Η Λεσινίτσα της Βορείου Ηπείρου

Ρίχνει η Πολιτσά τον ουρανό στη λιονταρίσια ράχη.
Βαθύρριζοι κι αγέρωχοι και βουεροί είναι οι βράχοι.
Βαστά απ' την άλλη τη μεριά το θόλο κι η Στουγάρα.
Σα να 'ν' δυο πλάτες του Ηρακλή τα όρη στην αντάρα.
Εδώ γεννήθηκα κι εγώ, στη γη μου κι έχω χρέος.
Και αν δεν είμαι Ηρακλής, ας είμαι λίγο Ανταίος
.
—Νίκος Γ. Κατσαλίδας

H Λεσινίτσα (Άνω και Κάτω) είναι ένα ορεινό χωριό στη Βόρειο Ήπειρο δίπλα στα ελληνοαλβανικά σύνορα και 20 χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης των Αγίων Σαράντα στην περιοχή των Ριζών. Ο τόπος αυτός που φημίζεται για την παιδεία, τον πολιτισμό, τους πολλούς αγωνιστές και διανοούμενους απλώνεται σε υψόμετρο 700 μέτρων στους πρόποδες των βουνών Στουγάρας, Πολιτσάς (αρχ. Πολύαινος), Σεντενίκου και Κορυτιάς σε μια περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Ανήκει στην αναγνωρισμένη από το αλβανικό κράτος «Ελληνική Μειονοτική Ζώνη» και όλοι οι κάτοικοί της είναι γηγενείς Έλληνες. Σήμερα, υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Φοινικαίων.

Αρχαία περίοδος
Κατά την αρχαιότητα το χωριό ανήκε γεωγραφικά στην περιοχή της Χαονίας, πατρίδας του ελληνικού φύλου των Χαόνων. Το 1931 στην τοποθεσία Μπουρλί στην Κάτω Λεσινίτσα βρέθηκε μια επιτύμβια στήλη από τοπικό ασβεστόλιθο με την εξής επιγραφή:
ΣΥΜΜΑΧΟΣ
ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ
ΓΛΥΚΕΙΑ
ΣΥΜΜΑΧΟΥ
ΧΑΙΡΕΤΕ
Η πλάκα πιθανόν να έχει σχέση με τον Χάονα Στρατηγό Νικάνορα, που έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ.

Στο Κωτσάτι στην Κάτω Λεσινίτσα βρέθηκε μία ακόμη επιτύμβια στήλη με την ακόλουθη επιγραφή:
ΛΕΑΝΔΡΟΣ
ΛYΣΙΜΑΧΟΥ
Η πιθανότητα να σχετίζεται και αυτή με κάποιον αρχαίο πολεμιστή είναι μεγάλη.

Το 1929 ένας αρχαίος τάφος (πιθανολογείται από την εποχή του σιδήρου) ανακαλύφθηκε στην τοποθεσία Δημοκώστα στην Άνω Λεσινίτσα.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι μαρτυρίες, αποδεικνύουν όχι μόνο την προ αμνημονεύτων ετών ανθρώπινη παρουσία σε αυτόν το χώρο αλλά και την ύπαρξη και τη συνέχεια του Ελληνισμού ανά τους αιώνες. Το υπέδαφος της Λεσινίτσας ενδεχομένως βρίθει πληθώρας αρχαιολογικών «θησαυρών».

Ρωμαϊκή-Βυζαντινή περίοδος
Μετά από πολλές ανακατατάξεις, στρατιωτικές και πολιτικές στον ευρύτερο χώρο της Ηπείρου (Βασιλιάς Πύρρος, Κοινό των Ηπειρωτών, κτλ.), η περιοχή κατακτάται από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ. Πριν τον εκχριστιανισμό της Ηπείρου, η λατρεία των Ολύμπιων θεών ήταν διαδεδομένη, όπως μαρτυρά και η παρακάτω επιγραφή, εκείνων των χρόνων, αφιερωμένη στην θεά Άρτεμη που βρέθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου.
ΔΗΜΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΥΣΑΜΕΝΗΣ
ΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΙΕΡΗΑΣ
ΑΡΤΕΜΙΔΙ ΙΒΕΡΙΑ ΤΟ
ΒΑΣΙΛΕΟΝ ΝΗΡΕΥΣ ΔΩΡΟΝ

Μετά την Ρωμαϊκή, ακολουθεί η μακραίωνη Βυζαντινή περίοδος που ξεκινά το 324 μ.Χ. κατά την οποία η Ήπειρος έζησε κατά καιρούς τις επιδρομές διαφόρων λαών, κυρίως Γότθων και Σλάβων, που δεν μπόρεσαν όμως να αλλοιώσουν την ελληνικότητα των κατοίκων της. Το χωριό μνημονεύεται κατά τα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και ειδικά το 1183-1185 μ.Χ., επί Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού και Επισκόπου Δρυϊνουπόλεως Αθανάσιου. Όπως αναφέρεται στο «Χρονικόν Δρυοπίδος» του Αθ. Πετρίδη, ο Επίσκοπος κατά την επίσκεψή του στην Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη έλαβε από τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη, εκτός των άλλων προνομίων, και την υπαγωγή στην Επισκοπή Δρυϊνουπόλεως ενός αριθμού χωριών της περιοχής, μεταξύ των οποίων και της Λεσινίτσας.
Για την ετυμολογία του ονόματος «Λεσινίτσα» δεν υπάρχουν επαρκή τεκμηριωμένα στοιχεία. Η λέξη είναι πιθανόν σλαβικής προέλευσης (όπως χιλιάδες άλλα τοπωνύμια της Ηπείρου και του ευρύτερου ελλαδικού χώρου) και σημαίνει «Λεπτοκαρυά». Ίσως, από τις πολλές λεπτοκαρυές (φουντουκιές) που υπάρχουν ακόμα και σήμερα σε ορισμένα σημεία στην περιοχή.

Οθωμανική περίοδος έως το 1912
Κατά πάσα πιθανότητα το χωριό περιήλθε στην Οθωμανική αυτοκρατορία περί το 1418 (έτος κατάκτησης του Αργυροκάστρου από τους Τούρκους). Αναφέρεται το 1432 στην καταγραφή του οθωμανικού φορολογικού κατάστιχου με 67 σπίτια. Η επόμενη καταγραφή του 1582 αναφέρει 100 σπίτια στην Κάτω Λεσινίτσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η καταγραφή κατά καιρούς σε αυτά τα κατάστιχα δεν είναι λεπτομερής και δεν μπορούμε να συνάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για την ακριβή εικόνα των σπιτιών και του πληθυσμού.
Η τύχη της Λεσινίτσας σε αυτήν περίοδο ήταν συνυφασμένη με την τύχη της υπόλοιπης Ηπείρου. Το 1772 ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνωστός και ως Πατροκοσμάς, πέρασε από το χωριό όπου και ίδρυσε δύο σχολεία Νάρθηκος, ένα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Άνω Λεσινίτσα και ένα στην Κάτω, στο χαγιάτι της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο Χαλιοπούλι. Η κίνηση αυτή είχε ως σκοπό τη διατήρηση των ελληνικών γραμμάτων στους σκοτεινούς αιώνες της Τουρκοκρατίας. Η προσήλωση των κατοίκων στον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία αποδεικνύεται άλλωστε και από τις πάμπολλες εκκλησίες, με μερικές από αυτές να αποτελούν μνημεία πολιτισμού, όπως ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου, χτισμένος το 1525 και ο Ιερός Ναός του Αγίου Αθανασίου στη Μονή Γερμανού, χτισμένος το 1797 (ο οποίος δυστυχώς κατέρρευσε μερικώς το 2017).

Στα τέλη του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου, οι κάτοικοί της Λεσινίτσας αντιστάθηκαν σθεναρά και με γενναιότητα στον Αλή Πασά αλλά και στους Κοκκάτες του Δελβίνου που προσπάθησαν ανεπιτυχώς να μετατρέψουν το χωριό σε τσιφλίκι τους, δηλαδή τον φεουδαρχικό τρόπο διαχείρισης της γης που μετατρέπει τους κατοίκους σε δουλοπάροικους. Ακόμα και σήμερα ακούγονται οι στίχοι για εκείνα τα γεγονότα:
Οι μπέηδες συνάχτηκαν μες στα ψηλά σαράγια,
να πάν’ να κατακτήσουνε την κάψω Λεσινίτσα.
Δημήτρης Σταύρος φώναξε από τον Κακοντόπο:
-Που πάς Σελίμη κερατά μέσα στη Λεσινίτσα,
δεν είναι σύκα να τα φας, λεμόνια να τα ζύψεις,
είναι παιδιά Λεσιτσινά, λεβέντες παλικάρια,
που παίρνουν αίμα καθαρό μες στα ματόφρυδά σου.


Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου η Λεσινίτσα ήταν πάντα παρούσα στους αγώνες του ελληνικού Έθνους εναντίον των Τούρκων για λευτεριά και αυτοδιάθεση. Στα επαναστατικά κινήματα οι Λεσινιτσιώτες, όπως και χιλιάδες Βορειοηπειρώτες, πολέμησαν και συνεισέφεραν τα μέγιστα. Οι κάτοικοί της διακρίθηκαν στους πολέμους και τις εξεγέρσεις των Ηπειρωτών κατά των Οθωμανών καθώς και στον Μακεδονικό Αγώνα (αρχές του 20ου αιώνα). Κατά την αποτυχημένη επανάσταση του Λυκουρσίου (1878) στη Μονή Γερμανού βρήκαν καταφύγιο πολλοί αντάρτες που καταδίωκαν οι Τούρκοι. Στην ίδια Μονή, το 1912, ο επαναστάτης οπλαρχηγός Γιάννης Πουτέτσης είχε στήσει το αρχηγείο του.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα το χωριό αποτέλεσε παράλληλα και έναν πνευματικό φάρο για όλη την περιοχή συμβάλλοντας σημαντικά στη διαφύλαξη του Ελληνισμού. Στην Άνω Λεσινίτσα το 1828 λειτουργούσε ανώτερο σχολείο στη Μονή Αγελάστου. Στη Μονή Γερμανού στην Κάτω Λεσινίτσα λειτουργούσε βιβλιοδετείο ενώ το 1890 ιδρύθηκε Κεντρική Αστική Σχολή στην οποία φοιτούσαν μαθητές και από άλλα χωριά. Από τη σχολή αυτή, που υπήρξε χώρος θρησκευτικής και πνευματικής παράδοσης, αποφοίτησαν πάρα πολλοί δάσκαλοι οι οποίοι μεταλαμπάδευσαν τη γνώση τους στα σχολεία της ευρύτερης περιοχής. Είναι γνωστό άλλωστε ότι τον Λεσινιτσιώτη τον διακρίνει διαχρονικά η φιλομάθειά του και γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, δεν είναι διόλου τυχαία η ονομασία του χωριού και ως “δασκαλοχώρι”.
Στην απογραφή του 1852 υπήρχαν συνολικά 143 οικογένειες (83 στην Κάτω και 60 στην Άνω) ενώ το 1895 υπήρχαν συνολικά 195 (100 και 95 οικογένειες αντίστοιχα). Την ίδια χρονική περίοδο οι Λεσινιτσιώτες άρχισαν σταδιακά να μεταναστεύουν στα πέρατα της οικουμένης και βρέθηκαν στην Αίγυπτο, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, στην Βλαχία (Ρουμανία), στην Αμερική, στην Αργεντινή και σε άλλα μέρη. Ποτέ όμως δεν ξεχνούσαν την γενέτειρά τους. Όλοι οι ξενιτεμένοι προόδευσαν στην ξενιτιά και συνέδραμαν οικονομικά τους δικούς τους, ενώ αρκετοί επέστρεφαν και έχτιζαν όμορφα αρχοντικά στο χωριό.

Περίοδος 1912 – 1945
Μετά από αιώνες τουρκικού ζυγού η Λεσινίτσα απελευθερώνεται από τον Ελληνικό Στρατό κατά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913). Στην απογραφή του Γενικού Επιτελείου Στρατού το 1913, η Λεσινίτσα αριθμούσε 1572 κατοίκους, 930 η Κάτω και 642 η Άνω, όλοι τους Έλληνες. Σύντομα όμως η Συνθήκη της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913 παραχωρεί την ελληνική Βόρειο Ήπειρο στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε στον Αυτονομιακό Αγώνα με την ανακήρυξη της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου και την υπογραφή του γνωστού Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (17 Μαΐου 1914). Ακολουθεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (28 Ιουλίου 1914) και η εκ νέου απελευθέρωση και προσάρτηση στην Ελλάδα. Σε όλους αυτούς τους ιερούς αγώνες οι Λεσινιτσιώτες συμμετείχαν μαζικά, με ηρωισμό και αυταπάρνηση για την πολυπόθητη λευτεριά και την Ένωση με την Μητέρα Πατρίδα. Δυστυχώς όμως το 1916 οι Μεγάλες Δυνάμεις ανάγκασαν την Ελλάδα να αποσύρει τα στρατεύματά της από όλη τη Βόρειο Ήπειρο.
Το 1921 η Λεσινίτσα συμπεριλαμβάνεται μαζί με άλλα χωριά (103 συνολικά) στην «Ελληνική Μειονοτική Ζώνη» εντός του αλβανικού κράτους. Στην απογραφή του 1927 η Λεσινίτσα έχει 1666 κατοίκους, 663 η Άνω και 1033 η Κάτω. Η μετανάστευση συνεχίστηκε και αυτή την περίοδο, κυρίως προς την Αμερική. Η περιορισμένη καλλιεργήσιμη γη, ανάμεσα στα πανύψηλα βουνά και τις χαράδρες, δεν άφηνε πολλά περιθώρια αξιοπρεπούς διαβίωσης, στρέφοντας έτσι τους κατοίκους της σε άλλους τρόπους βιοπορισμού. Εκτός από τους αξιόλογους ανθρώπους του πνεύματος και των γραμμάτων, η Λεσινίτσα έχει να επιδείξει άριστους τεχνίτες αλλά και εμπόρους που η δράση τους έφτανε ως την Κεντρική Ευρώπη.

Η περίοδος του Μεσοπολέμου συνοδεύτηκε κατά κύριο λόγο από τον περιορισμό της ελληνικής εκπαίδευσης από το αλβανικό κράτος και το ουσιαστικό κλείσιμο των σχολείων σε όλη τη Βόρειο Ήπειρο. Με συντονισμένες ενέργειες οι Βορειοηπειρώτες προσφεύγουν στην Κοινωνία των Εθνών και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οι Λεσινιτσιώτες συνέβαλαν σημαντικά και δεν έμειναν αμέτοχοι σε αυτή την εθνική προσπάθεια, πληρώνοντας και το ανάλογο τίμημα των διωγμών και της εξορίας των ελληνοδιδασκάλων στο Ελμπασάν της κεντρικής Αλβανίας. Μετά την επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών το έτος 1935, ένας περιορισμένος αριθμός ελληνικών σχολείων επαναλειτούργησε, αποκλειστικά όμως εντός της Μειονοτικής Ζώνης στην οποία ανήκει και το χωριό.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1939 η Ιταλία κατέλαβε αμαχητί την Αλβανία και τον επόμενο χρόνο εισέβαλε μέσω αυτής στην Ελλάδα. Στις 29 Νοεμβρίου 1940 ο Ελληνικός Στρατός, στην αντεπίθεσή του κατά των Ιταλών, περνάει από τον Τσαμαντά τον ορεινό όγκο της Στουγάρας και εισέρχεται στη Λεσινίτσα. Η είσοδός του προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού. Το χωριό απελευθερώνεται για τρίτη φορά μέσα σε 28 χρόνια. Τους Έλληνες στρατιώτες οι κάτοικοι τους υποδέχονται θερμά με αγκαλιές, φιλιά και ανεμίζοντας ελληνικές σημαίες που τις είχαν κρυμμένες στα σεντούκια τους. Τους φιλοξενούν στα σπίτια τους, τους περιποιούνται και τους παρέχουν ό,τι δύναται ο καθένας. Πολλοί κατατάσσονται εθελοντές και πολεμούν στο πλευρό του Ελληνικού Στρατού. Υπήρξαν επίσης και Λεσινιτσιώτες αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού, απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων, οι οποίοι πολέμησαν στο Έπος του ‘40 στα βουνά της Βορείου Ηπείρου.
Μετά την επέμβαση των Γερμανών και τη συνθηκολόγηση το 1941, ο Ελληνικός Στρατός αποχωρεί ξανά από τη Βόρειο Ήπειρο. Πολλοί Λεσινιτσιώτες συμμετέχουν στα ένοπλα αντάρτικα τμήματα στα βουνά της περιοχής, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου, για την αντιμετώπιση των δυνάμεων των κατακτητών. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση η αλβανική διοίκηση αδράζει την ευκαιρία και εξαπολύει με ένοπλα τμήματα νέο κύμα τρομοκρατίας κατά των κατοίκων του χωριού με σκοπό να κάμψει το ελληνικό τους φρόνημα. Οι κάτοικοι αντιστέκονται και ακολουθούν εκτελέσεις και διωγμοί. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την αποχώρηση των Γερμανών η Αλβανία εντάχθηκε στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.

Κομμουνιστική περίοδος 1945 – 1990
Η κομμουνιστική περίοδος ήταν από τις πιο σκληρές στην ιστορία του χωριού. Η αλβανική Κυβέρνηση έλαβε δρακόντεια μέτρα κατά του ελληνικού πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου. Στα ελληνικά σχολεία διδάσκονταν μεταφράσεις της αλβανικής ιστορίας και πολιτισμού ενώ μειώθηκαν σημαντικά οι ώρες διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας. Τοπωνύμια και προσωπικά ονόματα μεταλλάχθηκαν με τη βία προς το αλβανικότερο.
Η χώρα υπήρξε διεθνώς απομονωμένη. Πολλοί Λεσινιτσιώτες κατάφεραν επιτυχώς να διαφύγουν στην Ελλάδα. Μετά από κάθε τέτοια απόπειρα όμως ακολουθούσε ο κοινωνικός στιγματισμός και η εξορία των συγγενών τους στην κεντρική και βόρεια Αλβανία ως αντίποινα αλλά και για αποτροπή ανάλογων μελλοντικών προσπαθειών από τους υπόλοιπους κατοίκους. Μια πραγματική θηριωδία καθώς δεκάδες φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν ως αντιφρονούντες του καθεστώτος κατηγορούμενοι για την πατριωτική τους δράση. Η Λεσινίτσα έχει από τους μεγαλύτερους αριθμούς διωκόμενων ανάμεσα στα χωριά της Ελληνικής Μειονότητας.

Σημαντικό πλήγμα δέχθηκε επίσης η θρησκεία και ο πολιτισμός. Το 1967 η Αλβανία σε μια πρωτοφανή απόφαση στα παγκόσμια χρονικά κατήργησε επισήμως με νόμο όλες τις θρησκείες. Οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση, είτε δημόσια είτε σε ιδιωτικό χώρο, απαγορεύτηκε αυστηρά. Οι εκκλησίες του χωριού μετατράπηκαν σε αποθήκες, εργοστάσια και στάβλους. Η κατοχή θρησκευτικών εικόνων αποτελούσε αδίκημα. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι κατάφεραν να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από την καταστροφική μανία, εικόνες, καντήλια, ιερά Ευαγγέλια, κ.ά. τα οποία έκρυψαν και φυλούσαν ως κόρην οφθαλμού.
Η ιδιωτική περιουσία σταδιακά περιοριζόταν έως ότου στα τέλη της δεκαετίας του ‘70-αρχές της δεκαετίας του ’80 απαγορεύτηκε παντελώς η ιδιόκτητη κτηνοτροφία και περιορίστηκε σημαντικά η κυριότητα της καλλιεργήσιμης γης. Η μεγαλύτερη μερίδα των κατοίκων του χωριού απασχολούνταν κυρίως στον αγροτικό τομέα και την κτηνοτροφία στα πλαίσια του κρατικού συνεταιρισμού. Πολλοί όμως, και από τα προηγούμενα χρόνια, ως εσωτερικοί μετανάστες, βρέθηκαν σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Αλβανίας, όπου επιβεβαιώνοντας τα διαχρονικά χαρακτηριστικά του πολυταξιδεμένου και μορφωμένου Λεσινιτσιώτη, πρόκοψαν μέσα από τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τις αδικίες που τους επιφύλασσε το αυταρχικό καθεστώς. Το 1990 ο αριθμός των κατοίκων έφτασε τους 2020 (920 στην Άνω και 1100 στην Κάτω Λεσινίτσα).

Περίοδος 1990 έως σήμερα
Οι κοσμογονικές αλλαγές που ακολούθησαν με την πτώση του κομμουνισμού στην Ευρώπη, δεν άφησαν ανεπηρέαστη και την Αλβανία. Η Λεσινίτσα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης επάνω στα σύνορα, αποτέλεσε μία από τις κυριότερες πύλες εξόδου των προσφύγων προς την Ελλάδα. Οικογένειες με παιδιά από πολλές περιοχές της Αλβανίας στα τέλη του 1990 περνούσαν νυχθημερόν από το χωριό ανηφορίζοντας τη χιονισμένη Στουγάρα. Πολλοί, στην προσπάθειά τους αυτή, έχασαν τη ζωή τους. Οι Λεσινιτσιώτες ως γνώστες των περασμάτων τους βοηθούσαν όσο μπορούσαν, άλλωστε και οι ίδιοι βρίσκονταν στην ίδια μοίρα ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που οδηγούσε στην ελευθερία. Μεγάλη μερίδα των κατοίκων του χωριού μετανάστευσε τότε στην Ελλάδα αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου.
Παρόλο που θεωρητικά άρχισε η περίοδος της δημοκρατίας στην Αλβανία, οι δυσκολίες δεν εξαλείφθηκαν. Ο αφελληνισμός της περιοχής αποτελεί πάντοτε τον κύριο στόχο των Αλβανών. Ακόμη και μέσα σε αυτό το κλίμα οι Λεσινιτσιώτες δεν έπαψαν να ενδιαφέρονται για τον τόπο τους. Με έξοδά τους και προσωπική εργασία, αναστήλωσαν και ξαναλειτούργησαν τις περισσότερες κατεστραμμένες εκκλησίες. Οι κρυμμένες εικόνες και τα ιερά κειμήλια βγήκαν από τα σεντούκια και επανατοποθετήθηκαν στο φυσικό τους χώρο.

Σταδιακά όμως και άλλοι κάτοικοι πήραν το δρόμο της μετανάστευσης. Οι ταραχές του 1997, μετά την κατάρρευση της οικονομικής “φούσκας” των πυραμίδων στην Αλβανία, οδήγησε συμμορίες ενόπλων να στοχοποιούν τα ελληνικά χωριά. Το σχολείο της Κάτω Λεσινίτσας έκλεισε το 1997 ενώ στην Άνω λειτουργούσε με ελάχιστους μαθητές. Ακολουθεί μία περίοδος ανομίας με πολλές διαρρήξεις σπιτιών, σύληση εκκλησιών με αποκορύφωμα την πυρπόληση από Αλβανούς του σχολείου της Κάτω Λεσινίτσας το 1999.
Σήμερα, κανένα σχολείο δεν λειτουργεί λόγω της έλλειψης μαθητών. Οι εναπομείναντες μόνιμοι κάτοικοι, κυρίως ηλικιωμένοι, με υψηλό φρόνημα φυλάνε Θερμοπύλες. Η γεωργία, η κτηνοτροφία και η συλλογή φαρμακευτικών φυτών και βοτάνων (από τα οποία βρίθει η περιοχή) είναι ασχολίες για ιδιοκατανάλωση παρά για κύριο εισόδημα. Οι περισσότεροι Λεσινιτσιώτες ζουν κυρίως στην Ελλάδα όπου εργάζονται και διαπρέπουν σε πολλούς τομείς. Έχουν οργανωθεί σε συλλόγους και αδελφότητες με σκοπό την διατήρηση της παράδοσης αλλά και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ιδιαίτερης πατρίδας τους συνδράμοντας οικονομικά όποτε χρειάζεται. Ανακαινίζουν τα σπίτια τους στο χωριό και τα επισκέπτονται κυρίως το καλοκαίρι.

Ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το χωριό είναι αυτό του οδικού δικτύου που παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος του χωματόδρομος. Κατά καιρούς γίνονται προσπάθειες συντήρησής του όμως η πρόσβαση παραμένει δύσκολη. Υπάρχουν επίσης σοβαρά θέματα σχετικά με το ιδιοκτησιακό, την εκμετάλλευση των λιβαδικών εκτάσεων από Αλβανούς βοσκούς, τις διαρρήξεις σπιτιών και την παντελή έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Αναμφίβολα η σημερινή περίοδος είναι ιδιαιτέρως δύσκολη ιδίως λόγω της εγκατάλειψης. Όμως, η μακραίωνη και λαμπρή πορεία της Λεσινίτσας, για την οποία νιώθουμε θαυμασμό και υπερηφάνεια, μας δίνει την ώθηση να ατενίζουμε το μέλλον της με ελπίδα και αισιοδοξία. Δημιουργεί σε όλους μας (ατομικά και συλλογικά) την υποχρέωση να αφουγκραστούμε καλύτερα τα προβλήματα αυτού του τόπου συμβάλλοντας στην επίλυσή τους. Συνάμα, οφείλουμε να καταστήσουμε γνωστή την ιστορία και τους αγώνες των προγόνων μας και να μεταβιβάσουμε τις παραδόσεις μας στις επόμενες γενιές, διότι ο πραγματικός πλούτος της Λεσινίτσας ήταν πάντα οι άνθρωποί της.

Πηγές-Παραπομπές
Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου A, Β, Αθήνα 1856
Τζουβάρα-Σούλη, Χρυσηίς, Η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων εις την Αρχαίαν Ήπειρον, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1979
Α. Πετρίδης, Χρονικόν Δρυοπίδος, Νεοελληνικά Ανάλεκτα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού, Εν Αθήναις, 1871
Μπαράς Β., Το Δέλβινο της Βορείου Ηπείρου και οι γειτονικές του περιοχές, Αθήνα 1966 (Επιμέλεια Λ. Βρανούση)
Νίκος Θ. Υφαντής, Η Αδελφότης των εν Δελβίνω Κάτω Λεσινιτσιωτών «Η Αγία Τριάς» 1911, Εφημερίδα Πρωινός Λόγος, 2014
Μ. Β. Σακελλαρίου, Ήπειρος: 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορία και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1997
Γρηγόρης Κατσαλίδας, Το γενεαλογικό δέντρο της Λεσινίτσας, Εκδ. Οδυσσέας, 2009
Ρενέ Πυώ, Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος: (Οδοιπορικό 1913, Απελευθέρωση, Αυτονομία), Εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα, 1991 (Μεταφρ. Α. Αχ. Λαζάρου)
Γενικόν Στρατηγείον Ελληνικού Στρατού, Εθνολογική Στατιστική της Βορείου Ηπείρου το 1913, Τύποις Άγκυρας, Θεσσαλονίκη 1919
Teki Selenica, Απογραφή 1927, Αλβανικό Υπουργείο Εσωτερικών
Εφημερίδα ο Παλμός της Λεσινίτσας
Βασίλης Γ. Λίτος, Επαλήθευση της μνήμης (Λεσινίτσα Β. Ήπειρος), 2013
ΣΦΕΒΑ, sfeva.gr
Basil Kondis & Eleftheria Manda. The Greek Minority in Albania – A documentary record (1921-1993), Thessaloniki. Institute of Balkan Studies, 1994. (Αγγλικά)
Ε. Ντάλλας, Φ. Παπαγιάννης, Γ. Υφαντής, Γενεαλογικά δέντρα της Κάτω Λεσινίτσας, Πάτρα, 2013
Μαρτυρίες χωριανών

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα lesinitsa.gr

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια