώτες». Θέλει προφανώς να πει ότι καθιερώνεται στη συνείδηση του κόσμου μια αίσθηση ανωτερότητας και κυριαρχίας της χριστιανικής ταυτότητας που είναι όχημα διεκδίκησης ελληνικότητας, κάτι που διαμορφώνεται ως «αγαθό» που επιδιώκουν να αποκτήσουν όλοι στο πλαίσιο μιας ωφελιμιστικής πρακτικής σε σχέση με την ταυτότητα, αφού τα τεκμήρια ελληνικότητας λειτουργούν καταλυτικά ως προς την είσοδο και την αποδοχή τους στην Ελλάδα. ΄Ετσι, άλλωστε, εξηγούνται και οι μαζικές αλλαγές ονομάτων εκ μέρους Αλβανών Μουσουλμάνων και η υιοθέτηση χριστιανικών. Οι Αλβανοί του Νότου εκμεταλλεύονται γενικά με το δικό τους τρόπο την αλυτρωτική εκ μέρους των Ελλήνων χρήση του όρου «Βορειοηπειρώτης», σύμφωνα με την οποία ο όρος προσλαμβάνει εθνοτικό περιεχόμενο και σημαίνει ΄Ελληνας. ΄Ετσι καθίσταται κοινή πρακτική ανάμεσα στους Αλβανούς όλης της περιοχής την οποία οι Έλληνες θεωρούν «Βόρεια ΄Ηπειρο» να δηλώνουν γενικά «Βορειοηπειρώτες», αφήνοντας στους ΄Ελληνες να εννοήσουν ότι είναι ομοεθνείς τους. Σκέφτομαι το ζήτημα της πολιτικοποίησης της γεωγραφίας, της ρευστότητας και διαπραγμάτευσης των ορίων σε ό,τι αφορά τις εθνικές και εθνοτικές ταυτότητες, θέματα που με έχουν απασχολήσει στο παρελθόν και που φαίνεται ότι θα έχουν και στο εξής κυρίαρχη θέση στις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς μου.
Η συζήτηση με έναν άνθρωπο σαν το Βαγγέλη δεν τελειώνει ποτέ. Είμαστε όμως περαστικοί. Έχουμε κατά νου να έρθουμε ειδικά εδώ και να επισκεφτούμε τα γύρω χωριά. Ο Βαγγέλης μας υπόσχεται ότι μπορεί να μας συνοδεύσει, εάν το επιθυμούμε. Τον χαιρετούμε και συνεχίζουμε το δρόμο μας για την Πρεμετή.
Ο δρόμος είναι χαραγμένος παράλληλα προς τον ποταμό Αώο και περνά μέσα ή δίπλα από αρκετά χωριά. Απέναντι από το ποτάμι δεσπόζει η Νεμέρτσικα με τις απόκρημνες πλαγιές και τις ψηλές κορφές της. Στους πρόποδές της είναι χτισμένα αρκετά χωριά, που συνδέονται με τον κύριο δρόμο μέσω ξύλινων γεφυριών. Το τοπίο φαίνεται από μακριά σαν πίνακας ζωγραφικής. Πάνω του αποτυπωμένες οι δραστηριότητες του ανθρώπου. Κάτω από τους οικισμούς και δίπλα στο ποτάμι τα χωράφια που ποτίζονται από τα νερά του, ενώ πάνω εκτείνονται εκτάσεις με δέντρα και στη συνέχεια τα ορεινά βοσκοτόπια, που φτάνουν μέχρι τις κορφές του βουνού.Πράγματι, ξενίζει τόσο η οικιστική δομή όσο και η αισθητική των κτιρίων, δεδομένου ότι μιλάμε για ένα κατ’ εξοχήν αγροτικό χωριό. Το απόλυτα τετραγωνικό οικοδομικό σχέδιο, η κυριαρχία των πολυκατοικιών αλλά και των κρατικών κτιρίων στο κέντρο του οικισμού και κατά μήκος, στη μία πλευρά, της εθνικής οδού που τον διασχίζει δημιουργούν την εντύπωση ενός οικισμού που διαμορφώθηκε με βάση έναν κεντρικό σχεδιασμό, ενώ η τωρινή εικόνα παρακμής και εγκατάλειψης αυτών των κτιρίων προκαλεί την αίσθηση της κοινωνικής και οικονομικής αθλιότητας που χαρακτηρίζει τον αλβανικό πληθυσμό μετά την κατάρρευση του καθεστώτος. Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για «κεφαλοχώρι», με έντονη την παρουσία των κρατικών υπαλλήλων και γενικά της πρώην κομματικής ελίτ. Η Τσαρτσόβα είναι έδρα του ομώνυμου Δήμου (Komuna Çarçovë) που περιλαμβάνει άλλα εννιά χωριά: Biovizhdë, Vllaho-Psilloterrë, Zepë, Kanikol, Draçovë, Pëllumbar, Sterbec, Ljar, Munushtir-Toranik, από τα οποία τα δύο πρώτα είναι ελληνόφωνα.
Ο διοικητικός ρόλος της Τσαρτσόβας συνέβαλε στην εγκατάσταση εκεί ακόμα και Μουσουλμάνων Αλβανών ως υπαλλήλων του κράτους ή στρατιωτικών. ΄Ετσι σήμερα ο πληθυσμός της είναι μικτός, ενώ στο παρελθόν ήταν χριστιανικό χωριό. Φαίνεται δε ότι και αυτού του είδους οι αναμίξεις των πληθυσμών ήταν μέρος της γενικότερης πολιτικής του καθεστώτος, στην προσπάθειά του να διαμορφώσει μια νέα βάση οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων, πέρα από θρησκευτικούς και άλλους εθνοτικούς διαχωρισμούς, με άξονα τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού αλλά και ενός ιδιότυπου εθνικισμού που στηριζόταν στην ιδεολογία του «αλβανισμού» ως μιας ομπρέλας πάνω από τις θρησκευτικές, εθνοτικές, τοπικές και άλλες διαφοροποιήσεις του παρελθόντος.
Τώρα πια, βέβαια, είναι εμφανή τα σημάδια μιας νέας φάσης στην οικονομική ζωή του χωριού, με άξονα κατά κύριο λόγο τη θέση του (δημιουργούνται συνεχώς νέα καταστήματα εξυπηρέτησης των διερχομένων) αλλά και μιας προσπάθειας ανάκτησης χαμένων θρησκευτικών και ευρύτερα πολιτισμικών δικαιωμάτων, η οποία αποτυπώνεται στην επανεμφάνιση των ιερών κτισμάτων, με κυρίαρχη την ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Κοσμά, που χτίστηκε πριν λίγα χρόνια ακριβώς στην είσοδο του χωριού και δίπλα στην εθνική οδό. Η παρουσία μιας τέτοιας εκκλησίας έχει ένα ιδιαίτερο συμβολικό βάρος, δεδομένου ότι ο Κοσμάς ο Αιτωλός είναι καταγεγραμμένος στη συλλογική συνείδηση του ορθόδοξου πληθυσμού, ελληνικού και αλβανικού, για τον αγώνα του ενάντια στους εξισλαμισμούς αλλά και τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας.
Στη δεξιά πλευρά του δρόμου δεσπόζει σε μια μικρή πλαγιά το νεκροταφείο του χωριού, όπου μπορεί κανείς να δει με τον πιο εύγλωττο τρόπο αποτυπωμένες τις νέες τάσεις και τους αξιακούς προσανατολισμούς της κοινωνίας, μαζί με τα στοιχεία που αφορούν την εθνολογική και θρησκευτική σύνθεση της κοινότητας. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν τα πλαστικά λουλούδια με τα πολύ έντονα χρώματα στους τάφους, που μαζί με την υπόλοιπη διακόσμηση προδίδουν τη σημασία που δίνουν οι κάτοικοι στην τελευταία κατοικία ως συμβόλου κοινωνικού γοήτρου.
Κάνουμε στάση ακριβώς στο σταυροδρόμι, στο κατάστημα Super market «Athena» του Βαγγέλη, που τον είχα γνωρίσει σε προηγούμενες επισκέψεις. Ο Βαγγέλης είναι χαρακτηριστικός τύπος «δαιμόνιου ΄Ελληνα», κάτι άλλωστε που θέλει να το δείχνει και να περηφανεύεται. Τρώγοντας ένα από τα φρέσκα και νόστιμα παγωτά που παράγει ο ίδιος με σύγχρονη αυτόματη μηχανή αλλά με γάλα από την αγελάδα που εκτρέφει ο πατέρας του πιάνουμε για μια ακόμη φορά την κουβέντα. Ο Βαγγέλης ζει μόνιμα με την οικογένειά του στο Αργυρόκαστρο, όπου διατηρεί και άλλο κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Ο ίδιος πηγαινοέρχεται, έχοντας αναθέσει την ευθύνη για την επιχείρηση στην Τσαρτσόβα στο μικρότερό του αδελφό Σπύρο. Η επιχείρηση αυτή ξεκίνησε με ένα μικρό εμπορικό κατάστημα και καφέ-μπαρ και τώρα επεκτείνεται με την κατασκευή ξενώνα στον πάνω όροφο και συνεργείο εξυπηρέτησης οδηγών με πλυντήριο αυτοκινήτων στο πίσω μέρος. Στη λειτουργία της βοηθούν και οι γονείς τους, ιδιαίτερα η μητέρα τους.
Στο εμπορικό μπορεί να βρει κανείς από καραμέλες μέχρι νυφικά φορέματα. Μάλιστα, στην ερώτησή μου σχετικά με την προέλευση ενός νυφικού, η μητέρα του Βαγγέλη μου απάντησε ότι προέρχεται από την Τουρκία. Στη συνέχεια έμαθα τη σχέση της οικογένειας με την Κωνσταντινούπολη. Κάποιος πρόγονός τους, που ήταν έμπορος στην Πόλη, τους κληροδότησε ένα διαμέρισμα, το οποίο νοικιάζουν αλλά και χρησιμοποιούν για τις διακοπές τους. Γνωρίζουμε το φαινόμενο των αποδημιών από τούτη την περιοχή και την σημαντική παρουσία αποδήμων στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι περισσότεροι απασχολούνταν αρχικά ως κηπουροί («μπαξεβάνηδες»). Είναι ένα θέμα που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και σε σχέση με τις κληρονομιές που προέκυψαν και τη διεκδίκηση και διαχείρισή τους μετά την κατάρρευση του αλβανικού καθεστώτος το 1990. Ο Βαγγέλης μιλά με πολύ μεγάλη ικανοποίηση και περηφάνια για το γεγονός αυτό και το προσθέτει με αυταρέσκεια στα «τεκμήρια» ενός κοσμοπολιτισμού που διεκδικεί για τον εαυτό του και που τον αντιπαραθέτει στο στερεότυπο του μίζερου αλβανού μετανάστη. Αυτός άλλωστε μιλά και ως ΄Ελληνας, με έναν τρόπο που εμπεριέχει έντονα τα στοιχεία της διεκδίκησης μιας ταυτότητας που στο παρελθόν ήταν υπό διωγμό, αλλά τώρα είναι πραγματικό και συμβολικό διαβατήριο οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης. Επιπλέον, ο Βαγγέλης είναι πτυχιούχος οικονομικών, έχει ζήσει εκτός από την Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ως εκ τούτου υπερηφανεύεται ότι μπορεί με τις γνώσεις και τον «αέρα» που έχει να εισάγει για παράδειγμα τεχνικό εξοπλισμό για την επιχείρησή του κατ’ ευθείαν από τη Γερμανία.
Τα παιδιά του Βαγγέλη πηγαίνουν σε ελληνικό σχολείο στο Αργυρόκαστρο, για το οποίο λέει ότι δεν γνωρίζει σε ποιον ανήκει αλλά κατά πάσα πιθανότητα το χρηματοδοτεί η ελληνική κυβέρνηση, καθώς οι δάσκαλοι είναι από την Ελλάδα. Στην ερώτησή μας αν τα παιδιά του μαθαίνουν αλβανικά, μας απαντά ότι στο ίδιο σχολείο μαθαίνουν και την αλβανική γλώσσα. ΄Εχω την εντύπωση, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις επικοινωνίας με ανθρώπους από την Αλβανία, ότι στις απαντήσεις του σε καίρια ζητήματα υπάρχει μια ασάφεια –την ίδια εντύπωση έχω και για το θέμα της περιουσίας στην Κωνσταντινούπολη-, που δεν ξέρω αν μπορώ να την αποδώσω στο θολό τοπίο κάποιων καταστάσεων ή σε μια συνειδητή αποφυγή αποσαφήνισης για άλλους λόγους. Πάντως, κάτι για το οποίο φαίνεται αποφασισμένος είναι ότι τα παιδιά του πρέπει να σπουδάσουν στην Ελλάδα.
Η συζήτηση με το Βαγγέλη είναι για μένα συναρπαστική. ΄Εχει τη διάθεση να μιλήσει και, όπως οι περισσότεροι Αλβανοί πολίτες που έχουν ή διεκδικούν ελληνική καταγωγή, να πει πράγματα που θεωρεί ότι μας ευχαριστούν ως ΄Ελληνες αλλά και δείχνουν και τη δική του προσήλωση στις αξίες και τα ιδανικά του ελληνισμού και της ορθοδοξίας.
Χαρακτηριστική είναι η ενθουσιώδης αναφορά του σε ένα εικονοστάσι που έχτισε με δικά του έξοδα ακριβώς απέναντι από το κατάστημά του σε δημοτική έκταση, την οποία περιέφραξε κιόλας, ώστε να μην την οικειοποιηθεί κάποιος και να μείνει κοινόχρηστος χώρος, στον οποίο θα μπορούσε αργότερα να κτισθεί μεγάλη εκκλησία ή να γίνει παιδική χαρά. Ο Βαγγέλης αναφέρεται και στην αντίδραση του δημάρχου, ο οποίος, σημειώνει, είναι Μουσουλμάνος. Τον προκαλεί μάλιστα να γκρεμίσει το εικονοστάσι, αν τολμά, αλλά τον προειδοποιεί ότι δεν θα τον τιμωρήσει ο ίδιος αλλά ο Θεός. ΄Ετσι, ο δήμαρχος φοβάται και δεν πειράζει το εικονοστάσι. Αυτό μου θυμίζει όλες εκείνες τις ιστορίες που είχα ακούσει στη Δρόπολη για τα «βακούφια», τα ιερά δέντρα και δασύλλια που δεν τόλμησε κανείς να τα καταστρέψει τόσο στο μακρινό παρελθόν της οθωμανικής κυριαρχίας όσο και στο πρόσφατο του αθεϊστικού καθεστώτος. Λένε ότι οι σχετικές παραδόσεις και δεισιδαιμονίες περί μεταφυσικής τιμωρίας όσων τόλμησαν να πειράξουν τέτοιους τόπους υπήρξαν αποτρεπτικές για οποιεσδήποτε καταστροφικές διαθέσεις. Πράγματι, μπορεί να δει κανείς αυτές τις μικρές οάσεις σε μέρη όπου «καλλιεργήθηκε και η πέτρα», κατά την προσφιλή έκφραση του Εμβέρ Χότζα, για να γίνουν «ψωμότοποι», να αποτελούν σημάδια του τόπου και της ταυτότητάς του ακόμα και σήμερα. Είναι γέρικα δέντρα γύρω σε ξωκλήσια και μοναστήρια, τα οποία με την κατάρρευση του καθεστώτος ξαναβρίσκουν σιγά σιγά και πάλι τη συμβολική τους λειτουργία και γίνονται ξανά αντικείμενα προστασίας μαζί με τους τόπους λατρείας. Πάντως εγώ προβληματίζομαι κατά πόσο η αποχή από τέτοιου είδους καταστροφές ιερών τόπων οφείλεται στο μεταφυσικό φόβο ενδεχόμενης τιμωρίας ή και σε μια γενικότερη πολιτισμική ώσμωση που διαμορφώθηκε ιστορικά ανάμεσα στον πληθυσμό της ευρύτερης αυτής περιοχής με ιδιαίτερη περίπτωση αυτή ανάμεσα στους ορθόδοξους χριστιανούς και τους Μπεκτασήδες Μουσουλμάνους του αλβανικού νότου, οι οποίοι έχουν παρόμοιους ιερούς τόπους και παρόμοιες φυσικά δοξασίες. Είναι πολλές οι περιπτώσεις παραδόσεων για ιερά δέντρα που φυτεύτηκαν από κοινού από έναν ορθόδοξο και έναν Μπεκτασή ιερέα (μπαμπά), όπως για παράδειγμα τα δυο πλατάνια στον τεκέ της Γλίνας, χωριού που βρίσκεται δίπλα στο σύνορο με την Ελλάδα, κοντά στον ποταμό Σαραντάπορο. Μήπως πρέπει δηλαδή να ερμηνεύσουμε αυτές τις συμπεριφορές με βάση ευρύτερες πολιτισμικές ωσμώσεις και συλλογικές νοοτροπίες που τέμνουν τα όρια των διαφόρων θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων;
Το συγκεκριμένο εικονοστάσι είναι αφιερωμένο στον ΄Αι Δημήτρη. Στην ερώτησή μου αν υπήρχε κάτι σχετικό παλιότερα ή κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον συγκεκριμένο ΄Αγιο, παίρνω μια παράξενη απάντηση: Μου λέει ότι λένε το γιο του Δημήτρη, μόνο που δεν πήρε το όνομα αυτό από τον πατέρα του, αλλά από τον έλληνα ηθοποιό Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον οποίο θαύμαζαν πολύ από τις ελληνικές ταινίες που έβλεπαν στην τηλεόραση. Ο Βαγγέλης εξομολογείται ότι ονειρεύεται να χτιστούν στο νέο χωριό και δυο εκκλησίες του παλιού, της Παναγίας που σώζεται και της Αγίας Παρασκευής που έχει καταστραφεί. Σκέφτομαι την επιστημονική συζήτηση γύρω από το θέμα του «επανακαθαγιασμού» του χώρου. Είμαι βέβαιος ότι θα έχω πολλές αφορμές και περισσότερο υλικό στη συνέχεια για να τα προσεγγίσω σε βάθος.
Τον ρωτώ αν και οι Μουσουλμάνοι του χωριού σχεδιάζουν ή επιθυμούν να χτίσουν δικούς τους χώρους λατρείας. Η απάντηση είναι ότι «αυτοί είναι σκόρπιοι» και ότι δεν βλέπει να γίνεται κάτι τέτοιο. ΄Αλλωστε, λέει, όλα τα γύρω χωριά είναι χριστιανικά και μάλιστα όλοι οι Χριστιανοί Αλβανοί θέλουν τώρα να παρουσιάζονται ως «Bορειοηπειρώτες». Θέλει προφανώς να πει ότι καθιερώνεται στη συνείδηση του κόσμου μια αίσθηση ανωτερότητας και κυριαρχίας της χριστιανικής ταυτότητας που είναι όχημα διεκδίκησης ελληνικότητας, κάτι που διαμορφώνεται ως «αγαθό» που επιδιώκουν να αποκτήσουν όλοι στο πλαίσιο μιας ωφελιμιστικής πρακτικής σε σχέση με την ταυτότητα, αφού τα τεκμήρια ελληνικότητας λειτουργούν καταλυτικά ως προς την είσοδο και την αποδοχή τους στην Ελλάδα. ΄Ετσι, άλλωστε, εξηγούνται και οι μαζικές αλλαγές ονομάτων εκ μέρους Αλβανών Μουσουλμάνων και η υιοθέτηση χριστιανικών. Οι Αλβανοί του Νότου εκμεταλλεύονται γενικά με το δικό τους τρόπο την αλυτρωτική εκ μέρους των Ελλήνων χρήση του όρου «Βορειοηπειρώτης», σύμφωνα με την οποία ο όρος προσλαμβάνει εθνοτικό περιεχόμενο και σημαίνει ΄Ελληνας. ΄Ετσι καθίσταται κοινή πρακτική ανάμεσα στους Αλβανούς όλης της περιοχής την οποία οι Έλληνες θεωρούν «Βόρεια ΄Ηπειρο» να δηλώνουν γενικά «Βορειοηπειρώτες», αφήνοντας στους ΄Ελληνες να εννοήσουν ότι είναι ομοεθνείς τους. Σκέφτομαι το ζήτημα της πολιτικοποίησης της γεωγραφίας, της ρευστότητας και διαπραγμάτευσης των ορίων σε ό,τι αφορά τις εθνικές και εθνοτικές ταυτότητες, θέματα που με έχουν απασχολήσει στο παρελθόν και που φαίνεται ότι θα έχουν και στο εξής κυρίαρχη θέση στις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς μου.
Η συζήτηση με έναν άνθρωπο σαν το Βαγγέλη δεν τελειώνει ποτέ. Είμαστε όμως περαστικοί. Έχουμε κατά νου να έρθουμε ειδικά εδώ και να επισκεφτούμε τα γύρω χωριά. Ο Βαγγέλης μας υπόσχεται ότι μπορεί να μας συνοδεύσει, εάν το επιθυμούμε. Τον χαιρετούμε και συνεχίζουμε το δρόμο μας για την Πρεμετή.
Μπορεί κανείς να διακρίνει τις δομές του αγροτικού χώρου σε σχέση με τις αρχές οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής από το προηγούμενο καθεστώς (τετραγωνισμένα τεμάχια αγρών, αρδευτικά έργα κ.λπ.) αλλά και την εγκατάλειψη που χαρακτηρίζει το χώρο από τη χρονιά της κατάρρευσης του καθεστώτος. Μόλις τώρα αρχίζουν να φαίνονται σημάδια μιας ανάκαμψης με την καλλιέργεια ορισμένων χωραφιών, την περιποίηση των κήπων και κάποιων μικρών αμπελώνων όπου φυτεύονται νέα κλήματα. Κάτι παρόμοιο μπορεί να διακρίνει κανείς και στην ανοικοδόμηση που δειλά δειλά αρχίζει να γίνεται από τους μετανάστες κυρίως, όπου είναι χαρακτηριστική η τάση μετατόπισης προς τον κεντρικό δρόμο αλλά και κατασκευής μεγάλων σπιτιών με έντονες τις επιρροές από την Ελλάδα και εμφανές το στοιχείο της επίδειξης. Σε πολλές περιπτώσεις στους οικισμούς που είναι πάνω ή δίπλα στο δρόμο οι νεόδμητες οικοδομές παρουσιάζουν τη γνώριμη σε μας μορφή με την κατοικία πάνω και τον ισόγειο χώρο για κατάστημα. Αυτό δηλώνει τόσο τη διάθεση για επένδυση στον τόπο τους που δείχνουν κάποιοι μετανάστες όσο και την προοπτική που βλέπουν να επιστρέψουν εκεί στο μέλλον. Κάποια από αυτά λειτουργούν ήδη ως καφενεία και ταβέρνες, αξιοποιώντας την κινητικότητα που έχει αναπτυχθεί στην περιοχή τα τελευταία χρόνια μετά τη λειτουργία του τελωνείου της Μέρτζανης.
(Από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ, Οδυσσέας, Αθήνα ,2010.
Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
- Ο ραγιαδισμός των Βορειοηπειρωτών και η μάστιγα της πανδημίας (αυτοσαρκασμός)
- Γράψη Δρόπολης
- Εχουν οι προλετάριοι πατρίδα;
- Εξερευνώντας την πολιτιστική κληρονομιά Ελλάδας– Αλβανίας
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών