Το diablog.eu παρουσιάζει το μυθιστόρημα του Τηλέμαχου Κώτσια «Σινική μελάνη» (2018), για το οποίο ο συγγραφέας τιμήθηκε με το Βραβείο Νίκου Θέμελη. Είναι μια ανασκόπηση του ολοκληρωτικού καθεστώτος της Αλβανίας από το 1974 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990, την κατάρρευση του σοσιαλισμού και τη δυνατότητα αποδημίας της ελληνικής μειονότητας, στην οποία ανήκε και ο Τηλέμαχος Κώτσιας.
Εισαγωγή
Αργυρόκαστρο Αλβανίας 1974.
Τρεις συμμαθητές του Λυκείου Αργυροκάστρου, Ζωτήρης Ζώτος, Αριστοτέλης Σκεύης και Φώτης Οικονόμου, μέλη της Ελληνικής Μειονότητας από την κοινότητα Δερβιτσιάνης, κοντά στην πολή, πηγαινοέρχοναται καθημερινώς στο σχολείο στο Αργυρόκαστρο. Ανακαλύπτουν, από τη μαρξιστική θεωρία που διδάσκονται, ότι το πολιτικό σύστημα στην Αλβανία δεν είναι δημοκρατία αλλά δικτατοριά, είναι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
Αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια συνωμοτική οργάνωση και να αφυπνήσουν το λαό γράφοντας προκυρήξεις κατά του καθεστώτος, αν και αφελείς, και τις διανέμουν στους δρόμους του χωριού. Παράλληλα ονειρεύονται να αποδράσουν στην Ελλάδα.
Η αλβανική Ασφάλεια Sigurimi συλλαμβάνει τους δυο μαθητές μετά από αστυνομική έρευνα και τη βοήθεια των συνεργατών της, ξεκινώντας από τη σινική μελάνη και τις πενίτσες που χρησιμοποίησαν οι μαθητές. Στα κρατηρήρια ο Φώτης, ορφανό παιδί που το μεγαλώνει η γιαγιά του, τρελαίνεται από τα άγρια βασανιστήρια και καταλήγει στο ψυχιατρείο, ενώ ο Αριστοτέλης, ο μεγαλύτερος γιος μιας φτωχής πολύτεκνης οικογένειας, αντέχει.
Όμως τον εξαπατάει μέσα στο κελί ένας συγκρατούμενος χαφιές της Ασφάλειας, ο Μπαστρί, ο οποίος τον παραμυθιάζει ότι είναι συνωμότης κατά του κακθεστώτος και μέλος ενός δικτύου που στοχέυει την στρατιωτική ανατροπή του, ο Αριστοτέλης τον πιστεύει και συντάσσεται μαζί του, εκμυστηρεύεται τη δραστηριότητά τους και ότι υπάρχει και τρίτο άτομο στην ομάδα τους.
Ο Σωτήρης ζει με το φόβο από τη σύλληψη των φίλων του και συλλαμβάνεται μυστικά, ενώ προπονείται ως ποδοσφαιριστής. Τον αναγκάζουν να υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας με την Ασφάλεια ως μυστικός πράκτορας, τον απλευθερώνουν και του αναθέτουν ως πρώτο καθήκον να κατασκοπεύσει τον παλιό ελληνοδιδάσκαλο, Θεόδωρο Λέκκα. Ο δάσκαλος όμως τον καταλαβαίνει και τον επιπλήττει. Ο Σωτήρης αναφέρει στην Ασφάλεια ότι έγινε αντιληπτός από το δάσκαλο και στη η Ασφάλεια τον βάζει να υπογράψει ψευδείς συνομιλίες και δηλώσεις του δάσκαλου, όμως ο Σωτήρης αρνείται. Του δίνουν τρεις μέρες προθεσμία: αν δεν υπογράψει θα συλληφθεί. Πηγαίνει στο δάσκαλο και του εκμυστηρεύεται τη συνεργασία, αλλά του υπόσχεται ότι θα προτιμούσε να πήγαινε φυλακή παρά να τον καταδώσει.
Ο δάσκαλος είναι παλιός κομουνιστής από την Ελλάδα και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του για συνεισφέρει στην σοσιαλιστική πορεία της μειονότητας στην Αλβανία, όμως βλέποντας όσα συνέβαιναν εκεί, απογοητεύτηκε, οι αρχές τον θεώρησαν εχθρό και τον φυλάκισαν. Αφού εκτίει δέκα χρόνια φυλακής επιστρέφει στο σπίτι αλλά τώρα οι αρχές θέλουν να τον ξανασυλλάβουν προκειμένου να του χρεώσουν την ηθική αυτουργία στις πράξεις των νέων.
Ο Σωτήρης συνελήφθη και κατηγορήθηκε κι αυτός για αντικαθεστωτική προπαγάνδα και αφού βασανίστηκε, καταδικάστηκε σε 9 χρόνια κάθειρξης και ο Αριστοτέλης σε 10 χρόνια. Ψευδομάρτυρας κατηγορίας στη δίκη είναι ο συμμαθητής τους Δημοκράτης Ντούπης. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και βασανιστήρια στις φυλακές Αργυροκάστρου και Τιράνων τους πηγαίνουν στο ορυχείο καταναγκαστικών έργων, στο περιβόητο Σπατς της Βόρειας Αλβανίας, μέσα σε ένα απόκρημνο φαράγγι, όπου γίνεται εξόρυξη πυρίτη.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Σινική μελάνη» – Μέρος Β’, κεφάλαιο 10
Τα περίσσια παιδιά των μανάδων
Η Λύκαινα, όπως έλεγαν οι φυλακισμένοι την κλούβα που μετέφερε τους κρατούμενους, έβγαλε απ’ την κοιλιά της πέντε κουτάβια (εχθρούς του λαού), μεταξύ των οποίων και τον Αριστοτέλη Σκεύη με τον Σωτήρη Ζώτο. Κατέβηκαν μουδιασμένοι και ταλαιπωρημένοι στην αυλή του στρατοπέδου, με τους μικρούς μπόγους παραμάσχαλα, έπειτα από πέντε ώρες εξαντλητικό ταξίδι.
Οι νεοαφιχθέντες, σαστισμένοι κι αποχαυνωμένοι, προσπαθούσαν να συλλάβουν με το βλέμμα το άγριο κι αφιλόξενο τοπίο στο οποίο βρέθηκαν ξαφνικά, νιώθοντας δέος και απόγνωση μπροστά στον μικρό ορίζοντα που επέτρεπε το στενό φαράγγι.
Αυτό ήταν λοιπόν το περιβόητο Σπατς, το φόβητρο κάθε φυλακισμένου. Όσο κι αν οι συγκρατούμενοι στη φυλακή των Τιράνων τους είχαν διαβεβαιώσει ότι η κατάσταση στα στρατόπεδα εργασίας ήταν σαφώς καλύτερη από κείνη των κλειστών φυλακών, η πρώτη επαφή με το τοπίο ήταν απογοητευτική.
Βρίσκονταν κοντά στον πάτο μιας χαράδρας ανάμεσα σε άγρια, σχεδόν γυμνά βουνά, με μια βλάστηση αραιή, κιτρινιάρικη σαν αρρωστημένη, σε γη δηλητηριασμένη από τα μεταλλεύματα.
Την απότομη κατηφόρα την είχαν καταλάβει μέσα απ’ την κλούβα, έτσι κλειστή όπως ήταν, χωρίς παράθυρα, μόνο μ’ έναν φεγγίτη για εξαερισμό. Μια ατελείωτη κατάβαση με αλλεπάλληλες στροφές που γίνονταν όλο και πιο απότομες, σαν να τους κατέβαζαν σιγά και σταθερά σ’ έναν ατέρμονο κοχλία, σαν να τους βίδωναν στη γη. Η κατηφόρα τους δημιουργούσε ένα κενό, στην ψυχή, στο στομάχι, στους πνεύμονες, τους έδινε την εντύπωση ότι περνούσαν έναν έναν τους κύκλους της κόλασης, μέχρι να φτάσουν στον τελευταίο, της λάβας· περιέργως, λίγα μέτρα παρακάτω, αντί να κοχλάζει λάβα, στον πάτο του γκρεμού είδαν να κελαρύζει πεντακάθαρο νερό, αν και απρόσιτο, σ’ ένα ρυάκι που ήταν και το τελευταίο σκαλοπάτι της καθόδου.
Σ’ εκείνη την εσχατιά, στο πιο κοντινό σημείο με τα σπλάχνα της γης, γινόταν εξόρυξη χαλκού και πυρίτη. Εκεί εργάζονταν πάνω από χίλιοι πολιτικοί κρατούμενοι, με ποινές που ξεκινούσαν από τα οκτώ χρόνια, την ελάχιστη, κι έφταναν τα είκοσι πέντε. Από το σημείο αυτό ήταν πιο εύκολο για τον άνθρωπο να ξεσκίσει τα σωθικά των υπόγειων θησαυρών, να διεισδύσει στα έγκατα της γης και ν’ αρπάξει τα πολύτιμα μεταλλεύματά της, σαν τους λύκους που ξεσκίζουν τα θηράματά τους ξεκινώντας από τα λεπτά σημεία της κοιλιάς. Ο άνθρωπος εκμεταλλεύτηκε το σημείο όπου τα βουνά, μαλωμένα και πεισμωμένα μεταξύ τους, είχαν γυρίσει τις πλάτες δημιουργώντας έτσι εκείνο το απίθανο φαράγγι.
Κάπου εκεί γύρω πρέπει να υπήρχε και το ομώνυμο χωριό, η τύχη του οποίου, ή η κατάρα του (σαν τι κακό να ’χε κάνει άραγε, δεν αρκούσε που ’χε φυτρώσει μες στην άγονη ερημιά), ήταν να γίνει συνώνυμο των πιο άγριων κολαστηρίων που είχε επινοήσει άνθρωπος για τον άνθρωπο.
Ο διοικητής της φυλακής, μια ατσούμπαλη σάρκινη μάζα, ένα μικρό βουνό μέσα στα μεγάλα βουνά, εξίσου άγριο ή ίσως περισσότερο κι από κείνα, με δυο μάγουλα κόκκινα σαν ντομάτες, με την κοιλιά και τα περίσσια πάχη να εμποδίζουν τον βηματισμό του, τους έβγαλε το συνηθισμένο λογύδριο που έλεγε σε κάθε νεοαφιχθέντα: ότι είχαν κάνει μεν εγκλήματα κατά του κράτους, αλλά το Κόμμα, που είχε μεγάλη καρδιά σαν περιβόλι –δική του έκφραση (Θεέ μου, τι περιβόλι μπορούσε να ευδοκιμήσει σ’ εκείνη την κόλαση!)–, τους έδινε τη δυνατότητα να επανορθώσουν. Με την εργασία τους θα έδειχναν έμπρακτα τη μεταμέλειά τους για όσα είχαν διαπράξει ενάντια στο Κόμμα και την Πατρίδα. Τα λόγια του μεγάλωναν την αναγούλα που ένιωθαν ήδη από την έντονη κατηφόρα και τις στροφές της κλούβας. Αν όμως κάποιος αρνούνταν να δουλέψει, ή δεν δούλευε όσο έπρεπε, συνέχισε ο διοικητής, θα υπήρχαν και συνέπειες και ποινές. Δεν θέλησε να επεκταθεί περαιτέρω στις ποινές και σταμάτησε εδώ, δίνοντας έναν τόνο κάπως πατρικό, μιας και οι φυλακισμένοι ήταν όλοι νεαροί. Τους είπε ότι μετά την αποφυλάκισή τους, η ζωή τους θα συνεχιζόταν κανονικά. Στο τέλος, ίσως επειδή αηδίασε κι ο ίδιος μ’ αυτά που έλεγε, διέταξε κάποιον να τους οδηγήσει στο εσωτερικό της φυλακής.
Άνοιξαν μια δεύτερη πόρτα και τους οδήγησαν μέσα από την εσωτερική περίφραξη, σαν να τους έριχναν στ’ άγρια θηρία. Κοίταζαν γύρω τους αμήχανοι κάτω από τα περίεργα βλέμματα των άλλων κρατουμένων. Φορώντας ομοιόμορφα ρούχα, κάποτε καφετιά και τώρα τελείως ξεβαμμένα, διάφοροι κρατούμενοι που βρέθηκαν εκεί τυχαία τους ρωτούσαν από πού είναι, με την ελπίδα μήπως κατά τύχη, καλή ή κακή, βρισκόταν ανάμεσά τους και κανένας γνωστός ή συντοπίτης. Δεν πρόλαβαν να σκεφτούν και κάποιος ένστολος τους διέταξε να προχωρήσουν προς την αποθήκη.
Ο αποθηκάριος, φυλακισμένος κι αυτός, τους πήρε τα σακάκια και τα παντελόνια παρουσία του φύλακα και τους έδωσε ρούχα της φυλακής. Τους είπαν ότι όταν θ’ αποφυλακίζονταν, θα τους τα ξανάδιναν. (Σιγά μην τους έκαναν τα ρούχα αυτά έπειτα από δέκα χρόνια.) Τα πουκάμισα και τα εσώρουχα τους επέτρεψε να τα φοράνε κάτω απ’ την μπλούζα. Τα ρούχα που τους έδωσε ήταν παλιές φθαρμένες στρατιωτικές στολές και βαμμένες με το απαίσιο καφετί χρώμα του θανάτου.
Το έδαφος ήταν τόσο κατηφορικό που το προαύλιο αποτελούνταν από πεζούλες. Είχε φθινοπωριάσει κι η μέρα είχε μικρύνει αρκετά, κι ακόμα πιο πολύ σ’ εκείνα τα βάθη. Τους πήγαν να ξημερώσουν σε μια παράγκα σχήματος Γ, την οποία περιέργως έλεγαν Αίθουσα Πολιτισμού κι είχαν χωρίσει μια γωνιά της με κοντραπλακέ, προσφέροντας προσωρινή φιλοξενία μέχρι να τακτοποιηθεί ο κάθε νέος κρατούμενος. Υπήρχαν τέσσερα αχυρένια στρώματα· τους διέταξαν να τα ενώσουν και να ξαπλώσουν και οι πέντε.
Οι δύο απ’ τους πέντε ήταν από τα Τίρανα, πρώην φοιτητές της Καλλιτεχνικής Σχολής, και ο τρίτος ήταν αγρότης από μια περιοχή της Λέζια από τη βόρεια Αλβανία. Τώρα, κουρεμένοι και ταλαιπωρημένοι, έμοιαζαν όλοι ίδιοι. Με τους φοιτητές, ο Αριστοτέλης κι ο Σωτήρης είχαν γνωριστεί στη φυλακή των Τιράνων, ενώ με τον αγρότη από τη Λέζια γνωρίστηκαν στην κλούβα.
Στη φυλακή των Τιράνων, ο αγρότης βρισκόταν σε άλλο κελί· απ’ αυτόν έμαθαν ότι υπήρχαν κι άλλα κελιά, άγνωστο πόσα. Οι φοιτητές μιλούσαν για παράλληλα σύμπαντα, μια θεωρία που ο Αριστοτέλης είχε ακούσει αλλά αδυνατούσε να τη συλλάβει. Θυμήθηκε τον Φώτη: ίσως εκείνος θα μπορούσε να του την κάνει κατανοητή, όπως τη θεωρία του Μαρξ, αλλά πλέον θα προτιμούσε να μην του εξηγούσε κανείς καμία θεωρία.
Στην αποθήκη τους κράτησαν και τις τσάντες με τα τρόφιμα, σ’ ένα ειδικό σημείο, και τους είπαν ότι θα είχαν πρόσβαση όποτε ήθελαν. Είχαν ψιλοπεινάσει, μα έτσι ταλαιπωρημένοι που ήταν, προτίμησαν να πέσουν και να κοιμηθούν νηστικοί παρά να πάνε στην αποθήκη και να ζητήσουν τις τσάντες, που έτσι κι αλλιώς λίγα πράγματα είχαν για φαΐ.
Το πρωί μόλις ξύπνησαν ήρθε ένας κρατούμενος και τους διέταξε να τον ακολουθήσουν στους θαλάμους. Ο Αριστοτέλης με τον Σωτήρη, προσπαθώντας να μη χωριστούν, έμεναν δίπλα δίπλα και τους βγήκε σε καλό: ο φυλακισμένος αυτός τους τοποθέτησε στον ίδιο θάλαμο, στον θάλαμο 5, στον πρώτο όροφο. Στο τέλος, όταν έφευγε, τους συστήθηκε και τους μίλησε ελληνικά. Ήταν κι αυτός από τη Δρόπολη και τον έλεγαν Θανάση. Τα παιδιά ένιωσαν αμέσως κάποια οικειότητα, εκείνος όμως δεν τους έδωσε περισσότερο θάρρος.
Ο θάλαμος έμοιαζε με ποντικότρυπα, μύριζε κλεισούρα και ποδαρίλα. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκριναν έναν στενό διάδρομο κι από τις δυο πλευρές, τριώροφες συνεχόμενες ξύλινες κουκέτες, σαν ράφια, με τα στρώματα κολλητά το ένα στο άλλο. Εκεί μέσα, σ’ έναν χώρο γύρω στα σαράντα τετραγωνικά υπήρχαν πάνω από πενήντα άτομα. Έμοιαζαν με σαρδέλες στριμωγμένες στο κουτί.
Το κτίριο των θαλάμων ήταν το μεγαλύτερο σ’ εκείνο το συγκρότημα με τα κακοφτιαγμένα οικοδομήματα, ήταν η πολυκατοικία τους, με τέσσερις θαλάμους σε κάθε όροφο. Δεν θα μπορούσε να σχεδιαστεί πιο στενός χώρος για πάνω από χίλια άτομα. Από τη δίπλα και την πίσω πλευρά του κεκλιμένου εδάφους οι όροφοι έμοιαζαν σχεδόν ισόγειοι· από κει επικοινωνούσαν με εξωτερικές σκάλες.
Όπως πληροφορήθηκαν αργότερα από άλλους κρατούμενους, το κτίριο δεν είχε σχεδιαστεί για τόσο πολλά άτομα, όμως οι ανάγκες του κράτους για χαλκό και πυρίτη, απαιτούσαν περισσότερους φυλακισμένους και τα διώροφα «ράφια» είχαν γίνει τριώροφα, ίσα ίσα να στέκεται ένας άνθρωπος καθιστός.
Ο θάλαμος ήταν σχεδόν άδειος, γιατί οι ένοικοί του είχαν βάρδια, και ο Θανάσης τους έδειξε δυο στρώματα κενά. Τους είπε «Καλή διαμονή» κι έφυγε. Δεν κατάλαβαν αν ειρωνευόταν ή το είπε απλώς από συνήθεια.
Δυο-τρία άτομα που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στον θάλαμο, έβγαλαν τα κεφάλια από τις τρύπες τους και τους ρώτησαν από πού είναι. Ο Αριστοτέλης είπε ότι ήταν από τη Δερβιτσιάνη Αργυροκάστρου κι εκείνοι κούνησαν το κεφάλι κάνοντας ένα «α… χα!», σημάδι ότι κατάλαβαν.
Τους ρώτησε γιατί δεν δούλευαν κι ο ένας είπε ότι είχε αναρρωτική, ενώ ο άλλος, υπέργηρος, είπε ότι δεν μπορούσε να εργαστεί στο ορυχείο και βοηθούσε στο μαγειρείο καθαρίζοντας τα βράδια πατάτες και κρεμμύδια.
Σ’ αυτόν λοιπόν τον ζοφερό κι απάνθρωπο κόσμο καλούνταν να ζήσουν για μια δεκαετία. Τις προηγούμενες καταστάσεις τις είχαν αντέξει σαν προσωρινές, ενώ τώρα η προοπτική της μονιμότητας τους έφερνε σε απόγνωση.
Ο Αριστοτέλης ξάπλωσε στο στρώμα του. Το άχυρο στα στρώματα είχε πατικωθεί τελείως· ποιος ξέρει πόσα κορμιά είχαν ξαπλώσει πριν απ’ αυτούς. Παραδόξως, υπήρχαν και σεντόνια, αν και είχαν χάσει την ασπράδα τους από καιρό. Το προσκέφαλο, αχυρένιο κι αυτό, είχε και μαξιλαροθήκη που κάποτε ήταν κι αυτή άσπρη. Τα πάντα, σεντόνια, μαξιλάρια, ακόμα κι οι τοίχοι, είχαν πάρει ένα ελαφρύ χρώμα σκουριάς. Ήταν η απόχρωση στην οποία κατέληγαν όλα τα χρώματα: το άσπρο, το καφετί, το κόκκινο, το χακί, ακόμα και το μπλε των φυλάκων.
Ο κρατούμενος με αναρρωτική τους ρώτησε γιατί τους είχαν φυλακίσει. Τους ρώτησε έτσι απλά, από συνήθεια, όπως ρωτάει ένας ασθενής τον διπλανό του από τι πάσχει. Όλοι είχαν κάποια αιτία που είχαν φυλακιστεί, η πλειονότητά τους ήταν για αντικαθεστωτική προπαγάνδα, ή για προδοσία, ή και τα δυο μαζί. Δυο άρθρα-τέρατα ήταν η αιτία για την καταδίκη τους: το 64 για «προπαγάνδα κατά της Λαϊκής Εξουσίας» και το 73 «για προδοσία έναντι της πατρίδας, εδάφιο: απόπειρα απόδρασης από τη χώρα». Οι τίγρεις κι οι λεοπαρδάλεις σ’ ολόκληρη την Αφρική δεν έχουν κατασπαράξει τόσα άτομα όσα αυτά τα δύο άρθρα στην Αλβανία. Κανένας μελετητής των άγριων θηρίων δεν έχει ιδέα γι’ αυτά τα δύο αγρίμια… Ο συγκρατούμενος τους είπε ότι καταγόταν από την Κορυτσά, ήταν καταδικασμένος σε οκτώ χρόνια βάσει του άρθρου 64. Του έμενε ακόμα ενάμισης χρόνος. Ήταν παντρεμένος κι είχε δυο παιδιά: ο μεγάλος πήγαινε τώρα στο οχτατάξιο και η κόρη στο δημοτικό. Όταν μπήκε στη φυλακή, η γυναίκα του ήταν ακόμα έγκυος. Ερχόταν με τον πατέρα της και τον επισκεπτόταν δυο φορές τον χρόνο. Πιο συχνά δεν μπορούσε. Ο Ύλι, έτσι τον έλεγαν, λαχταρούσε τη μέρα που θα γύριζε στο χωριό του και θ’ απολάμβανε την οικογένειά του.
Η ασφυξία του θαλάμου και η στενότητα του χώρου έκαναν τον Αριστοτέλη να νομίζει ότι είναι μέσα σε φέρετρο. Κοιτάζοντας τα σανίδια του πάνω ορόφου, φανταζόταν ότι τον είχαν θάψει ζωντανό. Ίσως τόση να ήταν και η απόσταση στο φέρετρο απ’ το κεφάλι του νεκρού μέχρι το καπάκι, σκεφτόταν. Η ανάσα δυσκόλευε, ο αέρας λιγόστευε. Έκανε νόημα στον Σωτήρη να βγουν έξω.
Κόντευε μεσημέρι όταν βγήκε ο ήλιος από κάποιο σημείο που τους φάνηκε εντελώς άσχετο. Ίσως τώρα θα μπορούσαν να προσανατολιστούν, αλλά αμφέβαλλαν αν οι κανόνες που ίσχυαν στον οριζόντιο προσανατολισμό θα έβρισκαν εφαρμογή και σε τούτο το τοπίο που είχε μόνο κάθετη κάτοψη.
Περίληψη
Η ζωή στο Σπατς είναι δύσκολη και η εργασία σκληρή, η τροφή αναπαρκής. Το στρατόπεδο είναι αυτοδιοικούμενο και οι εργάτες που πραγματοποιούν την καθημερινή νόρμα εργασίας παίρνουν ως μπονους λιγες μέρες ελευθερίας. Αυτό είναι το κίνητρο για να δουλεύουν και η σχετικά καλύτερη τροφή από τους ανέργους. Υπεύθυνος των φυλακισμένων είναι ένας επίσης συμπατριώτης από τη μειονότητα, ο Θανάσης. Εκεί τα παιδιά βρίσκουν τον συγκρατούμενο στις φυλακές Αργυροκάστρου, Αντώνη, τον πρώην μαθητή του Λυκείου Αργυροκάστρου Γιώργο Ζαφείρη (πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα «Τα εφτά παράθυρα»), τους συγχωριανούς Κώτσιο Λίτη και Γρηγόρη Μέρο.
Ο Γρηγόρης είναι ο νεότερος εκεί μέσα και είναι ελαφροποινίτης, με μόνο με τέσσερα έτη, διότι θέλοντας να γράψει με κάρβουνο για πλάκα ένα σύνθημα υπέρ του Κόμματος πάνω στο μάρμαρο των πεσόντων αντιφασιστών ανταρών της μειονότητας, η βροχή που έπεσε τη νύχτα έσβησε μερικές λέξεις με αποτέλεσμα να κάνει το σύνθημα αντικαθεστωτικό. Ύστερα από μερικούς μήνες ο Γρηγόρης αποφυλακίστηκε. Στη φυλακή οι δυο νέοι γνωρίστηκαν και με έναν Ιταλό, τον Άγγελο Μπερτόνι, ο οποίος είχε απομείνει από τον ιταλικό στρατο κατοχής, ζούσε στο χώρο της μειονότητας όπου είχε παντρευτεί, αλλά τελικά κατέληξε στη φυλακή ως αντικαθεστωτικός.
Αργυρόκαστρο Αλβανίας 1974.
Τρεις συμμαθητές του Λυκείου Αργυροκάστρου, Ζωτήρης Ζώτος, Αριστοτέλης Σκεύης και Φώτης Οικονόμου, μέλη της Ελληνικής Μειονότητας από την κοινότητα Δερβιτσιάνης, κοντά στην πολή, πηγαινοέρχοναται καθημερινώς στο σχολείο στο Αργυρόκαστρο. Ανακαλύπτουν, από τη μαρξιστική θεωρία που διδάσκονται, ότι το πολιτικό σύστημα στην Αλβανία δεν είναι δημοκρατία αλλά δικτατοριά, είναι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
Αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια συνωμοτική οργάνωση και να αφυπνήσουν το λαό γράφοντας προκυρήξεις κατά του καθεστώτος, αν και αφελείς, και τις διανέμουν στους δρόμους του χωριού. Παράλληλα ονειρεύονται να αποδράσουν στην Ελλάδα.
Η αλβανική Ασφάλεια Sigurimi συλλαμβάνει τους δυο μαθητές μετά από αστυνομική έρευνα και τη βοήθεια των συνεργατών της, ξεκινώντας από τη σινική μελάνη και τις πενίτσες που χρησιμοποίησαν οι μαθητές. Στα κρατηρήρια ο Φώτης, ορφανό παιδί που το μεγαλώνει η γιαγιά του, τρελαίνεται από τα άγρια βασανιστήρια και καταλήγει στο ψυχιατρείο, ενώ ο Αριστοτέλης, ο μεγαλύτερος γιος μιας φτωχής πολύτεκνης οικογένειας, αντέχει.
Όμως τον εξαπατάει μέσα στο κελί ένας συγκρατούμενος χαφιές της Ασφάλειας, ο Μπαστρί, ο οποίος τον παραμυθιάζει ότι είναι συνωμότης κατά του κακθεστώτος και μέλος ενός δικτύου που στοχέυει την στρατιωτική ανατροπή του, ο Αριστοτέλης τον πιστεύει και συντάσσεται μαζί του, εκμυστηρεύεται τη δραστηριότητά τους και ότι υπάρχει και τρίτο άτομο στην ομάδα τους.
Ο Σωτήρης ζει με το φόβο από τη σύλληψη των φίλων του και συλλαμβάνεται μυστικά, ενώ προπονείται ως ποδοσφαιριστής. Τον αναγκάζουν να υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας με την Ασφάλεια ως μυστικός πράκτορας, τον απλευθερώνουν και του αναθέτουν ως πρώτο καθήκον να κατασκοπεύσει τον παλιό ελληνοδιδάσκαλο, Θεόδωρο Λέκκα. Ο δάσκαλος όμως τον καταλαβαίνει και τον επιπλήττει. Ο Σωτήρης αναφέρει στην Ασφάλεια ότι έγινε αντιληπτός από το δάσκαλο και στη η Ασφάλεια τον βάζει να υπογράψει ψευδείς συνομιλίες και δηλώσεις του δάσκαλου, όμως ο Σωτήρης αρνείται. Του δίνουν τρεις μέρες προθεσμία: αν δεν υπογράψει θα συλληφθεί. Πηγαίνει στο δάσκαλο και του εκμυστηρεύεται τη συνεργασία, αλλά του υπόσχεται ότι θα προτιμούσε να πήγαινε φυλακή παρά να τον καταδώσει.
Ο δάσκαλος είναι παλιός κομουνιστής από την Ελλάδα και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του για συνεισφέρει στην σοσιαλιστική πορεία της μειονότητας στην Αλβανία, όμως βλέποντας όσα συνέβαιναν εκεί, απογοητεύτηκε, οι αρχές τον θεώρησαν εχθρό και τον φυλάκισαν. Αφού εκτίει δέκα χρόνια φυλακής επιστρέφει στο σπίτι αλλά τώρα οι αρχές θέλουν να τον ξανασυλλάβουν προκειμένου να του χρεώσουν την ηθική αυτουργία στις πράξεις των νέων.
Ο Σωτήρης συνελήφθη και κατηγορήθηκε κι αυτός για αντικαθεστωτική προπαγάνδα και αφού βασανίστηκε, καταδικάστηκε σε 9 χρόνια κάθειρξης και ο Αριστοτέλης σε 10 χρόνια. Ψευδομάρτυρας κατηγορίας στη δίκη είναι ο συμμαθητής τους Δημοκράτης Ντούπης. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και βασανιστήρια στις φυλακές Αργυροκάστρου και Τιράνων τους πηγαίνουν στο ορυχείο καταναγκαστικών έργων, στο περιβόητο Σπατς της Βόρειας Αλβανίας, μέσα σε ένα απόκρημνο φαράγγι, όπου γίνεται εξόρυξη πυρίτη.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Σινική μελάνη» – Μέρος Β’, κεφάλαιο 10
Τα περίσσια παιδιά των μανάδων
Η Λύκαινα, όπως έλεγαν οι φυλακισμένοι την κλούβα που μετέφερε τους κρατούμενους, έβγαλε απ’ την κοιλιά της πέντε κουτάβια (εχθρούς του λαού), μεταξύ των οποίων και τον Αριστοτέλη Σκεύη με τον Σωτήρη Ζώτο. Κατέβηκαν μουδιασμένοι και ταλαιπωρημένοι στην αυλή του στρατοπέδου, με τους μικρούς μπόγους παραμάσχαλα, έπειτα από πέντε ώρες εξαντλητικό ταξίδι.
Οι νεοαφιχθέντες, σαστισμένοι κι αποχαυνωμένοι, προσπαθούσαν να συλλάβουν με το βλέμμα το άγριο κι αφιλόξενο τοπίο στο οποίο βρέθηκαν ξαφνικά, νιώθοντας δέος και απόγνωση μπροστά στον μικρό ορίζοντα που επέτρεπε το στενό φαράγγι.
Αυτό ήταν λοιπόν το περιβόητο Σπατς, το φόβητρο κάθε φυλακισμένου. Όσο κι αν οι συγκρατούμενοι στη φυλακή των Τιράνων τους είχαν διαβεβαιώσει ότι η κατάσταση στα στρατόπεδα εργασίας ήταν σαφώς καλύτερη από κείνη των κλειστών φυλακών, η πρώτη επαφή με το τοπίο ήταν απογοητευτική.
Βρίσκονταν κοντά στον πάτο μιας χαράδρας ανάμεσα σε άγρια, σχεδόν γυμνά βουνά, με μια βλάστηση αραιή, κιτρινιάρικη σαν αρρωστημένη, σε γη δηλητηριασμένη από τα μεταλλεύματα.
Την απότομη κατηφόρα την είχαν καταλάβει μέσα απ’ την κλούβα, έτσι κλειστή όπως ήταν, χωρίς παράθυρα, μόνο μ’ έναν φεγγίτη για εξαερισμό. Μια ατελείωτη κατάβαση με αλλεπάλληλες στροφές που γίνονταν όλο και πιο απότομες, σαν να τους κατέβαζαν σιγά και σταθερά σ’ έναν ατέρμονο κοχλία, σαν να τους βίδωναν στη γη. Η κατηφόρα τους δημιουργούσε ένα κενό, στην ψυχή, στο στομάχι, στους πνεύμονες, τους έδινε την εντύπωση ότι περνούσαν έναν έναν τους κύκλους της κόλασης, μέχρι να φτάσουν στον τελευταίο, της λάβας· περιέργως, λίγα μέτρα παρακάτω, αντί να κοχλάζει λάβα, στον πάτο του γκρεμού είδαν να κελαρύζει πεντακάθαρο νερό, αν και απρόσιτο, σ’ ένα ρυάκι που ήταν και το τελευταίο σκαλοπάτι της καθόδου.
Σ’ εκείνη την εσχατιά, στο πιο κοντινό σημείο με τα σπλάχνα της γης, γινόταν εξόρυξη χαλκού και πυρίτη. Εκεί εργάζονταν πάνω από χίλιοι πολιτικοί κρατούμενοι, με ποινές που ξεκινούσαν από τα οκτώ χρόνια, την ελάχιστη, κι έφταναν τα είκοσι πέντε. Από το σημείο αυτό ήταν πιο εύκολο για τον άνθρωπο να ξεσκίσει τα σωθικά των υπόγειων θησαυρών, να διεισδύσει στα έγκατα της γης και ν’ αρπάξει τα πολύτιμα μεταλλεύματά της, σαν τους λύκους που ξεσκίζουν τα θηράματά τους ξεκινώντας από τα λεπτά σημεία της κοιλιάς. Ο άνθρωπος εκμεταλλεύτηκε το σημείο όπου τα βουνά, μαλωμένα και πεισμωμένα μεταξύ τους, είχαν γυρίσει τις πλάτες δημιουργώντας έτσι εκείνο το απίθανο φαράγγι.
Κάπου εκεί γύρω πρέπει να υπήρχε και το ομώνυμο χωριό, η τύχη του οποίου, ή η κατάρα του (σαν τι κακό να ’χε κάνει άραγε, δεν αρκούσε που ’χε φυτρώσει μες στην άγονη ερημιά), ήταν να γίνει συνώνυμο των πιο άγριων κολαστηρίων που είχε επινοήσει άνθρωπος για τον άνθρωπο.
Ο διοικητής της φυλακής, μια ατσούμπαλη σάρκινη μάζα, ένα μικρό βουνό μέσα στα μεγάλα βουνά, εξίσου άγριο ή ίσως περισσότερο κι από κείνα, με δυο μάγουλα κόκκινα σαν ντομάτες, με την κοιλιά και τα περίσσια πάχη να εμποδίζουν τον βηματισμό του, τους έβγαλε το συνηθισμένο λογύδριο που έλεγε σε κάθε νεοαφιχθέντα: ότι είχαν κάνει μεν εγκλήματα κατά του κράτους, αλλά το Κόμμα, που είχε μεγάλη καρδιά σαν περιβόλι –δική του έκφραση (Θεέ μου, τι περιβόλι μπορούσε να ευδοκιμήσει σ’ εκείνη την κόλαση!)–, τους έδινε τη δυνατότητα να επανορθώσουν. Με την εργασία τους θα έδειχναν έμπρακτα τη μεταμέλειά τους για όσα είχαν διαπράξει ενάντια στο Κόμμα και την Πατρίδα. Τα λόγια του μεγάλωναν την αναγούλα που ένιωθαν ήδη από την έντονη κατηφόρα και τις στροφές της κλούβας. Αν όμως κάποιος αρνούνταν να δουλέψει, ή δεν δούλευε όσο έπρεπε, συνέχισε ο διοικητής, θα υπήρχαν και συνέπειες και ποινές. Δεν θέλησε να επεκταθεί περαιτέρω στις ποινές και σταμάτησε εδώ, δίνοντας έναν τόνο κάπως πατρικό, μιας και οι φυλακισμένοι ήταν όλοι νεαροί. Τους είπε ότι μετά την αποφυλάκισή τους, η ζωή τους θα συνεχιζόταν κανονικά. Στο τέλος, ίσως επειδή αηδίασε κι ο ίδιος μ’ αυτά που έλεγε, διέταξε κάποιον να τους οδηγήσει στο εσωτερικό της φυλακής.
Άνοιξαν μια δεύτερη πόρτα και τους οδήγησαν μέσα από την εσωτερική περίφραξη, σαν να τους έριχναν στ’ άγρια θηρία. Κοίταζαν γύρω τους αμήχανοι κάτω από τα περίεργα βλέμματα των άλλων κρατουμένων. Φορώντας ομοιόμορφα ρούχα, κάποτε καφετιά και τώρα τελείως ξεβαμμένα, διάφοροι κρατούμενοι που βρέθηκαν εκεί τυχαία τους ρωτούσαν από πού είναι, με την ελπίδα μήπως κατά τύχη, καλή ή κακή, βρισκόταν ανάμεσά τους και κανένας γνωστός ή συντοπίτης. Δεν πρόλαβαν να σκεφτούν και κάποιος ένστολος τους διέταξε να προχωρήσουν προς την αποθήκη.
Ο αποθηκάριος, φυλακισμένος κι αυτός, τους πήρε τα σακάκια και τα παντελόνια παρουσία του φύλακα και τους έδωσε ρούχα της φυλακής. Τους είπαν ότι όταν θ’ αποφυλακίζονταν, θα τους τα ξανάδιναν. (Σιγά μην τους έκαναν τα ρούχα αυτά έπειτα από δέκα χρόνια.) Τα πουκάμισα και τα εσώρουχα τους επέτρεψε να τα φοράνε κάτω απ’ την μπλούζα. Τα ρούχα που τους έδωσε ήταν παλιές φθαρμένες στρατιωτικές στολές και βαμμένες με το απαίσιο καφετί χρώμα του θανάτου.
Το έδαφος ήταν τόσο κατηφορικό που το προαύλιο αποτελούνταν από πεζούλες. Είχε φθινοπωριάσει κι η μέρα είχε μικρύνει αρκετά, κι ακόμα πιο πολύ σ’ εκείνα τα βάθη. Τους πήγαν να ξημερώσουν σε μια παράγκα σχήματος Γ, την οποία περιέργως έλεγαν Αίθουσα Πολιτισμού κι είχαν χωρίσει μια γωνιά της με κοντραπλακέ, προσφέροντας προσωρινή φιλοξενία μέχρι να τακτοποιηθεί ο κάθε νέος κρατούμενος. Υπήρχαν τέσσερα αχυρένια στρώματα· τους διέταξαν να τα ενώσουν και να ξαπλώσουν και οι πέντε.
Οι δύο απ’ τους πέντε ήταν από τα Τίρανα, πρώην φοιτητές της Καλλιτεχνικής Σχολής, και ο τρίτος ήταν αγρότης από μια περιοχή της Λέζια από τη βόρεια Αλβανία. Τώρα, κουρεμένοι και ταλαιπωρημένοι, έμοιαζαν όλοι ίδιοι. Με τους φοιτητές, ο Αριστοτέλης κι ο Σωτήρης είχαν γνωριστεί στη φυλακή των Τιράνων, ενώ με τον αγρότη από τη Λέζια γνωρίστηκαν στην κλούβα.
Στη φυλακή των Τιράνων, ο αγρότης βρισκόταν σε άλλο κελί· απ’ αυτόν έμαθαν ότι υπήρχαν κι άλλα κελιά, άγνωστο πόσα. Οι φοιτητές μιλούσαν για παράλληλα σύμπαντα, μια θεωρία που ο Αριστοτέλης είχε ακούσει αλλά αδυνατούσε να τη συλλάβει. Θυμήθηκε τον Φώτη: ίσως εκείνος θα μπορούσε να του την κάνει κατανοητή, όπως τη θεωρία του Μαρξ, αλλά πλέον θα προτιμούσε να μην του εξηγούσε κανείς καμία θεωρία.
Στην αποθήκη τους κράτησαν και τις τσάντες με τα τρόφιμα, σ’ ένα ειδικό σημείο, και τους είπαν ότι θα είχαν πρόσβαση όποτε ήθελαν. Είχαν ψιλοπεινάσει, μα έτσι ταλαιπωρημένοι που ήταν, προτίμησαν να πέσουν και να κοιμηθούν νηστικοί παρά να πάνε στην αποθήκη και να ζητήσουν τις τσάντες, που έτσι κι αλλιώς λίγα πράγματα είχαν για φαΐ.
Το πρωί μόλις ξύπνησαν ήρθε ένας κρατούμενος και τους διέταξε να τον ακολουθήσουν στους θαλάμους. Ο Αριστοτέλης με τον Σωτήρη, προσπαθώντας να μη χωριστούν, έμεναν δίπλα δίπλα και τους βγήκε σε καλό: ο φυλακισμένος αυτός τους τοποθέτησε στον ίδιο θάλαμο, στον θάλαμο 5, στον πρώτο όροφο. Στο τέλος, όταν έφευγε, τους συστήθηκε και τους μίλησε ελληνικά. Ήταν κι αυτός από τη Δρόπολη και τον έλεγαν Θανάση. Τα παιδιά ένιωσαν αμέσως κάποια οικειότητα, εκείνος όμως δεν τους έδωσε περισσότερο θάρρος.
Ο θάλαμος έμοιαζε με ποντικότρυπα, μύριζε κλεισούρα και ποδαρίλα. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκριναν έναν στενό διάδρομο κι από τις δυο πλευρές, τριώροφες συνεχόμενες ξύλινες κουκέτες, σαν ράφια, με τα στρώματα κολλητά το ένα στο άλλο. Εκεί μέσα, σ’ έναν χώρο γύρω στα σαράντα τετραγωνικά υπήρχαν πάνω από πενήντα άτομα. Έμοιαζαν με σαρδέλες στριμωγμένες στο κουτί.
Το κτίριο των θαλάμων ήταν το μεγαλύτερο σ’ εκείνο το συγκρότημα με τα κακοφτιαγμένα οικοδομήματα, ήταν η πολυκατοικία τους, με τέσσερις θαλάμους σε κάθε όροφο. Δεν θα μπορούσε να σχεδιαστεί πιο στενός χώρος για πάνω από χίλια άτομα. Από τη δίπλα και την πίσω πλευρά του κεκλιμένου εδάφους οι όροφοι έμοιαζαν σχεδόν ισόγειοι· από κει επικοινωνούσαν με εξωτερικές σκάλες.
Όπως πληροφορήθηκαν αργότερα από άλλους κρατούμενους, το κτίριο δεν είχε σχεδιαστεί για τόσο πολλά άτομα, όμως οι ανάγκες του κράτους για χαλκό και πυρίτη, απαιτούσαν περισσότερους φυλακισμένους και τα διώροφα «ράφια» είχαν γίνει τριώροφα, ίσα ίσα να στέκεται ένας άνθρωπος καθιστός.
Ο θάλαμος ήταν σχεδόν άδειος, γιατί οι ένοικοί του είχαν βάρδια, και ο Θανάσης τους έδειξε δυο στρώματα κενά. Τους είπε «Καλή διαμονή» κι έφυγε. Δεν κατάλαβαν αν ειρωνευόταν ή το είπε απλώς από συνήθεια.
Δυο-τρία άτομα που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στον θάλαμο, έβγαλαν τα κεφάλια από τις τρύπες τους και τους ρώτησαν από πού είναι. Ο Αριστοτέλης είπε ότι ήταν από τη Δερβιτσιάνη Αργυροκάστρου κι εκείνοι κούνησαν το κεφάλι κάνοντας ένα «α… χα!», σημάδι ότι κατάλαβαν.
Τους ρώτησε γιατί δεν δούλευαν κι ο ένας είπε ότι είχε αναρρωτική, ενώ ο άλλος, υπέργηρος, είπε ότι δεν μπορούσε να εργαστεί στο ορυχείο και βοηθούσε στο μαγειρείο καθαρίζοντας τα βράδια πατάτες και κρεμμύδια.
Σ’ αυτόν λοιπόν τον ζοφερό κι απάνθρωπο κόσμο καλούνταν να ζήσουν για μια δεκαετία. Τις προηγούμενες καταστάσεις τις είχαν αντέξει σαν προσωρινές, ενώ τώρα η προοπτική της μονιμότητας τους έφερνε σε απόγνωση.
Ο Αριστοτέλης ξάπλωσε στο στρώμα του. Το άχυρο στα στρώματα είχε πατικωθεί τελείως· ποιος ξέρει πόσα κορμιά είχαν ξαπλώσει πριν απ’ αυτούς. Παραδόξως, υπήρχαν και σεντόνια, αν και είχαν χάσει την ασπράδα τους από καιρό. Το προσκέφαλο, αχυρένιο κι αυτό, είχε και μαξιλαροθήκη που κάποτε ήταν κι αυτή άσπρη. Τα πάντα, σεντόνια, μαξιλάρια, ακόμα κι οι τοίχοι, είχαν πάρει ένα ελαφρύ χρώμα σκουριάς. Ήταν η απόχρωση στην οποία κατέληγαν όλα τα χρώματα: το άσπρο, το καφετί, το κόκκινο, το χακί, ακόμα και το μπλε των φυλάκων.
Ο κρατούμενος με αναρρωτική τους ρώτησε γιατί τους είχαν φυλακίσει. Τους ρώτησε έτσι απλά, από συνήθεια, όπως ρωτάει ένας ασθενής τον διπλανό του από τι πάσχει. Όλοι είχαν κάποια αιτία που είχαν φυλακιστεί, η πλειονότητά τους ήταν για αντικαθεστωτική προπαγάνδα, ή για προδοσία, ή και τα δυο μαζί. Δυο άρθρα-τέρατα ήταν η αιτία για την καταδίκη τους: το 64 για «προπαγάνδα κατά της Λαϊκής Εξουσίας» και το 73 «για προδοσία έναντι της πατρίδας, εδάφιο: απόπειρα απόδρασης από τη χώρα». Οι τίγρεις κι οι λεοπαρδάλεις σ’ ολόκληρη την Αφρική δεν έχουν κατασπαράξει τόσα άτομα όσα αυτά τα δύο άρθρα στην Αλβανία. Κανένας μελετητής των άγριων θηρίων δεν έχει ιδέα γι’ αυτά τα δύο αγρίμια… Ο συγκρατούμενος τους είπε ότι καταγόταν από την Κορυτσά, ήταν καταδικασμένος σε οκτώ χρόνια βάσει του άρθρου 64. Του έμενε ακόμα ενάμισης χρόνος. Ήταν παντρεμένος κι είχε δυο παιδιά: ο μεγάλος πήγαινε τώρα στο οχτατάξιο και η κόρη στο δημοτικό. Όταν μπήκε στη φυλακή, η γυναίκα του ήταν ακόμα έγκυος. Ερχόταν με τον πατέρα της και τον επισκεπτόταν δυο φορές τον χρόνο. Πιο συχνά δεν μπορούσε. Ο Ύλι, έτσι τον έλεγαν, λαχταρούσε τη μέρα που θα γύριζε στο χωριό του και θ’ απολάμβανε την οικογένειά του.
Η ασφυξία του θαλάμου και η στενότητα του χώρου έκαναν τον Αριστοτέλη να νομίζει ότι είναι μέσα σε φέρετρο. Κοιτάζοντας τα σανίδια του πάνω ορόφου, φανταζόταν ότι τον είχαν θάψει ζωντανό. Ίσως τόση να ήταν και η απόσταση στο φέρετρο απ’ το κεφάλι του νεκρού μέχρι το καπάκι, σκεφτόταν. Η ανάσα δυσκόλευε, ο αέρας λιγόστευε. Έκανε νόημα στον Σωτήρη να βγουν έξω.
Κόντευε μεσημέρι όταν βγήκε ο ήλιος από κάποιο σημείο που τους φάνηκε εντελώς άσχετο. Ίσως τώρα θα μπορούσαν να προσανατολιστούν, αλλά αμφέβαλλαν αν οι κανόνες που ίσχυαν στον οριζόντιο προσανατολισμό θα έβρισκαν εφαρμογή και σε τούτο το τοπίο που είχε μόνο κάθετη κάτοψη.
Περίληψη
Η ζωή στο Σπατς είναι δύσκολη και η εργασία σκληρή, η τροφή αναπαρκής. Το στρατόπεδο είναι αυτοδιοικούμενο και οι εργάτες που πραγματοποιούν την καθημερινή νόρμα εργασίας παίρνουν ως μπονους λιγες μέρες ελευθερίας. Αυτό είναι το κίνητρο για να δουλεύουν και η σχετικά καλύτερη τροφή από τους ανέργους. Υπεύθυνος των φυλακισμένων είναι ένας επίσης συμπατριώτης από τη μειονότητα, ο Θανάσης. Εκεί τα παιδιά βρίσκουν τον συγκρατούμενο στις φυλακές Αργυροκάστρου, Αντώνη, τον πρώην μαθητή του Λυκείου Αργυροκάστρου Γιώργο Ζαφείρη (πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα «Τα εφτά παράθυρα»), τους συγχωριανούς Κώτσιο Λίτη και Γρηγόρη Μέρο.
Ο Γρηγόρης είναι ο νεότερος εκεί μέσα και είναι ελαφροποινίτης, με μόνο με τέσσερα έτη, διότι θέλοντας να γράψει με κάρβουνο για πλάκα ένα σύνθημα υπέρ του Κόμματος πάνω στο μάρμαρο των πεσόντων αντιφασιστών ανταρών της μειονότητας, η βροχή που έπεσε τη νύχτα έσβησε μερικές λέξεις με αποτέλεσμα να κάνει το σύνθημα αντικαθεστωτικό. Ύστερα από μερικούς μήνες ο Γρηγόρης αποφυλακίστηκε. Στη φυλακή οι δυο νέοι γνωρίστηκαν και με έναν Ιταλό, τον Άγγελο Μπερτόνι, ο οποίος είχε απομείνει από τον ιταλικό στρατο κατοχής, ζούσε στο χώρο της μειονότητας όπου είχε παντρευτεί, αλλά τελικά κατέληξε στη φυλακή ως αντικαθεστωτικός.
Οι τραγικές μανάδες κάνουν δυο μέρες ταξίδι με οτοστόπ για να πάνε να δουν τα παιδιά τους στη φυλακή, να τους πάνε και τρόφιμα, αντιμετωπίζοντας την απομόνωση και την αποξένωση από την κοινωνία.
Ο Αριστοτέλης σπρώχνει έναν συγκρατούμενο στο χάος μέσα στη γαλαρία επειδή εκείνος ήθελε να τον βιάσει, και δηλώνει ατύχημα. Κρατάει το μυστικό κρυμμένο.
Ο Γρηγόρης ξανάρχεται στη φυλακή γιατί όταν αποφυλακίστηκε προσπάθησε να δραπετεύσει στην Ελλάδα, αλλά πιάστηκε στα σύνορα και καταδικάστηκε σε 16 χρόνια. Δραπετεύει ξανά από τη φυλακή, κάνοντας ένα φοβερό κατόρθωμα, αλλά ξαναπιάνεται στα σύνορα και τον ξαναφέρνουν τη φυλακή. Την τρίτη φορά προσπαθεί απελπισμένος να αποδράσει αλλά οι φύλακες τον πυρολοβούν και μένει νεκρός στα συρματοπλέγματα της φυλακής.
Ο διοικητής της φύλαξης του στρατοπέδου, Σαμί, πρώην συμμαθητής του Γιώργου Ζαφείρη από το Λύκειο Αργυροκάστρου, πληροφορείται ότι ο πρώην φίλος του βρίσκεται φυλακισμένος εκεί και παρακαλεί τον κομισάριο του στρατοπέδου, Ιζέτ, να τον προσέξει προκειμένου να μην κάνει κάποια απελπισμένη προσπάθεια να δραπετεύσει και σκοτωθεί. Ο κομισάριος βρίσκει μια θέση του Γιώργου ως ράφτης, δηλαδή να μεταποιεί παλιά στρατιωτικά ενδύματα για τους φυλακισμένους και κάνει και θελήματα στον κομισάριο να μεταποιεί και δικά του ενδύματα στα μέτρα της κόρης του.
Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει στη φυλακή τον καταδότη του τον Μπαστρί και θέλει να τον εκδικηθεί, όμως εκείνος, παρέα με δυο φίλους του, ο ένας συγγενής και ο άλλος ερωτικός σύντροφος, τον απειλούν ότι αν συμβεί κάτι στο φίλο τους, θα τον εξαφανίσουν. Είναι στενοί φίλοι, του είπαν, διότι οι γονείς τους βρίσκονται στον ίδιο κοινό τάφο εκτελεσμένοι από το καθεστώς. Όταν ο Μπαστρί αποφυλακίστηκε, ο Γιώργος Ζαφείρης πληροφόρησε το Σωτήρη ότι είχε γνώση για τον Μπαστρί που ήταν το καρφί στο κελί του Αριστοτέλη και έγινε αιτία να τον πιάσουν. Ο Σωτήρης ζητάει το λόγο από τον Αριστοτέλη γιατί δεν του το είπε για να τον εκδικηθούν, αλλά ο Αριστοτέλης έκρινε ότι ήταν πιο σωστό να μη του πει. Ωστόσο νιώθει ενοχές για το Σωτήρη που τον πήρε στο λαιμό του, αλλά και για το φόνο που διέπραξε. Αρνείται να εργαστεί, τον κλείνουν στο κελί, κάνει απεργία πείνας και πεθαίνει. Λίγο πριν πεθάνει ομολογεί στον Σωτήρη για τη δολοφονία του συγκρατούμενου. Ο Κώτσιος ομολογεί κρυφά στον Σωτήρη ότι αυτός ήταν ο παρακινητής της αιματηρής στάσης των κρατουμένων στο Σπατς, αλλά δεν ανακαλύφτηκε και τώρα σωπά.Ένας πρόσφατα φυλακισμένος, ο Ναούμ, γίνεται φίλος με τον Σωτήρη και του προξενεύει την κόρη του για γυναίκα όταν θα αποφυλακιζόταν.
Το 1980 έγινε αμνηστία και οι περισσότεροι φυλακισμένοι αποφυλακίστηκαν. Ο Σωτήρης επωφελήθηκε κι αυτός από την αμνηστία και αποφυλακίστηκε, αλλά ύστερα απο λίγες μέρες.
Το 1985 πεθαίνει ο Ενβέρ Χότζα, ο Σωτήρης είναι πλέον παντρεμένος με την Μαριέτα, την κόρη του Ναούμ, έχει φτιάξει δικό του σπίτι έχει αποκτήσει δυο αγόρια, το ίδιο και ο συγχωριανός του πρώην συγκρατούμενος ο Κώτσιος, που και αυτός παντρεύτηκε και απέκτησε δυο αγόρια και τώρα εργάζονται μαζί στο γεωργικό συνεταιρισμό. Η Φιγαλία, το πρώτο φλερτ του Σωτήρη από το Λύκειο, είναι πλέον γιατρός, παντρεμένη και βοηθάει τη γυναίκα του Σωτήρη στα προβλήματα υγείας.
Ο Ναούμ όταν αποφυλακίζεται επισκέπτεται την κόρη του που ζει αγαπημένη με τον άντρα της και τα παιδιά της. Η πολιτική κατάσταση στην Αλβανία χαλαρώνει και επιτρέπονται να έρχονται τουρίστες από την Ελλάδα για να επισκεφτούν τη Μειονότητα, υπό τον αυστηρό έλεγχο των οργάνων Ασφαλείας. Ένας από αυτούς είναι και ο γνωστός Έλληνας συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης ο οποίος ζητάει να συναντήσει τον παλιό συναγωνιστή του και πρώην συγκρατούμενό του στα ελληνικά ξερονήσια τον παλιό δάσκαλο Θεώδορο Λέκκα. Το αλβανικό καθεστώς προσπαθεί να δημιουργήσει μια ψευδή εικόνα ευημερίας στη μειονότητα, όμως ο Θεόδωρος καταφέρνει να τον ξεχωρίσει από τους συνοδούς του και του μιλάει για την πραγματική κατάσταση της χώρας.
Ο Σωτήρης αρχίζει να δίνει κρυφά πακέτα με τσιγάρα σε τουρίστες από την Ελλάδα, μέσα στο οποία έχει γράψει γράμματα τα οποία έστελνε σε Έλληνες πολιτικούς, αλλά κάποια στιγμή γίνεται αντιληπτός και συλλαμβάνεται. Η Ασφάλεια προσπαθεί να ανακαλύψει ολόκληρο κύκλωμα που ασχολείται με τα πακέτα και πιάνει έναν νεαρό επ’ αυτοφόρω. Ο Σωτήρης εκβιάζεται ξανά και αναγκάζεται να υπογράψει εκ νέου συμβόλαιο συνεργασίας με την Ασφάλεια όμως τώρα σκέφτεται να δραπετεύσει προκειμένου να μην συνεργαστεί. Μόλις βρίσκει την αφορμή δραπετεύει με τη βοήθεια του παλιού συγκρατούμενου του Γιώργου Ζαφείρη που μένει σε ένα μεθοριακό χωριό περνώντας τα σύνορα από το βουνό.
Στην Ελλάδα ο Σωτήρης πιάνει δουλειά, μαθαίνει το μυστικό πώς έπεσαν τα γράμματά του που έστελενε μέσα στα τσιγάρα στα χέρια της αλβανικής μυστικής αστυνομίας και προετοιμάζεται να περιμένει τη γυναίκα και τα παιδιά, καθώς είχε φτάσει το 1990 και άνοιγαν τα σύνορα. Ο συγχωριανός του και πρώην συγκρατούμενος Κώτσιος Λίτης βγάζει τα διαβατήρια και έρχεται στην Ελλάδα φέρνοντας τις δυο οικογένεις, τη δική του και του Σωτήρη και τακτοποιούνται στην Αθήνα. Ο Γιώργος Ζαφείρης, που καταδικάστηκε για απόπειρα δραπέτευσης από την Αλβανία, τελικά προτίμησε να μείνει στο χωριό όταν άνοιξαν τα σύνορα.
Οι εθνιστικοί κύκλοι στην Αθήνα ανακαινούν το βορειοηπειρωτικό ζήτημα με μαξιμαλιστικές απαιτήσεις από την Αλβανία και ο πρώην ψευδομάρτυρας του Σωτήρη, ο Δημοκράτης, που όλα αυτά τα χρόνια είχε ανέβει στις βαθμίδες του κόμματος και της εξουσίας στην Αλβανία, παριστάνει τώρα τον εκπρόσωπο των Βορειοηπειρωτών, καρφώνει το Σωτήρη ότι ήταν συνεργάτης της Ασφάλειας, ο Σωτήρης εξοργίζεται και τον χτυπάει με γροθιά στο πρόσωπο. Ωστόσο κατάλαβε ότι πλέον είχε βγει στο περιθώριο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αριστοτέλης σπρώχνει έναν συγκρατούμενο στο χάος μέσα στη γαλαρία επειδή εκείνος ήθελε να τον βιάσει, και δηλώνει ατύχημα. Κρατάει το μυστικό κρυμμένο.
Ο Γρηγόρης ξανάρχεται στη φυλακή γιατί όταν αποφυλακίστηκε προσπάθησε να δραπετεύσει στην Ελλάδα, αλλά πιάστηκε στα σύνορα και καταδικάστηκε σε 16 χρόνια. Δραπετεύει ξανά από τη φυλακή, κάνοντας ένα φοβερό κατόρθωμα, αλλά ξαναπιάνεται στα σύνορα και τον ξαναφέρνουν τη φυλακή. Την τρίτη φορά προσπαθεί απελπισμένος να αποδράσει αλλά οι φύλακες τον πυρολοβούν και μένει νεκρός στα συρματοπλέγματα της φυλακής.
Ο διοικητής της φύλαξης του στρατοπέδου, Σαμί, πρώην συμμαθητής του Γιώργου Ζαφείρη από το Λύκειο Αργυροκάστρου, πληροφορείται ότι ο πρώην φίλος του βρίσκεται φυλακισμένος εκεί και παρακαλεί τον κομισάριο του στρατοπέδου, Ιζέτ, να τον προσέξει προκειμένου να μην κάνει κάποια απελπισμένη προσπάθεια να δραπετεύσει και σκοτωθεί. Ο κομισάριος βρίσκει μια θέση του Γιώργου ως ράφτης, δηλαδή να μεταποιεί παλιά στρατιωτικά ενδύματα για τους φυλακισμένους και κάνει και θελήματα στον κομισάριο να μεταποιεί και δικά του ενδύματα στα μέτρα της κόρης του.
Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει στη φυλακή τον καταδότη του τον Μπαστρί και θέλει να τον εκδικηθεί, όμως εκείνος, παρέα με δυο φίλους του, ο ένας συγγενής και ο άλλος ερωτικός σύντροφος, τον απειλούν ότι αν συμβεί κάτι στο φίλο τους, θα τον εξαφανίσουν. Είναι στενοί φίλοι, του είπαν, διότι οι γονείς τους βρίσκονται στον ίδιο κοινό τάφο εκτελεσμένοι από το καθεστώς. Όταν ο Μπαστρί αποφυλακίστηκε, ο Γιώργος Ζαφείρης πληροφόρησε το Σωτήρη ότι είχε γνώση για τον Μπαστρί που ήταν το καρφί στο κελί του Αριστοτέλη και έγινε αιτία να τον πιάσουν. Ο Σωτήρης ζητάει το λόγο από τον Αριστοτέλη γιατί δεν του το είπε για να τον εκδικηθούν, αλλά ο Αριστοτέλης έκρινε ότι ήταν πιο σωστό να μη του πει. Ωστόσο νιώθει ενοχές για το Σωτήρη που τον πήρε στο λαιμό του, αλλά και για το φόνο που διέπραξε. Αρνείται να εργαστεί, τον κλείνουν στο κελί, κάνει απεργία πείνας και πεθαίνει. Λίγο πριν πεθάνει ομολογεί στον Σωτήρη για τη δολοφονία του συγκρατούμενου. Ο Κώτσιος ομολογεί κρυφά στον Σωτήρη ότι αυτός ήταν ο παρακινητής της αιματηρής στάσης των κρατουμένων στο Σπατς, αλλά δεν ανακαλύφτηκε και τώρα σωπά.Ένας πρόσφατα φυλακισμένος, ο Ναούμ, γίνεται φίλος με τον Σωτήρη και του προξενεύει την κόρη του για γυναίκα όταν θα αποφυλακιζόταν.
Το 1980 έγινε αμνηστία και οι περισσότεροι φυλακισμένοι αποφυλακίστηκαν. Ο Σωτήρης επωφελήθηκε κι αυτός από την αμνηστία και αποφυλακίστηκε, αλλά ύστερα απο λίγες μέρες.
Το 1985 πεθαίνει ο Ενβέρ Χότζα, ο Σωτήρης είναι πλέον παντρεμένος με την Μαριέτα, την κόρη του Ναούμ, έχει φτιάξει δικό του σπίτι έχει αποκτήσει δυο αγόρια, το ίδιο και ο συγχωριανός του πρώην συγκρατούμενος ο Κώτσιος, που και αυτός παντρεύτηκε και απέκτησε δυο αγόρια και τώρα εργάζονται μαζί στο γεωργικό συνεταιρισμό. Η Φιγαλία, το πρώτο φλερτ του Σωτήρη από το Λύκειο, είναι πλέον γιατρός, παντρεμένη και βοηθάει τη γυναίκα του Σωτήρη στα προβλήματα υγείας.
Ο Ναούμ όταν αποφυλακίζεται επισκέπτεται την κόρη του που ζει αγαπημένη με τον άντρα της και τα παιδιά της. Η πολιτική κατάσταση στην Αλβανία χαλαρώνει και επιτρέπονται να έρχονται τουρίστες από την Ελλάδα για να επισκεφτούν τη Μειονότητα, υπό τον αυστηρό έλεγχο των οργάνων Ασφαλείας. Ένας από αυτούς είναι και ο γνωστός Έλληνας συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης ο οποίος ζητάει να συναντήσει τον παλιό συναγωνιστή του και πρώην συγκρατούμενό του στα ελληνικά ξερονήσια τον παλιό δάσκαλο Θεώδορο Λέκκα. Το αλβανικό καθεστώς προσπαθεί να δημιουργήσει μια ψευδή εικόνα ευημερίας στη μειονότητα, όμως ο Θεόδωρος καταφέρνει να τον ξεχωρίσει από τους συνοδούς του και του μιλάει για την πραγματική κατάσταση της χώρας.
Ο Σωτήρης αρχίζει να δίνει κρυφά πακέτα με τσιγάρα σε τουρίστες από την Ελλάδα, μέσα στο οποία έχει γράψει γράμματα τα οποία έστελνε σε Έλληνες πολιτικούς, αλλά κάποια στιγμή γίνεται αντιληπτός και συλλαμβάνεται. Η Ασφάλεια προσπαθεί να ανακαλύψει ολόκληρο κύκλωμα που ασχολείται με τα πακέτα και πιάνει έναν νεαρό επ’ αυτοφόρω. Ο Σωτήρης εκβιάζεται ξανά και αναγκάζεται να υπογράψει εκ νέου συμβόλαιο συνεργασίας με την Ασφάλεια όμως τώρα σκέφτεται να δραπετεύσει προκειμένου να μην συνεργαστεί. Μόλις βρίσκει την αφορμή δραπετεύει με τη βοήθεια του παλιού συγκρατούμενου του Γιώργου Ζαφείρη που μένει σε ένα μεθοριακό χωριό περνώντας τα σύνορα από το βουνό.
Στην Ελλάδα ο Σωτήρης πιάνει δουλειά, μαθαίνει το μυστικό πώς έπεσαν τα γράμματά του που έστελενε μέσα στα τσιγάρα στα χέρια της αλβανικής μυστικής αστυνομίας και προετοιμάζεται να περιμένει τη γυναίκα και τα παιδιά, καθώς είχε φτάσει το 1990 και άνοιγαν τα σύνορα. Ο συγχωριανός του και πρώην συγκρατούμενος Κώτσιος Λίτης βγάζει τα διαβατήρια και έρχεται στην Ελλάδα φέρνοντας τις δυο οικογένεις, τη δική του και του Σωτήρη και τακτοποιούνται στην Αθήνα. Ο Γιώργος Ζαφείρης, που καταδικάστηκε για απόπειρα δραπέτευσης από την Αλβανία, τελικά προτίμησε να μείνει στο χωριό όταν άνοιξαν τα σύνορα.
Οι εθνιστικοί κύκλοι στην Αθήνα ανακαινούν το βορειοηπειρωτικό ζήτημα με μαξιμαλιστικές απαιτήσεις από την Αλβανία και ο πρώην ψευδομάρτυρας του Σωτήρη, ο Δημοκράτης, που όλα αυτά τα χρόνια είχε ανέβει στις βαθμίδες του κόμματος και της εξουσίας στην Αλβανία, παριστάνει τώρα τον εκπρόσωπο των Βορειοηπειρωτών, καρφώνει το Σωτήρη ότι ήταν συνεργάτης της Ασφάλειας, ο Σωτήρης εξοργίζεται και τον χτυπάει με γροθιά στο πρόσωπο. Ωστόσο κατάλαβε ότι πλέον είχε βγει στο περιθώριο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Τηλέμαχος Κώτσιας γεννήθηκε στην Άνω Δρόπολη της ελληνικής μειονότητας Αλβανίας το έτος 1951 όπου και έζησε μέχρι το 1990. Διεγράφη από το πανεπιστημιακό Παράτημα Αργυροκάστρου εξαιτίας των διώξεων που υπέστη η οικογένειά του από το ολοκληρωτικό καθεστώς της Αλβανίας και επίσης αποκλείστηκε από τη λογοτεχνική δραστηριότητα που είχε ξεκινήσει από μαθητής του λυκείου, στην αλβανική γλώσσα. Άρχισε να δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα στην ελληνόγλωσση εφημερίδα του Αργυροκάστρου, αλλά με το άνοιγμα των συνόρων μετανάστευσε στην Αθήνα όπου εξέδωσε τα διηγήματα σε μια συλλογή την πρώτη του, με τίτλο «Περιστατικό τα μεσάνυχτα».
Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως μεταφραστής του Υπ. Εξ. Ελλάδος για την αλβανική γλώσσα. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 12 βιβλία με διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα, με θέματα κυρίως την ιδιαίτερη πατρίδα, τις σχέσεις μεταξύ των λαών, τα ελληνοαλβανικά προβλήματα, από τις Εκδόσεις Κέδρος, Ψυχογιός και Πατάκης. Είναι βραβευμένος με το Athens Prize for Literature και με το Βραβείο «Νίκος Θέμελης». Έχει ασχοληθεί και με λογοτεχνικές μεταφράσεις από και προς τα αλβανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων Ελλάδος.
Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως μεταφραστής του Υπ. Εξ. Ελλάδος για την αλβανική γλώσσα. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 12 βιβλία με διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα, με θέματα κυρίως την ιδιαίτερη πατρίδα, τις σχέσεις μεταξύ των λαών, τα ελληνοαλβανικά προβλήματα, από τις Εκδόσεις Κέδρος, Ψυχογιός και Πατάκης. Είναι βραβευμένος με το Athens Prize for Literature και με το Βραβείο «Νίκος Θέμελης». Έχει ασχοληθεί και με λογοτεχνικές μεταφράσεις από και προς τα αλβανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων Ελλάδος.
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών