Στάλινγκραντ 1942: Η ετοιμοθάνατη πόλη

Ο γερμανικός πέλεκυς σηκώθηκε ψηλά, όχι μόνο πάνω από την πόλη του Στάλινγκραντ, αλλά επίσης πάνω από το όνειρο της δικαιοσύνης, πάνω από την αφοσίωση στην ελευθερία, πάνω από την πίστη στην πατρίδα, πάνω από τη χαρά του ανθρώπου στον μόχθο, πάνω από το μητρικό αίσθημα και κάθε αίσθηση της ιερότητας της ζωής.

Η τελευταία ώρα του Στάλινγκραντ, η τελευταία ώρα της προπολεμικής πόλης διέφερε ελάχιστα από τις προηγούμενες μέρες και ώρες της. Άνθρωποι έσπρωχναν χειράμαξα γεμάτα πατάτες, έμπαιναν στην ουρά για ψωμί και μιλούσαν για τα πράγματα που υπήρχαν ακόμα στα μαγαζιά. Στην αγορά, διάφοροι πουλούσαν ανταλλαγμένες στρατιωτικές μπότες, γάλα και κιτρινωπή ζάχαρη. Οι βιομηχανικοί εργάτες δούλευαν όπως συνήθως. Κι αυτοί που συνηθίζουμε να ονομάζουμε απλό, καθημερινό λαό –ένας μηχανικός του Στάλγκρες, υπάλληλοι, γιατροί, φοιτητές, μια νεαρή εργάτρια χυτηρίου, χειρώνακτες, απλοί εργάτες του Κόμματος– δεν είχαν ιδέα ότι σε λίγες ώρες θα εκτελούσαν πράξεις τις οποίες οι μελλοντικές γενιές θα χαρακτήριζαν αθάνατες και θα τις εκτελούσαν τόσο φυσικά, τόσο άμεσα όσο την καθημερινή δουλειά τους.

Δεν είναι μόνο οι ήρωες που αγαπούν την ελευθερία, χαίρονται την δουλειά, βιώνουν μητρικά αισθήματα και νιώθουν αφοσίωση για την πατρίδα τους. Και εδώ, ίσως, βρίσκεται η μεγαλύτερη ελπίδα της ανθρωπότητας: μεγάλες πράξεις μπορούν να πραγματοποιηθούν από απλούς, καθημερινούς ανθρώπους.

Στην απέναντι πλευρά της πρώτης γραμμής, Γερμανοί αξιωματικοί άνοιγαν και διάβαζαν τις διαταγές τους για μάχη. Ελεγκτές πτήσης φώναζαν: «Έτοιμοι για απογείωση!» Άρματα μάχης τελείωναν τον ανεφοδιασμό τους με καύσιμα, μηχανές άναβαν με κραδασμούς και πολυβολητές πυργίσκων έπαιρναν θέση· άντρες του Πεζικού με οπλοπολυβόλα ανέβαιναν σε τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, διαβιβαστές έλεγχαν τους ασυρμάτους τους για τελευταία φορά. Ο Φρίντριχ Πάουλους, σαν μηχανικός που μόλις έθεσε εκατοντάδες τροχούς κάθε μεγέθους σε κίνηση, έγειρε πίσω στο κάθισμα του γραφείου του και άναψε ένα πούρο, περιμένοντας τον πέλεκυ του πολέμου να πέσει πάνω στο Στάλινγκραντ.

Τα πρώτα αεροπλάνα εμφανίστηκαν περίπου στις τέσσερις το απόγευμα. Έξι βομβαρδιστικά πλησίαζαν την πόλη από τ’ ανατολικά, σε μεγάλο ύψος. Μόλις που φαίνονταν να έχουν περάσει πάνω από το χωριουδάκι Μπουρκόβσκη Χάμλιετ, όχι μακριά από τον Βόλγα, όταν ακούστηκε ο ήχος των πρώτων εκρήξεων. Καπνός και υπόλευκη σκόνη σηκώθηκαν από τα βομβαρδισμένα κτίρια. Τα αεροπλάνα φαίνονταν ολοκάθαρα.

[…]

Αμέσως ακολούθησε ένα παρατεταμένο ζοφερό, θρηνητικό, ουρλιαχτό από κόρνες ατμόπλοιων και σειρήνες εργοστασίων. Αυτό το ουρλιαχτό, που προφήτευε θάνατο και καταστροφή, παρέμεινε στον αέρα, σαν να εξέφραζε την αγωνία όλων των κατοίκων της πόλης. Ήταν η φωνή ολόκληρης της πόλης, η φωνή όχι μόνο των ανθρώπων αλλά επίσης της πέτρας, των κτιρίων, των αυτοκινήτων, των φορτηγών και των μηχανημάτων, των τηλεγραφόξυλων, του γρασιδιού και των δέντρων στα πάρκα, των ηλεκτρικών καλωδίων και των γραμμών του τραμ· ήταν μια κραυγή που έβγαινε όχι μόνο από τα ζωντανά πλάσματα, αλλά και από τα άψυχα αντικείμενα. Όλα τώρα διαισθάνονταν την επικείμενη καταστροφή τους. Μόνον ένας σκουριασμένος μεταλλικός λάρυγγας θα μπορούσε να γεννήσει αυτόν τον ήχο, που εξέφραζε στον ίδιο βαθμό ζωώδη τρόμο και την αγωνία της ανθρώπινης καρδιάς.

Ακολούθησε σιωπή: η τελευταία σιωπή του Στάλινγκραντ.

[…]

Καθώς τα αεροπλάνα που έρχονταν από βορρά, δύση, ανατολή και νότο συναντήθηκαν πάνω από το Στάλινγκραντ, άρχισαν την κάθοδό τους. Ωστόσο, φαινόταν σαν να κατέβαινε ο ίδιος ο ουρανός, όπως όταν βαραίνει από μαύρα, πυκνά σύννεφα καταιγίδας, αλλά τώρα από το τεράστιο βάρος του μετάλλου και των εκρηκτικών που κουβαλούσε.

[…]

Οι βόμβες βούτηξαν στην πόλη. Κτίρια άρχισαν να πεθαίνουν, ακριβώς όπως πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ψηλά, λεπτά σπίτια έπεσαν στο πλάι, σκοτωμένα επιτόπου· πιο γεροδεμένα, στιβαρά σπίτια σείστηκαν και ταλαντεύτηκαν, με τα στήθη και τις κοιλιές τους ανοιχτές πληγές να εκθέτουν αυτά που ήταν πάντα κρυμμένα: πορτραίτα στους τοίχους, ντουλάπες, διπλά κρεβάτια, κομοδίνα, βάζα με κεχρί, μια μισοκαθαρισμένη πατάτα σ’ ένα τραπέζι καλυμμένο με μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο λεκιασμένο με μελάνι.

[…]

Ο αέρας ήταν πηχτός από σκόνη τούβλων και κονιορτοποιημένη κιμωλία. Ήταν λες και η πόλη είχε τυλιχτεί στην ομίχλη και η ομίχλη αυτή απλωνόταν τώρα κάτω στον Βόλγα. 

Οι φωτιές, που ξεκίνησαν από δεκάδες χιλιάδες εμπρηστικές βόμβες, άρχισαν να λαμπαδιάζουν. Μια τεράστια πόλη πέθαινε, πνιγμένη στη φωτιά, τον καπνό και την σκόνη, εν μέσω βροντών που δονούσαν τη γη, τον ουρανό και το νερό. Κι όμως, όσο τρομερά κι αν ήταν όλα αυτά, δεν συγκρίνονταν με τα μάτια ενός εξάχρονου παιδιού, τσακισμένου από σιδερένιο δοκάρι. Υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να σηκώσει τεράστιες πόλεις από τη σκόνη, αλλά καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να σηκώσει τα πανάλαφρα ματόκλαδα που έκλεισαν πάνω από τα μάτια ενός νεκρού παιδιού. 

[…]

Ασύρματος, τηλέγραφος και θαλάσσια καλώδια γνωστοποιούσαν κιόλας την είδηση της τεράστιας γερμανικής επίθεσης. Πολιτικοί στο Λονδίνο, στην Ουάσιγκτον, στο Τόκιο και στην Άγκυρα δούλευαν όλη τη νύχτα. Απλοί εργαζόμενοι κάθε φυλής μελετούσαν εφημερίδες. Υπήρχε μια καινούργια λέξη στις πρώτες σελίδες: Στάλινγκραντ. 

Ήταν μια καταστροφή. Όπως στις πλημμύρες, στους σεισμούς, στις χιονοστιβάδες και στις φωτιές στη στέπα και στα δάση, κάθε ζωντανό πλάσμα ήθελε να φύγει από την ετοιμοθάνατη πόλη.

*Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Βασίλι Γκρόσμαν «Στάλινγκραντ» (μτφρ Γιώργος Μπλάνας, εκδόσεις Γκοβόστη, 2021)

Η Μάχη του Στάλινγκραντ, καθοριστικής σημασίας για την έκβαση όχι μόνο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου αλλά και ολόκληρου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διήρκεσε από τις 17 Ιουλίου 1942 έως τις 2 Φεβρουαρίου 1943, απέβη δε νικηφόρος για τον Κόκκινο Στρατό.

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα in.gr

Διαβάστε ακόμη:

👉Κάντε εγγραφή στο κανάλι apenadi blogspot στο youtube για να βλέπετε πρώτοι τα βίντεο μας.

Σχόλια