Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν λάβει χώρα δύο πολύ σημαντικές επισκέψεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αλβανία. Η πρώτη ήταν στα Τίρανα, στις αρχές του μήνα, στα πλαίσια της Συνόδου Ε.Ε. - Δυτικών Βαλκανίων. Επρόκειτο για ένα γεγονός υψηλού συμβολισμού, δεδομένου ότι η τελευταία επίσκεψη Έλληνα Πρωθυπουργού στη γειτονική χώρα ήταν 13 χρόνια πριν. Η δεύτερη σημειώθηκε χθες, σε περιοχές της ελληνικής εθνικής μειονότητας, η πρώτη αντίστοιχη επίσκεψη Έλληνα Πρωθυπουργού μετά τη επίσκεψη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στη Δερβίτσανη το 1991, δηλαδή σχεδόν 32 χρόνια αργότερα.
Η χθεσινή, ήταν αναμφίβολα μια ιστορική επίσκεψη, το βάρος της οποίας αυξάνεται αν σκεφτούμε ότι για πρώτη φορά Έλληνας Πρωθυπουργός επισκέφθηκε τη Χιμάρα. Σημαντικός εν προκειμένω είναι, βεβαίως, και ο συμβολισμός της παρουσίας του Πύρρου Δήμα δίπλα στον Έλληνα Πρωθυπουργό.
Φυσικά, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την κοινή παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Έντι Ράμα στη Δερβίτσανη. Ήταν μια θετική εικόνα, έστω και σε συμβολικό επίπεδο. Μήπως όμως μένουμε υπερβολικά προσκολλημένοι στους συμβολισμούς; Ο Φρανσουά Μιτεράν είχε εκφράσει κάποτε την άποψη ότι η πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων, ωστόσο αυτή είναι η μισή αλήθεια της πολιτικής, που δεν αρκεί για να δικαιολογήσει οποιαδήποτε στασιμότητα. Πολιτική σημαίνει και πράξη, σημαίνει συγκεκριμένες αποφάσεις με απτά αποτελέσματα στην καθημερινότητά μας.
Ασφαλώς και υπάρχει πρόοδος στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας. Οι σχέσεις μας είναι διαρκώς βελτιούμενες – αρκεί απλώς να κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις με προηγούμενες δεκαετίες – και αυτό αποτυπώνεται σε όλες τις συναντήσεις που έχουν διεξαχθεί το τελευταίο διάστημα μεταξύ των δύο Πρωθυπουργών.
Το ίδιο δείχνουν και οι συναντήσεις του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών με την Αλβανίδα ομόλογό του. Βρισκόμαστε σε καλό δρόμο και διαρκώς σημειώνεται πρόοδος. Μπορούμε όμως και καλύτερα, αυτό είναι και το ζητούμενο, να μη μείνουμε εφησυχασμένοι από το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται στα λόγια, να μη μείνουμε στις υποσχέσεις, αλλά να προχωρήσουμε και σε συγκεκριμένες αποφάσεις, να δούμε κάποια πραγματικά αποτελέσματα.
Οποιαδήποτε πρόοδος στις συνομιλίες και οποιαδήποτε απόφαση που θα ωθήσει εμπρός και τις δύο χώρες, ασφαλώς και είναι απολύτως επιθυμητή. Υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα στις διμερείς μας σχέσεις, τα οποία πρέπει να επιλυθούν, με κυριότερο παράδειγμα για την ελληνική πλευρά το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών. Ας ελπίζουμε ότι η παραπομπή του ζητήματος στη Χάγη δε θα αργήσει πολύ ακόμα.
Θα είναι, πράγματι, μια κίνηση που θα θέσει ένα πρότυπο ειρηνικής επίλυσης παρόμοιων ζητημάτων διά της νομικής οδού, για τα Βαλκάνια και την Ευρώπη ευρύτερα. Αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο στη σημερινή εποχή, των αναθεωρητισμών και της πολεμικής σύρραξης.
Ασφαλώς, η θετική έκβαση της υπόθεσης επαφίεται και στην πολιτική βούληση της αλβανικής κυβέρνησης, είναι ωστόσο θετική η ενεργητικότητα που επιδεικνύει η ελληνική πλευρά το τελευταίο διάστημα. Υπάρχει το πλαίσιο και οι κατάλληλες συνθήκες για περαιτέρω συνεννόηση και σύγκλιση των δύο μερών, για να πάνε οι ελληνο-αλβανικές σχέσεις στο επόμενο στάδιο.
Η επίλυση των όποιων διαφορών με ομαλό τρόπο και η περαιτέρω σύγκλιση Ελλάδας και Αλβανίας, είναι προς το άμεσο συμφέρον και των δύο και συνδέεται άμεσα με την ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας. Η Αλβανία βαδίζει σε μια πορεία συνεχούς εκσυγχρονισμού την τελευταία δεκαετία και σταδιακά έρχεται όλο και πιο κοντά στην πραγματοποίηση του ευρωπαϊκού οράματος.
Από την άλλη, η Ελλάδα παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην ένταξη όλων των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, συνεπώς, υποστηρίζει σθεναρά την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας.
Πρόκειται για ένα στρατηγικό στόχο για τη χώρα μας, καθώς η ένταξη της Αλβανίας στην Ε.Ε. θα είναι ωφέλιμη και για τους δύο λαούς. Θα είναι ωφέλιμη και για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, εξάλλου η Ευρώπη ως ιδεώδες παραμένει συνυφασμένη με το κράτος δικαίου ακόμα και στο μυαλό πολλών επικριτών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Το αλβανικό κράτος έχει μπροστά του μακρύ δρόμο μεταρρυθμίσεων προκείμενου να προσαρμόσει το κράτος δικαίου του στα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά και η Ελλάδα οφείλει να σταθεί αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια.
Εάν, λοιπόν, θέλουμε να ασκήσουμε γόνιμη κριτική, θα πρέπει να κινηθούμε σε αυτήν την κατεύθυνση. Το αίτημά μας προς αμφότερες τις κυβερνήσεις πρέπει να είναι η εντονότερη συνεργασία μεταξύ μας, η περαιτέρω συμφιλίωση και σύγκλιση στις ευρωπαϊκές αξίες, η σύσφιξη των κοινών μας δεσμών και η κοινή προσήλωση στην ομαλή επίλυση των μεταξύ μας διαφορών όσο το δυνατόν αμεσότερα.
Ήδη έχει γίνει μια καλή αρχή, ειδικά σε ζητήματα όπως το συνταξιοδοτικό, ή στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών το καλοκαίρι και σε σειρά άλλων ζητημάτων, όμως χρειάζονται ακόμα περισσότερες πιέσεις και ενέργειες για περαιτέρω διασυνοριακή συνεργασία σε όλα τα επίπεδα.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να μην υποσκάπτουμε τις προσπάθειες της ελληνικής διπλωματίας για επίτευξη αυτών των στόχων, απαξιώνοντας διαρκώς την άλλη πλευρά και ρίχνοντας λάδι στη φωτιά της μισαλλοδοξίας. Ακραίες φωνές υπάρχουν και στις δύο χώρες, εντούτοις όσοι επιλέγουν να τις υπερπροβάλλουν φέρουν ευθύνη για τον επιζήμιο ρόλο τους στην καλλιέργεια ενός κλίματος δυσπιστίας μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων.
Όμως, ας είμαστε αισιόδοξοι, οι δύο λαοί έχουν δείξει ήδη το σωστό δρόμο. Τόσο η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, όσο και η κοινότητα των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα, αποτελούν δύο πολύτιμες γέφυρες μεταξύ των δύο λαών και έχουν συνεισφέρει στη μεταξύ μας ομαλή συνύπαρξη και αλληλεπίδραση.
Εκτός των άλλων, αποδεικνύουν προς κάθε κατεύθυνση ότι αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα απ’ αυτά που μας χωρίζουν. Είμαστε δύο λαοί με κοινή ιστορική πορεία και πολύ πιο όμοιοι απ’ ότι πιστεύουμε. Επομένως, ας παραδειγματιστούν οι ιθύνοντες από την αδελφοσύνη των λαών τους. Και επιτέλους, ας ξεφύγουμε από τα βαλκανικά μας σύνδρομα, τώρα είναι η ώρα να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Με νηφαλιότητα, ψυχραιμία και αλληλοκατανόηση, μπορούμε να πάμε μπροστά.
Ιωάννης Παπαρίζος
Η χθεσινή, ήταν αναμφίβολα μια ιστορική επίσκεψη, το βάρος της οποίας αυξάνεται αν σκεφτούμε ότι για πρώτη φορά Έλληνας Πρωθυπουργός επισκέφθηκε τη Χιμάρα. Σημαντικός εν προκειμένω είναι, βεβαίως, και ο συμβολισμός της παρουσίας του Πύρρου Δήμα δίπλα στον Έλληνα Πρωθυπουργό.
Φυσικά, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την κοινή παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Έντι Ράμα στη Δερβίτσανη. Ήταν μια θετική εικόνα, έστω και σε συμβολικό επίπεδο. Μήπως όμως μένουμε υπερβολικά προσκολλημένοι στους συμβολισμούς; Ο Φρανσουά Μιτεράν είχε εκφράσει κάποτε την άποψη ότι η πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων, ωστόσο αυτή είναι η μισή αλήθεια της πολιτικής, που δεν αρκεί για να δικαιολογήσει οποιαδήποτε στασιμότητα. Πολιτική σημαίνει και πράξη, σημαίνει συγκεκριμένες αποφάσεις με απτά αποτελέσματα στην καθημερινότητά μας.
Ασφαλώς και υπάρχει πρόοδος στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας. Οι σχέσεις μας είναι διαρκώς βελτιούμενες – αρκεί απλώς να κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις με προηγούμενες δεκαετίες – και αυτό αποτυπώνεται σε όλες τις συναντήσεις που έχουν διεξαχθεί το τελευταίο διάστημα μεταξύ των δύο Πρωθυπουργών.
Το ίδιο δείχνουν και οι συναντήσεις του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών με την Αλβανίδα ομόλογό του. Βρισκόμαστε σε καλό δρόμο και διαρκώς σημειώνεται πρόοδος. Μπορούμε όμως και καλύτερα, αυτό είναι και το ζητούμενο, να μη μείνουμε εφησυχασμένοι από το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται στα λόγια, να μη μείνουμε στις υποσχέσεις, αλλά να προχωρήσουμε και σε συγκεκριμένες αποφάσεις, να δούμε κάποια πραγματικά αποτελέσματα.
Οποιαδήποτε πρόοδος στις συνομιλίες και οποιαδήποτε απόφαση που θα ωθήσει εμπρός και τις δύο χώρες, ασφαλώς και είναι απολύτως επιθυμητή. Υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα στις διμερείς μας σχέσεις, τα οποία πρέπει να επιλυθούν, με κυριότερο παράδειγμα για την ελληνική πλευρά το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών. Ας ελπίζουμε ότι η παραπομπή του ζητήματος στη Χάγη δε θα αργήσει πολύ ακόμα.
Θα είναι, πράγματι, μια κίνηση που θα θέσει ένα πρότυπο ειρηνικής επίλυσης παρόμοιων ζητημάτων διά της νομικής οδού, για τα Βαλκάνια και την Ευρώπη ευρύτερα. Αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο στη σημερινή εποχή, των αναθεωρητισμών και της πολεμικής σύρραξης.
Ασφαλώς, η θετική έκβαση της υπόθεσης επαφίεται και στην πολιτική βούληση της αλβανικής κυβέρνησης, είναι ωστόσο θετική η ενεργητικότητα που επιδεικνύει η ελληνική πλευρά το τελευταίο διάστημα. Υπάρχει το πλαίσιο και οι κατάλληλες συνθήκες για περαιτέρω συνεννόηση και σύγκλιση των δύο μερών, για να πάνε οι ελληνο-αλβανικές σχέσεις στο επόμενο στάδιο.
Η επίλυση των όποιων διαφορών με ομαλό τρόπο και η περαιτέρω σύγκλιση Ελλάδας και Αλβανίας, είναι προς το άμεσο συμφέρον και των δύο και συνδέεται άμεσα με την ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας. Η Αλβανία βαδίζει σε μια πορεία συνεχούς εκσυγχρονισμού την τελευταία δεκαετία και σταδιακά έρχεται όλο και πιο κοντά στην πραγματοποίηση του ευρωπαϊκού οράματος.
Από την άλλη, η Ελλάδα παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην ένταξη όλων των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, συνεπώς, υποστηρίζει σθεναρά την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας.
Πρόκειται για ένα στρατηγικό στόχο για τη χώρα μας, καθώς η ένταξη της Αλβανίας στην Ε.Ε. θα είναι ωφέλιμη και για τους δύο λαούς. Θα είναι ωφέλιμη και για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, εξάλλου η Ευρώπη ως ιδεώδες παραμένει συνυφασμένη με το κράτος δικαίου ακόμα και στο μυαλό πολλών επικριτών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Το αλβανικό κράτος έχει μπροστά του μακρύ δρόμο μεταρρυθμίσεων προκείμενου να προσαρμόσει το κράτος δικαίου του στα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά και η Ελλάδα οφείλει να σταθεί αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια.
Εάν, λοιπόν, θέλουμε να ασκήσουμε γόνιμη κριτική, θα πρέπει να κινηθούμε σε αυτήν την κατεύθυνση. Το αίτημά μας προς αμφότερες τις κυβερνήσεις πρέπει να είναι η εντονότερη συνεργασία μεταξύ μας, η περαιτέρω συμφιλίωση και σύγκλιση στις ευρωπαϊκές αξίες, η σύσφιξη των κοινών μας δεσμών και η κοινή προσήλωση στην ομαλή επίλυση των μεταξύ μας διαφορών όσο το δυνατόν αμεσότερα.
Ήδη έχει γίνει μια καλή αρχή, ειδικά σε ζητήματα όπως το συνταξιοδοτικό, ή στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών το καλοκαίρι και σε σειρά άλλων ζητημάτων, όμως χρειάζονται ακόμα περισσότερες πιέσεις και ενέργειες για περαιτέρω διασυνοριακή συνεργασία σε όλα τα επίπεδα.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να μην υποσκάπτουμε τις προσπάθειες της ελληνικής διπλωματίας για επίτευξη αυτών των στόχων, απαξιώνοντας διαρκώς την άλλη πλευρά και ρίχνοντας λάδι στη φωτιά της μισαλλοδοξίας. Ακραίες φωνές υπάρχουν και στις δύο χώρες, εντούτοις όσοι επιλέγουν να τις υπερπροβάλλουν φέρουν ευθύνη για τον επιζήμιο ρόλο τους στην καλλιέργεια ενός κλίματος δυσπιστίας μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων.
Όμως, ας είμαστε αισιόδοξοι, οι δύο λαοί έχουν δείξει ήδη το σωστό δρόμο. Τόσο η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, όσο και η κοινότητα των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα, αποτελούν δύο πολύτιμες γέφυρες μεταξύ των δύο λαών και έχουν συνεισφέρει στη μεταξύ μας ομαλή συνύπαρξη και αλληλεπίδραση.
Εκτός των άλλων, αποδεικνύουν προς κάθε κατεύθυνση ότι αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα απ’ αυτά που μας χωρίζουν. Είμαστε δύο λαοί με κοινή ιστορική πορεία και πολύ πιο όμοιοι απ’ ότι πιστεύουμε. Επομένως, ας παραδειγματιστούν οι ιθύνοντες από την αδελφοσύνη των λαών τους. Και επιτέλους, ας ξεφύγουμε από τα βαλκανικά μας σύνδρομα, τώρα είναι η ώρα να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Με νηφαλιότητα, ψυχραιμία και αλληλοκατανόηση, μπορούμε να πάμε μπροστά.
Ιωάννης Παπαρίζος
Βοηθός Ερευνητής στο Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ, που υλοποιεί το πρόγραμμα ALGREE: «Albania-Greece: Understanding, Connecting, Partnering»
Σχετικά Θέματα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών