Η πτώση του αγάλματος Χότζα μέσα από ένα διήγημα του Τηλέμαχου Κώτσια

 

Σαν Σήμερα, 20 Φεβρουαρίου 1991, στην κεντρική πλατεία των Τιράνων, διαδηλωτές γκρεμίζουν το άγαλμα του Ενβέρ Χότζα, σημειώνοντας έτσι το τέλος μιας εποχής για τη χώρα. Δημοσιεύουμε ένα αφήγημα του συγγραφέα Τηλέμαχου Κώτσια για εκείνη τη μέρα.

Μετά την κηδεία περάσαμε από το σπίτι για καφέ. Η μέρα ήταν τόσο κουραστική και φορτισμένη που δεν έβλεπα την ώρα να πάω σπίτι µου να ηρεμήσω. Περνώντας μέσα από τα στενά δρομάκια της Πέπελης άκουσα ένα ελαφρύ σφύριγμα από το σπίτι του Φάνη και τη φωνή του που µε καλούσε να πάω από εκεί. Μετά βίας να τον διακρίνω ανάμεσα στις κρεβατίνες µε τα κλήματα.

- Πώς και κρύβεσαι; τον ρώτησα αφού πέρασα μέσα στην αυλή.

Μου έκανε εντύπωση που δεν ήταν στην κηδεία του γείτονα. Κάτι τέτοιο στα χωριά της Δρόπολης ήταν ασυνήθιστο. Τον νεκρό τον συνοδεύει πάντα όλο το χωριό.

- Δεν είμαι εδώ, µου απάντησε µε τον δικό του αστείο τρόπο.
- Πού είσαι;
- Στα Τίρανα.

Καθίσαμε κάτω από την κρεβατίνα για να τα πούμε. Με ρώτησε αν ήθελα καφέ. Του είπα όχι, είχα πιει πολλούς στην κηδεία. Μόνο νερό ήθελα. Του εξέφρασα την απορία που απουσίαζε από κηδεία του γείτονα του μπαρµπα-Νίκου.

- Μόλις ήρθα από τα Τίρανα, µου είπε. Μισή ώρα έχω. Και δεν θέλω να µε δουν.
- Πώς και πήγες στα Τίρανα έτσι ξαφνικά; τον ρώτησα απορώντας για όλη αυτή τη μυστικότητά του.
- Κάτσε να σου πω, µου λέει.

Εφερε το νερό, µε ξαναρώτησε αν ήθελα ρακί, του είπα όχι, γιατί είχα πιει στην κηδεία δυο τρία ξεροσφύρι, έλαβε θέση και άρχισε να εξιστορεί:

- Πάθαμε χουνέρι μεγάλο. Όλα άρχισαν από χθες. Τι µας έβαλε ο διάβολος μαζί µε τον Σταύρο και ξεφυλλίζαμε στη λέσχη του χωριού τα λιγοστά βιβλία της βιβλιοθήκης, µπας και βρούμε κανένα της προκοπής. Μόνο τα άπαντα του Ενβέρ Χότζα είχαν μείνει, τα άλλα τα είχαν κλέψει.

«Να δεις που σε λίγους μήνες δεν θα μείνει τίποτα ούτε απ αυτά» µου λέει ο Σταύρος.
«Αυτά δεν τα πιάνει κανείς στα χέρια» του λέω.
«Δεν βλέπεις που γέµισαν σκόνες;» «Θα πάν για ανακύκλωση, θα δεις» µου λέει. «Ας τα δούµε για τελευταία φορά».

Αρχίσαµε να τα χαζεύουµε. Καλοδεµένα, µε κόκκινο χοντρό εξώφυλλο! Βλέπαµε και τις φωτογραφίες του τρισκατάρατου στην πρώτη σελίδα. Εγχρωµες κι ωραίες. Βγάζω που λες μια πρόκα που είχα τυχαία στην τσέπη και του τρυπάω τα µάτια µε µίσος. Ο Σταύρος το ευχαριστήθηκε. Μου έφερνε όλους του τόμους, µου άνοιγε τα βιβλία κι εγώ έμπηγα την πρόκα. Μας είχε πιάσει μια µανία να τον εκδικηθούμε. Υστερα είπαμε να τις σκίσουμε. Εγινε ένα χοντρό μάτσο µε φωτογραφίες. Σαράντα και τόσοι τόµοι και δεν είχε φτάσει το έργο του ούτε στη μέση. Υπολόγισε να το τελείωναν. Στη συνέχεια σκεφτόμασταν τι να τις κάνουμε. Αν έβλεπαν τα βιβλία µε σκισμένη φωτογραφία, σίγουρα εμάς θα υποψιάζονταν. Δεν πάµε µια φορά στα Τίρανα, να δούμε τι γίνεται και από κεί; Ηταν το πρώτο που σκεφτήκαµε. Θα είχαµε και άλλοθι. Εκεί θα τις διανείμουμε στους δρόμους. Πού θα µας έβρισκαν μέσα στην πολυκοσμία; Ξεκινήσαμε αμέσως µε οτοστόπ και κατά τα χαράματα κοντεύαμε να φτάσουμε. Λίγο πριν να μπούμε στην πόλη, µας σταματάει μπλόκο της Αστυνοµίας. Τα χρειαστήκαμε. Μας ζήτησαν τα στοιχεία και µας κατέβασαν. Μας πήραν στο αυτοκίνητό τους και ντουγρού για το φρέσκο. Μας έκαναν έλεγχο στην τσάντα, αλλά ευτυχώς δεν βρήκαν τις φωτογραφίες που τις είχα βάλει σε διπλό πάτο.
Μας πήραν σε ανακρίσεις. Μας ρωτούσαν γιατί ερχόµασταν στα Τίρανα. Ετσι, για βόλτα, απαντούσαµε. Μας ρωτούσαν αν έχουµε κάποιον συγγενή, τους είπαµε όχι. Αφού µας ρώτησαν αρκετές φορές και δεν βρήκαν άκρη, µας έµπασαν σε ένα µεγάλο κελί. Εκεί γινόταν συνωστισµός. Ούτε όρθιοι δεν χωρούσαµε. Εφερναν κι άλλους. Γέµισαν οι διάδροµοι. Δεν ξέραµε τι συνέβαινε. Μάθαµε ότι επρόκειτο να γίνει µεγάλη διαδήλωση στα Τίρανα. Κατάφταναν απ όλη την Αλβανία µε κάθε µέσο. Από τους πιο νέους μαθαίναµε καινούργια πράγµατα. Είχαν σταµατήσει τα τρένα, τα λεωφορεία, έκαναν μπλόκο στους δρόµους. Είχαν αποκλείσει την πρωτεύουσα για να µην έρθουν από την επαρχία. Μας ήρθε η καρδιά στον τόπο µε τον Σταύρο. Αλλος ήταν ο λόγος που µας σταµάτησαν. Με τον Σταύρο μιλούσαµε Ελληνικά για να µη µας καταλαβαίνουν οι άλλοι, αλλά εκεί µέσα ήταν όλα ελεύθερα. Αγνωστοι άνθρωποι έβριζαν το καθεστώς. Μας ρωτούσαν κι εµάς, αν η μειονότητα ήταν για την αλλαγή του καθεστώτος. «Και µας ρωτάτε;» λέγαμε εμείς. «Αμήν και πότε.» Μας έλεγαν ότι η Αλβανία θα αδειάσει, θα μείνει ο Ραµίζ Αλία µόνος του και στο τέλος θα φύγει και αυτός. Εσείς είστε τυχεροί, µας έλεγαν. Έχετε πού να πάτε. Φύγετε να γλιτώσετε. Μάλιστα προσπαθούσαν να µας πιάσουν φίλους για να φύγουμε μαζί στην Ελλάδα. Ακούγονταν απ έξω συναγερµοί της Αστυνοµίας. Σειρήνες. Υστερα από κάνα δυο ώρες άρχισαν να αδειάζουν το κρατητήριο. Μας φώναζαν να βγούµε στο προαύλιο κατά νοµό και να ανέβουµε στα φορτηγά. Οταν είπαν Τεπελένι, Αργυρόκαστρο, Αγιοι Σαράντα, βγήκαμε κι εμείς. Μας ανέβασαν σε µια νταλίκα σκεπασµένη, µας κλείδωσαν και ξεκινήσαµε. Ετσι που λες, επιστρέφαµε φιρί φιρί. Μας είδαν τα Τίρανα, δεν τα είδαµε.

- Και τώρα γιατί κρύβεσαι; τον ρωτάω.
- Θέλω να έχω άλλοθι. Να λέω ότι είμαι στα Τίρανα αν τελικά ανακαλύψουν τις σκισµένες φωτογραφίες. Αλλά το βλέπω, τζάμπα κρύβομαι. Θα πάω βράδυ να συλλυπηθώ τον Λευτέρη για τον πατέρα του.

Πάνω σ αυτά φώναξε από τον δρόμο ο Σταύρος και ο Φάνης πήγε να ανοίξει την αυλόπορτα.

- Τι κάθεστε έτσι σαν μουγγοί; φώναξε ο Σταύρος φουριόζος χωρίς να πει ούτε καλησπέρα. Ανοίξτε την τηλεόραση να δείτε τι γίνεται αυτή τη στιγμή στα Τίρανα. Γρήγορα!

Μπήκαμε μέσα και ανοίξαμε την τηλεόραση. Μια τεράστια αντικαθεστωτική διαδήλωση στην Πλατεία Σκεντέρµπεη. Λαοθάλασσα. Τη μετέδιδε το τηλεοπτικό κρατικό κανάλι. Ούτε που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πριν από δυο τρεις μήνες κάτι τέτοιο. Το ρεπορτάζ έδειχνε προηγούµενα πλάνα και στη συνέχεια σε απ ευθείας σύνδεση. Ο ρεπόρτερ φαινόταν ότι ανήκε στην αντιπολίτευση. Μιλούσε µε ενθουσιασμό σαν να μετέδιδε ποδοσφαιρικό αγώνα. Ο ανδριάντας του Ενβέρ Χότζα, θεόρατος και επιβλητικός μπροστά στο πλήθος, σαν τον Γολιάθ. Οι άνθρωποι, ενωμένοι όλοι μαζί, αψηφούσαν τον φόβο και βάδιζαν μπροστά. Η σκιά του ανδριάντα προκαλούσε δέος. Οι επικεφαλής του κινήματος ανέβαιναν στο υπερυψωμένο βάθρο και μιλούσαν κατά της τυραννίας. «Αλβανικέ λαέ»! «Λαέ των Τιράνων»! Εψαλαν και τραγούδια του καθεστώτος τώρα είχαν πάρει το εντελώς αντίθετο νόημα. Προσωπικότητες των γραμμάτων και της τέχνης έπαιρναν τον λόγο µε τη σειρά. «Δηµοκρατία»! «Ελευθερία»! «Πολυκομµατισµός»! Έλεγαν ότι η στιγμή αυτή σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής.

Κάποιος σκαρφάλωσε πάνω στον ανδριάντα και έριξε µια θηλιά από συρµατόσχοινο στον λαιµό. «Βοή λαού οργή Θεού». Το συρµατόσχοινο δέθηκε σε κάποιο όχηµα. Ακούστηκε το δυνατό γκάζι του οχήµατος και το τεζάρισµα του συρµατόσχοινου έκανε για αρκετά δευτερόλεπτα την ένταση να κορυφώνεται. Τη βοή διαδέχτηκε κάποια ηλεκτρισµένη σιωπή. Τι θα συνέβαινε; Ο ανδριάντας άρχισε να κουνιέται. Ωχ Θεέ µου, θα τον ρίξουν; Και πού θα πάνε να κρυφτούν ύστερα; Από ποιο παράθυρο θα αρχίσουν να ξερνάν φωτιά τα πολυβόλα; Πόσοι νεκροί θα ακολουθήσουν; Υστερα από ένα αλησµόνητο τεντωµένο στην κυριολεξία λεπτό, ο τεράστιος ανδριάντας κουνήθηκε, ξεκόλλησε και ύστερα από δυο επάλληλες κινήσεις έπεσε µε κουρνιαχτό, προκαλώντας έξαλλα, παράφρονα ουρλιαχτά και μια πανικόβλητη χαρά.

Πεταχτήκαμε και οι τρεις από τις θέσεις µας ζητωκραυγάζοντας µε όλη µας τη φωνή. Η μικρή Ευτυχία που είχε καθίσει αθόρυβα δίπλα στον μπαμπά της και παρακολουθούσε αυτό το περίεργο ματς, πετάχτηκε και αυτή χτυπώντας τα παλαμάκια: «Γκοοολ!».

- Αυτό ήταν το καλύτερο γκολ, Ευτυχούλα µου, της είπε ο Σταύρος. Θα σου αλλάξει τη ζωή, να το θυμάσαι.

Εκείνη τον κοίταζε µε τα µάτια της να λάμπουν χωρίς να καταλαβαίνει το νόηµα απ αυτά τα λόγια.

Στη συνέχεια το όχημα έσερνε τον κούφιο ανδριάντα σαν αναποδογυρισµένη βάρκα καθ όλη τη μεγάλη λεωφόρο που μαύριζε από κοσµοσυρροή. Τον πέταξαν στο ποτάμι της Λιάνας που διασχίζει τα Τίρανα. Πετροβολούσαν, ούρλιαζαν. Η στάθµη του νερού εκείνη τη μέρα σίγουρα αυξήθηκε από τα χιλιάδες κατουρήματα πάνω στον ανδριάντα.

- Τώρα βάλε τσίπουρο, είπα στον Φάνη. Βάλε και μεζέ. Δεν τη γλιτώνεις.
- Εχω μια ιδέα, λέει ο Σταύρος. Να πάµε στον Γάκη Στόλη που είναι µόνος του στο σπίτι απόψε. Κι όταν είναι µόνος, πίνει και δεν ξέρει τι γίνεται στον κόσμο. Να του πούμε το συχαρίκι.

Ο Γάκης ήταν ένας θείος µας που είχε κάνει πολλά χρόνια φυλακή ως αντικαθεστωτικός και ζούσε περιορισµένα, αφού πολύ λίγοι του έκαναν παρέα. Φτάσαµε στην πόρτα του, του φωνάξαµε και µας άνοιξε λιγάκι ανήσυχος.

Όταν άκουσε τις χαρωπές φωνές µας, συνήλθε.

- Συχαρίκια! του λέει ο Φάνης. Άνοιξε την τηλεόραση να μάθεις τα νέα. Τι κάθεσαι!
- Τι γίνεται, βρε παιδιά, µας ρωτάει απορημένος.

Πάντα φοβόταν τις κακές ειδήσεις.
Δεν του είπαμε τίποτα, ανάψαμε µόνο την τηλεόραση. Το ρεπορτάζ συνεχιζόταν µε τον απόηχο του γεγονότος. Εδινε σε πολλαπλή επανάληψη τη στιγμή της πτώσης του ανδριάντα. Ο Γάκης τα χασε.

- Αντε, κέρασε, του είπε πειραχτικά ο Σταύρος.

Το πρόσωπο του Γάκη έλαμψε. Τον ξέραμε που δεν ήταν ικανός να εξυπηρετήσει. Απόψε έλλειπε και η γυναίκα και ένιωθε άβολα.

- Ελα να σου πω, λέει στον Φάνη.

Εδώ από κάτω από τη σκάλα είναι η νταµιτζάνα µε το ρακί. Πάρε µια καράφα από το σύνθετο και γέµισέ τη. Εδώ στο ντουλάπι κάπου πρέπει να είναι και το χωνί. Βάλε και ποτήρια. Εκεί είναι το καλάθι µε τα αυγά. Βγάλε και βράσε. Βγάλε και τυρί από το δοχείο εδώ. Εδώ στο καλάθι έχει και κάτι ντοµάτες. Κόψε κι ένα κρεμμύδι από την αρµάθα και κάνε και μια σαλάτα. Να πιω κι εγώ, γιατί βλέπεις ξεροσφύρι το πίνω. Πιάτα, πιρούνια, έχει εδώ. Εσύ, Σταύρο, στρώσε και το τραπέζι.

Δεν ήξερε πώς να χαρεί. Ηπιαµε που το φχαριστηθήκαµε. Υστερα ο Γάκης βαρέθηκε να ξαναβλέπει τις ίδιες εικόνες. Ήθελε να βάλει κλαρίνα αλλά δεν ήξερε πώς παίρνει µπρος το μαγνητόφωνο. Τα καταφέραμε, βρήκαμε και κασέτες. Κάποια στιγμή είπαμε να κατεβάσουμε τη φωνή για να µην προκαλέσουμε τους γείτονες που πενθούσαν.

- Καημένε μπαρµπα-Νίκο, λέει ο Γάκης πάνω στην ευθυμία του, λάθος μέρα διάλεξες να πεθάνεις! Σημαδιακή. Ποιος θα θυμηθεί να σε θρηνήσει!

Με το θέμα των φωτογραφιών δεν ασχολήθηκε κανείς. Σε λίγες μέρες επαληθεύτηκε η προφητεία του Σταύρου, κανένα βιβλίο από τα άπαντα του Εµβέρ Χότζα δεν υπήρχε πια στη λέσχη.

Οι συγχωριανοί δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν τον Φάνη και τον Σταύρο για την περιπέτειά τους µε την Αστυνομία των Τιράνων. Τους ήθελαν να ήταν οι εκπρόσωποί τους στα Τίρανα.
Κανείς δεν τους πίστεψε ότι δεν ήταν εκεί ανάμεσα στα πλήθη. Οι δικαιολογίες τους και το άλλοθι τους έπεσαν στο κενό.

Σχόλια