Αλβανία του Χότζα: Οι συνέπειες του θρησκευτικού διωγμού για τους Ορθοδόξους και την Ελληνική Μειονότητα

Το 1967 µε την κήρυξη του αντιθρησκευτικού αγώνα ξεκίνησε η οδυνηρότερη περίοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας καθώς ξεκίνησε και εναντίον της ένας διωγμός άνευ προηγουμένου. Ναοί, ιερείς και απλοί πιστοί βρέθηκαν στο στόχαστρο, ενώ κάθε έκφραση λατρείας θεωρούταν ποινικό αδίκημα που μπορούσε να επιφέρει από 10 έως και 15 χρόνια φυλάκιση.

Το πρώτο στάδιο της αθεϊστικής εκστρατείας εκδηλώθηκε στις αρχές του 1967 µε το λεγόμενο κίνημα της νεολαίας που ξεκίνησε από το σχολείο Ναΐµ Φρασέρι στο Δυρράχιο. Στο στόχαστρο των μαθητών του Ναΐµ Φρασέρι βρέθηκε καταρχήν ο ορθόδοξος Ναός του Αγίου Βλασίου που αποτελούσε σημαντικό τόπο προσκυνήματος των χριστιανών και τον οποίο ήθελαν να μετατρέψουν σε Κέντρο Υγείας. 

Το καθεστώς υποστήριξε εξαρχής το μαθητικό κίνημα και υποκίνησε τις αθεϊστικές εκδηλώσεις του, ενώ ταυτόχρονα έθεσε και το ζήτημα των δικαιωμάτων των γυναικών τα οποία σύμφωνα µε τον Χότζα καταπατούνταν από τις οπισθοδρομικές παραδόσεις της θρησκείας. 

Η αθεϊστική εκστρατεία πήρε επίσημο κρατικό χαρακτήρα τον Νοέμβριο του 1967 µε την έκδοση του υπ’ αριθμόν 4337 διατάγματος, µε το οποίο ατονούσε η ισχύ των καταστατικών λειτουργίας των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ήδη όμως μέχρι τότε και παρότι δεν υπήρχε καμία νομική κάλυψη είχαν κλείσει περισσότερα από 2000 θρησκευτικά κτίρια και τόποι λατρείας.

Την εποχή εκείνη η Εκκλησία της Αλβανίας είχε εκτός της αρχιεπισκοπής, τρεις ακόμη επισκοπές, 19 αρχιερατικές περιφέρειες, 330 ενορίες και 25 μονές. Από τους ναούς ελάχιστοι διασώθηκαν ως ιστορικά μνηµεία, ενώ οι περισσότεροι κατεδαφίστηκαν. Οι υπόλοιποι μετατράπηκαν σε μηχανουργεία, στάβλους (Παναγία Κορυτσάς), αποθήκες (Δερβιτσάνη Αργυροκάστρου), κινηματογράφους (Αργυρόκαστρο), λέσχες και γυμναστήρια (Μητροπολιτικός Ναός Τιράνων). Το ίδιο ίσχυε και για τις μονές από τις οποίες όσες δεν κατεστράφησαν μετατράπηκαν σε στρατιωτικούς καταυλισµούς.

Παράλληλα ξεκίνησε και ο διωγμός των ιερέων. Οι ιερείς αποσχηματίστηκαν και αναγκάστηκαν να βγάλουν τα ράσα και να ξυριστούν. Όσοι αρνήθηκαν είχαν να αντιμετωπίσουν ποινές φυλάκισης που έφθαναν έως και 15 χρόνια. Επίσης στους ιερείς δεν αναγνωρίστηκαν χρόνια συνταξιοδότησης µε αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένοι να εργαστούν ακόμη και όσοι βρίσκονταν σε προχωρημένη ηλικία, κάτι που ουσιαστικά αποσκοπούσε και στην φυσική τους εξόντωση. Εξαίρεση αυτού αποτέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Κοκονέση, ο οποίος αφού παρότρυνε τους ιερείς να ακολουθήσουν τις προσταγές του κόμµατος και να κλείσουν τις εκκλησίες τους στην συνέχεια συνταξιοδοτήθηκε κανονικά και δεν αντιμετώπισε διώξεις μέχρι και τον θάνατο του στις 18 Οκτωβρίου 1973 στο Πόγραδετς.

Η στάση του καθεστώτος έναντι όσων παρά την απαγόρευση συνέχιζαν να θρησκεύονται μυστικά, ήταν πολύ σκληρή. Η έκφραση θρησκευτικότητας δεν αποτελούσε απλά ποινικό αδίκημα αλλά θεωρούταν αντεθνική και προδοτική πράξη. Αυτό έπληττε ιδιαίτερα την ορθόδοξη ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου για την οποία οποιαδήποτε αποδοχή της Χριστιανικής πίστης συνοδεύονταν αυτόματα από κατηγορίες περί κατασκοπίας υπέρ της Ελλάδος.

Αν και τα δικαιώματα της Ελληνικής μειονότητας είχαν αναγνωριστεί από την Αλβανία και την Κ.τ.Ε. οι αλβανικές προπολεμικές κυβερνήσεις του Αχµέτ Ζώγου τα παραβίαζαν συνειδητά προσπαθώντας να την αφομοιώσουν καθώς θεωρούταν αποσταθεροποιητικός παράγοντας για την οικοδόμηση του αλβανικού κράτους.

Οι κυβερνήσεις του Χότζα δεν διαφοροποιήθηκαν από αυτή την στάση και αν και καταρχήν αναγνώριζαν και Συνταγματικά τα δικαιώματα των Ελλήνων βορειοηπειρωτών σχετικά µε την προστασία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και της γλώσσας, ταυτόχρονα προωθούσαν την σταδιακή αλβανοποίηση τους.

Η Ελλάδα λογίζονταν ως εχθρικό κράτος, καθώς διεκδικούσε την Βόρειο Ήπειρο και αρνούνταν να άρει το εμπόλεμο που είχε κηρυχθεί από το 1940, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση της ήταν ταγμένη στο αντικομµουνιστικό στρατόπεδο. Αυτό ανάγκαζε τους κομµουνιστές να προσπαθούν να αποτρέψουν µε κάθε τρόπο οποιαδήποτε επαφή της μειονότητας µε την Ελλάδα και να εξαλείψουν κάθε επιρροή της. Σ’ αυτό αποσκοπούσε άλλωστε και η απόλυτη χειραγώγηση της Αυτοκέφαλης Ορθοδόξου Αλβανικής Εκκλησίας από τον κομματικό μηχανισμό και η διακοπή των σχέσεων µε το Οικουμενικό Πατριαρχείο που είχε επιβληθεί από τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του Χότζα.

Βαθμιαία όμως αυτή η στάση σκλήρυνε ξεκινώντας από την παιδεία και συνεχίζοντας σε όλους τους τομείς της ζωής της μειονότητας. Έτσι από εκεί που το 1946 το 84% των μαθημάτων στα μειονοτικά σχολεία γίνονταν στην ελληνική γλώσσα, το 1952 τα ελληνικά μετατράπηκαν σε γλωσσικό μάθημα και απάρτιζαν μόλις το 13% των ωρών διδασκαλίας, ενώ το 1967 η ελληνόφωνη εκπαίδευση περιορίστηκε σε μεταφράσεις κειμένων που εξυπηρετούσαν το κόμμα.

Για το καθεστώς λοιπόν το ζήτημα της θρησκευτικής αλλοίωσης ήταν άμεσα σχετιζόμενο µε αυτό της εθνικής αλλοίωσης της μειονότητας καθώς η ορθόδοξη ελληνική λειτουργία ήταν το τελευταίο στοιχείο ελληνικότητας µε το οποίο έρχονταν σε επαφή. Οποιαδήποτε άλλη επαφή της μειονότητας µε τον εθνικό της κορμό είχε αποκλειστεί µε το κλείσιμο των συνόρων και μάλιστα για να εξασφαλιστεί ότι κανένας Βορειοηπειρώτης δεν θα επεδίωκε ούτε την παράνομη διαφυγή του προς την Ελλάδα το καθεστώς είχε εγκαταστήσει κατά μήκος τους εκατοντάδες χιλιόμετρα ηλεκτροφόρων συρµατοπλεγµάτων.

Θεωρητικά πάντα τα δικαιώματα της μειονότητας παρέμεναν αναγνωρισμένα. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση το εύρος τους ήταν περιορισμένο καθώς τα δικαιώματα του μειονοτικού απολάμβαναν µόνο όσοι κατοικούσαν σε κάποιον από τους 99 αναγνωρισμένους ελληνόφωνους οικισμούς που απάρτιζαν τις λεγόμενες μειονοτικές ζώνες. Από αυτές τις ζώνες εξαιρούταν ολόκληρη η περιοχή των χωριών της Χειµάρρας, αλλά και μεγάλα αστικά κέντρα µε αμιγείς ελληνικούς πληθυσμούς όπως το Αργυρόκαστρο η Κορυτσά κ.α.. Έτσι σε µία μεγάλη μερίδα μειονοτικών δεν είχε κατοχυρωθεί κανένα δικαίωμα. Παράλληλα όσοι απομακρύνονταν από τις μειονοτικές ζώνες και εγκαθίσταντο σε άλλες περιοχές στερούνταν και τα μειονοτικά τους δικαιώματα. Αυτό αυτομάτως σήμαινε πως για να έχουν οποιαδήποτε επαγγελματική ανέλιξη σε κάποιο αστικό κέντρο θα έπρεπε αυτομάτως να αποκηρύξουν την εθνική τους ταυτότητα.

Το καθεστώς επιχείρησε να εξαλείψει κάθε ίχνος θρησκευτικής επιρροής που υπήρχε σε οποιαδήποτε εκδήλωση. Επιβλήθηκε ο πολιτικός γάμος και ο χρόνος που δαπανούσε το ζευγάρι στην εκκλησία αντικαταστάθηκε από την πλατεία ή το κέντρο πολιτισμού του χωριού όπου συγκεντρώνονταν οι συγγενείς και οι φίλοι για να διασκεδάσουν. Χρέη κουμπάρου αναλάμβανε ο γραμματέας της τοπικής κομματικής οργάνωσης δίνοντας και µία πολιτική χροιά σε όλη την διαδικασία.

Η αργία των Χριστουγέννων μετατράπηκε σε γιορτή για το νέο έτος και μετατέθηκε χρονικά από τις 28 Δεκεμβρίου έως τις 11 Ιανουαρίου αφήνοντας έτσι εκτός εορταστικής περιόδου τα Χριστούγεννα. Παράλληλα έπαυσε να εορτάζεται η γιορτή των Φώτων, η οποία αντικαταστάθηκε από την επέτειο ανακήρυξης της Αλβανίας σε Λαϊκή Δημοκρατία. Το Πάσχα επίσης αντικαταστάθηκε από τον εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Άλλαξε ακόμη το περιεχόμενο των πανηγυριών που διεξάγονταν κατά τον εορτασμό της εκκλησίας του κάθε χωριού και την θέση τους πήραν γιορτές που αφορούσαν κάποια δραστηριότητα του Κ.Ε.Α. στην περιοχή όπως π.χ. η ίδρυση κάποιου συνεταιρισμού, η ανάρτηση κάποιας αναμνηστικής στήλης ή η ημέρα ηλεκτροδότησης του χωριού. Στην Πάνω Δρόπολη παραδείγματος χάριν στις 15 Αυγούστου εορτάζονταν αντί της Παναγίας η ίδρυση του αντάρτικου τμήματος της περιοχής. Ασφαλώς κατά τον εορτασμό αυτών η ερμηνεία οποιουδήποτε θρησκευτικού τραγουδιού αποτελούσε ποινικό αδίκημα γι’ αυτό και προτιµιόντουσαν τραγούδια που αφορούσαν την αλβανική ιστορία και το Κ.Ε.Α.

Το μυστήριο της βάφτισης απλά καταργήθηκε και μετατράπηκε σε µία τυπική διαδικασία ονοµατοδοσίας στο ληξιαρχείο μέσα όμως από µία εγκεκριμένη από το καθεστώς λίστα ονομάτων. Οι γονείς απαγορεύονταν να επιλέξουν οποιοδήποτε όνομα θεωρούταν χριστιανικής ή ελληνικής προέλευσης, ενώ αντίστοιχα προωθούνταν ονόματα σχετιζόμενα µε την αλβανική ή την ιλλυρική ιστορία ή µε την ιδεολογία του Κ.Ε.Α.

Τα θρησκευτικά σύμβολα αφαιρέθηκαν ακόμη και από τα νεκροταφεία. Το µόνο σύμβολο που επιτρεπόταν να κοσμεί τους τάφους των νεκρών ήταν το κόκκινο αστέρι.

Το στίγμα αυτής της πολιτικής το χάραξε ο ίδιος ο Χότζα ακόμη και πριν την έναρξη της αθεϊστικής εκστρατείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το απόσπασμα από µία ομιλία του σε µέλη του Κόμματος τον Φεβρουάριο του 1964. «[...] πρέπει να οργανώσουμε καλά την δουλειά του Κόμματος και να τους πείσουμε για την αχρηστία της πιστής αναφορικά µε την γέννηση, την αρρώστια, τον γάμο, τον θανάτου κ.α. Η θρησκεία έχει οργανώσει αυτές τις εκδηλώσεις της χαράς και της λύπης γύρω από την ανάπτυξη και την κοσμοθεωρία της. [...]Το φάρμακο ενάντια στις οπισθοδρομικές συνήθειες της θρησκευτικής πίστης δεν είναι µόνο οι μπροσούρες αθεϊσμού, γιατί αυτές οι μπροσούρες δεν φτάνουν όλες στον λαό, αλλά αυτό που φτάνει είναι τα λαϊκά μέτρα και η καινούρια σοσιαλιστική ζωή, µε όλες της τις εκφάνσεις. Για παράδειγμα, πιο πριν βάπτιζαν τα παιδιά τους όλοι οι ορθόδοξοι και οι καθολικοί, ενώ τώρα µόνο μερικοί κάνουν κάτι αντίστοιχο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί τώρα εξασκούνται καινούριες συνήθειες, που είναι εντελώς αντίθετες µε αυτές της θρησκείας. Ο κόσμος που εφαρμόζει τις καινούριες συνήθειες δεν έχει ακούσει όλες µας τις διαλέξεις, αλλά ο καθένας τους λέει: “Γιατί να πάω στην εκκλησία για να βαφτίσω τον γιο µου, για να τον βάλει ο παπάς σε ένα καζάνι µε κρύο νερό και να µου κρυώσει;” Το ίδιο συμβαίνει και µε το μπαϊράμι, το οποίο δεν πιστεύει πολύς κόσμος, αυτό το επαληθεύει και το γεγονός ότι τη μέρα του μπαϊράµι πάει λίγος κόσμος στο τζαμί. Εμείς πρέπει να πολεμήσουμε να µην πηγαίνει κανείς στο τζαμί, αλλά έχει μείνει σαν παράδοση πως όταν είναι το μπαϊράµι, αυτό γιορτάζεται στο σπίτι και η παράδοση προστάζει να γίνεται και κάποιο βραδινό γεύμα. Και πώς μπορούμε να εξαλείψουμε αυτή τι παράδοση; Εγώ νομίζω πως, μπορούμε να την εξαλείψουμε δυναμώνοντας τη δουλειά του Κόμματος, αναπτύσσοντας την οικονομική κατάσταση, στρατεύοντας τον πιο μορφωμένο λαό. Αν κάποιος για παράδειγμα γιορτάζει τα γενέθλια του παιδιού του, την γιορτή του έθνους, την Πρωτομαγιά, την 28η-29η Νοεμβρίου (ημέρα ανεξαρτησίας της Αλβανίας), ή αυτή της Πρωτοχρονιάς, θα έρθει αυθόρμητα και δεν θα καταλαβαίνει πια τις θρησκευτικές γιορτές. Έτσι, σταδιακά, οι θρησκευτικές γιορτές θα παραµεληθούν. Ο άνθρωπος δημιουργεί µόνος του τις συνήθειες, και μείς έχουμε δημιουργήσει αρκετές καινούριες παραδόσεις, οι οποίες θα εξαλείψουν τις παλιές.»

Η θρησκευτική καταπίεση που επέβαλε το καθεστώς κυρίως όσον αφορά τις θρησκευτικές ελευθερίες αλλά και τα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της μειονότητας προκάλεσαν, όπως αναφέραμε και νωρίτερα, την αντίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης. Σημαντική δραστηριότητα παρουσίασε και η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία αφουγκράστηκε τις εκλύσεις των μαστιζόµενων χριστιανών και στις 7 Οκτωβρίου 1981 εξέδωσε ψήφισμα το οποίο ανέφερε: «Η ιερά σύνοδος της ιεραρχίας της εκκλησίας της Ελλάδος µε άφατον οδύνην παρακολουθεί τους διωγμούς τους οποίους υφίσταται ο Ορθόδοξος Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου από το άθεον καθεστώς του Εµβέρ Χότζα.
Τετρακόσιαι χιλιάδες Έλληνες ορθόδοξοι, µε µακραίωνα χριστιανικήν και Ελληνικήν πολιτιστικήν παράδοσιν, υποχρεώνονται βαναύσως να ζουν χωρίς Θεόν και Θρησκείαν.
∆εν υπάρχει εκεί ούτε εις Επίσκοπος σήµερον. Άπαντες οι ιερείς απεσχηµατίσθησαν και οι ναοί εκλείσθησαν ή µετεβλήθησαν εις µουσεία και κέντρα ψυχαγωγίας. Τουτοτρόπως, επί σειρά ετών οι πιστοί µένουν αλειτούργητοι, αβάπτιστοι, ακήδευτοι, χωρίς Χριστούγεννα και Πάσχα και άλλας εορτάς. Συγχρόνως δε κατά χιλιάδας εξορίζονται και φυλακίζονται, δια τον λόγον και µόνον ότι είναι Χριστιανοί και Έλληνες. Τοιαύτη η καταπίεσις του θρησκευτικού συναισθήµατος εις ουδέν των υπαρχόντων άθεων ολοκληρωτικών καθεστώτων παρατηρείται.
Κατόπιν των ανωτέρω, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, απευθύνόµενη δια του παρόντος προς το σεπτόν Οικουµενικόν Πατριαρχείον, τας λοιπάς Αυτοκέφαλους ορθοδόξους Εκκλησίας, το Παγκόσµιον Συµβούλιον των Εκκλησιών, τον Οργανισµόν Ηνωµένων Εθνών και την παγκόσµιον κοινήν γνώµην, αφ' ενός µέν καταγγέλλει τους διωγµούς και τας πιέσεις εις βάρος του Ορθοδόξου Ελληνισµού της Β. Ηπείρου, αφ' ετέρου δε ζητεί την παρέµβαση πάντων παρά τη Κυβέρνηση των Τιράνων, όπως παύσουν οι ώς άνω διωγµοί και καταστούν σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώµατα, τα οποία προβλέπονται από τας διεθνείς συµβάσεις περί Βορείου ηπείρου, καθώς και από την παγκόσµιον διακήρυξιν περί ανθρωπίνων δικαιωµάτων.
Ιδιαιτέρος ποιείται έκκλησιν προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν και όλα τα Κόμµατα της πατρίδος, όπως, εν τω πλαισίω των διπλωµατικών σχέσεων, απαιτήσουν από το καθεστώς της Αλβανίας την αποκατάστασιν των θρησκευτικών ελευθεριών εν τη ως άνω Χώρα.
Τέλος η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά πατρικής στοργής απευθύνεται, δια του παρόντος, και πρός τούς χειµαζόµενους αδελφούς της Βορείου ηπείρου και αφ' ενός µεν προτρέπει αυτούς όπως εµµείνουν σταθεροί και ακλόνητοι εις την πίστιν του Χριστού, αφ' εταίρου δε διαβεβαιοί ότι, ου µόνον προσεύχεται υπέρ αυτών, αλλ' ότι και θα συνεχίση τον αγώνα και την συµπαράστασιν της µέχρι της πλήρους αποκαταστάσεως των θρησκευτικών ελευθεριών των.
Ήδη δε, ορίζει από τούδε, ως ηµέραν προσευχής υπέρ των δοκιµαζοµένων Βορειοηπειρωτών αδελφών, την Γ’ Κυριακή του Νοεµβρίου, καθ' ην δέον όπως τελεσθούν εις άπαντας τους ιερούς ναούς της Χώρας πάνδηµα µνηµόσυνα υπέρ των Βορειοηπειρωτών Μαρτύρων και ηρώων, παλαιοτέρων και νεωτέρων.»


Δύο μέρες αργότερα η ιερά σύνοδος εξέδωσε και την Εγκύκλιο 2299, µε την οποία απηύθυνε κάλεσμα προς τον ελληνικό λαό να ενθυμηθεί τους Βορειοηπειρώτες αδελφούς, να προσευχηθεί γι’ αυτούς και να διαμαρτυρηθεί µε κάθε μέσο για να απελευθερωθούν από την καταπίεση.

Στις 30 Δεκεμβρίου 1981 κατατέθηκε στην Ευρωβουλή ένας φάκελος που περιείχε στοιχεία που αποδείκνυαν την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αλβανία. Ο φάκελος περιείχε µία πλήρη έκθεση της κεντρικής Επιτροπής Βορειοηπειρωτικού Αγώνα, η οποία περιέγραφε την κατάσταση που αντιμετώπιζε η μειονότητα. Επίσης περιείχε την μαρτυρία του Ζήση Αγγέλου από το Δέλβινο, ο οποίος είχε καταφέρει να δραπετεύσει από το καθεστώς και να βρει άσυλο στην Ελλάδα, ενώ τέλος υπήρχαν αναφορές και στις δράσεις που είχε αναλάβει η Εκκλησία της Ελλάδος και η Διεθνής Αμνηστία.

Στις αρχές του 1984 ο Μητροπολίτης ∆ρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανός παραβρέθηκε ενώπιον μίας Επιτροπής της Αµερικάνικής Γερουσίας όπου και εξέθεσε για ακόμη µία φορά το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της μειονότητας.

Η Εκκλησιαστική δραστηριότητα και η αναμόχλευση του ζητήματος της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενόχλησε τον Αλβανό ηγέτη, ο οποίος τοποθετήθηκε επανειλημμένα για το γεγονός. Άλλωστε την ίδια περίοδο είχε ανακύψει σοβαρό πρόβλημα στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου και ο Χότζα κατήγγειλε την Γιουγκοσλαβία για καταπάτηση των δικαιωμάτων των Αλβανών Κοσσοβάρων και δεν επιθυμούσε την ίδια στιγμή να βάλλεται από την διεθνή κοινότητα για το ίδιο θέμα. Γι’ αυτό διέψευδε κατηγορηματικά οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον της Αλβανίας.

Η αρχή έγινε στις 2 Φεβρουαρίου 1984 µε ένα διάβημα προς την Ελληνική Κυβέρνηση, µε το οποίο καταφέρθηκε εναντίον της δραστηριότητας που παρουσίαζε ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός στην Αµερική και ζητούσε από την Ελληνική Κυβέρνηση να λάβει μέτρα, ώστε να σταματήσει αυτή «η αντιαλβανική εκστρατεία από συκοφαντίες».

Στις 14 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους ο Χότζα επανήλθε στο ίδιο ζήτημα δηλώνοντας πως: «Η ελληνική μειονότητα χαίρει όλων των δικαιωμάτων που χαίρει και ο αλβανικός λαός. Σε ορισμένες μάλιστα κατευθύνσεις αυτή επωφελήθηκε πριν ακόμα επωφεληθούν οι ίδιοι οι Αλβανοί. [...]Το βιοτικό επίπεδο των μειονοτικών είναι µάλλον ανώτερο από παντού στην χώρα µας.» Οι αναφορές αυτές αφορούσαν την περιοχή της Δρόπολης, η οποία είχε μετατραπεί σε «βιτρίνα» του καθεστώτος και χρησιμοποιούταν ως παράδειγμα για διπλωματικούς λόγους. Στις ίδιες δηλώσεις οι Χότζα στρέφονταν και ενάντια στην θρησκεία λέγοντας πως το ζήτημα της είχε εκλείψει οριστικά.

Στις 27 Φεβρουαρίου ο Χότζα επανήλθε για τρίτη φόρα μέσα σε ένα μήνα στο ζήτημα δίνοντας οδηγίες για ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες αργότερα στην εφημερίδα Zëri i Popullit. Την αναγκαιότητα δημοσίευσης αυτού του άρθρου προκάλεσαν οι μεγάλες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που σημειώθηκαν έξω από την Αλβανική πρεσβεία της Αθήνας. Στις θέσεις του ο Χότζα για ακόμη µία φορά μετέφρασε τις αντιδράσεις ως µία προσπάθεια του αντιαλβανικού τριγώνου της Βορειοηπειρωτικής Ενώσεως, των Σέρβων σοβινιστών και του Βατικανού πάντα υπό την καθοδήγηση της Ουάσιγκτον να βλάψουν την υπόθεση του σοσιαλισμού. Όσο για τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στην Αθήνα, ο Χότζα ανέφερε πως δεν εξέφραζαν την πλειονότητα του ελληνικού λαού και πως προκλήθηκαν από τον Ελληνικό αντιδραστικό τύπο και την επίσκεψη στην Αμερική του «περιβόητου» παπά Σεβαστιανού.

Παρόλες τις διαψεύσεις και τις αντιδράσεις του Χότζα την ίδια περίοδο η Διεθνής Αμνηστία εξέδωσε το πόρισμα της, το οποίο ήταν κόλαφος για την Αλβανική κυβέρνηση καθώς κατέγραψε σημαντικότατες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως βασανισμούς, φυλακίσεις και εκτελέσεις αντιφρονούντων, λειτουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης, απομονώσεις κ.α. Στην έκθεση καταγράφονταν και ορισμένα περιστατικά που είχαν υποπέσει στην αντίληψη της Διεθνούς Αμνηστίας,    αρκετά από τα οποία αφορούσαν µέλη της Ελληνικής μειονότητας. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Θεοδόσιου Λέκκα, ο οποίος συνελήφθει από την κρατική ασφάλεια επειδή βρέθηκε στο σπίτι του ένα θρησκευτικό βιβλίο και στην συνέχεια τιμωρήθηκε µε 25 χρόνια φυλάκισης µε την κατηγορία της αντεθνικής δράσης.

Τον Απρίλιο του 1985 ο Ενβέρ Χότζα απεβίωσε. Ο Ραµίζ Αλία που τον διαδέχθηκε επιχείρησε µία πιο εξωστρεφή πολιτική σε σχέση µε τον υπόλοιπο κόσμο κάτι που δημιούργησε την αισιοδοξία πως μπορούσε να υπάρξει µία χαλάρωση του καθεστώτος και µία παύση του αντιθρησκευτικό διωγμού. Αυτή η μεταλλαγή της Αλβανικής ηγεσίας οδήγησε και την Ελληνική Κυβέρνηση να προχωρήσει σε µία κίνηση καλής θέλησης και να άρει το εμπόλεμο µε την Αλβανία μετά από 48 χρόνια στις 28 Αυγούστου 1987. Λίγες μέρες αργότερα ο Αλβανός υφυπουργός Σωκράτης Πλάκα επισκέφτηκε την Αθήνα, επίσκεψη που ανταπέδωσε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας.

Στις 28/12/1989 ο Αλβανός Υφυπουργός εξωτερικών Πλάκα κάλεσε τον Έλληνα επιτετραμμένο στα Τίρανα για να συζητήσουν περί ελληνοαλβανικών σχέσεων. Στην συζήτηση ανέφερε ότι η θρησκευτική συνείδηση των Αλβανών ήταν ελεύθερη όμως το ζήτημα των εκκλησιών ήταν διαφορετικό καθώς ενώ στην Ελλάδα η Εκκλησία συμπαραστάθηκε στους λαϊκούς απελευθερωτικούς αγώνες στην Αλβανία αντίθετα συνέδραμε µε τις αντιδραστικές δυνάμεις.

Οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν όμως από την άνοδο του Αλία διαψευστήκαν καθώς τίποτα δεν άλλαξε ουσιαστικά την λειτουργία του αλβανικού κράτους. Η αντιθρησκευτική εκστρατεία αν και είχε χαμηλώσει τους τόνους παρέμενε ενεργή και δεκάδες ιερείς και πιστοί παρέμεναν έγκλειστοι σε φυλακές εξαιτίας της έκφρασης της πίστης τους. Ούτε για την μειονότητα παρουσιάστηκε κάποια βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της παρόλη την υποχώρηση της Ελληνικής Κυβέρνησης που ουσιαστικά σήμαινε παραίτηση από την διεκδίκηση της Βορείου Ηπείρου.

Οι διεθνείς όμως ανακατατάξεις που συνέβησαν κατά το τέλος της δεκαετίας του '80 ανάγκασαν την κυβέρνηση του Αλία να προχωρήσει σε δημοκρατικές μεταρρυθµίσεις και τον Νοέμβριο του 1990 να άρει και την θρησκευτική απαγόρευση. Στο άκουσμα αυτής της είδησης οι ορθόδοξοι Χριστιανοί έσπευσαν και πάλι στους ναούς και µε τα πενιχρά μέσα που διέθεταν προσπάθησαν να τους ευπρεπίσουν, ενώ ταυτόχρονα τελούνται και οι πρώτες λειτουργίες.

Για την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας η άρση του θρησκευτικού διωγμού δεν σήμαινε αυτόματα πως λύθηκαν όλα τα προβλήματα της, καθώς καλούταν να ξεκινήσει ουσιαστικά από το μηδέν και ελάχιστοι ναοί ήταν κατάλληλοι προς χρήση, ενώ από τους 347 ιερείς του 1967 επιβίωναν µόνο οι 21. Στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της Αλβανικής εκκλησίας στάθηκε εξαρχής αρωγός το Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο όρισε στις αρχές του 1991 ως Πατριαρχικό Έξαρχο τον Μητροπολίτη Ανδρούσης Αναστάσιο Γιαννουλάτο.

Δυστυχώς όμως η ορθόδοξη Αλβανική εκκλησία δεν είχε µόνο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που της κληροδότησε το κομουνιστικό καθεστώς αλλά και τα τείχη που ύψωνε εναντίον της η νεοσύστατη δημοκρατία

Η είδηση της ανάθεσης της οργάνωσης της ανασύστασης της Αλβανικής Εκκλησίας στον Αναστάσιο, προκάλεσε αντιδράσεις σε ορισμένους αλβανικούς εθνικιστικούς κύκλους και δέχθηκε σφοδρές βολές από µία μερίδα του τύπου που μετέφραζε τον διορισμό του σαν μια προσπάθεια του πατριαρχείου να καταλύσει την ανεξαρτησία της Αλβανικής εκκλησίας. Παρόλες τις αντιδράσεις τον Ιούλιο του 1991, ο Αναστάσιος μετέβηκε στην Αλβανία και ξεκίνησε μια σειρά συναντήσεων και περιοδειών µε σκοπό να συμπεράνει ιδίοις όµµασι της κατάσταση της εκκλησίας.

Στις 1-2 Αυγούστου 1991, ο Αναστάσιος συγκάλεσε και προήδρευσε στη Γενική Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας που διεξήχθη στα Τίρανα. Στην συνέλευση συµµετείχαν 15 κληρικοί και 30 λαϊκοί αντιπρόσωποι των τεσσάρων εκκλησιαστικών επαρχιών της Αλβανίας, οι οποίοι εξέλεξαν για έναν χρόνο τους Αρχιερατικούς Επιτρόπους των επαρχιών αυτών και το Γενικό Εκκλησιαστικό Συµβούλιο που αποτελούταν από τον Πατριαρχικό Έξαρχο, τους τέσσερις Αρχιερατικούς Επιτρόπους και τέσσερις λαϊκούς.

Στις 24 Ιουνίου 1992 το Οικουµενικό Πατριαρχείο ανύψωσε σε Μητροπόλεις τις τρείς Επισκοπές της Αλβανικής Εκκλησίας και προχώρησε στην κατάρτιση Ιεράς Συνόδου. Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Πάσης Αλβανίας εκλέχθηκε ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Μητροπολίτης Κορυτσάς ο Αρχιµανδρίτης Χριστόδουλος Μουστάκας, Αργυρόκαστρου ο Αρχιµανδρίτης Αλέξανδρος Καλπακίδης και Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης ο Αρχιµανδρίτης Ιγνάτιος Τριάντης.

Μια μερίδα εθνικιστών καθώς και η Αλβανική Εκκλησία της Αμερικής µε τον Επίσκοπο Λάιολιν αντέδρασαν έντονα στον διορισμό του Αναστασίου χαρακτηρίζοντας την δραστηριότητα του Πατριαρχείου παράνομη καθώς παραβίαζε το 16ο άρθρο του καταστατικού της Ορθόδοξης Εκκλησίας του 1929, το οποίο όριζε ότι όλοι οι αρχιερείς έπρεπε να είναι αλβανικής καταγωγής. Οι κατήγοροι του πατριαρχείου παρέβλεπαν βέβαια ότι το καταστατικό αυτό είχε θεσμοθετηθεί σε μια περίοδο που η Αλβανική Εκκλησία είχε ανακηρυχτεί αντικανονικά σε Αυτοκέφαλη και δεν είχε καμία ισχύ. Ανάλογη αναφορά υπήρχε και στο καταστατικό του 1950 που είχε φτιαχτεί κατ’ εντολή του Χότζα αλλά είχε καταργηθεί από τον ίδιο το 1967 προς όφελος της αθεϊστικής εκστρατείας.

Πηγή Πληροφοριών: Μεταπτυχιακή Εργασία με τίτλο "Η εκκλησιαστική Πολιτική του Ενβέρ Χότζα και των επιγόνων του", του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Επιβλέπων: Μιχαήλ Τρίτος
Επιμέλεια: Τζαχρήστος Βάιος 
Θεσσαλονίκη 2012

Σχόλια