Η πολιτική της Δύσης στα Βαλκάνια υπαγορευόταν πάντα από την επιδίωξη να εκτοπιστεί η ρωσική επιρροή από την περιοχή. Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού, αυτή η επιδίωξη –μεταξύ άλλων– οδήγησε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στη συμφωνία του Ντέιτον (1995), με την οποία ιδρύθηκε το θνησιγενές κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, στον βομβαρδισμό της Σερβίας και στο αποσχισθέν Κόσοβο (1999), στη συμφωνία της Αχρίδας (2001) μεταξύ του σλαβικού και του αλβανικού στοιχείου της τότε FYROM και πιο πρόσφατα στη Συμφωνία των Πρεσπών (2018).
Για τον ίδιο λόγο τώρα η κυβέρνηση Μπάιντεν, με τη σύμπραξη Ευρωπαίων, πιέζει για την διπλωματική αναγνώριση του Κοσόβου από όσα δυτικά και φιλοδυτικά κράτη δεν το έχουν ήδη αναγνωρίσει. Στον χορό μπήκε τις τελευταίες ημέρες και το Ισραήλ, παρότι η σερβική πρεσβεία είχε συμφωνηθεί να μετακινηθεί στην Ιερουσαλήμ. Υπενθυμίζουμε ότι –με πράσινο φως από τη Δύση– το Κόσοβο ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 2008. Μέχρι τότε, ήταν προτεκτοράτο του ΟΗΕ, στην πραγματικότητα της Δύσης.
Το Κόσοβο έχουν αναγνωρίσει 98 από τα 193 κράτη-μέλη του ΟΗΕ, 22 από τα 27 της ΕΕ, 26 από τα 30 κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και 34 από τα 57 κράτη-μέλη του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η διεθνής κοινότητα είναι διχασμένη, ακόμα και σε ΕΕ και ΝΑΤΟ υπάρχουν κράτη που για διάφορους λόγους δεν έχουν κάνει το βήμα.
Ο βασικός λόγος είναι πως το Κόσοβο προέκυψε ως κράτος μετά τον ακρωτηριασμό της Σερβίας, ο οποίος προέκυψε από τη στρατιωτική επέμβαση της Δύσης. Με άλλα λόγια, αρκετά κράτη δεν θέλουν να νομιμοποιήσουν μία πράξη, η οποία καταπάτησε ωμά την αρχή για το απαραβίαστο των συνόρων (την έχει υπογράψει η Δύση) κι αναπόφευκτα δημιουργεί προηγούμενο, το οποίο μπορεί να βρει μιμητές. Η Ισπανία δεν αναγνωρίζει το Κόσοβο λόγω Καταλονίας και η Ρουμανία λόγω Υπερδνειστερίας.
Είναι προφανές γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αναγνωρίζει το Κόσοβο. Αλλά και η Ελλάδα αν το αναγνωρίσει, με ποιο επιχείρημα θα διαμαρτυρηθεί αύριο αν αναγνωρισθεί το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος; Επιπλέον, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι Τούρκοι ονειρεύονται να επαναλάβουν στη Θράκη όσα έπραξαν το 1974 στην Κύπρο. Όπως και εκεί, έτσι και εδώ θα επικαλεστούν ως πρόσχημα τη μουσουλμανική μειονότητα.
Δυτικές πιέσεις για το Κόσοβο
Αν και το εθνικό συμφέρον είναι ξεκάθαρα κατά της αναγνώρισης, η Ελλάδα πιέζεται και από την Ουάσινγκτον και από την ΕΕ να αναγνωρίσει το Κόσοβο και μάλιστα χωρίς ανταλλάγματα. Αναμφίβολα, στο Κόσοβο έχουν δημιουργηθεί πολιτικά και διπλωματικά τετελεσμένα, τα οποία ωθούν προς την αναγνώριση. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για την κατεχόμενη Κύπρο. Κατά συνέπεια, αυτό δεν είναι ένα επιχείρημα, το οποίο μπορεί να επικαλεστεί η Αθήνα.
Από την άλλη πλευρά, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ανοίξει διαύλους με την Πρίστινα και έχουν κάνει βήματα ανάπτυξης των διμερών σχέσεων, χωρίς, όμως, να κάνουν το οριστικό βήμα της επίσημης αναγνώρισης, κυρίως λόγω Κύπρου. Κατά τα άλλα, για την Ελλάδα το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη σχέση της με ένα –έστω και ημιαναγνωρισμένο διεθνώς– κράτος της περιοχής. Στην πραγματικότητα αφορά τη σχέση της με την Αλβανία και τη Σερβία, σε ποιο σημείο θα ισορροπήσει μεταξύ τους.
Με τη Σερβία υπάρχουν ιστορικοί δεσμοί, αφού τα δύο έθνη ήταν πάντα στην ίδια πλευρά στους πολέμους. Η Αθήνα έχει κάθε λόγο να διατηρεί καλές σχέσεις με το Βελιγράδι, αλλά όχι συναισθηματικές υπερβολές. Υπενθυμίζουμε πως η Σερβία είχε αναγνωρίσει εξαρχής τα Σκόπια σαν “Μακεδονία”, επειδή έκρινε ότι αυτό υπαγόρευαν τα συμφέροντά της. Κατά συνέπεια, η ελληνική στάση στο ζήτημα του Κοσόβου πρέπει να καθορισθεί από το τι εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα, σταθμίζοντας συνολικά όλους τους παράγοντες.
Οι δύσκολες ελληνοαλβανικές σχέσεις
Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις έχουν αρνητικό ιστορικό, αλλά και σήμερα είναι δύσκολες. Η “μεγάλη ιδέα” των Αλβανών είναι η “Μεγάλη Αλβανία”, η ένωση με το Κόσοβο και η ενσωμάτωση στο κοινό κράτος του αλβανικού στοιχείου αφενός της Βόρειας Μακεδονίας, αφετέρου της νότιας Σερβίας (Πρέσεβο και Μπουγιάνοβατς), ενώ αναφορές γίνονται και για τη Θεσπρωτία, όπου, όμως, δεν υπάρχει αλβανικό στοιχείο.
Η Ελλάδα έχει πρόσθετο στόχο να είναι επιφυλακτική με την Αλβανία, παρότι φιλοξενεί τα τελευταία 30 χρόνια εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανούς οικονομικούς μετανάστες. Τα Τίρανα έχουν την τάση –περισσότερο ή λιγότερο ανάλογα με την εκάστοτε κυβέρνηση– να αναπτύσσουν προνομιακές σχέσεις με την Άγκυρα, θεωρώντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εξισορροπούν την ιστορικά υπαρκτή (Βορειοηπειρωτικό), αλλά σήμερα ανύπαρκτη ελληνική πίεση. Στο πλαίσιο αυτό έχει αναβιώσει στην Αλβανία μία σύγχρονη εκδοχή ανθελληνικού “τουρκαλβανισμού”.
Για τους Τούρκους, η προνομιακή σχέση με την Αλβανία (διμερής στρατιωτική συνεργασία και τουρκική ναυτική βάση στον Αυλώνα) είναι ένας τρόπος “περικύκλωσης” της Ελλάδας. Προς την ίδια κατεύθυνση –εκτός των άλλων σκοπιμοτήτων– λειτουργεί και η τουρκική στρατιωτική παρουσία στη Λιβύη. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από δύο αιώνες ο τουρκικός στόλος πραγματοποιεί ασκήσεις νότια και δυτικά της Ελλάδας.
Το αντάλλαγμα για την αναγνώριση
Αν και τρεις δεκαετίες μετά την πτώση του καθεστώτος Χότζα, η Αλβανία παραμένει ένα ιδιαιτέρως προβληματικό κράτος, ο αλβανικός παράγοντας είναι σημαντικός για τις ισορροπίες στα Βαλκάνια. Η δε διεθνής αναγνώριση του Κοσόβου είναι βασική συνιστώσα του. Όπως προανέφερα, λόγω Κύπρου, η Ελλάδα έχει ισχυρό λόγο να μην προχωρήσει σε αναγνώριση.
Από την άλλη, η πίεση που δέχεται η Αθήνα από ΗΠΑ και Ευρωπαίους εταίρους είναι έντονη. Και όπως γνωρίζουμε ούτε οι προηγούμενες, ούτε η παρούσα ελληνική κυβέρνηση διακρίνονται για την αντίστασή τους σε δυτικές πιέσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ενδεχόμενο η Ελλάδα να αναγνωρίσει προσεχώς το Κόσοβο δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αν και το πιθανότερο είναι η αναβάθμιση των σχέσεων Αθήνας-Πρίστινας, χωρίς όμως την de jure αναγνώριση.
Αμέσως μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας (2008), η Δύση αναζητούσε κράτη να αναγνωρίσουν το Κόσοβο. Τότε, είχα υποστηρίξει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να το αναγνωρίσει, θέτοντας ως όρο (αντάλλαγμα) τα Τίρανα, η Πρίστινα, η αλβανική κοινότητα της τότε FYROM, αλλά και ΗΠΑ και ΕΕ, να ταχθούν επισήμως υπέρ μίας λύσης του Μακεδονικού, η οποία να στηρίζεται σε δύο πυλώνες:
Πρώτον, το όνομα του κράτους να είναι σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, κατά προτίμηση Άνω Μακεδονία, με την ιθαγένεια ως παράγωγο της κρατικής ονομασίας (ανωμακεδονική).
Δεύτερον, οι δύο εθνότητες να είναι η σλαβομακεδονική (σλαβομακεδονική και η γλώσσα της) και η αλβανική (αλβανική η γλώσσα της).
Εάν ο αλβανικός παράγοντας και η Δύση υιοθετούσαν –όπως ήταν πιθανόν εκείνη την περίοδο– αυτή τη θέση, θα ήταν πολύ δύσκολο για τους Σλαβομακεδόνες (ακόμα και για την τότε κυβέρνηση Γκρουέφσκι) να την αγνοήσουν. Η δε Δύση θα είχε κίνητρο να πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση τα Σκόπια και πάντως το πολιτικό της δημιούργημα, τον Ζόραν Ζάεφ. Με άλλα λόγια, πιθανότατα το Μακεδονικό να είχε πάρει άλλη τροπή και να μην είχαμε φθάσει ποτέ στη Συμφωνία των Πρεσπών, με την οποία η Ελλάδα (Τσίπρας-Κοτζιάς) παρέδωσε στους Σλαβομακεδόνες τη μακεδονική ταυτότητα.
Οριοθέτηση ΑΟΖ και ελληνική μειονότητα
Αυτά, ωστόσο, αφορούν στο παρελθόν. Ας σημειωθεί ότι ο Κοτζιάς είχε συζητήσει το ενδεχόμενο η Ελλάδα να αναγνωρίσει το Κόσοβο, με “αντάλλαγμα”, η Αλβανία να συμφωνήσει για την οριοθέτηση ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας. Και λέμε “αντάλλαγμα”, επειδή η συμφωνία οριοθέτησης είναι μία αναγκαία διευθέτηση μεταξύ δύο κρατών κι όχι αλβανικό αντάλλαγμα προς την Ελλάδα.
Τώρα, Ελλάδα και Αλβανία έχουν συμφωνήσει ότι εάν οι διμερείς συνομιλίες για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ δεν καταλήξουν, να παραπέμψουν το ζήτημα στη Χάγη. Μπορεί ο Ράμα να κάνει “τσαλίμια”, αλλά δεν μπορεί τελικώς να υπεκφύγει από αυτό τον δρόμο. Ο δε σεβασμός των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο και ειδικά το ζήτημα της λεηλασίας των περιουσιών της δεν είναι ενδεχόμενο αντάλλαγμα προς την Ελλάδα. Είναι υποχρέωση της Αλβανίας και πρέπει να είναι απαράβατος όρος για την προώθηση της ενταξιακής πορείας της προς την ΕΕ.
Τώρα, σε διακρατικό επίπεδο, τα Τίρανα και η Πρίστινα δεν έχουν να προσφέρουν στην Αθήνα απτό και μη αντιστρέψιμο αντάλλαγμα που να εξισορροπεί πολιτικά το γεγονός ότι η εκ μέρους της αναγνώριση του Κοσόβου δημιουργεί αρνητικό προηγούμενο για την Κύπρο και επιπροσθέτως επιβαρύνει τις σχέσεις με το Βελιγράδι. Το παράθυρο ευκαιρίας για να μετατρέψουμε τον αλβανικό παράγοντα σε σύμμαχο στο Μακεδονικό κράτησε μία δεκαετία (2008-2018), αλλά δυστυχώς η Αθήνα το άφησε ανεκμετάλλευτο. Πλέον, το πουλάκι έχει πετάξει…
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών