Κανείς δεν «θέλει» ειρήνη στην Ουκρανία

Ρωσία και Ουκρανία μοιάζουν να έχουν αφήσει σε δεύτερη μοίρα τις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. Από τη μια η Μόσχα, αλλάζοντας στρατηγική, στρέφεται προς την αποκόμιση περισσότερων εδαφών ειδικά στα νότια και ανατολικά της χώρας. Το Κίεβο, σημαντικά ενισχυμένο από τους Δυτικούς συμμάχους, οργανώνει αντεπιθέσεις. Αναλυτές όμως προειδοποιούν ότι ο μόνος τρόπος για να τερματιστεί η σύγκρουση είναι οι δύο πλευρές να φτάσουν σε μια συμφωνία. Ο δρόμος προς τη συμφωνία όμως περνάει επίσης μέσα από την Ουάσιγκτον, η οποία υπό τον φόβο ενός αδιεξόδου θα πρέπει να αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν. Μάλιστα, η παράταση των πολεμικών συγκρούσεων μεγαλώνει τις πιθανότητες διάχυσης του πολέμου προς τα δυτικά, με τα πρώτα σημάδια αποσταθεροποίησης να εμφανίζονται στη Μολδαβία.

Γιατί κανείς δεν «θέλει» ειρήνη;
Ειδικοί εκτιμούν ότι ο Πούτιν έχει εγκαταλείψει προς το παρόν το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και πλέον επικεντρώνεται στην αποκόμιση περισσότερων εδαφών της Ουκρανίας. Έτσι κι αλλιώς, το μεγάλο αγκάθι της διαπραγματευτικής διαδικασίας είναι και θα είναι το εδαφικό, με τις δύο πλευρές να έχουν χάσμα απόψεων στη χάραξη των «συνόρων» σε περίπτωση εκεχειρίας. Γι’ αυτό τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο παραδόξως ακολουθούν παρόμοια τακτική, κατά την οποία οι συζητήσεις γίνονται παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, η έκβαση των οποίων ενδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση της κάθε πλευράς.
Την ίδια ώρα όμως και ο Ζελένσκι εμφανίζεται διστακτικός όσον αφορά τις συνομιλίες. Από την αρχή του πολέμου, ρητορικά τουλάχιστον «πίεζε» για διπλωματική λύση, αλλά ταυτόχρονα ζητούσε στρατιωτική ενίσχυση από τη Δύση. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί εάν ληφθεί υπόψη η δύσκολη θέση, στην οποία βρίσκεται. Σε κάποιο στάδιο της πολεμικής σύγκρουσης θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα δεχθεί μια ειρηνευτική συμφωνία ή θα συνεχίσει να πολεμά. Εάν εκληφθεί από τους Ουκρανούς πολίτες μια συμφωνία ως μη ευνοϊκή, ειδικά στην περίπτωση που εμφανίζεται κερδισμένος ο ουκρανικός στρατός, τότε θα αναγκαστεί να πληρώσει βαρύ πολιτικό τίμημα. Ακόμα όμως και εάν δεχθεί μια συμφωνία κάτω από την πίεση της στρατιωτικής ήττας, δεν είναι βέβαιο ότι θα του δοθεί «άφεση αμαρτιών», αφού θα κατηγορηθεί για πρόωρη οπισθοχώρηση από τη μάχη.

Γι’ αυτό στο παρόν στάδιο και οι δύο πλευρές φαίνεται ότι δεν έχουν ως βασική προτεραιότητα τη συνέχιση των ειρηνευτικών διαδικασιών. «Νομοτελειακά», όμως, ο πόλεμος θα τελειώσει μόνο με μία συμφωνία. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, «όπως σε κάθε περίπτωση χρήσης στρατιωτικής ισχύος, όλα θα τελειώσουν με μια συνθήκη». Θεωρείται μάλιστα ότι η στρατηγική των ΗΠΑ, η οποία βασίζεται στην προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία και στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, θα φτάσει κάποια στιγμή σε αδιέξοδο.

Το αδιέξοδο της πολιτικής των ΗΠΑ
Σύμφωνα με αναλυτές, η επίτευξη μιας συμφωνίας δεν περνάει μόνο μέσα από τη Μόσχα και το Κίεβο αλλά θα πρέπει να εγκριθεί και από την Ουάσιγκτον. Υπενθυμίζεται ότι ο Πούτιν, πριν ακόμα αρχίσει την εισβολή, είχε δώσει στους Δυτικούς τη λίστα των επιθυμιών του, μέσα στις οποίες βρισκόταν το ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Αν και οι ΗΠΑ δεν εμφανίστηκαν διατεθειμένες να κάνουν υποχωρήσεις σε αυτόν τον τομέα, μερίδα αναλυτών θεωρούν ότι έφτασε η ώρα να επαναξιολογήσει αυτήν τη στάση. Βασική και ασαφής προϋπόθεση όμως είναι αντίστοιχες υποχωρήσεις από πλευράς Ρωσίας.
Η πολιτική «αποδυνάμωσης» της Ρωσίας που ακολουθούν οι ΗΠΑ μέσω του πολέμου στην Ουκρανία εκτιμάται ότι δεν θα έχει μακροπρόθεσμα οφέλη. Μπορεί στο παρόν στάδιο να έχει έρεισμα στις δυτικές δημοκρατίες, αλλά το status quo της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα δεν μπορεί να μεταβληθεί στον βαθμό που επιθυμούν οι ΗΠΑ. Για παράδειγμα, πολλές χώρες αρνήθηκαν να ανέβουν στο άρμα των κυρώσεων κατά της Μόσχας, τορπιλίζοντας έτσι το αμερικανικό σχέδιο της διεθνούς απομόνωσης της Ρωσίας.

Ενώ οι κυρώσεις θεωρούνται βασικό κομμάτι της στρατηγικής των ΗΠΑ, ήδη άρχισαν να δημιουργούνται ρήγματα στο ενιαίο μέτωπο, αφού το κόστος τους δεν πληρώνει μόνο η Ρωσία αλλά και ο υπόλοιπος πλανήτης. Με την επιβολή των κυρώσεων καταγράφονται τεράστια προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία, ελλείψεις στην εφοδιαστική αλυσίδα και αύξηση του πληθωρισμού. Γι’ αυτό οι οικονομίες της ΕΕ δύσκολα θα πάρουν την απόφαση για πλήρη αποκοπή του ρωσικού φυσικού αερίου, ενώ χώρες όπως η Ουγγαρία δεν θα αρνηθούν να πληρώσουν τη Ρωσία με ρούβλια. Παράλληλα, όσο οι εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μειώνονται, τόσο θα αυξάνονται οι τιμές. Έτσι, η Ρωσία μπορεί μεν να καταλήξει με λιγότερες εξαγωγές, αλλά θα έχει σχεδόν τα ίδια ή και υψηλότερα κέρδη από αυτές τις εξαγωγές.
Έτσι κι αλλιώς, όπως έχει ήδη διαφανεί, το οικονομικό πλήγμα στη ρωσική οικονομία δεν αλλάζει τις πολιτικές του Πούτιν. Όπως και στη Βενεζουέλα, στο Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, έτσι και στη Ρωσία, οι Δυτικές κυρώσεις δεν δημιουργούν τα «επιθυμητά» για τις ΗΠΑ πολιτικά αποτελέσματα. Αντίθετα, μάλιστα, ενισχύουν την πεποίθηση πολλών παικτών του διεθνούς συστήματος ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εντάσσεται σε ένα πλαίσιο αντίστασης στην επέκταση του ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό χώρες όπως η Κίνα δεν υποστηρίζουν ποτέ τη διεθνή πίεση προς τη Ρωσία, η οποία θα οδηγήσει ίσως σε ένα νέο κύμα επέκτασης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Δεν πρέπει να παραβλέπεται όμως και το ανθρωπιστικό ζήτημα. Μπορεί οι ΗΠΑ να προκαλούν σημαντικό κόστος στις ρωσικές δυνάμεις μέσω του εξοπλισμού της Ουκρανίας, εντούτοις η χώρα καταστρέφεται. Ο οπλισμός προκαλεί κόστος στον Πούτιν, αλλά δεν μπορεί να σώσει μακροπρόθεσμα την Ουκρανία. Αυτό, γιατί η Ρωσία όχι μόνο δεν αναμένεται να υποχωρήσει, αλλά αντίθετα θεωρείται ότι θα κλιμακώσει τις επιθέσεις, δημιουργώντας φόβους ακόμα και για χρήση πυρηνικών.
Γι’ αυτούς τους λόγους, οι αναλυτές θεωρούν ότι η μόνη διέξοδος είναι η υποχώρηση των ΗΠΑ πάνω στο ζήτημα της επέκτασης στην Ουκρανία, με αντάλλαγμα την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από τη χώρα. Ένα σενάριο, το οποίο σε αυτήν τη φάση του πολέμου σε καμιά περίπτωση δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνει αποδεκτό από τη ρωσική πλευρά.

Ο κίνδυνος διάχυσης του πολέμου
Όσο συνεχίζεται η πολεμική σύγκρουση, μεγαλώνουν οι πιθανότητες διάχυσης του πολέμου σε γειτονικές περιοχές της Ουκρανίας. Ο φόβος αυτού του σεναρίου άρχισε να παίρνει «υπόσταση», όταν καταγράφηκαν εκρήξεις σε κεραίες ρωσόφωνων ραδιοσταθμών και «τρομοκρατική επίθεση» σε στρατιωτική Βάση στην αποσχισθείσα περιοχή της Μολδαβίας, Υπερδνειστερία.
Οι φιλορώσοι αυτονομιστές έριξαν την ευθύνη στους Ουκρανούς, ενώ το Κίεβο υποστήριξε ότι οι βομβιστικές επιθέσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως πρόσχημα από τη Μόσχα για στρατιωτική εισβολή στη Μολδαβία, φέρνοντας ως παράδειγμα παρόμοιες εκρήξεις στην περιοχή του Ντονμπάς πριν από τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου.

Την ίδια ώρα, οι Ρώσοι αξιωματούχοι με δηλώσεις τους ανατροφοδοτούν τους φόβους για μια επίθεση στη Μολδαβία. Για παράδειγμα, ο Ρώσος στρατηγός Ρουστάμ Μινεκάιεφ ανέφερε ότι ο ρωσόφωνος πληθυσμός της Μολδαβίας είναι «θύμα καταπίεσης» και ότι οι επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού στη νότια Ουκρανία πρέπει να δημιουργήσουν χερσαίο διάδρομο, που θα συνδέει την Υπερδνειστερία με τη Ρωσία - κάτι που προϋποθέτει κατάληψη και της Οδησσού. Επίσης, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, δήλωσε ότι τα νέα που έρχονται από την Υπερδνειστερία αποτελούν λόγο «σοβαρής ανησυχίας».
Σύμφωνα με ειδικούς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας ρωσικής επίθεσης στη Μολδαβία, στο πλαίσιο της προσπάθειας αναβίωσης της παλιάς δόξας της Σοβιετικής Ένωσης και της επαναφοράς του συστήματος των ζωνών επιρροής. Ήδη άρχισε να χρησιμοποιεί το «γνωστό» πλέον λεκτικό της προστασίας των ρωσόφωνων στην περιοχή της Υπερδνειστερίας. Εάν στο επόμενο διάστημα κλιμακώσει τους χαρακτηρισμούς σε «γενοκτονία» σε βάρος των αυτονομιστών στη Μολδαβία, τότε, για κάποιους αναλυτές, είναι σημάδι ότι η χώρα βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο.

Από την άλλη, η δυσκολία που αντιμετωπίζει ο ρωσικός στρατός στη δημιουργία και διατήρηση ενός χερσαίου διαδρόμου μέχρι τη Μαριούπολη, προς το παρόν μειώνει τις πιθανότητες για κινήσεις εντός της Μολδαβίας. Ακόμα όμως και εάν δεν μπορέσει να επεκταθεί στρατιωτικά μέχρι την Υπερδνειστερία, μπορεί με ευκολία να συνεχίσει να προκαλεί προβλήματα μέσω της οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξης της αποσχισθείσας περιοχής.
/ simerini.sigmalive.com

Δείτε ακόμη:

Σχόλια