Το «σήμα» που έδωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ότι μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια μέσα στο 2022 οδηγεί ψηλότερα τις αποδόσεις (επιτόκια) των ευρωπαϊκών ομολόγων, ανάμεσα σε αυτά και των ελληνικών, για τα οποία η απόδοση έφτασε το 2,55% χτες, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 2019.
Τα ελληνικά ομόλογα έγιναν και πάλι θέμα στο Bloomberg και τα άλλα διεθνή πρακτορεία καθώς η χώρα μας είναι ένα από τα «καναρίνια στο ανθρακωρυχείο» δεδομένου ότι κερδίζει με διαφορά το… ευρωπαϊκό πρωτάθλημα χρέους, ενώ η -επίσης υπερχρεωμένη Ιταλία- ακολουθεί με σχετική διαφορά.
Οι επενδυτές ξεπούλαγαν ελληνικά, ιταλικά και ισπανικά ομόλογα, με αποτέλεσμα οι τιμές τους να υποχωρήσουν και οι αποδόσεις τους (που κινούνται αντίστροφα από την τιμή) να ανέβουν.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες μεταμορφώνονται σε νομισματικά «γεράκια», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνται οι υπέρμαχοι των αυστηρών νομισματικών πολιτικών (σε αντίθεση με τα «περιστέρια» τα οποία υποστηρίζουν τις «χαλαρές» νομισματικές πολιτικές.
Ο πληθωρισμός καλπάζει, αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο παροδικός και το μόνο που μπορούν να κάνουν οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι να ανεβάσουν τα επιτόκια και να σταματήσουν να «τυπώνουν χρήμα» (μέσω των μαζικών αγορών ομολόγων, τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση).
Το νέο σκηνικό σημαίνει ότι τελειώνει η περίοδος της χαλάρωσης κατά την οποία ακόμα και τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων είχαν πέσει κάτω από το μηδέν (για ορισμένους τίτλους μικρής διάρκειας ) παρότι η χώρα μας έχει, αναλογικά, το τρίτο μεγαλύτερο χρέος στον κόσμο καθώς φτάνει στο 206,7% του ΑΕΠ (μετά την Ιαπωνία με 256,9% του ΑΕΠ και το Σουδάν με 209,9%)..
Το ελληνικό Δημόσιο τα τελευταία δύο χρόνια μπορούσε να δανείζεται με εξαιρετικά χαμηλό κόστος (αντίστοιχο ή και χαμηλότερο από εκείνου του… αμερικανικού δημοσίου) παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν διαθέτουν επενδυτική διαβάθμιση και ανήκουν στην κατηγορία των «σκουπιδιών» (junk bond) που οι κανονισμοί δεν επιτρέπουν να περιλαμβάνονται σε ποιοτικά χαρτοφυλάκια όπως αυτό της ΕΚΤ.
Το επιτόκιο είχε πέσει επειδή ακριβώς η ΕΚΤ ήταν ο τελικός αγοραστής των ομολόγων, ακόμα και των ελληνικών, αφού τα αγόραζε κατά παράβαση του κανονισμού λόγω πανδημίας.
Αυτό δεν εμπόδιζε ορισμένους εκπροσώπους της κυβέρνησης να αποδίδουν την υποχώρηση των επιτοκίων στην επιτυχημένη διαχείριση και την εμπιστοσύνη των αγορών, ενώ έγιναν και προβλέψεις από ορισμένους ότι σύντομα θα ακολουθήσει και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και η επαναφορά των ελληνικών ομολόγων σε επενδυτική διαβάθμιση.
Το ενδεχόμενο αυτό, όμως, απομακρύνεται ύστερα από την αλλαγή των δεδομένων και την προοπτική αύξησης των επιτοκίων.
Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι ότι το ελληνικό δημόσιο θα δυσκολευτεί να δανειστεί τα χρήματα που χρειάζεται από την αγορά. Η ΕΚΤ έχει δηλώσει ότι θα συνεχίσει να αγοράζει κατ’ εξαίρεση ελληνικά ομόλογα, οπότε είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να δανειστεί τα 12 δισ. ευρώ που έχει υπολογίσει. Το επιτόκιο θα είναι λίγο «τσιμπημένο», αλλά όχι καταστροφικό και η ΕΚΤ έχει δώσει σαφές στίγμα ότι είναι αποφασισμένη να στηρίξει την Ελλάδα, καθώς και όποια άλλη χώρα χρειαστεί για να μην «μείνει κανείς πίσω».
Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ότι αλλάζει η εικόνα και η αντίληψη που έχουν οι αγορές για την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται πάλι στην πρώτη γραμμή των ρευστοποιήσεων στην αγορά ομολόγων, ενώ παράλληλα αυξάνεται και το κόστος χρήματος για το σύνολο της αγοράς.
Από τις τράπεζες που πρέπει να δανειστούν περί τα 12 δισ. ευρώ για να καλύψουν τις ανάγκες σε κεφάλαια που απαιτεί η εποπτεία της ΕΚΤ, μέχρι τις μεγάλες ελληνικές εταιρείες που δανείζονται με εταιρικά ομόλογα, αλλά και το σύνολο των επιχειρήσεων και νοικοκυριών που θα ζουν πλέον με ακριβό χρήμα.
Σε έναν κόσμο με υψηλά επιτόκια και καλπάζοντα πληθωρισμό τα περιθώρια για αναβάθμιση της τρίτης πιο χρεωμένης χώρας στον κόσμο αντικειμενικά στενεύουν.
Τα ελληνικά ομόλογα έγιναν και πάλι θέμα στο Bloomberg και τα άλλα διεθνή πρακτορεία καθώς η χώρα μας είναι ένα από τα «καναρίνια στο ανθρακωρυχείο» δεδομένου ότι κερδίζει με διαφορά το… ευρωπαϊκό πρωτάθλημα χρέους, ενώ η -επίσης υπερχρεωμένη Ιταλία- ακολουθεί με σχετική διαφορά.
Οι επενδυτές ξεπούλαγαν ελληνικά, ιταλικά και ισπανικά ομόλογα, με αποτέλεσμα οι τιμές τους να υποχωρήσουν και οι αποδόσεις τους (που κινούνται αντίστροφα από την τιμή) να ανέβουν.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες μεταμορφώνονται σε νομισματικά «γεράκια», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνται οι υπέρμαχοι των αυστηρών νομισματικών πολιτικών (σε αντίθεση με τα «περιστέρια» τα οποία υποστηρίζουν τις «χαλαρές» νομισματικές πολιτικές.
Ο πληθωρισμός καλπάζει, αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο παροδικός και το μόνο που μπορούν να κάνουν οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι να ανεβάσουν τα επιτόκια και να σταματήσουν να «τυπώνουν χρήμα» (μέσω των μαζικών αγορών ομολόγων, τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση).
Το νέο σκηνικό σημαίνει ότι τελειώνει η περίοδος της χαλάρωσης κατά την οποία ακόμα και τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων είχαν πέσει κάτω από το μηδέν (για ορισμένους τίτλους μικρής διάρκειας ) παρότι η χώρα μας έχει, αναλογικά, το τρίτο μεγαλύτερο χρέος στον κόσμο καθώς φτάνει στο 206,7% του ΑΕΠ (μετά την Ιαπωνία με 256,9% του ΑΕΠ και το Σουδάν με 209,9%)..
Το ελληνικό Δημόσιο τα τελευταία δύο χρόνια μπορούσε να δανείζεται με εξαιρετικά χαμηλό κόστος (αντίστοιχο ή και χαμηλότερο από εκείνου του… αμερικανικού δημοσίου) παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν διαθέτουν επενδυτική διαβάθμιση και ανήκουν στην κατηγορία των «σκουπιδιών» (junk bond) που οι κανονισμοί δεν επιτρέπουν να περιλαμβάνονται σε ποιοτικά χαρτοφυλάκια όπως αυτό της ΕΚΤ.
Το επιτόκιο είχε πέσει επειδή ακριβώς η ΕΚΤ ήταν ο τελικός αγοραστής των ομολόγων, ακόμα και των ελληνικών, αφού τα αγόραζε κατά παράβαση του κανονισμού λόγω πανδημίας.
Αυτό δεν εμπόδιζε ορισμένους εκπροσώπους της κυβέρνησης να αποδίδουν την υποχώρηση των επιτοκίων στην επιτυχημένη διαχείριση και την εμπιστοσύνη των αγορών, ενώ έγιναν και προβλέψεις από ορισμένους ότι σύντομα θα ακολουθήσει και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και η επαναφορά των ελληνικών ομολόγων σε επενδυτική διαβάθμιση.
Το ενδεχόμενο αυτό, όμως, απομακρύνεται ύστερα από την αλλαγή των δεδομένων και την προοπτική αύξησης των επιτοκίων.
Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι ότι το ελληνικό δημόσιο θα δυσκολευτεί να δανειστεί τα χρήματα που χρειάζεται από την αγορά. Η ΕΚΤ έχει δηλώσει ότι θα συνεχίσει να αγοράζει κατ’ εξαίρεση ελληνικά ομόλογα, οπότε είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να δανειστεί τα 12 δισ. ευρώ που έχει υπολογίσει. Το επιτόκιο θα είναι λίγο «τσιμπημένο», αλλά όχι καταστροφικό και η ΕΚΤ έχει δώσει σαφές στίγμα ότι είναι αποφασισμένη να στηρίξει την Ελλάδα, καθώς και όποια άλλη χώρα χρειαστεί για να μην «μείνει κανείς πίσω».
Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ότι αλλάζει η εικόνα και η αντίληψη που έχουν οι αγορές για την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται πάλι στην πρώτη γραμμή των ρευστοποιήσεων στην αγορά ομολόγων, ενώ παράλληλα αυξάνεται και το κόστος χρήματος για το σύνολο της αγοράς.
Από τις τράπεζες που πρέπει να δανειστούν περί τα 12 δισ. ευρώ για να καλύψουν τις ανάγκες σε κεφάλαια που απαιτεί η εποπτεία της ΕΚΤ, μέχρι τις μεγάλες ελληνικές εταιρείες που δανείζονται με εταιρικά ομόλογα, αλλά και το σύνολο των επιχειρήσεων και νοικοκυριών που θα ζουν πλέον με ακριβό χρήμα.
Σε έναν κόσμο με υψηλά επιτόκια και καλπάζοντα πληθωρισμό τα περιθώρια για αναβάθμιση της τρίτης πιο χρεωμένης χώρας στον κόσμο αντικειμενικά στενεύουν.
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών