Μέχρι το 1967 η πολιτική του Χότζα προσέβλεπε σε έναν σταδιακό στραγγαλισµό της θρησκείας µέσω της αποµόνωσης και του οικονοµικού αποκλεισµού. Ακόµη όµως και λίγους µήνες πριν το ξέσπασµα της αντιθρησκευτικής εκστρατείας φέρονταν κάθετα αντίθετος στην λήψη οποιονδήποτε διοικητικών µέτρων που θα πλήγωναν τα θρησκευτικά αισθήµατα των πιστών καθώς υποστήριζε πως κάτι τέτοιο θα είχε τα αντίθετα αποτελέσµατα. Ενδεικτικές αυτού είναι και οι δηλώσεις που έκανε τον το Μάρτιο του 1966: «[...] επίσης στον αγώνα κατά της θρησκείας πρέπει να ενεργούµε διακριτικά.[...] Οι µαρξιστές, ειδικότερα, παλεύουν ενάντια σε αυτήν την ιδεολογία µε έναν διαλεκτικό, επαναστατικό τρόπο, όχι µε τη βοήθεια διοικητικών µέτρων, αλλά µέσω της µεθόδου της πειθούς, και όχι µέσω µιας επιφανειακής και τυπικής πειθούς, δεδοµένου ότι αυτό θα αποδειχθεί ατελέσφορο και θα µεταφραστεί σύντοµα σε διαταγές.»
Στο ίδιο µοτίβο κινούταν και µία ακόµη οµιλία του λίγες µέρες αργότερα: «[...] το Κόµµα πρέπει να πραγµατοποιήσει έναν λογικό, επιστηµονικό στόχο [...] όχι κατά τρόπο άκαρδο, να βλάψει τα συναισθήµατα των ανθρώπων, αλλά µε τη βοήθεια της βαθιάς πολιτικής δραστηριότητας. ∆εν µπορούµε να δώσουµε διαταγές να καταστρέφονται οι εκκλησίες και τα µουσουλµανικά τεµένη που υπάρχουν στην επαρχία.[...] Ο µαρξισµός παλεύει τις αντιδραστικές και θρησκευτικές ιδεολογίες όχι µε διοικητικές µεθόδους, αλλά µέσω της πειθούς.»Η πραγµατικότητα όµως ήταν πολύ διαφορετική καθώς τα µέτρα που λήφθηκαν το επόµενο διάστηµα κάθε άλλο παρά σεβασµό δεν επέδειξαν, τόσο στα θρησκευτικά συναισθήµατα των πιστών όσο και στους τόπους λατρείας.
Τα πρώτα δείγµατα της νέας πολιτικής δόθηκαν ήδη από τον Μάιο του 1966 όταν ορισµένες τοπικές οργανώσεις νεολαίας αποφάσισαν να στραφούν εναντίον των τόπων λατρείας της περιοχής τους. Συγκεκριµένα στις 14 Μάη 1966 η οργάνωση νεολαίας του χωριού Xibrake, στην περιοχή Elbasan, έκλεισε το µουσουλµανικό τέµενος του χωριού της. Το ίδιο έκανε την επόµενη ηµέρα και η οργάνωση νεολαίας του χωριού Mynqan (περιοχή Cërrik). Στις 10 Ιουνίου η νεολαία του χωριού Theth (περιοχή Dukagjin) µετέτρεψε την τοπική εκκλησία σε πολιτιστικό στέκι. Τέτοιες ενέργειες εµφανίστηκαν σποραδικά κατά τη διάρκεια του υπολοίπου του 1966.
Η µεγαλύτερη όµως αυτού του είδους «αυθόρµητη» αντιθρησκευτική δραστηριότητα πραγµατοποιήθηκε στην περιοχή του ∆υρραχίου τον Ιανουάριο του 1967 από µαθητές του λυκείου Ναΐµ Φρασέρι. Συγκεκριµένα στις 21 του µήνα οι µαθητές συγκάλεσαν συγκέντρωση µε κεντρικό ζήτηµα «Τον αγώνα ενάντια στην θρησκευτική ιδεολογία, τις δεισιδαιµονίες και τα οπισθοδροµικά έθιµα». Στην συγκέντρωση προσκλήθηκαν και καθηγητές και συζητήθηκε ο επιβλαβής ρόλος της θρησκείας στην αλβανική κοινωνία. Παράλληλα οι µαθητές εξέδωσαν και µία σειρά αιτηµάτων µε τα οποία καλούσαν το κράτος να λάβει µέτρα εναντίον των θρησκευτικών αγκυλώσεων. Τα αιτήµατα αφορούσαν την κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύµατος στις ταυτότητες, την κατάργηση των θρησκευτικών νεκροταφείων, την µετατροπή του κεντρικού τζαµιού της πόλης σε Πολιτιστικό Κέντρο κ.α.
Στην συγκέντρωση συζητήθηκε και το ενδεχόµενο δράσεων. Σ’ αυτό το πλαίσιο στις 2 Φεβρουαρίου οι µαθητές και οι καθηγητές τους κατευθύνθηκαν προς το γειτονικό χωριό Άγιος Βλάσιος µε σκοπό να µετατρέψουν την οµώνυµη ορθόδοξη µονή σε πολιτιστικό-υγειονοµικό ίδρυµα. Η απόπειρα όµως των µαθητών δεν είχε οµαλή εξέλιξη, καθώς υπήρξε έντονη αντίδραση των µουσουλµάνων -επί το πλείστον- κατοίκων του χωριού µε αποτέλεσµα τον τραυµατισµό επτά µαθητών. Πολλοί από τους αντιδρώντες συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν από το καθεστώς.
Η αντιθρησκευτική εκστρατεία νοµιµοποιήθηκε επίσηµα στις 6 Φεβρουαρίου µε τον Χότζα που ήταν ήδη ενηµερωµένος για τα γεγονότα του ∆υρραχίου να εξαπολύει µία δριµεία επίθεση κατά των οπισθοδροµικών παραδόσεων καλώντας εµµέσως τα µέλη του κόµµατος να κινητοποιηθούν κατά της θρησκείας. Στην οµιλία του ανέφερε:
«Ολόκληρο το Κόµµα και η χώρα πρέπει να σηκωθεί στο πόδι και να καταστρέψει τις οπισθοδροµικές συνήθειες µε φωτιά και να σπάσει τον λαιµό σε οποιονδήποτε παραβιάζει τον ιερό νόµο του Κόµµατος για την υπεράσπιση των δικαιωµάτων των γυναικών και των κοριτσιών.»
∆ύο µέρες αργότερα, στις 8 Φεβρουαρίου, η κοµµατική εφηµερίδα Zëri i Popullit αφιέρωσε το πρωτοσέλιδο της στην πρωτοβουλία των µαθητών του ∆υρραχίου περιγράφοντας τις κινητοποιήσεις και δηµοσιεύοντας επιστολή τους, ενώ στις 17 του ίδιου µήνα ο Χότζα επισκέφτηκε το ∆υρράχιο και συναντήθηκε µε κοµµατικά στελέχη και µαθητές τους οποίους συνεχάρη για τον αγώνα τους και τους παρότρυνε να συνεχίσουν.
Στις 27 Φεβρουαρίου η Κεντρική επιτροπή του Κ.Ε.Α. απέστειλε επιστολή στις τοπικές οργανώσεις του κόµµατος µε την οποία ενηµέρωνε τα µέλη του για τον αντιθρησκευτικό αγώνα, τόσο για τα µέτρα που είχαν ήδη ληφθεί, όσο και για τον τρόπο που αυτός θα πρέπει να εξελιχθεί: «Έχουµε λοιπόν εξαφανίσει την υλική και προπαγανδιστική υποδοµή για τον πολλαπλασιασµό των θρησκευτικών βιβλίων. Έχουµε εξαφανίσει επίσης τη δυνατότητα προετοιµασίας νέων κληρικών. Το θέµα τώρα είναι οι εκκλησίες και τα τζαµιά, που υπάρχουν ως τα µοναδικά µέσα, όπου οι κληρικοί συγκεντρώνουν τους πιστούς για να κρατήσουν ζωντανή την πίστη, έστω και σε παρακµάζουσα µορφή. Το γκρέµισµα των εκκλησιών, τζαµιών, τεκέδων και µοναστηριών παρουσιάζει οπωσδήποτε δυσκολίες, διότι δεν πρέπει να συγκρουστούµε µετωπικά µε αυτό το κοµµάτι λαού που πιστεύει. πρέπει λοιπόν να επιδείξουµε λεπτότητα και προσοχή προς την κατεύθυνση αυτή. Εν τούτοις αρκετά από αυτά έχουν γκρεµισθεί χωρίς να προκληθούν αντιδράσεις, µερικά έχουν πέσει από µόνα τους, άλλα έχουν µετατραπεί σε αποθήκες, ή έχουν µείνει χωρίς χότζα ή ιερέα και στην πραγµατικότητα δεν λειτουργούν. Με αυτούς τους τρόπους πρέπει να συνεχίσουµε µέχρι να τα εξαφανίσουµε από προσώπου γης. Πρέπει να αφαιρέσουµε από τα θρησκευτικά ιδρύµατα, εκεί που έχουµε αφήσει κάτι, όλη την γη, όποια ελαιόδεντρα ή άλλα έσοδα υπάρχουν ακόµα»
Ο Χότζα σε δηλώσεις του εκείνης της περιόδου εµφάνιζε την σκλήρυνση της θρησκευτικής πολιτικής της Αλβανίας ως αποτέλεσµα της λαϊκής βούλησης. «Ο λαός στάθηκε στα πόδια του και κατέστρεψε τα µουσουλµανικά τεµένη και τις εκκλησίες [...]. όλη αυτή η εργασία έγινε από τον ίδιο το λαό». «Αυτό το κίνηµα [...] άρχισε µέσω της πρωτοβουλίας των ίδιων των µαζών και αναπτύχθηκε και εµβάθυνε µέσω της ενεργού συµµετοχής τους».
Στο ίδιο µοτίβο κινείται και η εξήγηση που δίνει η επίσηµη ιστορία του Κόμματος Εργασίας που παρουσιάζει την εκδήλωση του µαθητικού κινήµατος ως µία αυθόρµητη εκδήλωση της αλβανικής νεολαίας: «Η νεολαία και οι υπόλοιπες µάζες του λαού στα χωριά και στις πόλεις ξεσηκώθηκαν, απαιτώντας οι εκκλησίες και τα τεµένη, οι ναοί και τα µοναστήρια, όλοι οι "ιεροί τόποι" να κλείσουν. Να αφήσουν οι κληρικοί την παρασιτική ζωή τους και να γίνουν εργαζόµενοι ζώντας όπως όλος ο υπόλοιπος κόσµος από την δική τους δουλειά και ιδρώτα. Στις λαϊκές συναντήσεις και συνελεύσεις που οργανώθηκαν από το Πατριωτικό µέτωπο και την Ένωση Νεολαίας, έλαβαν χώρα θερµές συζητήσεις, όπου ο λαός ανέφερε τον αντιπατριωτικό και αντιλαϊκό ρόλο της θρησκείας, του αντιδραστικού κλήρου και των θρησκευτικών παραδόσεων και αποφάσισε να κλείσουν τα θρησκευτικά κέντρα για να µετατραπούν σε πολιτιστικά και άλλα κέντρα, να εγκαταλειφθούν οι θρησκευτικές τελετές και οι εκδηλώσεις οπισθοδροµικών εθίµων και να εξαλειφθούν οι εικόνες, τα θρησκευτικά βιβλία και τα άλλα σύµβολα από τα σπίτια τους.» Στο τέλος όµως της παραγράφου προσθέτει: «Σε αυτές τις πρωτοβουλίες ο λαός είχε την ισχυρή υποστήριξη των κοµµατικών οργανώσεων και των οργάνων της λαϊκής εξουσίας.»
Η τελευταία πρόταση ουσιαστικά αναιρεί όλα τα προηγούµενα και φανερώνει την ενεργή συµµετοχή που είχε το κόµµα στην διοργάνωση των πρώτων αντιθρησκευτικών εκδηλώσεων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από δηλώσεις του διαδόχου του Χότζα, Ραµίζ Αλία µετά την πτώση του καθεστώτος. Σ’ αυτές αναφέρεται πως ο Αλία είχε τις ενστάσεις του όσον αφορά τις κινήσεις των µαθητών του «Ναΐµ Φρασερι», αλλά δεχόταν διαρκείς πιέσεις από τον Κοµµατικό Γραµµατέα ∆υρραχίου και µέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας, Μάρκο Ρίτα, να προχωρήσει στην δηµοσιοποίηση της επιστολής των µαθητών του ∆υρραχίου.Η προφανής λοιπόν εµπλοκή του Κόμματος Εργασίας στο κίνηµα της νεολαίας δεν επιτρέπει σε καµία περίπτωση να χαρακτηριστεί η αθεϊστική εκστρατεία ως προϊόν αυθόρµητης λαϊκής αντίδρασης. Αντίθετα ήταν ένα οργανωµένο σχέδιο που σχετίζονταν µε την προσέγγιση της Αλβανίας µε την Κίνα, στην οποία εκείνη την περίοδο εξελίσσονταν η Πολιτιστική Επανάσταση που διακήρυσσε ο Μάο Τσετούνγκ.
Η Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο στρέφονταν ενάντια σε κάθε είδος κουλτούρας που σηµατοδοτούσε για το καθεστώς αστική επίδραση. Οι πολιτιστικές παραδόσεις του παρελθόντος, οι συνήθειες, τα έθιµα, η µακραίωνη κινεζική τέχνη καθώς επίσης και οτιδήποτε παρέπεµπε στην εκ της ∆ύσης προερχόµενη γνώση τέθηκαν υπό διωγµό, ενώ αναρίθµητα αρχαία µνηµεία, έργα τέχνης, βιβλία και πίνακες καταστράφηκαν.
Φορείς της Πολιτιστικής Επανάστασης ήταν όπως και στην Αλβανία, οµάδες φανατισµένων νεαρών, των λεγόµενων Ερυθροφρουρών, οι οποίες µε σύνθηµα το «Συντρίψτε τον παλιό πολιτισµό» προέβαιναν σε βιαιοπραγίες και διώξεις εναντίον καλλιτεχνών, διανοούµενων, κρατικών υπαλλήλων ή ακόµα και κοµµατικών στελεχών που είτε θεωρούνταν φορείς «µικροαστικών ιδεών» είτε απλά διαφωνούσαν µε την πολιτική που ασκούσε ο Μάο.
Η Αλβανία υποστήριζε ανοιχτά την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο, όµως δεχόταν πιέσεις από την Κινεζική πλευρά να ακολουθήσει και αυτή το παράδειγµα της. Οι πιέσεις αυτές σηµειώνονται και σε λόγο του Χότζα κατά την διάρκεια του 1967. «Οι κινέζοι σύντροφοι θέλουν να επιβάλουν το Μάο δια της βίας ως το µέγιστο µαρξιστή σε ολόκληρη την ιστορία του κοµµουνισµού, θέλουν ολόκληρο το κοµµουνιστικό κίνηµα του κόσµου να υιοθετήσει και να εφαρµόσει την εµπειρία τους στο σύνολο, να εφαρµόσει την πολιτιστική επανάστασή τους.»
Βέβαια οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στην Κίνα ήταν εντελώς διαφορετικές από αυτές της Αλβανίας. Στην Κίνα µέχρι την κήρυξη της Πολιτιστικής Επανάστασης υπήρχε µία σχετική ελευθερία έκφρασης (µάλιστα προς το τέλος της δεκαετίας του ʼ50 ο Μάο είχε κηρύξει το σύνθηµα «Αφήστε 100 λουλούδια να ανθίσουν, 100 σχολές σκέψης να συναγωνιστούν») και ο Μάο γινόταν τακτικά στόχος κριτικής από κοµµατικά στελέχη. Αντίθετα στην Αλβανία, οι τέχνες, ο πολιτισµός και κάθε άλλη πτυχή της κοινωνικής ζωής ελέγχονταν εξολοκλήρου από το κόµµα, ενώ ταυτόχρονα κάθε φωνή κριτικής προς τον Χότζα είχε εξαλειφθεί από τις αλλεπάλληλες κοµµατικές εκκαθαρίσεις και από την δράση της Sigurimi. Έτσι ο µόνος τοµέας που απέµενε να στοχεύσει η αλβανική πολιτιστική επανάσταση ήταν αυτός της θρησκείας που έτσι και αλλιώς έφερε το στίγµα «του οπίου του λαού» και θεωρούταν διαιρετικός παράγοντας των Αλβανών.
Είναι όµως άξιο απορίας πως ο Χότζα αποφάσισε να προβεί σε αυτή την ενέργεια όταν µόλις τον Αύγουστο του 1966 ο ίδιος δήλωνε αναφορικά µε την δραστηριότητα της νεολαίας στην Κίνα: «Μπορεί το θέµα της θρησκευτικής πεποίθησης να λυθεί απλά µε το κλείσιµο µερικών καθολικών εκκλησιών, όπως κάνουν οι σπουδαστές, ή µε την αντικατάσταση των εικόνων στις εκκλησίες µε προτοµές και πορτρέτα του Mαo; Φυσικά όχι. Η θρησκευτική πίστη στην Κίνα µπορεί να είναι ένα σηµαντικό πρόβληµα, το οποίο όµως δεν µπορεί να λυθεί µε αυτά τα µέτρα.»
Το µαθητικό κίνηµα συνδέθηκε άµεσα και µε την εκδήλωση του κινήµατος για τα δικαιώµατα της γυναίκας. Το γυναικείο κίνηµα στράφηκε εναντίον των θρησκευτικών παραδόσεων των οποίων όπως υποστήριζαν οι αντιλήψεις υποτιµούσαν και υποβίβαζαν τον ρόλο της γυναίκας στην αλβανική κοινωνία. Η καταπίεση της γυναίκας στα πλαίσια της πατριαρχικής οικογένειας, ο προσυµφωνηµένος γάµος από παιδική ηλικία και η πολυγαµία των µουσουλµάνων ήταν µερικές από τις κατηγορίες που προσήγαγαν εναντίον της θρησκείας.
Ασφαλώς και η θέση της γυναίκας στην Αλβανική κοινωνία υποβαθµισµένη τόσο εξαιτίας στοιχείων της ισλαµικής παράδοσης όσο και εξαιτίας διάφορων εθιµοτυπικών νόµων που προέρχονταν από τον λεγόµενο «Κανόνα του Lekë Dukagjini» και από διάφορες παραλλαγές του που επικρατούσαν στην αλβανική ύπαιθρο, κυρίως στον Βορρά, και οποίος περιόριζε τον ρόλο της γυναίκας µόνο στο να φροντίζει, να υπακούει και να υπηρετεί τον άντρα. Ο αγώνας όµως κατά της θρησκείας δεν περιορίστηκε µονάχα σε αυτές τις περιπτώσεις αλλά στράφηκε γενικώς ενάντια σε κάθε µορφής πίστης.
Την ιδεολογική καθοδήγηση του γυναικείου κινήµατος ανέλαβε προσωπικά ο Χότζα. Για τον Αλβανό ηγέτη το γυναικείο ζήτηµα ήταν καθοριστικό για την θεµελίωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας καθώς όπως δήλωνε οι γυναίκες αποτελούσαν τουλάχιστον το ήµισυ του πληθυσµού και όποιος τις είχε µε το µέρος του ήταν σίγουρο ότι θα επικρατούσε. Γι’ αυτό µε συνεχείς δηµόσιες τοποθετήσεις του, ο Χότζα, ανέλαβε τον ρόλο του πρωτεργάτη της γυναικείας χειραφέτησης ώστε να τις κάνει να αντιληφθούν πόσο επιζήµια ήταν γι’ αυτές η θρησκεία και πόσο απαραίτητο ήταν να βρεθούν κοντά στο Κόµµα.
Ο Χότζα είχε αναφερθεί και κατά το παρελθόν για τον επιζήµιο ρόλο της θρησκείας στην γυναικεία χειραφέτηση. Ήδη από το 1955 είχε διατυπώσει πως «οι Κανόνες της Σαρία και της Εκκλησίας, που συνδέονται στενά µε τους αστικούς νόµους, αντιµετώπιζαν τις γυναίκες ως εµπόρευµα, ως αντικείµενο που πουλούσαν και αγόραζαν οι αρσενικοί [...] όπως ακριβώς η µπουρζουαζία µεταµόρφωσε τον εργάτη σε προλετάριο της έτσι και οι βάρβαροι, απαρχαιωµένοι κανόνες της Σαρία και την Εκκλησίας, ο φεουδαλισµός και η µπουρζουαζία υποβίβασαν την γυναίκα σε προλετάριο του άνδρα.» Η διαφορά όµως ήταν πως κατά το παρελθόν η αντιθρησκευτική προπαγάνδα που ασκούσε το Κόμμα Εργασίας. προσπαθούσε να µην προκαλεί τις θρησκευτικές ευαισθησίες του λαού, ενώ αντίθετα σ’ αυτή την περίπτωση και µε βάση και τις δηλώσεις της 6ης Φεβρουαρίου, ο αντιθρησκευτικός αγώνας έπρεπε να είναι δυναµικός και ανυποχώρητος.
Στις 15 Ιουνίου 1967 ο Χότζα απήφθυνε έναν µακροσκελή λόγο στην 2η ολοµέλεια της κεντρικής επιτροπής του Κόμματος Εργασίας. µε θέµα «To πρόβληµα της Αλβανίδας γυναίκας».
Κατά την διάρκεια του λόγου του αναφέρθηκε επανειληµµένα στο ζήτηµα της θρησκείας, η οποία όπως ανέφερε την υποβιβάζει και την αντιµετωπίζει όπως ακριβώς η µπουρζουαζία. Για την τεκµηρίωση των επιχειρηµάτων του χρησιµοποίησε και αποµονωµένες φράσεις, παρµένες από την παράδοση του Χριστιανισµού, οι οποίες κατά την άποψη του καταφέρονταν εναντίον της γυναίκας: «Βρήκα γυναίκα πιο πικρή από το θάνατο λέει ο Εκκλησιαστής, ενώ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος έχει άλλη γνώµη. Λέει: Ανάµεσα στα άγρια θηρία δεν µπορείς να βρεις ένα πιο επιβλαβές από τη γυναίκα. Ο Άγιος Θωµάς ο Ακινάτης, ο θεολόγος και φιλόσοφος ο οποίος ήταν ένας από τους σηµαντικότερους φιλοσόφους της µεσαιωνικό σκοταδισµό, υποστήριξε την άποψη και προφήτευσε ότι η µοίρα της γυναίκας είναι να ζει κάτω από τη φτέρνα του άνδρα [...]».
Καθ’όλη την διάρκεια του 1967 ο Χότζα ζητούσε από τα κοµµατικά στελέχη να µην δείχνουν υπερβολικό ζήλο στις αθεϊστικές εκδηλώσεις και συνιστούσε σύνεση: «Σε αυτό το θέµα βία, υπερβάλλουσες ή αυθαίρετες ενέργειες πρέπει να καταδικαστούν. Εδώ είναι απαραίτητο να χρησιµοποιηθεί η πειθώ και µόνο η πειθώ, πολιτική και ιδεολογική εργασία, έτσι ώστε το έδαφος να προετοιµάζεται για κάθε συγκεκριµένη ενέργεια ενάντια στη θρησκεία.»
«Σε καµία περίπτωση δεν πρέπει να βλάψουµε τα συναισθήµατα των ανθρώπων κατεδαφίζοντας έναν µιναρέ που, εάν δεν καταστρέφεται σήµερα, θα καταστραφεί το άλλο έτος, όταν οι άνθρωποι πειστούν για το άχρηστο των θρησκευτικών πεποιθήσεων.»
Παρόλες τις «παραινέσεις» του Χότζα η αντιθρησκευτική εκστρατεία εκδηλώθηκε
µε πρωτοφανή ζήλο ενάντια σε οτιδήποτε είχε σχέση µε την θρησκεία. Κατά την περίοδο αυτή τουλάχιστον 2169 κτίρια όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων έκλεισαν. Οι περισσότεροι ναοί γκρεµίστηκαν ή µετατράπηκαν σε πολιτιστικά κέντρα, γυµναστήρια, στάβλους και αποθήκες. ∆ιασώθηκαν µόνο όσοι παρουσίαζαν αρχιτεκτονικό ή ιστορικό ενδιαφέρων και διατηρήθηκαν ως µνηµεία πολιτιστικής κληρονοµιάς.
Το καθεστώς δεν στράφηκε όµως µόνο εναντίον της δηµόσιας λατρείας αλλά και ενάντια σε κάθε µορφή ατοµικής εκδήλωσης πίστης. Οι πιστοί υποχρεώθηκαν να παραδώσουν όσες εικόνες, ιερά βιβλία ή κειµήλια είχαν στο σπίτι τους. Όποιος αρνιόταν απειλούταν µε φυλάκιση.
Για σχεδόν 10 µήνες η αντιθρησκευτική εκστρατεία συνεχίζονταν παρότι δεν δικαιολογούταν από κανένα νοµικό πλαίσιο, καθώς το Σύνταγµα και οι νόµοι του κράτους διακήρυσσαν ακόµη το ελεύθερο δικαίωµα της πίστης.
Στις 13 Νοεµβρίου η Αλβανική Λαϊκή Βουλή εξέδωσε το ∆ιάταγµα 4337 µε το οποίο ατονούσε η ισχύς όλων των προηγούµενων ∆ιαταγµάτων που αφορούσαν που αφορούσαν την λειτουργία των τεσσάρων θρησκευτικών κοινοτήτων.
∆ΙΑΤΑΓΜΑ
Περί ατονίας της ισχύος ενίων ∆ιαταγµάτων Βάσει του άρθρου 58, εδάφ. 6, του Συντάγµατος Προτάσει της Κυβερνήσεως
Το Προεδρείον της Λαϊκής Βουλής
της Λαϊκής δηµοκρατίας της Αλβανίας απεφάσισε
Άρθρον 1
Του ∆ιατάγµατος υπ’ αριθµ. 743 και από 26-11-1949 «Περί θρησκευτικών Κοινοτήτων», ως ετροποποιήθη δια του ∆ιατάγµατος υπ’ αριθµ. 3660 και από 10-4-1963 του ∆ιατάγµατος υπ’ αριθµ. 1064 και από 4-5-1950 «Περί εγκρίσεως του καταστατικού της Αλβανικής Μουσουλµανικής Κοινότητας»˙ του διατάγµατος υπ’ αρίθµ. 1065 και από 4-5-1950 «Περί εγκρίσεως του καταστατικού της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας» του ∆ιατάγµατος υπ’ αριθµ. 1066 και από 4-5-1950 «Περί εγκρίσεως του Καταστατικού της Κοινότητος των Αλβανών Μπεκτασήδων»˙ του ∆ιατάγµατος υπ’ αρίθµ. 1322 και από 30-7-1951 «Περί εγκρίσεως του Καταστατικού της Καθολικής Εκκλησίας της Αλβανίας» ατονεί η ισχύς.
Άρθρον 2
Το παρόν διάταγµα τίθεται εν ισχύι αυθωρεί.
Τίρανα τη 13η Νοεµβρίου 1967
∆ια το Προεδρείων της Λαϊκής Βουλής της Λαϊκής δηµοκρατίας της Αλβανίας
Ο Γραµµατεύς Ο Πρόεδρος
Μπιλµπίλ Κλόσι Χατζή Λέσι.
Στις 30 Νοεµβρίου 1967 η Αλβανική Κυβέρνηση ανακοίνωσε επισήµως πως η Αλβανία ήταν το πρώτο αθεϊστικό κράτος στον κόσµο.
Μέχρι την έκδοση του ∆ιατάγµατος 4337 και παρότι η θρησκεία ήταν ήδη υπό διωγµό, οι ιερείς παρέµεναν τυπικά στην θέση τους. Η κατάργηση όµως των καταστατικών τους αφαίρεσε κάθε θεσµικό ρόλο στην αλβανική κοινωνία καθώς επίσης και κάθε δικαίωµα. Ο ρόλος της ιεροσύνης θεωρήθηκε αντεθνικός και αντιπαραγωγικός, γι’ αυτό και δεν αναγνωρίστηκαν στους περισσότερους ιερείς συντάξιµα χρόνια µε συνέπεια ακόµη και όσοι βρίσκονταν σε προχωρηµένη ηλικία να είναι αναγκασµένοι να εργάζονται. Οι ιερείς απασχολούνταν συνήθως σε βαριές χειρονακτικές εργασίες, µιας και το καθεστώς πίστευε πως έπρεπε να λερώσουν τα χέρια τους για να εξαγνίσουν το αντιδραστικό τους πνεύµα και για να προσεγγίσουν δια µέσο της εργασίας τις µάζες.
Όσοι ιερείς αρνούνταν να παραδώσουν τα άµφια τους ή εκτελούσαν κρυφά ιερατικά καθήκοντα τιµωρούνταν µε φυλακίσεις, εξορίες και καταναγκαστική εργασία. Οι αντιδρώντες προέρχονταν κυρίως από τους χώρους των ορθοδόξων και των καθολικών, ενώ αντίθετα οι µουσουλµάνοι φάνηκαν αρκετά πιο συνεργάσιµοι και σε πολλές περιπτώσεις παρέδιδαν τους ναούς τους και τα ράσα τους οικειοθελώς.
Η αθεϊστική εκστρατεία δεν περιορίστηκε µετά το κλείσιµο των ναών και την αποποµπή των ιερέων αλλά συνεχίστηκε εντατικά και στράφηκε ενάντια σε οτιδήποτε παρέπεµπε στην θρησκεία επηρεάζοντας κάθε τοµέα της κοινωνικής ζωής.
Στην Σκόδρα, την πρωτεύουσα των Καθολικών, ιδρύθηκε το Μουσείο Αθεΐας. Ανάµεσα στα εκθέµατα υπήρχαν κίβδηλα λείψανα αγίων, επιστολές διεφθαρµένων ιερέων και άλλα στοιχεία, τα οποία σύµφωνα µε το καθεστώς αποδείκνυαν την επιζήµια δράση της θρησκείας έναντι του αλβανικού λαού. Τους τοίχους του µουσείου κοσµούσαν επιγραφές µε αποφθέγµατα παρµένα από την µαρξιστική φιλοσοφία και την αλβανική εθνικιστική παράδοση που ενίσχυαν την αντιθρησκευτική επιχειρηµατολογία και προπαγάνδα.
Από το στόχαστρο της αντιθρησκευτικής καµπάνιας δεν γλίτωσαν ούτε και οι τέχνες και ο πολιτισµός, καθώς ακόµη και οι µεγάλοι πνευµατικοί καθοδηγητές της Αλβανικής Αναγέννησης -πρόσωπα που και ο ίδιος ο Χότζα θαύµαζε- όπως ο Ναΐµ Φρασέρι, ο Ντρε Μιέντα κ.α. λογοκρίθηκαν. Ο Χότζα αν και αναγνώριζε την προσφορά τους, τόνιζε πως τα έργα τους ανεξαρτήτως της λογοτεχνικής τους αξίας, δεν θα έπρεπε να µένουν στο απυρόβλητο καθώς ήταν επηρεασµένα από θρησκευτικές και ιδεαλιστικές αντιλήψεις που δεν ταίριαζαν στην υλιστική θεωρία του Μαρξισµού. Έτσι τα περισσότερα κείµενα της κλασικής αλβανικής λογοτεχνίας απαγορευτήκαν πλήρως στις µικρότερες τάξεις, ενώ στις µεγαλύτερες επιτράπηκαν µόνο υπό το πρίσµα της Μαρξιστικής-Λενινιστικής κριτικής. Στο ίδιο πλαίσιο λογοκρίθηκαν και όσα κλασικά έργα της παγκόσµιας λογοτεχνίας θεωρήθηκαν ιδεαλιστικά ή έργα της µπουρζουαζίας.
Οι δράσεις εναντίον της θρησκείας και κυρίως όσον αφορά τις τέχνες και τα γράµµατα δηµιουργούσε ένα τεράστιο πολιτιστικό κενό που ανέβαζε τις απαιτήσεις των µαζών για πνευµατική τροφή. Το καθεστώς επιχείρησε να καλύψει της ανάγκες του αλβανικού λαού για πνευµατική καλλιέργεια µε έργα του λεγόµενου σοσιαλιστικού ρεαλισµού, τα οποία υπερτόνιζαν τα ιδανικά και τις αξίες που προωθούσε ο Χότζα. Όπως δήλωνε ο ίδιος ο Αλβανός ηγέτης δεν θα είχε κανένα νόηµα η αντιθρησκευτική προπαγάνδα αν επέτρεπαν βιβλία µε αντίθετα µηνύµατα απλά γιατί τα έγραψαν σπουδαίοι συγγραφείς καθώς έτσι θα γκρέµιζαν την νύχτα ότι έχτιζαν την ηµέρα.
Από τα λογοτεχνικά έργα αυτού του είδους δεν έλειπαν και οι αναφορές ενάντια στην θρησκεία. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί αυτό του διασηµότερου Αλβανού συγγραφέα Ισµαήλ Κανταρέ, ο οποίος κατά την κορύφωση της αθεϊστικής εκστρατείας το 1968 συνέγραψε το διήγηµα «Ο Γάµος» που υιοθετούσε όλη την αντιθρησκευτική προπαγάνδα του Κόμματος Εργασίας για την θέση της γυναίκας στην κοινωνία και στον γάµο σύµφωνα µε τις θρησκευτικές αντιλήψεις και την αντιπαρέβαλε µε την χειραφέτηση που της προσέφερε το κοµµουνιστικό κόµµα στην σύγχρονη βιοµηχανική Αλβανία.
Ο «σοσιαλιστικός» γάµος δεν ήταν παρά µόνο µία κοσµική εκδήλωση που πραγµατοποιούνταν συνήθως σε κάποια πλατεία ή πολιτιστικό κέντρο και όπου οι νεόνυµφοι υπόγραφαν ενώπιον του Προέδρου του τοπικού Λαϊκού Συµβουλίου τα απαραίτητα έγγραφα, ενώ στην συνέχεια ακολουθούσε γλέντι. Σηµαντικό στοιχείο εκµηδένισης της θρησκευτικής πίστης αποτελούσαν οι µικτοί γάµοι νέων διαφορετικών θρησκευτικών οµολογιών τους οποίους προωθούσε συστηµατικά το καθεστώς.
Το καθεστώς προσπάθησε να εξαλείψει τις θρησκευτικές καταβολές και από τα ονοµατεπώνυµα των Αλβανών. Καθώς όµως η ανταπόκριση στις παραινέσεις του προς τους γονείς να µην δίνουν θρησκευτικά στα παιδιά τους, ήταν µικρή, η κυβέρνηση εξέδωσε το ∆ιάταγµα 5339/23.9.1975 «Περί αλλαγής ακατάλληλων ονοµάτων και επωνύµων». Με το νέο διάταγµα όσοι πολίτες είχαν ακατάλληλα ονόµατα ή επίθετα ως προς την πολιτική ιδεολογία του Κόμματος ήταν υποχρεωµένοι να τα αλλάξουν. Το µέτρο στράφηκε κυρίως εναντία στα Χριστιανικά ονόµατα. Αντίθετα πολλά µουσουλµανικά θρησκευτικά ονόµατα -όπως ήταν και το επίθετο του Χότζα- εξαιρέθηκαν παρότι ήταν θρησκευτικής προέλευσης. Παράλληλα απαγορεύονταν στους υπαλλήλους των ληξιαρχείων να καταχωρούν στα µητρώα νεογνά µε ακατάλληλα ονόµατα. Οι γονείς ήταν υποχρεωµένοι να επιλέγουν ονόµατα από καταστάσεις που είχε εγκρίνει η κυβέρνηση.
Την ίδια περίοδο µε απόφαση του Προεδρείου της Λαϊκής Βουλής αντικαταστάθηκαν και όσα τοπωνύµια θεωρήθηκαν αντίθετα στην κρατική ιδεολογία. Ανάµεσα σε αυτά συµπεριλαµβάνονταν τα ονόµατα 6 χωριών της Επαρχίας των Αγίων Σαράντα και δεκατριών της Επαρχίας Κορυτσάς. Ενδεικτικά οι Άγιοι Σαράντα µετονοµάστηκαν σε Σαράντι, το χωριό Άγιος Βασίλειος σε Χότζαϊ, το χωριό Σταυρός σε Λιαµπό και η Αγία Παρασκευή σε Σινεπρέµτε.
Μεγάλο βάρος δόθηκε από το καθεστώς και στο επίπεδο της εκπαίδευσης. Η νεολαία έγινε ο κυριότερος αποδέκτης της αθεϊστικής εκστρατείας που σκόπευε στην δηµιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου χωρίς οπισθοδροµικές θρησκευτικές αντιλήψεις. Το σχολείο σ’ αυτή την περίπτωση µετατράπηκε σε βασικό φορέα της αθεϊστικής προπαγάνδας. Γι’ αυτό τον λόγο στα σχολικά εγχειρίδια υπήρχαν πλείστες αναφορές στις οδυνηρές επιδράσεις της θρησκείας: «Η θρησκεία στάθηκε πάντα στο πλευρό των εκµεταλλευτριών τάξεων, για την καταπίεση του εργαζόµενου λαού. Οι παπάδες, οι δεσποτάδες, οι χοτζάδες, φοβίζοντας τους ανθρώπους µε τους ανύπαρκτους θεούς και δαίµονες, καλλιεργώντας σε αυτούς κάθε λογής προλήψεις και δεισιδαιµονίες, είχανε σαν σκοπό να τους κρατούνε σε υποταγή, µη σηκωθούνε ενάντια στους πλούσιους, τους τυράννους, που τους εκµεταλλεύονται άσπλαχνα και τους είχαν σκλάβους. Από τη άλλη µεριά τούτοι οι υπηρέτες της θρησκείας που καµώνονταν τον "άγιο" δεν δίσταζαν να κάµουν τις βρώµικες πράξεις, να κλέβουν, να ληστεύουν, να ατιµάζουν, να γελούνε κτλ. Μία απ' αυτές τις βρώµικες απατεωνίστικες πράξεις ήταν και τα "φυλαχτά" των χοτζάδων, οι εξορκισµοί των παπάδων, που γελούσαν τους απλοϊκούς ανθρώπους πως θα τους σώσουν, ενώ στην πραγµατικότητα τους έγδερναν.»
Μπορεί το Κ.Ε.Α. να ισχυρίζονταν πως αγωνίζονταν ενάντια σε µερικές βλαβερές και οπισθοδροµικές συνήθειες, αντιλήψεις και προλήψεις, όµως ουσιαστικά αυτό που πάσχιζε να πετύχει ήταν να αντικαταστήσει την λατρεία της θρησκείας και των αγίων µε την λατρεία του κόµµατος και του δόγµατος που θέσπιζε ο Χότζα. Ουσιαστικά δηλαδή είχαµε έναν αντιθρησκευτικό κοµµουνισµό που κατέστειλε διά της βίας όλες τις θρησκείες εκτός από τον εαυτό του. Ο αλβανικός λαός έπρεπε να νιώθει κάθε στιγµή πως ότι είχε τα χρωστούσε όχι σε κάποια θεία δύναµη αλλά στην πρόνοια του Κόμματος Εργασίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο γράφονταν ποιήµατα και τραγούδια που εξυµνούσαν την ηγεσία του, ενώ η εικόνα του Χότζα δέσποζε σε κάθε κτίριο.
Όπως προαναφέραµε η αθεϊστική εκστρατεία ξεκίνησε µε το κίνηµα των µαθητών του ∆υρραχίου τον Φεβρουάριο του 1967 και επισηµοποιήθηκε από το κράτος µε την έκδοση τους ∆ιατάγµατος 4337 τον Νοέµβριου του ίδιου έτους. Οι διώξεις αυτές ήταν όµως ουσιαστικά αντισυνταγµατικές καθώς ίσχυε ακόµη το αναθεωρηµένο από το 1950 Σύνταγµα του 1946, το οποίο εγγυόταν την ελευθερία της πίστεως. Η συνταγµατική νοµιµότητα αποτελούσε µία µικρή λεπτοµέρεια και ποσώς ενδιέφερε το καθεστώς που συνέχιζε απερίσπαστο τις διώξεις για σχεδόν µία δεκαετία. Η συνταγµατικότητα των διώξεων διευθετήθηκε µε το νέο Αλβανικό Σύνταγµα του 1976 που επικύρωσε τις αντιθρησκευτικές διώξεις. Συγκεκριµένα τα άρθρα που αφορούσαν την θρησκεία ανέφεραν:
Άρθρο 37
Το κράτος δεν αναγνωρίζει καµιά θρησκεία και υποστηρίζει και αναπτύσσει την αθεϊστική προπαγάνδα για να ριζώσει στους ανθρώπους την υλιστική επιστηµονική κοσµοαντίληψη.
Άρθρο 55
Απαγορεύεται η ίδρυση οποιασδήποτε οργάνωσης µε φασιστικό, αντιδηµοκρατικό, θρησκευτικό και αντισοσιαλιστικό χαρακτήρα.
Απαγορεύεται η φασιστική, αντιδηµοκρατική, θρησκευτική, φιλοπόλεµη, αντισοσιαλιστική δράση και προπαγάνδα, καθώς και η υποδαύλιση εθνικού και φυλετικού µίσους.
Στο πλαίσιο του νέου Συντάγµατος προσαρµόστηκε και ο νέος ποινικός κώδικας ο οποίος προέβλεπε πώς: «Η φασιστική, αντιδηµοκρατική, θρησκευτική, φιλοπολεµική ή αντισοσιαλιστική προπαγάνδα, όπως επίσης η προετοιµασία, διανοµή ή η κατοχή µε πρόθεση την διάθεση συγγραµµάτων µε τέτοιο περιεχόµενο µε σκοπό να αποδυναµώσουν ή να υπονοµεύσουν το καθεστώς της δικτατορίας του προλεταριάτου, τιµωρείται µε στέρηση της ελευθερίας από 3 έως και 10 έτη. Οι ίδιες πράξεις όταν πραγµατοποιούνται σε περίοδο πολέµου ή όταν προκαλούν ιδιαιτέρως σοβαρές συνέπειες τιµωρούνται µε στέρηση της ελευθερίας όχι για λιγότερο από 10 έτη ή µε θάνατο».
Αυτή την περίοδο ο Χότζα πίστευε πως η επικράτηση της αθεϊστικής εκστρατείας ήταν ολοκληρωτική και µετέφραζε τις ελάχιστες αντιδράσεις που σηµειώθηκαν εναντίον της ως στοιχείο της χαλαρής σχέσης που είχαν από την φύση τους οι Αλβανοί µε την θρησκεία και που εξηγούταν από τον στίχο του Πάσκο Βάσα πως η θρησκεία των Αλβανών ήταν ο Αλβανισµός. Παρόλα αυτά δεν ήταν διατεθειµένος να χαλαρώσει σε καµία περίπτωση την στάση του καθεστώτος καθώς πίστευε πως ο κίνδυνος συνέχιζε να ελλοχεύει και πως η ολοκληρωτική εξαφάνιση του θρησκευτικού φαινοµένου θα χρειαζόταν δεκαετίες.
Μετά την διάρρηξη των σχέσεων της Αλβανίας και µε την Κίνα ο Χότζα κατήγγειλε τις ιδέες της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο, τις οποίες χαρακτήρισε αντιµαρξιστικές και διακήρυσσε πως η Αλβανία ήταν η µόνη χώρα στον κόσµο που παρέµενε πιστή στις αρχές του µαρξισµού-Λενινισµού κάτι που έδινε στον ίδιο την θέση του διάδοχου της κληρονοµιάς του έργου των Μαρξ-Ένγγελς-Λένιν και Στάλιν. Παρά όµως την καταδίκη της Πολιτιστικής Επανάστασης ο Χότζα όχι µόνο δεν άλλαξε την στάση του έναντι της θρησκείας αλλά αντίθετα ανέδειξε την αθεϊστική εκστρατεία ως κύριο αποδεικτικό στοιχείο της ορθότητας του Αλβανικού µαρξισµού.
Η περίοδος αυτή ήταν µία έντονη συγγραφική περίοδος για τον Αλβανό ηγέτη κατά την οποία συνέγραψε το µεγαλύτερο µέρος των θεωρητικών έργων, µε την οποία στρέφονταν ενάντια στους ρεβιζιονιστές του Πεκίνου και της Μόσχας, στους Τιτοϊκούς ρεφορµιστές του Βελιγραδίου αλλά και στους λεγόµενους Ευρωκοµουνιστές που είχαν εµφανιστεί στο πολιτικό προσκήνιο σε χώρες της ∆υτικής Ευρώπης.
Ανάµεσα στα επιχειρήµατα που χρησιµοποιούσε ο Χότζα για να αποδείξει τον εκτροχιασµό αυτών των Κοµµουνιστικών πολιτικών ρευµάτων από τις ορθές Μαρξιστικές αρχές ήταν και αυτό της στάσης που κρατούσαν έναντι της θρησκείας. Και αυτό γιατί όπως έλεγε «Η ταξική πάλη για την οικοδόµηση του σοσιαλισµού δεν µπορεί να είναι ξεχωριστή από την πάλη ενάντια στην θρησκεία.» Η αθεΐα λοιπόν παρουσιάζονταν ως ένα αποδεικτικό συστατικό για την επιβολή του Κοµµουνισµού και καθώς η Αλβανία ήταν η µόνη χώρα που την είχε θεσµοθετήσει αναδεικνύονταν από το Χότζα ως η µόνη πραγµατικά κοµµουνιστική χώρα στον κόσµο .
Ο Χότζα ισχυριζόταν πως στις ρεβιζιονιστικές χώρες όπως η Σοβιετική Ένωση δηµιουργούταν µία νέα τάξη καπιταλιστών που δρούσαν εις βάρος του προλεταριάτου. Απόδειξη αυτής της νέας τάξης αποτελούσε η ανοχή που επιδεικνυόταν έναντι της θρησκείας και η επαναδραστηριοποίηση της µε την ελεύθερη λειτουργία ναών και τεµένων. Ανάλογες βολές εξαπέλυε και για την ανεκτικότητα που χαρακτήριζε τη Γιουγκοσλαβίας όπου υποστήριζε πως η θρησκεία στην χώρα δηλητηρίαζε τις µάζες όπως ακριβώς στις καπιταλιστικές χώρες.
Ακόµη ισχυρότερες ήταν οι βολές προς τον µέχρι πρότινος σύµµαχο του Μάο του οποίου ιδέες, όπως έλεγε ο Αλβανός ηγέτης, δεν ήταν Μαρξιστικές αλλά ένα αµάγαλµα αναρχισµού, τροτσκισµού και τιτοϊσµού σε συνδυασµό µε τον κινέζικο εθνικισµό, τον κοµφουκιανισµό και τον βουδισµό. H Κίνα όπως έλεγε ο Χότζα δεν βρίσκονταν στον δρόµο του επιστηµονικού Μαρξισµού καθώς δεν καταπολεµούνταν οι οπισθοδροµικές αντιλήψεις και η θρησκεία είχε ακόµη επιρροή και συνέχιζε να προπαγανδίζεται στην χώρα. Το ειρωνικότερο όλων όµως ήταν πως κατηγορούσε τους Κινέζους λέγοντας ότι είχαν θεοποιήσει τον Μάο και ότι είχαν θεσµοθετήσει µία µορφή θρησκευτικής λατρείας προς το πρόσωπο του, παραβλέποντας εντελώς τις ανάλογες εκδηλώσεις λατρείας που απολάµβανε ο ίδιος στην Αλβανία!
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω πως ο αντιθρησκευτικός αγώνας γινόταν κεντρικό σηµείο της ιδεολογικής προπαγάνδας του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας. Αυτό γινόταν κυρίως για εσωτερική κατανάλωση και για να κατευναστούν οι όποιες ενστάσεις υπήρχαν ακόµη στον αλβανικό λαό για την θρησκευτική πολιτική της χώρας. Μη ξεχνάµε πως η χώρα πλέον βρίσκονταν σε απόλυτη αποµόνωση και ήταν απαραίτητο για τον Χότζα να αναδείξει τις ιδεολογικές διαφορές µε τα υπόλοιπα κοµµουνιστικά κράτη ώστε να δικαιολογείται και η επιλογή του µοναχικού δρόµου. Η θρησκευτική µεταρρύθµιση επίσης ήταν µία από τις ελάχιστες αν όχι η µοναδική περίπτωση που η Αλβανία είχε προχωρήσει περισσότερο απ’ ότι τα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κράτη κάτι που επέτρεπε στον Χότζα να µιλά κατά κάποιο τρόπο από θέση ισχύος. Έτσι εξηγείται και η σύνδεση Σοσιαλισµού και αθεΐας αλλά και οι εκτός πραγµατικότητας υπερβολές όσον αφορά τις ελευθερίες που απολάµβανε η θρησκεία στην Σοβιετική Ένωση.
Αντίθετα σε περιπτώσεις που δεν αφορούσαν άµεσα την Αλβανία και δεν την επηρέαζαν πολιτικά ο Χότζα εµφανίζονταν αρκετά πιο διαλλακτικός έναντι του θρησκευτικού ζητήµατος. Μία τέτοια περίπτωση ήταν αυτή της Ιρανικής Επανάστασης την οποία ο Χότζα υποστήριζε καθώς πίσω από τον αρνητικό θρησκευτικό της µανδύα που κρατούσε στο σκοτάδι το προλεταριάτο, διέκρινε έναν ταξικό και αντιιµπεριαλιστικό χαρακτήρα. Ο Χότζα διέκρινε θετικά στοιχεία ακόµη και στον Χοµεϊνί, για τον οποίο δήλωνε πως παρότι ήταν αφοσιωµένος θρησκευτικός ηγέτης, ιδεαλιστής και ίσως φανατικός, ταυτόχρονα συµβιβάζονταν και ενώνονταν µε το επαναστατικό πνεύµα του ιρανικού λαού. Γι’ αυτό και καλούσε τους Μαρξιστές- Λενινιστές της χώρας να µην υιοθετούν αντιθρησκευτικές θέσεις γιατί δεν ήταν προς όφελος του λαού να περιµένουν πρώτα να εξαλειφθεί η θρησκεία και µετά να γίνει η επανάσταση. Αντίστοιχη συµπάθεια εξέφραζε ο Χότζα και για τους Μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν που πολεµούσαν εναντίον της Σοβιετικής εισβολής που ξεκίνησε τον ∆εκέµβριο του 1979. Βέβαια σ’ αυτές τις περιπτώσεις υποστήριζε πως δεν ήταν η θρησκεία αυτή που ξεσήκωνε τον κόσµο αλλά η καταπίεση, όµως έκανε µια σαφή διάκριση µεταξύ Ισλάµ και Χριστιανισµού λέγοντας πως ο µουσουλµανισµός εξέφραζε µια επαναστατική στάση έναντι του ιµπεριαλισµού την οποία αντίθετα ο καθολικισµός κατέπνιγε.
Το τέλους της δεκαετίας του ‘70 και τον αρχών της δεκαετίας ‘80 σηµατοδότησε µία περίοδο που χαρακτηρίστηκε από την ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινότητας για το ζήτηµα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωµάτων στην Αλβανία. Στην κίνηση αυτή πρωτοστάτησαν Αλβανοί της διασποράς και κυρίως των Η.Π.Α. που αντιδρούσαν για την καταπάτηση των ελευθεριών από την κυβέρνηση του Χότζα. Αρωγοί αυτής της προσπάθειας στάθηκαν τόσο ο ορθόδοξος Επίσκοπος των Αλβανών της Αµερικής Μάρκος Λίππα όσο και ο Ρωµαιοκαθολικός Καρδινάλιος Βοστόνης Ουµπέρτο Μεντέιρος, οι οποίοι στις αρχές του 1979 πραγµατοποίησαν µία οικουµενική λειτουργία και απηύθηναν έκκληση στην κοινή γνώµη να τερµατιστούν οι διώξεις στα ζητήµατα θρησκευτικής πίστης στην Αλβανία. Οι δύο εκκλησιαστικοί ηγέτες επανήλθαν και σχεδόν δύο χρόνια αργότερα στο ζήτηµα όπου απέστειλαν κοινή διαµαρτυρία προς την Αλβανική κυβέρνηση µε την οποία ζητούσαν να κατοχυρωθούν τα ανθρώπινα δικαιώµατα και το θεµελιώδες δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας.
Το ίδιο διάστηµα παρουσιάστηκε έντονη κινητοποίηση και από Ελληνικής πλευράς. Στις 7 Νοεµβρίου 1981, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας εξέδωσε ψήφισµα απευθυνόµενη προς το Οικουµενικό Πατριαρχείο, τις ορθόδοξες Εκκλησίες, το Παγκόσµιο Συµβούλιο Εκκλησιών, τον Ο.Η.Ε. και την παγκόσµια κοινή γνώµη, µε το οποίο ζητούσε την κατάπαυση των διωγµών, το σεβασµό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και την αποκατάσταση των θρησκευτικών ελευθεριών. Παράλληλα µε το ίδιο κείµενο έκανε έκκληση προς τον ορθόδοξο Ελληνικό λαό να εκφράσει την διαµαρτυρία του προς πάσα κατεύθυνση για την αποδέσµευση των Βορειοηπειρωτών από την καταπίεση.
Η πρωτοβουλία της Ελλαδικής Εκκλησίας βρήκε θερµή ανταπόκριση και πραγµατοποιήθηκαν δεκάδες συγκεντρώσεις έξω από την Αλβανική πρεσβεία στην Αθήνα, ενώ τα επόµενα δύο χρόνια οι διαµαρτυρίες εκφράστηκαν πραγµατικά προς πάσα κατεύθυνση ξεκινώντας στις 30 ∆εκεµβρίου 1981 από το Ευρωκοινοβούλιο και καταλήγοντας στις αρχές του 1984 στην Αµερικανική Γερουσία.
Η Ελλάδα όµως δεν ήταν η µόνη χώρα που έθεσε το ζήτηµα των ανθρωπίνων δικαιωµάτων των µειονοτήτων στην Αλβανία καθώς και η Γιουγκοσλαβία ασκούσε κριτική για το ίδιο ζήτηµα ως απάντηση στις βολές που δεχόταν εκείνο το διάστηµα από τον Χότζα για τις συνθήκες διαβίωσης των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου.
Στις δραστηριότητες αυτές ο Χότζα απάντησε µε έντονο ύφος και τις χαρακτήρισε, όπως ήταν αναµενόµενο, ως µια συνοµωσία του Ελληνικού κλήρου και των Γιουγκοσλάβων σωβινιστών µε την υποστήριξη αµερικάνικών αντιδραστικών κύκλων που ήθελαν να πλήξουν το καθεστώς. Ο Αλβανός ηγέτης ανέφερε ακόµη πώς οι µειονότητες απολάµβαναν τα ίδια δικαιώµατα µε τον υπόλοιπο αλβανικό λαό ενώ για το ζήτηµα των θρησκευτικών ελευθεριών παρέµενε αδιάλλακτος και τις χαρακτήριζε ως πρόφαση για αντεθνική δράση κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας Αλβανίας. Συγκεκριµένα είπε: «Όσο για το ζήτηµα της θρησκείας, οι παπάδες της Αθήνας, του Βατικανού ή όποιου άλλου κέντρου, πρέπει να ξέρουν καλά ότι στη σοσιαλιστική Αλβανία έχει βασιλέψει µια για πάντα ο καιρός της θρησκείας και τον εκκλησιών. Όποιος επιθυµεί, ας πιστέψει µέσα του, αλλά να έχει θρησκευτικό ίδρυµα εδώ στην Αλβανία, να έχει εκκλησία, σαν "βασίλειο" ξεχωριστό µέσα στο κράτος και την δηµοκρατία µας για να αποκαταστήσει και να οργανώνει κατασκοπευτικές συνδέσεις µε την καθολική, την ελληνική, την σέρβικη αντίδραση κτλ αυτό εµείς δεν το επιτρέπουµε όχι µόνο η αµερικανική γερουσία να σηκωθεί στο πόδι, αλλά και όλη η Αµερική.»
Την Αλβανία υπερασπίστηκε γι αυτό το ζήτηµα το 1988 στον Ο.Η.Ε., ο Αλβανός αντιπρόσωπος της χώρας Bashkim Pitarka ο οποίος ισχυρίστηκε ότι: «Υπάρχει πλήρης ελευθερία συνείδησης στην Αλβανία. Το θέµα της θρησκευτικής πίστης στην Αλβανία θεωρείται επίσης ως δικαίωµα, ένα ιδιωτικό ζήτηµα που είναι ένα προσωπικό θέµα συνείδησης. O Αλβανικός λαός µε την δική του ελεύθερη βούληση και χωρίς καµία εξωτερική επιρροή, αποφασίζουν για τον εαυτό τους για την στάση που θα κρατήσουν έναντι των θρησκευτικών ιδρυµάτων. Στην Αλβανία, κανένας δεν µπορεί να αναγκάσει τους ανθρώπους να πιστεύουν στο Θεό ή να εκτελούν θρησκευτικές ιεροτελεστίες. Αυτό δεν σηµαίνει, εντούτοις, ότι οι ένθεοι δεν εκτελούν αυτές τις ιεροτελεστίες. Τελικά, αυτό είναι ένα προσωπικό και οικογενειακό θέµα. Κανένας δεν διώκεται στην Αλβανία για τα θρησκευτικά του πιστεύω.[...] Το Σύνταγµα και η ισχύουσα νοµοθεσία στην Αλβανία δεν θεσπίζει ούτε την προστασία της θρησκείας ούτε την καταστολή της µε διοικητικά µέτρα. Το σοσιαλιστικό µας Κράτος εγγυάται την ελευθερία συνειδήσεως, δεν προστατεύει την θρησκεία αλλά ούτε έχει επιτρέψει ποτέ χυδαίες διοικητικές παραβάσεις επάνω στις θρησκευτικές ευαισθησίες αυτών που πιστεύουν.
Η Σοσιαλιστική δικαιοσύνη στην Αλβανία καταδίκασε αυτούς που κάτω από την προστασία την θρησκείας και των θρησκευτικών τελετών, έδρασαν ενάντια στην δύναµη του λαού, συνεργάστηκαν µε κατοχικές δυνάµεις και προδότες, τροµοκράτες και Φασίστες [...]».
Τον Χότζα διαδέχθηκε ο Ραµίζ Αλία ο οποίος ουσιαστικά συνέχισε σε γενικές γραµµές την πολιτική που χάραξε ο προκάτοχος του. Ο ίδιος ο Αλία εκ των υστέρων ανέφερε πως είχε την πρόθεση να προβεί σε δηµοκρατικές µεταρρυθµίσεις, οι οποίες όµως προχωρούσαν πολύ αργά καθώς τον εµπόδιζε σ’ αυτό η λατρεία προς τον Χότζα και ο δογµατισµός µίας µερίδας της ηγεσία του Κόμματος Εργασίας µε την οποία φοβόταν να έρθει σε ρήξη.
Όσον αφορά το ζήτηµα της θρησκείας ο Αλία προσπαθούσε να εµφανιστεί σκληρός και δήλωνε: «Καµία παραχώρηση δεν πρέπει να γίνει στην αστική ιδεολογία σε οποιοδήποτε τοµέα.[...] Καµία παραχώρηση δεν πρέπει να γίνει στη θρησκευτική ιδεολογία. Υιοθετούµε αυτήν την στάση όχι µόνο ως συνειδητά άθεοι, αλλά και για να υπερασπίσουµε την ενότητά µας ως λαός.»
Παρόλα αυτά σηµειώθηκε µία µικρή πρόοδος καθώς επιτράπηκε σε ορισµένους θρησκευτικούς παράγοντες από το εξωτερικό να επισκεφθούν την Αλβανία. Τον Νοέµβριο του 1986, ο ∆ρ. και η κα E. Jacques, ευαγγελικοί ιεραπόστολοι που είχαν υπηρετήσει στο σχολείο της αµερικανικής αποστολής στην Κορυτσά από το 1932 ως το 1940, έλαβαν βίζα για µια δέκα ηµερών επίσκεψη. Μεταξύ του Ιουλίου και του Σεπτεµβρίου του 1988, τρεις Αλβανοί κληρικοί από εξωτερικό επισκέφτηκαν την Αλβανία για µικρές περιόδους. Ήταν ο Αιδεσιµότατος Α. Ε. Liolin, γεννηµένος στις Η.Π.Α. επικεφαλής της αλβανικής ορθόδοξης επισκοπής στην Αµερική, ο οποίος ήταν ο πρώτος κληρικός από το 1967 που επισκέφτηκε και περιόδευσε στη χώρα µε ράσα. Χοροστάτησε σε προσευχές σε διάφορες περιπτώσεις στα νεκροταφεία και του επιτράπηκε επίσης να έχει µαζί του ένα προσωπικό αντίγραφο της Βίβλου κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του. Άλλοι δύο κληρικοί που επισκέφθηκαν την χώρα ήταν ο γεννηµένος στην Αλβανία διευθυντής του αλβανικού ισλαµικού κέντρου στο Ντητρόιτ Αιδεσιµότατος ιµάµης Vehbi Ismail και ο Ιησουίτης πατέρας Ndoc Kelmendi, στον οποίο επιτράπηκε να επισκεφτεί την οικογένειά του κοντά στη Σκόδρα. Η µητέρα Τερέζα επισκέφτηκε την Αλβανία για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1989 και είχε συναντήσεις µε ηγετικά στελέχη του Κόμματος Εργασίας (ανάµεσα τους και η χήρα του Ενβέρ Χότζα Νεζµιγιέ), ενώ ο Αιδεσιµότατος Liolin προσκλήθηκε στη χώρα για µια δεύτερη φορά από τα αλβανικά Υπουργεία πολιτισµού και εξωτερικών υποθέσεων.
Οι επισκέψεις αυτές επιδείκνυαν µια χαλάρωση την στάσης του καθεστώτος όσον αφορά το εξωτερικό και επιτρέπονταν κυρίως για διπλωµατικούς λόγους, όµως ουσιαστικά για τους Αλβανούς δεν άλλαξε τίποτα µιας και συνέχιζαν να διώκονται και να φυλακίζονται για τα θρησκευτικά τους πιστεύω.
Ότι όµως δεν κατάφερε να αλλάξει ο Αλία το άλλαξαν οι εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη και η αντίδραση του αλβανικού λαού. Ήδη από το 1985 ο αέρας της αλλαγής έπνεε στις χώρες του Ανατολικού µπλοκ που άρχισαν να φιλελευθεροποιούνται µε την πολιτική της περεστρόικα που κήρυξε ο ηγέτης της Ε.Σ.Σ.∆. Μιχαήλ Γκορµπατσόφ. Λίγο καιρό αργότερα το 1989, τα κοµµουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης άρχισαν να καταρρέουν κάτω από την κοινωνική πίεση το ένα µετά το άλλο και ο απόηχος αυτής της κατάρρευσης έφθασε µέχρι και την αποµονωµένη Αλβανία µέσω των διεθνών Μ.Μ.Ε.
Κάτω από αυτές τις διεθνείς συνθήκες άρχισαν στις αρχές του 1990 και στην Αλβανία οι αντιδράσεις κατά του καθεστώτος µε συνέχεις απεργίες και διαδηλώσεις. Ο Αλία σε µια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύµατα προσπάθησε να επισπεύσει την διαδικασία φιλελευθεροποίησης του αλβανικού κράτους. Σε µία από τις δηλώσεις του ενώπιον της κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας τον Νοέµβριο του 1990 δήλωνε πως προτίθονταν να αλλάξει τα άρθρα 37 και 55 του Συντάγµατος που αφορούσαν την θρησκευτική πολιτική και πρόσθετε: «Όπως είναι δικαίωµα του καθενός να είναι άθεος, άλλο τόσο δε µπορείς να απαγορεύσεις σε κάποιον να πιστεύει. ∆εν γίνεται να εναντιωθούµε σε αυτούς που θέλουν να κλείσουν οι χώροι θρησκευτικής λατρεία, αλλά δε µπορούµε να αγνοήσουµε και αυτούς που επιθυµούν την επαναλειτουργία τους.»
Οι δηλώσεις του Αλία δεν σήµαιναν πως το κράτος της Αλβανίας έπαυε να είναι αθεϊστικό αλλά πως έπαυε να θεωρείται ποινικό αδίκηµα η έκφραση πίστης και η τέλεση θρησκευτικών τελετών. Αποτέλεσµα τούτου ήταν η επαναλειτουργία των ναών για πρώτη φορά µετά από 24 χρόνια. Οι ίδιοι οι πιστοί ανέλαβαν την όποια αποκατάσταση ήταν δυνατόν και οι ελάχιστοι ιερείς που είχαν αποµείνει εν ζωή τέλεσαν τις λειτουργίες τους µε ελάχιστα µέσα αλλά κάτω από ένα καθεστώς συγκίνησης. Λίγους µήνες αργότερα το σταλινικό καθεστώς του Κόμματος Εργασίας ήταν πια παρελθόν ανοίγοντας µία νέα σελίδα για τους Αλβανούς και το αλβανικό κράτος.
Πηγή: Μεταπτυχιακή Εργασία με τίτλο "Η εκκλησιαστική Πολιτική του Ενβέρ Χότζα και των επιγόνων του", του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Επιβλέπων: Μιχαήλ Τρίτος
Επιμέλεια: Τζαχρήστος Βάιος
Θεσσαλονίκη 2012
Διαβάστε ακόμη:
👉Κάντε εγγραφή στο κανάλι apenadi blogspot στο youtube για να βλέπετε πρώτοι τα βίντεο μας.
👉Ακολουθήστε μας στο facebook, κάνοντας like στη σελίδα Αγναντεύοντας για να βλέπετε πρώτοι τις δημοσιεύσεις μας
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών