Μετά την διάρρηξη των σχέσεων µε την Γιουγκοσλαβία η Αλβανία τέθηκε κάτω από την απευθείας κηδεµονία της Ε.Σ.Σ.∆. κάτι που είχε αντίκτυπο και στην θρησκευτική πολιτική της χώρας. Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ακολουθούσε µία ανεκτική στάση έναντι της θρησκείας, η οποία συνέχιζε να έχει µεγάλη επιρροή στο γιουγκοσλαβικό λαό.
Η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν ακολουθούσε όµως µία σαφώς σκληρότερη πολιτική και µάλιστα κατά την δεκαετία του ‘30 η θρησκεία ήταν κάτω από έναν συνεχή διωγµό. Η συµβολή της εκκλησίας στον αγώνα κατά των Γερµανών περιόρισε µεταπολεµικά την έκταση των διωγµών χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι η θέση της είχε αποκατασταθεί, καθώς η θρησκεία παρέµενε κάτω από περιορισµούς και από τον συνεχή και αυστηρό έλεγχο του κράτους.Ο Χότζα δεν άργησε να ευθυγραµµίσει την θρησκευτική πολιτική του µ’ αυτή του σοβιετικού ηγέτη επιχειρώντας να θέσει τις θρησκευτικές κοινότητες κάτω απ’ τον απόλυτο έλεγχο του. Αυτό δεν ήταν κάτι το δύσκολο µιας και οι θρησκευτικές κοινότητες βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στη οικονοµική βοήθεια του κράτους, το οποίο όµως είχε το συνταγµατικό δικαίωµα να επιλέγει το πότε και σε ποιον να την δίνει. Αυτό µε λίγα λόγια σήµαινε πως οποιοσδήποτε αρνούταν να ακολουθήσει πιστά τις κοµµατικές επιταγές µπορούσε να αποκλειστεί από την κρατική χρηµατοδότηση.
Το πρώτο µέληµα του Χότζα ήταν καταρχήν να αποµακρύνει από ιερατικές θέσεις όσα πρόσωπα δεν θεωρούνταν έµπιστα για το καθεστώς. Στο στόχαστρο τέθηκαν όσοι ανώτεροι κληρικοί και µουφτήδες θεωρούνταν αντιδραστικοί ή είχαν «ύποπτη» δράση κατά την διάρκεια της κατοχής, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν µε ιερείς που είχαν ενταχθεί στο κόµµα και συµµετείχαν στην εθνική αντίσταση.
Καθώς οι διώξεις των Καθολικών είχαν ήδη προηγηθεί αυτή την φορά στο στόχαστρο βρέθηκε η Ορθοδοξία µε χαρακτηριστικότερο παράδειγµα τον διωγµό του Αρχιεπισκόπου Χριστόφορου Κίσση και την αντικατάσταση του από τον Παΐσιο Βοντίτσα. Ανάλογες αντικαταστάσεις έγιναν και στις δύο µουσουλµανικές θρησκευτικές κοινότητες µε τους νέους θρησκευτικούς ηγέτες να αναλαµβάνουν να αναδείξουν ότι ήταν απολύτως σύµφωνοι µε την σοσιαλιστική αναµόρφωση του κράτους.
Η προσπάθεια χειραγώγησης της θρησκείας από το κράτος δεν περιορίστηκε όµως απλά σε µία αλλαγή προσώπων. Στις 11 Νοεµβρίου 1949 η κυβέρνηση εξέδωσε διάταγµα µε το οποίο οι θρησκευτικές κοινότητες υποχρεούνταν να επιδεικνύουν νοµιµοφροσύνη έναντι του εργατικού οικονοµικού ελέγχου, ενώ 15 µέρες αργότερα εκδόθηκε το διάταγµα «περί θρησκευτικών κοινοτήτων» που υποχρέωνε τις τέσσερις θρησκευτικές κοινότητες της χώρας να εκδώσουν νέο καταστατικό λειτουργίας προσαρµοσµένο στο νέο νοµικό πλαίσιο. Οποιαδήποτε κοινότητα αρνούταν να προσαρµοστεί µε το νόµο θα κρίνονταν παράνοµη.
Το διάταγµα υποχρέωνε της θρησκευτικές κοινότητες να στοχεύουν στην καλλιέργεια αφοσίωσης προς της εξουσία του λαού και της Λαϊκής Δημοκρατίας Αλβανίας (άρθρο 12). Υποχρέωνε επίσης όλους τους εργαζόµενους σε αυτές ανεξαρτήτως πόστου να είναι Αλβανοί και πιστοί στο λαό και το κράτος (άρθρο 13). Οποιοσδήποτε δεν έχαιρε της εµπιστοσύνης του κράτους µπορούσε να παυθεί από το καθήκοντα του µέσω της διοικητικής οδού, ακόµη και χωρίς της συγκατάθεση της θρησκευτικής αρχής (άρθρο 15). Παράλληλα απαγορευόταν ρητά η κάθε ανάµιξη της θρησκείας στην εκπαίδευση (άρθρο 23) και σε κάθε είδους φιλανθρωπική δραστηριότητα (άρθρο 24). Όλα τα σχολεία και τα ιδρύµατα που βρίσκονταν στην ιδιοκτησία των κοινοτήτων κρατικοποιήθηκαν χωρίς αποζηµίωση. Απαγορεύτηκε επίσης να έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία µε θρησκευτικές κοινότητες, οργανώσεις και πρόσωπα του εξωτερικού χωρίς την γνωµοδότηση του Υπουργικού Συµβουλίου και χωρίς την γνωµοδότηση του υπουργείου Εξωτερικών (άρθρο 25). Τέλος το διάταγµα υποχρέωνε της θρησκευτικές κοινότητες να αποστείλουν εντός δύο µηνών πλήρη κατάλογο των θρησκευτικών λειτουργών.
Όπως είναι λογικό το διάταγµα επέφερε τις αντιδράσεις της καθολικής εκκλησίας, η οποία µε βάση το άρθρο 25 υποχρεώνονταν να διακόψει τις σχέσεις της µε το Βατικανό κάτι που για τους καθολικούς ήταν ανήκουστο. Αντίθετα από την πλευρά της ορθόδοξης εκκλησίας της Αλβανίας δεν σηµειώθηκαν ιδιαίτερες αντιδράσεις µιας και ο αρχιεπίσκοπος Παΐσιος ήταν πλήρως ευθυγραµµισµένος µε την πολιτική του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας και του επιτρεπόταν η επικοινωνία µε την Μόσχα.
Οι ορθόδοξοι ετοίµασαν το νέο τους καταστατικό (περιελάµβανε 92 άρθρα) στο 3ο κληρικολαϊκό συνέδριο των Τιράνων (5-10 Φεβρουαρίου 1950) και εγκρίθηκε από το προεδρείο της Βουλής της Λαϊκής Δημοκρατίας Αλβανίας στις 4 Μαΐου του ίδιου έτους. Την ίδια ηµέρα εγκρίθηκαν τα καταστατικά των σουνιτών (µε 72 άρθρα) και των µπεκτασήδων (µε 67 άρθρα). Οι καθολικοί αντιστάθηκαν µέχρι το καλοκαίρι του 1951 όµως στην συνέχεια αναγκάστηκαν και αυτοί να υπακούσουν στον νόµο και να διακόψουν τις σχέσεις τους µε την Ρώµη. Το καταστατικό τους περιλάµβανε 25 άρθρα και εγκρίθηκε στις 30 Ιουλίου του 1951.175
Με την έγκριση των νέων καταστατικών οι θρησκευτικές κοινότητες στερήθηκαν κάθε δυνατότητα αντίδρασης και µετατράπηκαν σε φερέφωνα του καθεστώτος, παρέχοντας διαρκώς υποστήριξη στις κρατικές αποφάσεις, εκθειάζοντας τον Χότζα και το Κόμμα Εργασίας προωθώντας την κοµµατική προπαγάνδα στους πιστούς.
Ένας σηµαντικότατος τοµέας χρησιµοποίησης των θρησκευτικών κοινοτήτων ήταν αυτός της παροχής διπλωµατικής υποστήριξης του καθεστώτος των Τιράνων αλλά και εκείνου της Μόσχας. Μία τέτοια περίπτωση αφορούσε τις αποφάσεις της ∆ιάσκεψης της Μόσχας, η οποία ήταν η απάντηση του ανατολικού µπλοκ στην απόφαση επανεξοπλισµού της ∆υτικής Γερµανίας και της ένταξης της στο Ν.Α.Τ.Ο. Η Μόσχα κατήγγειλε την απόφαση αυτή χαρακτηρίζοντας την απειλή για την παγκόσµια ειρήνη.
Την θέση της Μόσχας επιδοκίµασαν µε την προτροπή του Χοτζικού καθεστώτος και οι τέσσερις θρησκευτικές κοινότητες της Αλβανίας.
Η θρησκεία παρέµεινε όργανο της κοµµατικής προπαγάνδας σχεδόν για ολόκληρη την δεκαετία του ʼ50. Η επιδείνωση όµως των σχέσεων Αλβανίας. - Ε.Σ.Σ.∆. και η σύγκρουση Χότζα - Χρουστσόφ είχε ως άµεσο αποτέλεσµα της υποβάθµισης του ρόλου των θρησκευτικών κοινοτήτων στην έκφραση της εξωτερικής πολιτικής της Αλβανίας καθώς ο διπλωµατικός δίαυλος που προσέφεραν µε την Μόσχα όχι µόνο δεν εξυπηρετούσε πλέον το καθεστώς αλλά αντιθέτως ήταν και ανεπιθύµητος. Ο Χότζα απαγόρευσε κάθε επαφή των θρησκευτικών κοινοτήτων µε την Μόσχα και χαρακτήρισε µάλιστα τον διαµεσολαβητικό ρόλο που επιχείρησε να παίξει ο πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος µεταξύ Φαναρίου και Αλβανικής Εκκλησίας ως µία ακόµη προσπάθεια των Χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών εις βάρος της ανεξαρτησίας της Λαϊκής Δημοκρατίας Αλβανίας.
Από την στιγµή που πλέον η θρησκεία δεν είχε να προσφέρει κάποιο πολιτικό όφελος στο καθεστώς ο Χότζα ξεκίνησε µε µία σειρά δηλώσεων, ανακοινώσεων και παρακλήσεων προς τα µέλη του κόµµατος µία εντατική προσπάθεια για να επαλειφθεί εντελώς της επιρροή της στην αλβανική κοινωνία.
Στην αναφορά που παρέδωσε στις 6 Ιουνίου του 1963 στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος Εργασίας κατά την διάρκεια της 10ης ολοµέλειας και αφορούσε την κατάσταση στην ύπαιθρο ο Χότζα καταφέρθηκε επανειληµµένα κατά της θρησκείας κατηγορώντας την ως φορέα οπισθοδροµικών αντιλήψεων που συµβάλλουν στην πνευµατική καθυστέρηση του λαού. Τόνισε µάλιστα πως ενώ υπήρχαν εκατοντάδες ναοί στην ύπαιθρο δεν υπήρχε ούτε ένα πολιτιστικό κέντρο που θα συνέβαλλε στην πνευµατική ανάπτυξη. Στην ίδια αναφορά ο Χότζα καταλόγισε ευθύνες στην θρησκεία για την θέση της γυναίκας στην αλβανική κοινωνία και χαρακτήρισε τις θρησκευτικές συνήθειες ως ένα τεράστιο πλήγµα για την γεωργία καθώς έπαιρνε τους αγρότες από τα χωράφια όπου δούλευαν και τους µάζευε στους ναούς. Όλα αυτά έλεγε ο Χότζα ήταν συνέπεια του κακού σχεδιασµού των τοπικών οργανώσεων του κόµµατος, τις οποίες καλούσε να εντατικοποιήσουν τον ιδεολογικό τους αγώνα ενάντια στην θρησκεία όχι όµως µε βάση τον καταναγκασµό αλλά µε µία υποµονετική ιδεολογική επιστηµονική προπαγάνδα µε φιλική συντροφική στάση και χωρίς να πληγούν οι θρησκευτικές ευαισθησίες.
Μετά από λίγους µήνες, τον Φεβρουάριο του 1964, ο Χότζα επανέφερε το ζήτηµα της θρησκείας στην κεντρική επιτροπή του Κόμματος Εργασίας δείχνοντας µ’ αυτό το τρόπο την διάθεση του να κλιµακώσει ακόµη περισσότερο την σύγκρουση του µε τις θρησκευτικές κοινότητες. Η θρησκεία όπως ανέφερε «είναι σαν τις µεταδιδόµενες ασθένειες» και απαιτεί για την αντιµετώπιση της την κατάλληλη διάγνωση και θεραπεία.
Στην οµιλία του ο Χότζα υποστήριξε πως αν και η θρησκεία δεν είχε τόσο επιρροή στην Αλβανία, όσο σε άλλες χώρες του κόσµου, αυτή παρέµενε επικίνδυνη καθώς είχε δράση «σε όλες της εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου, από τη γέννηση µέχρι το θάνατο» και είχε δηµιουργήσει «µια βαθιά παράδοση, προσπαθώντας να εξηγήσει οτιδήποτε µε ιδεαλιστικό τρόπο». Γι’ αυτό τον λόγο το Κόμμα Εργασίας δεν έπρεπε να επαναπαύεται, ώστε να µην επιτραπεί οποιαδήποτε επαναφορά του θρησκευτικού φαινοµένου.
Η µεγαλύτερη απειλή υποστήριζε ο Χότζα προερχόταν από την Θεία Λειτουργία και γι’ αυτό έπρεπε να αντιµετωπιστεί άµεσα. Αυτό αφορούσε κυρίως την λειτουργία των Ορθοδόξων και τον Καθολικών που εµφάνιζαν µία βαθύτερη θρησκευτική κουλτούρα από τους µουσουλµάνους εξαιτίας της τέλεσης της λειτουργίας τους στην αλβανική γλώσσα. Αντίθετα οι µουσουλµάνοι που τελούσαν την λειτουργία τους στην αραβική είχαν πλέον µία περισσότερο συµβολική παρουσία που βασίζονταν στην συνήθεια, καθώς ούτε οι ίδιοι οι ιερείς τους δεν είχαν την ικανότητα να µεταφράσουν τα ιερά τους κείµενα. Για να αντιµετωπιστεί αυτό το ζήτηµα ο Χότζα πίστευε πως έπρεπε να καταφέρουν να αποκόψουν εντελώς τους πιστούς από την παρουσία τους στην λειτουργία. Συγκεκριµένα ανέφερε: «Η ορθόδοξη λειτουργία είναι πιο ανεπτυγµένη από αυτήν των µουσουλµάνων, γιατί η µετάφραση έχει γίνει από τον καιρό του Fan Noli κτλ., ύστερα έχουν γραφτεί αρκετά δοκίµια θρησκευτικού περιεχοµένου, που αυτή την περίοδο δεν βρίσκονται, αλλά η µεταφρασµένη λειτουργία υπάρχει. Γι’ αυτούς τους λόγους αναπτύσσεται η θρησκεία, η προσέλευση στην εκκλησία κ.α., µαζί µε κάποια άλλα πράγµατα είναι πιο πολύπλοκα από αυτά των µουσουλµάνων. Λοιπόν τι πρέπει να γίνει; Αν είναι να µιλήσουµε για την λειτουργία των ορθοδόξων, µπορούµε να πούµε ότι γίνονται προσπάθειες να µην εκσυγχρονιστούν οι εκκλησίες [...] Αυτό έχει µεγάλη σηµασία. Υποχρέωσή µας είναι ότι όταν χτυπάει η καµπάνα, να έχουµε φτάσει ο κόσµος να µην πηγαίνει στην εκκλησία για κανέναν λόγο, και εκεί που µπορούµε, να καταστραφούν αυτά τα ιδρύµατα, φυσικά και όχι µε εκστρατείες και σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. [...] Είναι δίκαιο από την σκοπιά της εξουσίας µας να γίνουν όλες οι απαραίτητες προσπάθειες, µε στόχο να µην δοθεί καµιά υλική βοήθεια στην ορθόδοξη θρησκεία για να αναπτύξει την ιδεολογία της. Με άλλο τρόπο να επιχειρηθεί να µπλοκαριστεί κάθε προσπάθεια για την έκδοση θρησκευτικών βιβλίων, να µπλοκαριστεί το χτύπηµα της καµπάνας κάθε ώρα, να µην ανοίξει θρησκευτικό σχολείο. Έτσι θα έρθει η ώρα που η εκκλησία θα πτωχεύσει εντελώς. [...] Η καθολική θρησκεία είναι πιο επικίνδυνη, έχει πιο βαθιές παραδόσεις, έχει κτήρια µνηµεία, σαν καθεδρικούς, έχει ανθρώπους µε µόρφωση, άλλα οι άλλοι που θα τους διαδεχτούν θα είναι κατώτεροί τους, που θα πει ότι η διαδικασία που θα ακολουθήσουµε είναι η ίδια όπως και αυτή των ορθόδοξων παπάδων. Αυτή η διαδικασία, φυσικά, θέλει κάποια περίοδο. Αλλά τους καθολικούς µιλάει και το ράδιο του Βατικανού, το ράδιο της Ρώµης κ.α., αλλά για το ράδιο της Κωνσταντινούπολης ή της Αλγερίας δεν το ακούει κανείς, αλλά ακόµα και να το άκουγε, κανένας δεν θα το καταλάβαινε.»
Πηγή: Μεταπτυχιακή Εργασία με τίτλο "Η εκκλησιαστική Πολιτική του Ενβέρ Χότζα και των επιγόνων του", του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Επιβλέπων: Μιχαήλ Τρίτος
Επιμέλεια: Τζαχρήστος Βάιος
Θεσσαλονίκη 2012
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών