Τα σύνορα ως ιδεολογία μέσα από το παράδειγμα των Βλάχων

O Θοδωρής Κούρος, κοινωνιολόγος και ειδικός επιστήμονας Διδασκαλίας και Έρευνας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου γράφει για την εθνογραφική έρευνα που πραγματοποίησε στα ελληνοαλβανικά σύνορα και θα παρουσιάσει την ερχόμενη Δευτέρα σε μια διαδικτυακή συζήτηση με τίτλο «Ζώντας ανάμεσα – Τα σύνορα ως ιδεολογία μέσα από το παράδειγμα των Βλάχων»

Μεγάλωσα σε ένα χωριό πολύ κοντά στα σύνορα. Οι σχολικοί χάρτες μας έδειχναν «στην άκρη» της Ελλάδας, και από εκεί και πέρα ένα απέραντο λευκό, χωρίς χρώματα και ποτάμια και πόλεις και χωριά. Το «πίσω από το βουνό», το σύνορο, παρέμενε ένα μυστηριώδες μέρος για μένα. Μέχρι που το 1990 κάποια στιγμή, μας επισκέφθηκαν δύο «Αλβανοί» στο σπίτι. Όταν ρώτησα τη μητέρα μου τι θέλουν αυτοί οι ξένοι, μου απάντησε κάπως αυστηρά και κοφτά ότι είναι ξαδέρφια της γιαγιάς μου… «Πώς είναι δυνατό,» σκέφτηκα. «Μα αφού εμείς είμαστε Έλληνες.». Η γιαγιά μου από την άλλη, δεν ήξερε καλά ελληνικά. Ήμασταν Βλάχοι, κατάλαβα σιγά-σιγά «διαφορετικοί». Όταν ήρθαν λοιπόν μαζικά οι «Αλβανοί» να εγκατασταθούν στο χωριό και γίναμε συμμαθητές με τα παιδιά τους, γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε τα ίδια επώνυμα. Έτσι, το εβδομαδιαίο ντέρμπι μεταξύ πάνω και κάτω μαχαλά, έγινε τώρα «εθνικό», οι δύο μαχαλάδες συνενώθηκαν απέναντι στους Άλλους και έτσι παίζαμε Ελλάδα (εμείς)-Αλβανία (οι Άλλοι) κάθε Σάββατο στο γήπεδο του χωριού, παρόλο που κάποιους μας συνέδεε μακρινή συγγένεια με τους «αλλοεθνείς» αντιπάλους. Αλβανικά τραγούδια προστέθηκαν στο ρεπερτόριο του τοπικού πανηγυριού, μαζί με τα ελληνικά και τα βλάχικα. Οι μουσικοί δρόμοι και οι ρυθμοί, ακόμα και οι χοροί όμως, κοινοί. Όταν είσαι 10, δεν μπορείς ούτε να κατανοήσεις, πόσω µάλλον να ερμηνεύσεις αυτή την εμπειρία.

Μεγαλώνοντας και σπουδάζοντας κοινωνικές επιστήμες, το ζήτημα του εθνικισμού πάντοτε μου κινούσε το ενδιαφέρον. Σαν να μου πρόσφερε εργαλεία να λύσω τα δυσεπίλυτα αινίγματα των παιδικών µου χρόνων. Να καταλάβω. Κάποια στιγμή αποφάσισα να ασχοληθώ ερευνητικά με το θέμα. Στο δεύτερο ταξίδι µου στην Αλβανία είπα στον συνταξιδιώτη μου αυθόρμητα: «Ποτέ δεν είχα δει τη Νεµέρτσικα (στης οποίας τους πρόποδες μεγάλωσα) από πίσω». Αμέσως σκέφτηκα ότι το δικό µου «πίσω» είναι μπροστά για άλλους και αντίστροφα.

Η εθνογραφική έρευνα έγινε στο εξωτερικό, στην Αλβανία, πέρα από τα σύνορα. Ποια σύνορα όμως; ∆εν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο µου ταξίδι στους Βλάχους της Κορυτσάς. Διαπίστωσα ήδη από τότε ότι ένα κομμάτι αυτής της -ξένης μέχρι τότε για µένα- χώρας δεν ήταν απλά δίπλα µου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά μέσα µου. Η Αλβανία δεν ήταν και τόσο μυστηριώδης τελικά. Το φυσικό τοπίο ήταν όμοιο με εκείνο του χωριού μου και αυτό ήταν το λιγότερο. Οι αξίες, το ντύσιμο, η ομιλία, οι τρόποι, όλα οικεία. Ανακάλυψα και δικούς μου συγγενείς, την ύπαρξη των οποίων σχεδόν αγνοούσαμε. Το χάραγμα των συνόρων, κατάλαβα πέρασε και μέσα από την ίδια την οικογένειά μας και τόσες άλλες τελικά. Όταν μπήκα στο σπίτι αυτών που δεν ήξερα ότι υπήρχαν, ούτε καν ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν, με υποδέχθηκαν με συγκίνηση. Ο παππου-Θώμας μου είπε ότι περίμενε τη στιγμή που θα συμβεί αυτό. Που θα ανταμωθούμε. Στο σπίτι του είδα για πρώτη φορά τα γράμματα του παππού μου, που πέθανε νέος, σε μια λεζάντα μιας φωτογραφίας που του είχε στείλει.

Ημινομάδες στη μεθόριο
Η κοινότητα αποτελείται από Βλάχους που ήταν ημινομάδες. Μετακινούνταν εποχικά γύρω από την περιοχή της ελληνοαλβανικής μεθορίου και ελεύθερα όταν δεν υπήρχαν τα σημερινά σύνορα. Σήμερα εντοπίζονται, στην ελληνική πλευρά στο Κεφαλόβρυσο, ενώ στην αλβανική πλευρά σε πολλές περιοχές του νότιου μέρους της χώρας, κυρίως στην περιοχή του Αργυροκάστρου, των Αγίων Σαράντα, της Ερσέκας και της Κορυτσάς. Αποτελείται από δίγλωσσο πληθυσμό, τους λεγόμενους «Αρβανιτόβλαχους», όρος που προέκυψε λόγω της ιστορικής τους σχέσης με την Αλβανία, παρόλο που οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως «Ρεμέν». Η διάσπαση της κοινότητας προέκυψε το 1945-46, αφού η ηττημένη Ιταλία έχει αποχωρήσει από την Αλβανία και το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας µε τον Ενβέρ Χότζα επικεφαλής, παίρνει την εξουσία στη χώρα (1944), κηρύσσοντας τη Λαϊκή Δημοκρατία. Ένα από τα πρώτα μέτρα που λαμβάνει η νέα κυβέρνηση, είναι το κλείσιμο των συνόρων µε την Ελλάδα. Αυτό το μέτρο επηρεάζει άμεσα τους Βλάχους των συνόρων, αφού πια δεν είναι δυνατές οι μετακινήσεις, τουλάχιστον µε νόμιμο τρόπο, ώς τη δεκαετία του ’90, με το μαζικό κύμα μετανάστευσης από την Αλβανία προς την Ελλάδα.



Ο συγκυριακός χαρακτήρας της παραμονής από τη μια ή την άλλη πλευρά, ποιοι δηλαδή έγιναν Έλληνες και ποιοι Αλβανοί, αποτελεί ίσως ένα από τα πιο σημαντικά δεδομένα αυτής της έρευνας. Απαντάει σε βασικά ερωτήματα σχετικά µε τις εθνικές ταυτότητες. Αν δηλαδή αποτελούν αιώνιες, φυσικές κατηγορίες ή αν επινοούνται και συγκροτούνται μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο και στις κοινωνικές συνθήκες. Το ότι γεννήθηκα με άλλα λόγια Έλληνας πολίτης, το οφείλω αποκλειστικά στην επιλογή του προπαππού μου, ο οποίος, όπως έμαθα στη διάρκεια της έρευνάς μου, έφυγε με το κοπάδι του νωρίτερα εκείνο τον χειμώνα. Το «κοινό αίμα» λοιπόν δεν σημαίνει αυτόματα και κοινή εθνική ταυτότητα στον πραγματικό κόσμο. Στη διάρκεια της έρευνας, διαπίστωσα ότι υπάρχουν πολλά πρώτα και δεύτερα ξαδέρφια που είναι ένθερμοι υποστηρικτές δύο αντικρουόμενων εθνικισμών, του ελληνικού και του αλβανικού. Δεν είναι σπάνια η φράση «ο Αλβανός ξάδερφός μου», από τα στόματα εθνικιστών στην ελληνική πλευρά. Μάλιστα και οι δύο αυτοί εθνικισμοί έχουν εθνοτικό χαρακτήρα, δηλαδή κάνουν αναφορά σε ένδοξο αρχαίο παρελθόν και δεσμούς αίματος. Η κοινή γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη και έθιμα δεν είναι όμως καθοριστικοί παράγοντες για την κυριαρχία μιας εθνικής ταυτότητας. Η εθνική ταυτότητα που με συνδέει με τους Κρητικούς φερ’ ειπείν μπορεί να με διαχωρίζει από συγγενείς μου. Φαίνεται οξύμωρο, αλλά στο πλαίσιο μιας εθνικιστικής κοσμοθεωρίας δεν είναι. Ο Άντερσον στο έργο του «Φαντασιακές Κοινότητες», μιλά ακριβώς για τους τρόπους με τους οποίους φανταζόμαστε το έθνος μέσα από διάφορων ειδών αφηγήσεις. Ο εθνικισμός αναφέρει μετατρέπει ως διά μαγείας τη συγκυρία σε πεπρωμένο.

Πώς έγινε όμως αυτό σε αυτή την ομάδα; Οι δεκαετίες που ακολούθησαν το κλείσιμο των συνόρων, συνοψίζονται στις φράσεις δύο συνομιλητών μου: «Έτσι κρατιόταν το σύστημα. Εμείς δεν ξέραμε, ξέραμε ότι εσείς τρώτε ψωμί από καλαμπόκι. Έτσι µας λέγανε. Εμείς ξέραμε ότι εσείς βλέπατε νίλα, όχι εμείς. Έτσι µας λέγανε στο σχολείο. Όταν βλέπαμε από εδώ απ’ το βουνό τα χωριά τα δικά σας, και βλέπαμε καµιά καλύβα από λαμαρίνες, λέγαμε, οι καημένοι έχουν σπίτια από λαμαρίνες…». Παρομοίως στην Ελλάδα συνέβαινε κάτι αντίστοιχο: «Έτρωγες ξύλο αν μιλούσες βλάχικα και στο σχολείο και το απόγευμα, άµα άκουγε ο δάσκαλος…». Τα δύο έθνη κράτη λοιπόν, πρωτίστως μέσα από τα εκπαιδευτικά τους συστήματα, κατασκεύαζαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αφενός την ομοιότητα στο εσωτερικό και αφετέρου τη διαφορετικότητα στο εξωτερικό, πράγματα που είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Το ότι αυτή είναι µια ομάδα που σε έναν συνοριακό χώρο, επιβεβαιώνει περίτρανα μία φράση δύο σπουδαίων ανθρωπολόγων, μελετητών των συνόρων: «αν η βασική αρχή του έθνους κράτους είναι η εθνοτική, φυλετική, γλωσσική και πολιτισμική ομοιογένεια, τότε τα σύνορα πάντα αποκαλύπτουν το ψέμα σ’ αυτήν την κατασκευή». Ο εθνικισμός χωρίζει ποτάμια και βουνά στη μέση, κάπως αυθαίρετα αλλά αποφασιστικά. Έτσι μιλάμε για ελληνικό χώμα, ελληνικά βουνά κι ελληνικά ποτάμια, φυσικοποιώντας κοινωνικές κατηγορίες και κοινωνικοποιώντας φυσικές. Εξάλλου, τα σύνορα ως συμβολισμός είναι πολύ πιο ισχυρά στην ενδοχώρα παρά στις ίδιες τις συνοριακές περιοχές, όπου υπάρχουν «οριακά» φαινόμενα σαν κι αυτό που μελέτησα, αλλά και βιωμένη εμπειρία και μνήμες συνύπαρξης.

«Φαντασιακή κοινότητα»
Τα έθνη κράτη αλλά και ο εθνικισμός εν γένει είναι σχετικά πρόσφατα φαινόμενα. Οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες τοποθετούν τις απαρχές τους στην εποχή της Νεωτερικότητας, μια εποχή που ξεκινά γύρω στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και συμφωνούν ότι το έθνος είναι μια «φαντασιακή κοινότητα» με «επινοημένες παραδόσεις». Δεν ήταν εδώ από πάντα όπως διατείνεται. Η δύναμη όμως του εθνικισμού έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά του ως ιδεολογία να υποστηρίζει τη συνέχεια και την ομοιογένεια του έθνους. Δηλαδή ότι έχουμε σαν έθνος κοινό παρελθόν, παρόν, άρα και κοινό μέλλον. Όπως όμως είπε ο Μανζίνι… «τώρα φτιάξαμε την Ιταλία, καιρός να φτιάξουμε και τους Ιταλούς».



Όμως η δύναμή του έχει διακυμάνσεις. Σήμερα, η παγκόσμια αναζωπύρωση του εθνικισμού είναι ίσως ιδιαίτερα ορατή στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τον πρώην Πρόεδρο Τραμπ, αλλά και αλλού, με τον Βραζιλιάνο Μπολσονάρο, τον Όρμπαν και πολλούς άλλους. Η πανδημία του κορωνοϊού έχει εντείνει την έξαρση του εθνικισμού διεθνώς, με πολλές χώρες να κλείνουν τα σύνορά τους και να συλλέγουν δόσεις εμβολίων για τους εαυτούς τους, ο λεγόμενος «εμβολιακός εθνικισμός». Ακόμη και η Κυπριακή Δημοκρατία έκλεισε τα οδοφράγματα με το πρόσχημα της πανδημίας, ενώ την ίδια στιγμή άνοιγε τα αεροδρόμια για τους τουρίστες, ενώ υψώνει σύνορα στην Πράσινη Γραμμή. Για να απαντήσω στο ερώτημα, δεν μπορεί κανείς να το πει με βεβαιότητα, όμως οι διακυμάνσεις και η σχετικά πρόσφατη ιστορία του φαινομένου του εθνικισμού, παρόλο που πάντοτε παρουσιάζεται ως «αιώνιος», μπορεί να συνηγορούν στο ότι δεν θα μείνει εδώ για πάντα.

Η περίπτωση της Κύπρου
Παρόλο που η συσχέτιση αυτής της έρευνας με την Κύπρο είναι παρακινδυνευμένη, μπορούμε να δούμε ομοιότητες σίγουρα στον τρόπο με τον οποίο οι δύο κοινότητες κατασκεύασαν τόσο τους Εαυτούς, όσο και του Άλλους όσο παρέμεναν κλειστά τα οδοφράγματα τις δεκαετίες που ακολούθησαν το 1974. Κάποτε ακούς ακόμα και κρυφές οικογενειακές ιστορίες που και οι ίδιες οι οικογένειες, όπως και η δική μου, κρατούν ως επτασφράγιστο μυστικό, για συγγενείς στην «άλλη πλευρά». Αυτό επιτεύχθηκε μέσα από την έμφαση στις πολιτισμικές διαφορές, οι οποίες σε αντίθεση με την περίπτωση των Βλάχων, εδώ δεν ήταν ανύπαρκτες. Όμως, το ότι επιλεκτικά υπερτονίστηκαν αυτές και αποσιωπήθηκαν οι ομοιότητες είναι μια συνήθης στρατηγική στο πλαίσιο των εθνικισμών. Αυτό που είναι σημαντικό να κρατήσει κανείς από την περίπτωση των Βλάχων των συνόρων δεν είναι η ιδιαιτερότητα και η σπανιότητά της, αλλά το πώς δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, σε τελική ανάλυση, η ομοιότητα ή η διαφορά από την άποψη εθνοτικών, θρησκευτικών η άλλων πολιτισμικών χαρακτηριστικών για την επιτυχία ή αποτυχία του εκάστοτε εθνικισμού. Οι Βλάχοι της περιοχής, ενώ φαινομενικά είναι η ίδια κοινότητα, κατέληξαν να διασπαστούν όχι απλά σε δύο διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, αλλά σε δύο διαφορετικούς και εχθρικούς μεταξύ τους, εθνικούς αυτοπροσδιορισμούς. Με αυτή την έννοια, από τη μια αντιλαμβάνεται κανείς ότι ούτε αιώνια είναι τα έθνη, ούτε όλοι μοιραζόμαστε το ίδιο αίμα. Μοιραζόμαστε μια κοινή ταυτότητα, η οποία έχει κατασκευαστεί μέσα από κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες. Ακόμα, ίσως το πιο σημαντικό «εύρημα» για μένα, είναι ότι ο «Άλλος» δεν είναι τόσο διαφορετικός όσο τον φανταζόμαστε. Και για να το κατανοήσουμε αυτό, αρκεί να τον δούμε και να τον ακούσουμε, να νιώσουμε και να βιώσουμε τις ομοιότητες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αντιφάσεις του εθνικισμού αποκαλύπτονται και έτσι σε έναν βαθμό, αφοπλίζεται.

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα / parathyro.politis.com.cy

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια