Το σώμα θυμάται

Η πιο δυνατή και ανεξίτηλη μνήμη είναι αυτή του σώματος. Το σώμα θυμάται πιο πολύ και πιο σωστά από το νου. Έτσι κι αλλιώς τα πιο δυνατά βιώματα στο σώμα εγγράφονται. Το σώμα θυμάται. Με το πέρασμα του χρόνου αυτή η μνήμη γίνεται όλο και πιο ζωντανή. Τα κύτταρα, καθώς ωριμάζουν, εκκρίνουν έναν χυμό που τρέχει στις φλέβες. Σε πλημμυρίζει με την παραμικρή αφορμή. Με μια γεύση, με ένα άγγιγμα, με ένα τσίμπημα, με ένα χτύπημα, με μια πληγή...

Για εμένα, που μεγάλωσα με τα ζώα, πολλές μνήμες του σώματος έχουν να κάνουν με αυτά. Κυρίως με τα πρόβατα και τα άλογα. Η επαφή ήταν πολύ σωματική. Θυμάμαι, δηλαδή θυμάται το σώμα μου...
Τα νεογέννητα αρνάκια που κρατούσα στα χέρια δυο δυο, για να τα πάω στη στάνη. Τις μανάδες να τρέχουν ξωπίσω μου και να γλείφουν τα υγρά των αρνιών μαζί με τα χέρια μου....

Το άγγιγμα του μαστού των προβάτων, όταν έβαζα τα αρνάκια στη θηλή να μάθουν το βύζαγμα. Μαζί με τη θηλή συνήθως βύζαιναν και το δαχτυλό μου....
Το "κλέφτικο" άρμεγμα, όταν ήμουν στρουγκάρης, για να μάθω την τέχνη. Ιδιαίτερα το χειμώνα, γιατί ζεσταίνονταν τα παγωμένα χέρια μου από τα ζεστά μαστάρια των προβάτων. Τη γλύτωνα, γιατί οι μεγάλοι νόμιζαν ότι αυτά τα πρόβατα είχαν δεχθεί επίθεση από κάτι μεγάλα βατράχια που τρέφονται με γάλα...

Στον κούρο η αφή του μαλλιού, καθώς το μαζεύαμε σε "μπάσκες", για να το βάλουμε στη συνέχεια σε μάλλινα υφαντά τσουβάλια ...
Τα χνώτα των προβάτων, όταν τις χιονισμένες βραδιές του χειμώνα κοιμόμασταν μέσα στις μάντρες, ανάμεσά τους, και ξυπνούσα νιώθοντας την ανασεμιά τους στο πρόσωπό μου...

Το ξύσιμο του τράγου, που ανέθρεψαμε ορφανό με το μπουκαλι, πάνω μου. Τα παιχνίδια ύστερα μαζί του, να προσποιούμαι κι εγώ τον τράγο, κάνοντας τα χέρια μου κέρατα και να χτυπιόμαστε κεφάλι με κεφάλι, όπως συγκρούονται στην πραγματικότητα κατά τον οίστρο τα τραγιά...
Με τα άλογα κάπως αλλιώς. Πληγιασμένος ο πισινός όλο το καλοκαίρι, καθώς συχνά καβαλλίκευα ξεσαμάρωτα. Όχι μόνο λαθραίες βόλτες, αλλά και τα δικά μας. Τον πολύ ήσυχο και τεμπέλη Καρρά μας...

Την Μπρούμα, να είναι μούσκεμα από τη βροχή και να αναπνέω τους ατμούς από το σώμα της, καθώς στέγνωνε....
Τον Κίτσο, όταν μας έπιασε καταιγίδα στην κορυφή στα Τσούμια, ένα μέρος εντελώς φαλακρό, να με προστατεύει από τον αγέρα και τη βροχή με το σώμα του. Είχα καθίσει κάτω από την κοιλιά του για προστασία και γύρναγε αντίθετα στον άνεμο να μη με πιάνει. Ένα άλογο από τα πιο ατίθασα που γνώρισα...

Τη Γκέσα, ένα πανύψηλο μουλάρι, που σε κάθε ενόχληση κλώτσαγε ως τον ουρανό! Θυμάμαι, το σώμα μου θυμάται, να είμαστε πανωσάμαρα τρία παιδιά κι η Γκέσα φορτωμένη με ντέγκια, καθώς πηγαίναμε από το Επταχώρι στο Ντένισκο αρχές καλοκαιριού. Κάθε που ο θείος μας έλεγε "κρατηθείτε", τη χτυπούσε με τη γκλίτσα στα καπούλια για να περπατήσει πιο γρήγορα κι αυτή κλώτσαγε ασταμάτητα. Εμείς, τυλιγμένοι σε μια φλοκάτη στη φωλίτσα του σαμαριού, κομμάτι του κορμιού της...

Θυμάμαι, δηλαδή το σώμα μου θυμάται...

Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια