Η Ελλάδα σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία

Του Παναγιώτη Μπάρκα

Προκύπτει ότι, η Ελλάδα σε σχέση με την εμπόλεμη ουκρανική κρίση επιδίωξε την αντιστάθμιση των εθνικών συμφερόντων στο πλαίσιο των ευρω-ατλαντικών θεσμών. Για την καλύτερη διασφάλισή τους επέλεξε μάλιστα μια διπλή ταχύτητα: την ταύτιση με τις αποφάσεις των δυτικών συμμαχιών στις οποίες ανήκει. Και ταυτόχρονα την ανάληψη πρωτοβουλιών σε εθνικό επίπεδο, όπως είναι η αποστολή όπλων στον Ουκρανικό στρατό, την αντιμετώπιση του ελληνικού στοιχείου, (κοινότητας ομογενών, ελληνικής εθνικής μειονότητας, στην Ουκρανία, πιο συγκεκριμένα στη Μαριούπολη), την αντιμετώπιση της Τουρκίας κλπ.
Η δεύτερη κυρίως ταχύτητα, δείχνει ότι υποκρύπτει «την εκδήλωση αφοσίωσης» προς ισχυρούς εταίρους, με το σκεπτικό ότι εκείνοι θα ανταποκριθούν σε όφελος της σε περίπτωση που κινδυνέψουν ζωτικά ελληνικά εθνικά συμφέροντα, λόγου χάρη από την Τουρκία…. Η εξέλιξη αυτή έφερε από την μία την πολιτική διχοτόμηση στη χώρα και ταυτόχρονα την έκθεση σε κίνδυνο εθνικών θεμάτων και τον παραμερισμό της Ελλάδας από ρόλους κλειδί που μπορούσε να αναλάβει στην εμπόλεμη κρίση, λόγω της γεωστρατηγικής της θέση και των ιστορικών σχέσεων με τις αντιμαχόμενες πλευρές.

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Στην ουσία και υπό μια γενικότερη οπτική γωνία, επαναλαμβάνει την ιστορία της, αλλά σε πιο πεζό επίπεδο. Δλδ όσον αφορά την εθνική πολιτική, εκδηλώνει αυθορμητισμό και κατ΄ επέκταση πολιτικό διχασμό, (που, ως αντίχτυπο και πολύ διαφορετικά από την ιστορία, προκαλεί στον ελληνικό λαό τουλάχιστον εθνική αδιαφορία). Βάζει στη σκακιέρα των εξελίξεων ένα εθνικό θέμα για να πετύχει εγγυήσεις σε ένα άλλο εθνικό θέμα. Η πολιτική ηγεσία δεν συμβουλεύεται ούτε μεταξύ της ούτε ακούει τους εμπειρογνώμονες, (πιθανόν διότι δεν έχει φτιάξει ποτέ μηχανισμούς και θεσμούς για συνεχιζόμενη και μακροπρόθεσμη εθνική πολιτική και στρατηγική).

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 
Στην Επανάσταση του 1821, ο εθνικός εμφύλιος στο όνομα της πολιτικής εξουσίας οδήγησε μερικές φορές στο παρά πέντε στην αποτυχία της Επανάστασης. Στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο εθνικός διχασμός οδήγησε σε μαρασμό την ελληνική εθνική προσδοκία. Η ανάγκη για πολιτική επικράτηση συγκεκριμένων παρατάξεων οδήγησε τον ελληνικό λαό σε αποτυχημένους και αποτροπιαστικούς εθνικά πολέμους, όπως το 1897, ή και την Μικρασιάτικη καταστροφή.
Εκτός από το έπος του 1940 που η εθνική ομοψυχία έδωσε στην Ελλάδα τη λαμπρή ιστορική δόξα στην οικουμένη, η αντίσταση του Ελληνικού λαού στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σθεναρή μεν, αλλά μέσω μιας εσωστρεφούς αντιπαράθεσης που οδήγησε σε εμφύλιο και εθνικό διχασμό, τις συνέπειες του οποίου βιώνουμε ακόμα εθνικά.

Ωστόσο οι όποιες εθνικά επιτυχίες και καταχτήσεις περιείχαν τον γνωστό ελληνικό αυθορμητισμό και αυτοσχεδιασμό, ή υπήρξαν προϊόν συγκυριών, ή διότι είχαμε στήριγμα το στερέωμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Σήμερα όμως ο αυθορμητισμός δεν μετράει μπροστά σε στρατηγικούς και γεωπολιτικούς σχεδιασμούς που βλέπουν έναν αιώνα μπροστά. Ούτε, όμως μπορούμε ακόμα, μετά από χιλιάδες χρόνια, να επικαλούμαστε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό για να επωφελούμαστε σήμερα εθνικά, όταν με την στάση μας τον βλάπτουμε, ενώ αποστασιοποιούμαστε από την ουσία του πολιτισμού αυτού.

ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
Είναι αληθές ότι ιστορικά ο Ελληνισμός έδωσε στη Ρωσία πολλά: στον τομέα της οικονομίας, στον εκσυγχρονισμό της πολιτικής και στην καλλιέργεια της δυτικής κουλτούρας, στην ανασυγκρότηση της ορθόδοξης εκκλησίας της κλπ. Από τη δική της πλευρά η Ρωσία γενικώς εκμεταλλεύτηκε την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό για τους στρατηγικούς της σκοπούς έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (θυμηθείτε τα Ορλοφικά) και μόνο σε ανταγωνισμό με τις δυτικές χώρες στάθηκε στο πλευρό του ελληνικού λαού. (Επανάσταση του 1821). Αυτό όμως ποτέ δεν έσβησε στον ελληνικό λαό την φιλία και την αγάπη για τη Ρωσία και τον ρωσικό λαό. Δεν του απαγόρευσε να ζει το μύθο της φυσιολογικής μεγάλης και ισχυρής συμμαχίας.
Δυστυχώς όμως η Αθήνα, αντί να δείξει εγκράτεια (όχι ουδετερότητα) και να περιμένει τις εξελίξεις που θα τις επέτρεπαν ρόλο κλειδί στην κρίση, (λόγω και της ιστορίας, αλλά και λόγω του ότι έχει στην Ουκρανία (και τη Ρωσία) μεγάλο αριθμό ομογενών, έσπευσε να θέσει την προστασία των ομογενών στη λογική των θέσεων της Δύσης κατά του Πούτιν. Λογικό θα ήταν να κατέβαλε κάθε προσπάθεια ώστε το ελληνικό στοιχείο, ειδικά στη Μαριούπολη, να έχαιρε ένα ειδικό στάτους προστασίας, κυρίως από τον Πούτιν, (ως ο ισχυρός της υπόθεσης) και από τους Ουκρανούς. Δυστυχώς οι ομογενείς έμειναν απροστάτευτοι και εκτεθειμένοι προς τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, με αποτέλεσμα να είναι ορατή η μαζική εξαφάνισή της ισχυρής αυτής ελληνικής κοινότητας, η στήριξη της οποίας, τουλάχιστον τα τριάντα τελευταία χρόνια ήταν επίσης ελλιπής.

Ταυτόχρονα, η συμβολική κίνηση αποστολής όπλων εκτός των πλαισίων των δυτικο-ευρωπαϊκών θεσμών, έθεσε την Αθήνα σε μονόπλευρη ανάμειξη στην εμπόλεμη σύγκρουση με αποτέλεσμα να επέλθουν σοβαρές συνέπειες, όχι τόσο σε ότι αφορά το γεγονός ότι εκτέθηκε στη Ρωσική πλευρά, όσο αφαίρεσε από τον εαυτόν της τη δυνατότητα να αναλάβει ρόλο σε όφελος της ειρήνης και ταυτόχρονα οδήγησε σε εσωτερικό πολιτικό διχασμό.

ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Είναι ιστορικά γεγονός ότι η Ρωσία πραγματοποίησε δέκα πολέμους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίοι κατέλεγαν σε συμμαχία όταν χρειάζονταν η Ρωσία να αντιμετωπίσει τις Δυτικές τότε Μεγάλες Δυνάμεις. Όπως και οι Δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις συμμαχούσαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να περιθωριοποιούσαν τις επεκτατικές βλέψεις της Ρωσίας προς τη Δύση και τη Μεσόγειο. Η Ελλάδα είχε ξεκινήσει έναν απελευθερωτικό αγώνα, την Επανάσταση του 1821, κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιδιώκοντας την εδαφική ολοκλήρωση του ελληνικού εθνικού κράτους. Μέσα σε έναν αιώνα κέρδισε και έχασε πολλά. Και τα μεν και τα δε η Αθήνα τα αποδέχτηκε μέσα από διεθνείς συμβάσεις ως μέρος του Διεθνούς Δικαίου, που αποτελεί σήμερα το βασικό οπλοστάσιο της ελληνικής διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής, στις εκδηλωμένες αναθεωρητικές βλέψεις της Άγκυράς. Ταυτόχρονα η Αθήνα ελπίζει στις εγγυήσεις της Δύσης για τον σεβασμό των αρχών του Διεθνούς Δικαίου.

ΤΙ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΜΩΣ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΙΚΑΙΡΌΤΗΤΑ
Από την μία επιβεβαιώνεται ότι το Διεθνές Δίκιο έχει τέτοια παράθυρα που επιτρέπουν την δικαίωση του ισχυρού. (Όπως ελπίζει και ο Πούτιν). Από την άλλη η Τουρκία αναδεικνύεται τελευταία σε παράγοντα ρύθμισης της κρίσης στην Ουκρανία, όχι τόσο σε όφελος της επίτευξης της ειρήνης, όσο σε ότι αφορά την αναθεώρηση της οικονομικής στρατηγικής της Δύσης μέσω Τουρκίας, χωρίς τη Ρωσία. Για το σκοπό αυτό η Δύση αποσιωπά κάθε επίκαιρη και διαχρονική επικριτική θέση κατά της Άγκυρας και πιθανόν να αναθερμάνει και το αίτημα ένταξης της Τουρκίας και στην Ε. Ένωση. Με άλλα λόγια έχουμε μια επανάληψη της ιστορίας υπό νέες συνθήκες, με επίκεντρο την Τουρκία.

Η ΕΠΊΣΚΕΨΗ ΜΗΤΣΟΤΆΚΗ ΔΕΝ ΕΞΥΠΗΡΈΤΗΣΕ ΤΟΝ ΈΛΛΗΝΑ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ
Στο πλαίσιο αυτό, η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Πόλη, περισσότερο συμβάλλει στο κλίμα που καλλιεργεί γύρω από τον Ερντογκάν η Δύση και ο Ερντογκάν, παρά τάσσεται σε όφελος κλίματος κατανόησης και αιτερικότητας με την Ελλάδα. Ο Ερντογκάν ήταν ξεκάθαρος. Χρειάζονταν την ύφεση με την Ελλάδα για να διευκολύνει την νέα διαπραγματευτική πορεία με τη Δύση, γι΄αυτό έσπευσε να ανταποκριθεί θετικά στη δήλωση Μητσοτάκη για άμεσο διάλογο μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, έδειξε ότι παρά την υποσχόμενη ύφεση, δεν πρόκειται να κάνει καμιά έκπτωση στην αναθεωρητική ρητορική και βλέψεις του σε βάρος της Ελλάδος.
Στο πλαίσιο αυτό, ας μη θεωρούμε ασήμαντη λεπτομέρεια, το γεγονός ότι πριν τη συνάντηση με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ στην Αττάλεια, ο Ερντογκάν είχε 90λέπτη τετ α τετ συνάντηση με τον Αλβανό Πρωθυπουργό Έντι Ράμα, ο οποίος σε αμέσως μετά δηλώσεις του, ήταν πυρ και μανία κατά της στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Αλβανία.

ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
Στις τρεις βδομάδες πολέμου στην Ουκρανία, στα παράθυρα των ελληνικών καναλιών και όχι μόνο, δεκάδες υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί εν αποστρατεία, είχαν μια διαφοροποιημένη μέχρι αντίθετη στάση σε σχέση με τους χειρισμούς της κυβέρνησης.
Ένα διπλό ερώτημα. Πώς γίνεται ότι οι δεκάδες αυτοί υψηλόβαθμοι αξιωματικοί να μιλούν τώρα, εν΄αποστρατεία;!! Το δεύτερο ερώτημα. Γιατί η επίσημη πολιτική δεν λαμβάνει υπόψη τις δικές τους απόψεις και θέσεις, τις αναλύσεις και προτάσεις των δεκάδων διεθνολόγων, στρατιωτικών και πολιτικών αναλυτών, καθηγητών πανεπιστημίων στη χάραξη εξωτερικής εθνικής πολιτικής;! Δεν νομίζω ότι θα υπάρχει άλλο παράδειγμα στον κόσμο ώστε μια χώρα τόσο μικρή όσο η Ελλάδα, να έχει τόσο διανοητικά και στρατιωτικά αποθέματα και να μη τα αξιοποιεί σε όφελος του έθνους.

15 Μαρτίου 2022

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια