Ο Καρλ Μαρξ θεωρείται ο θεµελιωτής του κοµµουνισµού και του ιστορικού υλισµού. Πολύ πριν όµως τις διακηρύξεις του περί της πάλης των τάξεων και της οικονοµικό-κοινωνικής ανάλυσης του κεφαλαίου είχε ασχοληθεί µε το θρησκευτικό ζήτηµα εκφράζοντας σχεδόν άµεσα την αθεϊστική του ιδεολογία. Για τον Μαρξ η κριτική της θρησκείας είναι η αρχή κάθε κριτικής, ενώ κύριο αίτιο γέννησης της είναι η έννοια της αλλοτρίωσης. Η θρησκεία είναι ένας πλασµατικός κόσµος τον οποίο δηµιουργεί ο άνθρωπος ως απάντηση στην δυστυχία του και επενδύει σε αυτόν όλες αυτές τις ιδιότητες που λείπουν και θα επιθυµούσε στον πραγµατικό κόσµο. Η γέννηση όµως αυτής της δοξασίας γίνεται κάτω από συγκεκριµένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες για τις οποίες ευθύνεται ο άνθρωπος. Η θρησκεία λοιπόν είναι γέννηµα µίας συγκεκριµένης κοινωνικό-οικονοµικής κατάστασης που εξαναγκάζει τους εκµεταλλευόµενους ανθρώπους να προβάλλουν την σωτηρία τους στο επέκεινα.
«Ο άνθρωπος δεν είναι µια οντότητα αφηγηµένη, θαµµένη εκτός κόσµου. Ο άνθρωπος είναι ο κόσµος του ανθρώπου, το κράτος, η κοινωνία.
Αυτό το κράτος, αυτή η κοινωνία παράγουν την θρησκεία, µια αντεστραµµένη συνείδηση του κόσµου, καθότι είναι ένας κόσµος αντεστραµµένος. Η θρησκεία [...] είναι η φαντασιακή πραγµάτωση της ανθρώπινης ουσίας, καθότι η ανθρώπινη ουσία δεν διαθέτει αληθινή πραγµατικότητα. Η πάλη ενάντια στη θρησκεία είναι λοιπόν έµµεσα η πάλη ενάντια σε τούτο τον κόσµο, του οποίου η θρησκεία είναι το άυλο άρωµα.
Η θρησκευτική αθλιότητα είναι αφενός έκφραση της πραγµατικής αθλιότητας, αφετέρου η διαµαρτυρία κατά της πραγµατικής αθλιότητας. Η θρησκεία είναι ο αναστεναγµός του καταπιεσµένου πλάσµατος, το αίσθηµα ενός άκαρδου κόσµου καθώς και το πνεύµα µιας εποχής δίχως πνεύµα. Είναι το όπιο του λαού.»
Η θρησκεία για τον Μαρξ λειτουργεί ως όργανο των εκµεταλλευτών και διαιωνίζει την καταπίεση των κατώτερων κοινωνικών στρωµάτων τα οποία υπακούν προσδοκώντας ανταµοιβή σε µια άλλη ζωή.
«Οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισµού κηρύσσουν την αναγκαιότητα µιας κυρίαρχης τάξης και µιας τάξης καταδυναστευόµενης, στην οποία το µόνο που µπορούν να προσφέρουν είναι ο ευσεβής πόθος να τύχει της αγαθοεργίας των δυναστών της.
Οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισµού τοποθετούν στον ουρανό την ανταµοιβή της κάθε ατιµίας των εκκλησιαστικών συµβούλων, δικαιολογώντας κατ αυτόν τον τρόπο την µονιµότητα τους επί της γης.
Οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισµού θεωρούν κάθε αχρειότητα των καταπιεστών σε βάρος των καταπιεζόµενων είτε ως δίκαιη τιµωρία του προπατορικού αµαρτήµατος και άλλων αµαρτιών είτε ως δοκιµασία που ο Κύριος, στην άπειρη σοφία του επιβάλλει, σε όσους απολύτρωσε».
Ο αθεϊσµός λοιπόν ως απάντηση σε αυτές τις συνθήκες αποτελεί για τον Μαρξ ανώτατη έκφραση ανθρωπισµού. Εξαλείφοντας τις ιστορικές συνθήκες που παράγουν τον θεό, ο άνθρωπος γίνεται ο µόνος κύριος της ζωής του. Αυτή η εξάλειψη του θεού θα επιτευχθεί µέσω της προλεταριακής επανάστασης, οπού µε την τελείωση της ο άνθρωπος θα καταφέρει να αυτοπραγµατωθεί και να αυτοδηµιουργηθεί. Σύµφωνα µε αυτή τη λογική στον σοσιαλισµό οι άνθρωποι δεν θα έχουν ανάγκη να πιστεύουν στον θεό, επειδή θα βιώνουν αυτά που τώρα εναποθέτουν σε µια άλλη ζωή.
Ο µαρξισµός εποµένως, εξετάζει το θέµα της θρησκείας, και τη στάση απέναντι σε αυτή, στα πλαίσια της ταξικής πάλης κατά του καπιταλισµού. Η θρησκευτική πίστη θα εξασθενίσει µακροπρόθεσµα σε µια σχεδιασµένη σοσιαλιστική κοινωνία - µία κοινωνία που λειτουργεί πλήρως υπό ανθρώπινο έλεγχο, εξαφανίζοντας κατά συνέπεια τους όρους που παράγουν και διατηρούν τη θρησκευτική συνείδηση.
Για τον άµεσο συνεργάτη του Μάρξ, Φρίντριχ Ένγκελς η θρησκεία δεν είναι τίποτα άλλο παρά µόνο µία «φαντασιακή αντανάκλαση στα µυαλά των ανθρώπων αυτών των εξωτερικών δυνάµεων που ελέγχουν την καθηµερινή ζωή, µια αντανάκλαση στην οποία οι γήινες δυνάµεις λαµβάνουν µορφή υπερφυσικών δυνάµεων».
Και ο Ένγκελς θεωρούσε πως ο µόνος τρόπος απελευθέρωσης από αυτή την αντανάκλαση της «θρησκευτικής πλάνης» ήταν η απελευθέρωση µέσω της σοσιαλιστικής κοινωνίας. «Όταν η κοινωνία, θέτοντας υπό την κατοχή της όλα τα µέσα παραγωγής και χρησιµοποιώντας τα σε σχεδιασµένη βάση, έχει ελευθερωθεί και ελευθερώσει όλα τα µέλη της από τη δουλεία στην οποία τώρα βρίσκονται από αυτά τα µέσα της παραγωγής που οι ίδιοι έχουν παραγάγει αλλά που τα αντιµετωπίζουν ως ακαταµάχητη ξένη δύναµη, όταν εποµένως το άτοµο όχι µόνο προτείνει, αλλά επίσης διαθέτει – µόνο τότε µπορεί κάθε ξένη δύναµη που αντανακλάται στη θρησκεία να εξαφανιστεί: και µαζί της θα εξαφανιστεί και η θρησκευτική πίστη η ίδια, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν θα υπάρχει τίποτε άλλο που να µπορεί αυτή να αντανακλά».
Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι θεωρίες του Λένιν. «O Μαρξισµός όλες τις σύγχρονες θρησκείες και εκκλησίες, τις κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις, τις βλέπει πάντα σαν όργανα της αστικής αντίδρασης, που χρησιµεύουν για την υπεράσπιση της εκµετάλλευσης και την αποχαύνωση της εργατικής τάξης». [...] Ο Μαρξισµός είναι υλισµός. Ως τέτοιος, είναι ασταµάτητα εχθρικός µε τη θρησκεία».
Ο Λένιν θεωρεί ότι η θρησκεία αποτελεί προσωποποίηση των δυνάµεων που υποτάσσουν τους ανθρώπους και δεν τους επιτρέπει την κοινωνική χειραφέτηση: «Η θρησκεία είναι µια από τις µορφές πνευµατικής καταπίεσης, που παντού και πάντοτε βάραινε τις λαϊκές µάζες, τις τσακισµένες από την αιώνια δουλειά για τους άλλους, την ανέχεια και τη µοναξιά. Η αδυναµία των τάξεων που υφίστανται την εκµετάλλευση στην πάλη ενάντια στους εκµεταλλευτές γεννάει αναπόφευκτα την πίστη για µια καλύτερη µετά θάνατον ζωή, όπως ακριβώς και η αδυναµία του πρωτόγονου ανθρώπου στην πάλη µε τη Φύση να γεννάει την πίστη στους θεούς, στους διαβόλους, στα θαύµατα κτλ. Σ’ αυτόν που σ’ όλη τη ζωή δουλεύει και στερείται, η θρησκεία διδάσκει ταπεινοφροσύνη και υποµονή στην επίγεια ζωή, παρηγορώντας τον µε την ελπίδα της επουράνιας ανταµοιβής. Και σε εκείνους που ζουν από ξένη εργασία η θρησκεία διδάσκει την αγαθοεργία στην επίγεια ζωή, προσφέροντάς τους µια πολύ φτηνή δικαίωση για όλη την εκµεταλλευτική τους ύπαρξη και πουλώντας τους σε συµφέρουσα τιµή εισιτήρια για την επουράνια µακαριότητα. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η θρησκεία είναι ένα είδος πνευµατικού αλκοόλ, µέσα στο οποίο οι σκλάβοι του κεφαλαίου πνίγουν την ανθρώπινη µορφή τους, τις διεκδικήσεις τους για µια κάπως ανθρώπινη ζωή».
Στο ίδιο πνεύµα κυµαίνεται και µια ακόµη αναφορά του: «Ο Φόυερµπαχ ήταν σωστός όταν, απαντώντας σε εκείνους που υπεράσπιζαν τη θρησκεία λόγω του ότι παρηγορεί τους ανθρώπους, έδειξε την αντιδραστική σηµασία της παρηγοριάς: όποιος παρηγορεί τον σκλάβο αντί να τον ενθαρρύνει να ξεσηκωθεί ενάντια στη σκλαβιά βοηθά τον ιδιοκτήτη των σκλάβων».
Και για τον Λένιν, όπως και στους Ένγκελς και Μαρξ, η ύπαρξη της θρησκείας είχε κοινωνικά αίτια και βασίζονταν κυρίως στον φόβο και στην αβεβαιότητα που δηµιουργούσε το αστικό περιβάλλον. «Στις σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες οι ρίζες είναι κυρίως κοινωνικές. Η κοινωνική εξάρτηση των εργαζόµενων µαζών, η καταφανής απόλυτη αδυναµία τους µπροστά στις τυφλές δυνάµεις του καπιταλισµού, που προξενεί κάθε µέρα χίλιες φορές φρικτότερα βάσανα, αγριότερα µαρτύρια στους απλούς ανθρώπους της δουλειάς από ότι οποιαδήποτε έκτακτα γεγονότα όπως πόλεµοι, σεισµοί
κλπ. Να που βρίσκεται η σύγχρονη ρίζα της θρησκείας: στο φόβο. Ό φόβος δηµιούργησε τους θεούς. Ό φόβος µπροστά στην τυφλή δύναµη του κεφαλαίου, που είναι τυφλή γιατί δεν µπορεί να προβλεφτεί από τις µάζες του λαού, που στο κάθε βήµα της ζωής του προλετάριου και του µικρονοικοκύρη η δύναµη αυτή απειλεί να του φέρει και του φέρνει την "ξαφνική", την "αναπάντεχη", την "τυχαία" καταστροφή, τον όλεθρο, τη µετατροπή του σε ζητιάνο, σε πόρνη, το θάνατο από την πείνα, να η ρίζα της σύγχρονης θρησκείας.»
Παρόλη όµως την αντιθρησκευτική του ρητορική ο Λένιν δεν έβλεπε την απαγόρευση της θρησκείας ως επιθυµητό µέσο. Ο Λένιν πίστευε πως η τυχόν καταδίωξη είναι ο καλύτερος τρόπος να ζωντανέψει το ενδιαφέρον προς την θρησκεία και να δυσκολευτεί η πραγµατική απονέκρωση της. Αντίθετα πρότεινε να µεταφερθεί η θρησκεία στο ιδιωτικό-ατοµικό πεδίο αποκόπτοντας κάθε σχέση του κράτους και εκκλησίας και άρρωντας κάθε µορφή θρησκευτικής διάκρισης:
«Η θρησκεία πρέπει να ανακηρυχτεί ατοµική υπόθεση µε τα λόγια αυτά καθιερώθηκε να εκφράζεται συνήθως η στάση των σοσιαλιστών απέναντι στη θρησκεία. Μα η σηµασία αυτών των λέξεων πρέπει να καθοριστεί µε ακρίβεια, για να µη µπορούν να προκαλούν κανενός είδους παρανοήσεις. Η θρησκεία πρέπει να είναι ατοµική υπόθεση για το κράτος, αυτό ζητάµε εµείς, σε καµιά περίπτωση όµως δεν µπορούµε να θεωρούµε τη θρησκεία ατοµική υπόθεση για το κόµµα µας. Το κράτος δεν πρέπει να έχει καµιά δουλειά µε τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται µε την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να µην παραδέχεται καµιά θρησκεία, δηλαδή να είναι άθεος, όπως και είναι συνήθως κάθε σοσιαλιστής. ∆εν επιτρέπονται σε καµιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωµάτων ανάµεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόµα και κάθε υπόµνηση στα επίσηµα έγγραφα σχετικά µε το άλφα ή βήτα θρήσκευµα των πολιτών. ∆εν πρέπει να δίνεται καµιά επιχορήγηση από τα χρήµατα του δηµοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών-οµοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία. Μόνο µε την ολοκληρωτική εφαρµογή αυτών των διεκδικήσεων µπορεί να µπει τέρµα στο επαίσχυντο και καταραµένο εκείνο παρελθόν, τότε που η εκκλησία βρισκόταν σε δουλοπαροικιακή εξάρτηση από το κράτος, ενώ οι Ρώσοι πολίτες βρίσκονταν σε δουλοπαροικιακή εξάρτηση από την επίσηµη εκκλησία, τότε που υπήρχαν και εφαρµόζονταν µεσαιωνικοί ιεροεξεταστικοί νόµοι (που διατηρούνται µέχρι σήµερα στους ποινικούς κώδικες και κανόνες), νόµοι που πρόβλεπαν διωγµούς για την πίστη ή για την απιστία, που ασκούσαν βία στη συνείδηση του ανθρώπου, που συνέδεαν τις δηµόσιες θεσούλες και τα δηµόσια έσοδα µε τη διάδοση κάθε λογής πνευµατικού οπίου που διοχετεύει η εκκλησία του κράτους. Ολοκληρωτικός χωρισµός της εκκλησίας από το κράτος –αυτή τη διεκδίκηση προβάλλει το σοσιαλιστικό προλεταριάτο στο σηµερινό κράτος και στη σηµερινή εκκλησία.»
Η επικράτηση των Μπολσεβίκων τον Οκτώβριο του 1917 έφερε τον Λένιν στη εξουσία της αχανούς Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έγινε η πρώτη χώρα όπου επιχειρήθηκε να εφαρµοστεί ένα σοσιαλιστικό πρόγραµµα. Το πρόγραµµα των Μπολσεβίκων περιελάµβανε µέτρα που αφορούσαν τον περιορισµό της θρησκευτικής επιρροής και τον αποκλεισµό των εκκλησιών από την κρατική χρηµατοδότηση και την παιδεία.
Με το Σύνταγµα του 1918 χωρίζεται το κράτος µε την εκκλησία και αναγνωρίζεται σε όλους τους πολίτες το δικαίωµα της ελεύθερης θρησκευτικής και αντιθρησκευτικής προπαγάνδας. Παράλληλα οι εκκλησίες τίθενται υπό την διάθεση όλων των θρησκειών, ενώ τους επιβάλλεται και βαριά φορολογία. Παρόλα αυτά ο Λένιν διακήρυσσε πως «Το προλεταριακό κράτος πρέπει να παρέχει πλήρη θρησκευτική ελευθερία» και πως οποιαδήποτε καµπάνια κατά της θρησκείας δεν θα πρέπει να γίνεται µέσω απαγορεύσεων αλλά µέσα από µία υλιστική διαλεκτική που θα την συνδέει µε την ταξική πάλη.5
Η άνοδος των Μπολσεβίκων όµως σήµανε την έναρξη ενός αιµατηρού εµφυλίου πολέµου µε τις εναποµείνασες δυνάµεις της έκπτωτης τσαρικής εξουσίας. Κατά την διάρκεια του εµφυλίου, δεκάδες ιερωµένοι βρέθηκαν στο στόχαστρο των κοµµουνιστών και τιµωρήθηκαν µέχρι και µε θάνατο εξαιτίας της υποστήριξης που παρείχαν στον τσάρο.
Με την λήξη του εµφυλίου το 1922 ο Λένιν ήταν ανήµπορος πια να κυβερνήσει λόγω προβληµάτων υγείας και η εξουσία της Σοβιετικής Ένωσης πέρασε ουσιαστικά στα χέρια του πρότυπου του Ενβέρ Χότζα, στον Ιωσήφ Στάλιν. Ο Στάλιν αν και είχε φοιτήσει νεότερος σε ιερατική σχολή ενέτεινε τα µέτρα καταστολής κατά της θρησκείας.
Με απόφαση του 12ου συνεδρίου του Κοµµουνιστικού κόµµατος (1923) ιδρύονται προπαγανδιστικές εφηµερίδες κατά της θρησκείας Bezhbozhnik («O Χωρίς Θεό») και Bezhbozhnik u stanka («Χωρίς Θεό στο εργοστάσιο»), ενώ το 1925 ιδρύεται και ο «Σύνδεσµος των Μαχόµενων Άθεων» υπό την καθοδήγηση του Γ. Γιαροσλαβσκι που θεωρούταν ο ειδήµων των Μπολσεβίκων ως προς τα ζητήµατα της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας.5
Από τα 1929 η σταλινική τακτική γίνεται ακόµη επιθετικότερη. Με τον νόµο περί «Θρησκευτικών Οργανισµών» αφαιρείται κάθε κοινωνικός ρόλος από την θρησκεία καθώς απαγορεύονται οι έρανοι, η ίδρυση σωµατείων, η διατήρηση ιατρείων και βιβλιοθηκών, ενώ παράλληλα οι κληρικοί τιµωρούνται µε στέρηση δικαιωµάτων τους καθώς κρίνονται αντιπαραγωγικοί. Παράλληλα η έκφραση της θρησκευτικής πίστης περιορίζεται και επιτρέπεται µόνο εντός των εγκεκριµένων από το καθεστώς θρησκευτικών χώρων.
Ο ίδιος ο Στάλιν δήλωνε ότι είναι κατά της θρησκείας γιατί είναι υπέρ της επιστήµης, ενώ σε ερώτηση για το αν πρέπει να διαγράφονται τα µέλη απ' το Κόµµα, επειδή πιστεύουν στο Θεό ο Στάλιν διευκρίνισε τη στάση του κόµµατος απέναντι στη θρησκεία σηµειώνοντας, ανάµεσα στ’ άλλα, τα εξής:
«...Εµείς κάναµε και θα κάνουµε προπαγάνδα ενάντια στις θρησκευτικές προλήψεις. Η νοµοθεσία της χώρα µας είναι τέτοια, που κάθε πολίτης έχει το δικαίωµα να πρεσβεύει οποιαδήποτε θρησκεία. Αυτό είναι ζήτηµα συνείδησης του καθενός. Γι’ αυτό ακριβώς πραγµατοποιήσαµε το χωρισµό της Εκκλησίας απ’ το κράτος. Πραγµατοποιώντας χωρισµό της Εκκλησίας απ’ το κράτος και διακηρύχνοντας την ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων, διατηρήσαµε ταυτόχρονα για τον κάθε πολίτη το δικαίωµα να αγωνίζεται µε την πειθώ, µε την προπαγάνδα και τη ζύµωση ενάντια στη µια ή στην άλλη θρησκεία, ενάντια σε κάθε θρησκεία. Το κόµµα δεν µπορεί να είναι ουδέτερο απέναντι στη θρησκεία και κάνει αντιθρησκευτική προπαγάνδα ενάντια σε κάθε είδους θρησκευτικές προλήψεις, γιατί το κόµµα είναι υπέρ της επιστήµης, ενώ οι θρησκευτικές προλήψεις στρέφονται ενάντια στην επιστήµη. Περιπτώσεις, σαν κι’ αυτές της Αµερικής, όπου τελευταία καταδίκασαν τους δαρβινιστές, είναι αδύνατον να παρουσιαστούν στη χώρα µας, γιατί το κόµµα ακολουθεί πολιτική υπεράσπισης της επιστήµης µε όλα τα µέσα.
Το κόµµα δεν µπορεί να είναι ουδέτερο απέναντι στις θρησκευτικές προλήψεις και θα εξακολουθήσει να διεξάγει προπαγάνδα ενάντια σ’ αυτές τις προλήψεις, γιατί η προπαγάνδα αυτή είναι ένα από τα σίγουρα µέσα για να υποσκαφτεί η επιρροή του αντιδραστικού κλήρου, που υποστηρίζει τις εκµεταλλεύτριες τάξεις και κηρύσσει την υποταγή σ’ αυτές τις τάξεις.
Το κόµµα δεν µπορεί να είναι ουδέτερο απέναντι στους φορείς των θρησκευτικών προλήψεων, απέναντι στον αντιδραστικό κλήρο, που δηλητηριάζει τη συνείδηση των εργαζοµένων µαζών.
Έχουµε τσακίσει τον αντιδραστικό κλήρο; Ναι, τον τσακίσαµε. Το ατύχηµα είναι µόνο ότι δεν έχει ακόµα εξαλειφθεί ολοκληρωτικά.
Η αντιθρησκευτική προπαγάνδα είναι το µέσο που θα ολοκληρώσει το έργο της εξάλειψης του αντιδραστικού κλήρου. Υπάρχουν περιπτώσεις που κάποιο από τα µέλη του κόµµατος εµποδίζει καµιά φορά την ανάπτυξη της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας µε όλα τα µέσα. Αν τέτοια µέλη του κόµµατος διαγράφονται, αυτό είναι πολύ καλό, γιατί στις γραµµές του κόµµατός µας δεν υπάρχει θέση για τέτοιου είδους "κοµµουνιστές"».
Με το ξέσπασµα του Β' Παγκοσµίου πολέµου η πολιτική του Στάλιν µεταλλάσσεται χαλαρώνοντας την αντιθρησκευτική εκστρατεία, ενώ παράλληλα η εκκλησία γίνεται αρωγός του καλέσµατος του σοβιετικού ηγέτη στον «µεγάλο πόλεµο για την πατρίδα» και στην προσπάθεια αντίστασης ενάντια στα ναζιστικά στρατεύµατα.
Κατά την διάρκεια του πολέµου οι κρατικές υπηρεσίες ανέλαβαν να συντάξουν νέους νόµους περί θρησκείας και αποφασίστηκε σε µερικές περιπτώσεις η επιστροφή ορισµένων θρησκευτικών κτηρίων. Βασικός σκοπός δεν ήταν πλέον η εξαφάνιση της θρησκείας αλλά η σύνδεση της µε την ηγεσία του κόµµατος και η δέσµευση της κάτω από τις κυβερνητικές εντολές.
Με την λήξη του πολέµου η εκκλησία έχει πλέον µετατραπεί σ’ έναν πλήρως ελεγχόµενο από τον Στάλιν µηχανισµό, ο οποίος εργάζεται για να εξυπηρετεί διπλωµατικές επιδιώξεις του Κ.Κ.Σ.Ε. Αυτή την συνταγή ακολούθησε και ο Χότζα από το 1948 που έθεσε την Αλβανία κάτω από την Σοβιετική κηδεµονία έως το 1967, την ένταξη της χώρας στο στρατόπεδο της Κίνας και την κήρυξη της Αλβανικής Πολιτιστικής Επανάστασης και την ολοκληρωτική απαγόρευση της θρησκείας.
Με το ξέσπασµα του Β' Παγκοσµίου πολέµου η πολιτική του Στάλιν µεταλλάσσεται χαλαρώνοντας την αντιθρησκευτική εκστρατεία, ενώ παράλληλα η εκκλησία γίνεται αρωγός του καλέσµατος του σοβιετικού ηγέτη στον «µεγάλο πόλεµο για την πατρίδα» και στην προσπάθεια αντίστασης ενάντια στα ναζιστικά στρατεύµατα.
Κατά την διάρκεια του πολέµου οι κρατικές υπηρεσίες ανέλαβαν να συντάξουν νέους νόµους περί θρησκείας και αποφασίστηκε σε µερικές περιπτώσεις η επιστροφή ορισµένων θρησκευτικών κτηρίων. Βασικός σκοπός δεν ήταν πλέον η εξαφάνιση της θρησκείας αλλά η σύνδεση της µε την ηγεσία του κόµµατος και η δέσµευση της κάτω από τις κυβερνητικές εντολές.
Με την λήξη του πολέµου η εκκλησία έχει πλέον µετατραπεί σ’ έναν πλήρως ελεγχόµενο από τον Στάλιν µηχανισµό, ο οποίος εργάζεται για να εξυπηρετεί διπλωµατικές επιδιώξεις του Κ.Κ.Σ.Ε. Αυτή την συνταγή ακολούθησε και ο Χότζα από το 1948 που έθεσε την Αλβανία κάτω από την Σοβιετική κηδεµονία έως το 1967, την ένταξη της χώρας στο στρατόπεδο της Κίνας και την κήρυξη της Αλβανικής Πολιτιστικής Επανάστασης και την ολοκληρωτική απαγόρευση της θρησκείας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών