Οι “άταφοι” Έλληνες νεκροί του 1940 – Έρευνες και ταυτοποίηση

Συμπληρώθηκαν ήδη τέσσερα χρόνια από την έναρξη υλοποίησης της διακυβερνητικής Συμφωνίας Ελλάδας-Αλβανίας “Για τον εντοπισμό, εκταφή, ταυτοποίηση και συγκρότηση στρατιωτικών κοιμητηρίων για τους Πεσόντες Έλληνες Στρατιωτικούς στο Μέτωπο 1940-41”. Μπορεί να φαίνονται πολλά τα τέσσερα χρόνια εργασίας επί του πεδίου, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι χρειάστηκε να ξεπεραστούν πολλές δυσκολίες, ώστε η μικτή Ελληνοαλβανική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων Πεδίου να εργάζεται απερίσπαστα.
Η Συμφωνία υπεγράφη το 2009 και επικυρώθηκε από τα Κοινοβούλια των δύο χωρών. Οι αγκυλώσεις, ωστόσο, της αλβανικής πολιτικής τάξης και οι επιρροές που δέχεται από ακραίες εθνικιστικές ομάδες, καθυστέρησαν την εφαρμογή της. Η από κοινού ωστόσο εργασία Ελλήνων και Αλβανών στρατιωτικών και άλλων ειδικών επιστημόνων αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια υπόθεση ανθρωπισμού, ιδιαίτερα ευαίσθητη για το ελληνικό έθνος.

Η υπόθεση των πεσόντων στρατιωτικών σε διάφορα σημεία της αλβανικής επικρατείας στο μέτωπο κατά του ιταλικού φασισμού το 1940-41, υπήρξε μια απ’ τις βασικές εκκρεμότητες μετά την διακοπή διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προφανώς αποτελούσε για τον ελληνικό λαό μια ύψιστης ηθικής και εθνικής διάστασης υπόθεση. Αφορούσε στην πρακτική αδυναμία να τιμάται κατά το πρέπον η θυσία περίπου 8000 πεσόντων Ελλήνων στρατιωτικών που έδωσαν της ζωή τους υπερασπιζόμενοι την πατρίδα, αλλά ταυτόχρονα τις αξίες που αποτελούν το θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και την αξιοπρέπεια των μικρών λαών.
Πλην όμως αυτό δεν συγκινούσε καθεστώτα όπως αυτό του Ενβέρ Χότζα, αλλά ούτε και αντιλήψεις εθνικιστικού ολοκληρωτισμού στην μετά-Χότζα Αλβανία, αρκετά μοχλευμένες από εξωτερικούς παράγοντες. Εν τούτοις, μόλις οι συνθήκες το επέτρεψαν, ο Ελληνισμός απέδειξε αφενός ότι δεν είχε ξεχάσει τους πεσόντες, και αφετέρου ότι παρέμενε συνεπής στην παράδοση οφειλόμενης τιμής στο νεκρό και δη στον θυσιασθέντα για την πατρίδα.

Οι άταφοι νεκροί του 1940
Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, επισκεπτόμενος την Αλβανία ως Υπουργός Εξωτερικών το 1986, είχε ζητήσει και κατορθώσει να επισκεφθεί τα σημεία στα Στενά της Κλεισούρας, όπου ήταν πρόχειρα θαμμένοι Έλληνες πεσόντες στρατιώτες. Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, ειδικά υπό τη μέριμνα του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, εκδηλώθηκαν ουσιαστικές πρωτοβουλίες για τη διαχείριση της υπόθεσης που αφορούσε χιλιάδες οικογένειες στην Ελλάδα, αλλά και τον ελληνικό λαό στο σύνολο του.
Η κωλυσιεργία οφειλόταν στην ακαμψία του αλβανικού κράτους, παρ’ ότι τα Τίρανα είχαν συμφωνήσει πολύ νωρίτερα για τη συλλογή των οστών Ιταλών στρατιωτών που είχαν σκοτωθεί στο Αλβανικό Μέτωπο. Αποτελούσε παραδοξότητα, μάλιστα, η αλβανική κωλυσιεργία, δεδομένου ότι εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανών είχαν από το 1990 εισέλθει (κατά κανόνα παράνομα) στην Ελλάδα αναζητώντας εργασία και καλύτερη ζωή.

Η υπογραφείσα διμερής συμφωνία αντιμετωπίζει το πρόβλημα με την δημιουργία κοιμητηρίων στα μέρη που σκοτώθηκαν Έλληνες στρατιωτικοί στα πεδία των μαχών τον χειμώνα 1940 και την άνοιξη 1941. Υλοποιώντας στην πράξη τη συμφωνία από τον Ιανουάριο 2018, η διμερής ομάδα έχει ήδη να παρουσιάσει ουσιαστικά επιτεύγματα. Το βασικό είναι ότι οι στρατιωτικοί και το πολιτικό προσωπικό από την Ελλάδα και την Αλβανία που την συγκροτούν έχουν δημιουργήσει κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Ενώ τούτο αποτελεί βασική προϋπόθεση δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Ας αναφερθεί ενδεικτικά ότι αλβανικά ΜΜΕ έγραφαν μέχρι κι ότι γίνεται παράνομη μεταφορά με διπλωματικούς σάκους οστικών λειψάνων για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη Ελλήνων νεκρών! Από τότε έχουν γίνει εκταφές σε τοποθεσίες πρόχειρης ταφής με μεγάλο αριθμό ταφών. Η σταδιακή αποδέσμευση αλβανικών αρχειακών πηγών και η αξιοποίηση ιταλικών σημειώσεων σε συνδυασμό με τις προηγμένες τεχνικές χαρτογράφησης και έρευνας εδάφους που διαθέτουν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις οδηγούν με ακρίβεια στον εντοπισμό των σκελετών των πεσόντων.
Την περίοδο αυτή εξελίσσεται οργανωμένη επιχείρηση εκταφής σε σημείο κοντά στην Πρεμετή όπου παρά τις ουσιαστικές αλλοιώσεις που είχαν γίνει τη δεκαετία 1970, όταν κατασκευάστηκε στάδιο, εντοπίζονται ήδη οι τάφοι των στρατιωτικών και γίνεται η διαδικασία εκταφής, η επιστημονική ταυτοποίηση και η εν συνεχεία προετοιμασία για την οριστική τους ταφή.

Η συνεισφορά του Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου
Η όλη προσπάθεια αποτελεί απόδειξη της επιστημονικής και διοικητικές αποτελεσματικότητας των εμπλεκόμενων υπηρεσιών της Ελλάδας. Απ’ την άλλη προσφέρει την ευκαιρία στην αντίστοιχη υπηρεσία της Αλβανίας να αποκτήσει γνώσεις και εμπειρία, δεδομένου ότι την επιχείρηση υποστηρίζουν ανθρωπολόγοι, αρχαιολόγοι, ιατροδικαστές, γενετιστές, ιστορικοί κ.α.
Από τις εκταφές και την ολοκληρωμένη διαδικασία καθορισμού της ταυτότητας του νεκρού Έλληνα στρατιωτικού, καθώς και την επεξεργασία άλλων οστών που είχαν συλλεχθεί και φυλάσσονταν σε ναούς της περιοχής από ιδιώτες, έχουν οργανωθεί επίσημες τελετές ταφής. Το Στρατιωτικό Κοιμητήριο στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου στα Στενά της Κλεισούρας καθώς και εκείνο της Αγίας Σκέπης στις Βουλιαράτες έχουν πλέον πληρωθεί με τις σορούς πάνω από 1500 ηρώων που αναπαύονται οριστικά.

Αμφότερα είχαν προετοιμαστεί με πρωτοβουλία και συνεχή μέριμνα του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου ως απόδειξη της πνευματικής υποχρέωσης της Εκκλησίας έναντι ζώντων και τεθνεώτων. Τα επιτεύγματα της τετραετούς προσπάθειας αποτελούν συσσωρευμένη εμπειρία, ώστε να αντιμετωπιστούν και οι προκλήσεις της προοπτικής. Η προοπτική συνίσταται τόσο στην απόκτηση νέων χώρων ταφής με την επέκταση των υφιστάμενων, ή τη δημιουργία νέων κοιμητηρίων. Όσο και στην έρευνα σε νέες περιοχές, όπου υπάρχουν πρόχειροι ομαδικοί τάφοι.
Η συνέχεια της προσπάθειας θα αποτελέσει και την ουσιαστική ανανέωση του καλού κλίματος που έχει επιτευχθεί μεταξύ των δύο πλευρών. Οι περιοχές της Κορυτσάς, του Πόγραδετς, της Χιμάρας κ.α. κρύβουν μεγάλο αριθμό πεσόντων, που αναμένουν την κανονική τους νεκρική ακολουθία. Θα ήταν υπερβολική αισιοδοξία να αναμένει κανείς 80 χρόνια μετά να βρεθούν όλοι οι νεκροί μας. Ωστόσο, θα ήταν ιεροσυλία να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια, ενώ δεν θα έχει εξαντληθεί ακόμη και η τελευταία πράξη έρευνας, αξιοποιώντας κάθε άμεση ή έμμεση πληροφορία.

Ορφέας Μπέτσης
Περισσότερα στο / slpress.gr

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια