11 Ιουνίου 1937: Η ηγεσία του Κόκκινου Στρατού καταδικάζεται για προδοσία

Η υπόθεση Τουχατσέφσκι ήταν μία από τις δίκες εκείνες που έμειναν στην ιστορία με το προσωνύμιο «Δίκες της Μόσχας» και διεξήχθηκαν στο απόγειο της σταλινικής τρομοκρατίας.

Χρησίμευσε όμως ως πρόσχημα για εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στις τάξεις του Κόκκινου στρατού, όταν εκατοντάδες ανώτατα στρατιωτικά στελέχη εκτελέστηκαν ή στάλθηκαν στα Γκουλάγκ, με αποτέλεσμα την πλημμελή προετοιμασία του στρατεύματος για τον επερχόμενο πόλεμο με τη Γερμανία και τις καταστροφικές ήττες των Σοβιετικών τα πρώτα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Στη συνέχεια βέβαια, πολλοί από τους στρατηγούς που επιβίωναν ως κρατούμενοι στα Γκουλάγκ, ανακλήθηκαν στην ενεργό υπηρεσία και συνέβαλαν στην τελική νίκη κατά του γερμανικού ναζισμού. Η ζημιά όμως είχε γίνει.

Ο Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς Τουχατσέφσκι (1893-1937) μέχρι την ηλικία των 44 ετών είχε καταφέρει να διακριθεί ως ένας από τους σημαντικότερους ανώτατους αξιωματικούς αρχικά της τσαρικής Ρωσίας και στη συνέχεια της ΕΣΣΔ.

Παρά το νεαρό της ηλικίας του, η στρατιωτική του ιδιοφυΐα ήταν εκείνη που τον ανέδειξε ως μάχιμο αξιωματικό, θεωρητικό του πολέμου, αλλά και στρατάρχη της Ε.Σ.Σ.Δ. το 1935.

Στις 11 Ιουνίου 1937, το στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο με τις κατηγορίες της προδοσίας και της κατασκοπίας, ως ηγετικό στέλεχος της «στρατιωτικής-τροτσκιστικής συνομωσίας» που είχε ως στόχο «την αποκαθήλωση του Στάλιν, την κατάργηση της σοβιετικής εξουσίας, την παλινόρθωση του καπιταλισμού», τον στρατάρχη Τουχατσέφσκι, καθώς και επτά ακόμη στρατηγούς, τον Γιόνα Γιακίρ, τον Ιερόνυμ Ουμπόρεβιτς, τον Άβγκουστ κόρκ, Μπορίς Φέλντμαν, Βιτάλι Πριμακόφ, Βίτοβτ Πούτνα.

Η πράξη αυτή δημιούργησε τεράστιο διοικητικό χάος στις υψηλόβαθμες τάξεις του Ερυθρού Στρατού, που βρέθηκε απροετοίμαστος κατά την επίθεση του Ρωσικού στρατού στην Φινλανδία το 1940 και την γερμανική επίθεση το 1941.

Το χρονικό της υπόθεσης
Τον Φεβρουάριο του 1937, ένας γερμανός πράκτορας στη Στοκχόλμη, ο επιχειρηματίας Όσκαρ Μπένταουερ, τον οποίον παρακολουθούσε η σοβιετική αντικατασκοπία, δολοφονήθηκε μυστηριωδώς και στην κατοικία του βρέθηκαν έγγραφα τα οποία πέρασαν σε χέρια Σοβιετικών.

Επρόκειτο για έγγραφα με πληροφορίες για σχέδια επιθέσεων, την ποιότητα του σοβιετικού πολεμικού υλικού, μαχητικότητα των ενόπλων δυνάμεων, κτλ. Όπως αποδείχτηκε χρόνια αργότερα τα έγγραφα ήταν πλαστά και είχαν κατασκευαστεί από τις Χιτλερικές υπηρεσίες με σκοπό να ενοχοποιηθεί η ηγεσία του Ερυθρού Στρατού.

Τα χαλκευμένα έγγραφα αποτέλεσαν το πρόσχημα για τη σύλληψη, το κατηγορητήριο περί προδοσίας και την καταδίκη σε θάνατο 137 συνολικά ανώτατων και ανώτερων σοβιετικών αξιωματικών, από τους 90 στρατηγούς μόνο 6 επιβίωσαν. Από τους 180 διοικητές μονάδων που αποστρατεύτηκαν, μόνο 36 κατάφεραν να διαφύγουν και από τους Λοχαγούς 7403 απολύθηκαν και 5.613 κατάφεραν να διαφύγουν την σύλληψη. Όλα αυτά συνέβησαν δύο χρόνια πριν από την επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση.

Ο Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς Τουχατσέφσκι (1893-1937) ήταν ένας από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες της τσαρικής Ρωσίας και της Μπολσεβίκικης ΕΣΣΔ. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια ευγενών του Σμολένσκ και σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία της Μόσχας. Πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγο πριν από την κατάρρευση του ρωσικού μετώπου συνελήφθη από τους Γερμανούς.

Επέστρεψε στη Ρωσία τον Οκτώβριο του 1918 και προσχώρησε στις τάξεις των Μπολσεβίκων. Υπηρέτησε στον Κόκκινο Στρατό σε επιτελικές θέσεις κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και των ξένων επεμβάσεων και στη συνέχεια εργάστηκε για την οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό του.

Αν ζούσε ο Τουχατσέφσκι 10 χρόνια ακόμα η πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα ήταν διαφορετική, έχουν αποφανθεί ιστορικοί. Η αστική ιστοριογραφία θεωρεί τον Τουχατσέφσκι και τους συνοδοιπόρους του αθώα θύματα της παράνοιας του Στάλιν.

Αν και ορισμένοι ιστορικοί αποδέχονται την πιθανότητα πράγματι ο Τουχατσέφσκι να ετοίμαζε τότε πραξικόπημα ενάντια στη σοβιετική κυβέρνηση, οι περισσότεροι αρνούνται ότι υπήρξε συνωμοσία. Η αποκατάσταση όλων των συμμετεχόντων της συνωμοσίας έγιναν από τον Χρουστσόφ το 1957.
/in.gr

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια