«Ο Παλαμάς» της Βορείου Ηπείρου και ο γολγοθάς του

Γράφει ο Γιώργος Κρεμμύδας

Σταχυολογώντας κάθε αφήγημα για τη ζωή και το καλλιτεχνικό έργο του Βαγγέλη Βασιλείου, μετά από 30 συναπτά και βάλε χρόνια, βρέθηκα, προφανώς, μπροστά σε ένα περίπλοκo δίλημμα: μη καταλήξω σ’ ένα συνηθισμένο ιστορικό χρονολόγιο με κεντρικό πρόσωπο τον κορυφαίο ποιητή των ελληνικών γραμμάτων, η σε κάποια παραμυθολόγια με «θρύλο» αγνοώντας τα βιώματα και όποιες λεπτομέρειες.

Οι επιζώντες συνάδελφοί του με φώτισαν επ’ αυτού. Ο ποιητής Βαγγέλης Βασιλείου υπήρξε αξιοσέβαστος λάτρης της ελληνικής κουλτούρας, ο μαέστρος της ελληνικής ποίησης, η σπάνια ποιητική μορφή για τα δεδομένα του τόπου μας και όχι μόνο. Γεννήθηκε στο Καλλιτσάταις, χωριό στην περιοχή Λιβαδειάς, Νομού Αγ.Σαράντα το 1918. Χρίστηκε δάσκαλος, στο κοινό δημοτικό σχολείο στο Λαζάταις απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Σπούδασε στη σχολή Βελλάς – Ιωαννίνων με την βοήθεια του θείου του Σπύρου Θωμά από την Αρδάσοβα. 

Την δημιουργικότητά του, στην ποιητική τέχνη τη γνώριζαν ελάχιστοι. Ο πολυβραβευμένος και διεθνώς αναγνωρισμένος Βορειοηπειρώτης ποιητής Νίκος Κατσαλίδας, μελέτησε όλο το έργο του Βασιλείου που όσο έγραψε και πως το έγραψε, τον θεωρεί αδιαμφισβήτητα τον πρώτο και μεγαλύτερο της εποχής ποιητή της Λογοτεχνίας και των γραμμάτων για τους Έλληνες της Αλβανίας. Τον χαρακτήρισε: «Παλαμά» της Βορείου Ηπείρου, κορυφαίο της Πλατωνικής τέχνης. 

Στην ποίηση του Βασιλείου ίσως ανακάλυψαν την ενδοφλέβια πηγή της επιμελέστατης τέχνης, ο Ανδρέας Ζαρμπαλάς, οι Σωτήρης και Φώτος Κυριαζάτης κ.α. πρώην μαθητές του. Για το ευρύ κοινό έγινε γνωστός με τη μπαλάντα για τον Λευτέρη Τάλλιο και με την εμβληματική του απάντηση στη στημένη δίκη όταν του αμφισβητήθηκε η ελληνική του συνείδηση: «Φιλέλληνας μπορεί να είναι ένας ιταλός, η όποιος άλλος, εγώ είμαι Έλληνας σωστός». 

Δεν επηρεάστηκε από τα επαναστατικά «εμβατήρια» της εποχής, αλβανικά, ελληνικά η διεθνή. Όσο περνούσαν τα χρόνια, η ώσμωση της καλλιεργημένης ποιητικής φύτρας στα χωράφια της ποίησης δεν τον άφησε ποτέ ήσυχο, όπως έλεγε: «αν δεν γράψω, με κερδίζει η ανόητη η μελαγχολία». Έγραψε ποιήματα σε πολλά έντυπα και εφημερίδες όχι μόνον στα Γιάννενα και στην Ήπειρο, αλλά και εκτός αυτής που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό. Στη συνέχεια με το ελληνικό εμβατήριο «Για την Ελλάδα» κέντρισε το ενδιαφέρον στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας. Στα άνθη της ζωής του το 1943 σε ηλικία 25 χρονών έγραψε το, «Κάποιο τραγούδι ανείπωτο», ένα ποιητικό αριστούργημα που ξεπερνούσε τα ιδιότυπα, τα τεχνοτροπικά. 

Γνώριζε καλά τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Η ποίηση ως τέχνη ονομάστηκε: «η Πλατωνική ποίηση του Βασιλείου» και ο ίδιος, σοφός δάσκαλος και καλός πατριώτης. Η ποίησή του σε συνεπαίρνει, σε ρίχνει σε χαλαρά πελάγη, που αρμένισαν οι μεγάλοι δημιουργοί της παγκόσμιας ποίησης. Πλάι τους και ο Βασιλείου, όμως με έναν αδούλωτο πόθο. 

Οι πραιτοριανοί του είχαν «σφραγίσει» την ελευθερία, το δικαίωμα. Τον πατριώτη τον στιγμάτισαν εθνικιστή. Οι «αετομάτηδες» τον έβαλαν στόχο τους. Τον συνέλαβαν το 1946. Η δίκη του έγινε «Λαϊκή» στην κεντρική πλατεία Αργυροκάστρου με το σχοινί στον πλάτανο και το ξύλινο τρίποδο για το μοιραίο. Το νήμα της ζωής του ήταν στα χέρια της καθεστωτικής δικαιοσύνης. Κρέμονταν σε μια κλωστή. Οι 50-60 περίπου της φθήνιας μισθοφόροι (των 30 λεκ), φώναζαν: – απαγχονίστε τον εγκληματία! Και ο εισαγγελέας να τον ρωτάει: – ακούς τι λέει ο λαός κατηγορούμενε; Αυτός θαρραλέα και αλύγιστος στις κατηγορίες του απαντάει: -Αυτός δεν είναι λαός, όχλος είναι. Κι όταν τον ρώτησαν τι σημαίνει «όχλος» τους αποκρίθηκε: «Οχλος σημαίνει αγέλη, τσούρμα ανθρώπων χωρίς συνείδηση και προσωπικότητα. Αν θέλετε να βεβαιωθείτε, ρωτήστε τους: «Ποιος είμαι, πούθε είμαι και τι έκανα». Η αντίδραση των δικαστών δεν περιγράφεται. Τον πήραν σηκωτό τον πήγαν στου φρούριου τα κελιά (σήμερα είναι μουσείο) του δώσανε ένα κασμά και φτυάρι και τον υποχρέωσαν να ανοίξει έναν λάκκο όσο το ανάστημά του. Του έδεσαν μπροστά με χειροπέδες τα χέρια και σ’ αυτόν το λάκκο τον σκέπασαν με χώμα, αφήνοντάς του μόνο τη μύτη να ανασάνει. Για να τον λυγίσουν, κάθε πρωί διατακτικά και απαίσια (μόνον κάποιοι κρατούμενοι υπάκουγαν), ουρούσαν στην κεφαλή του. Τον έβγαλαν από το μαρτύριο μετά από τρεις μέρες με την κοιλιακή χώρα σε σήψη και τα εντόσθια έτοιμα να εξερράγουν. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο Αργυρόκαστρου και μετά έξι μηνών νοσηλείας τον άφησαν ελεύθερο. Ολοκλήρωσε την τριετή ποινή του από το 1946 μέχρι το 1949. 

Για την εκπαιδευτική δράση αξιώθηκε επαίνους και έχαιρε μεγάλο σεβασμό στις κοινότητές μας και ευρύτερα. Μετα το 1990 που άνοιξαν τα σύνορα, στην δεύτερη παρουσία τού, τον φώτισε μια μέρα ο Θεός και μας μίλησε για τον πνευματικό του θησαυρό, τον μόχθο μιας ολόκληρης ζωής. Τα καλογραφούμενα χειρόγραφά του, ήταν ένα πολύτιμο ποιητικό έργο, που εκτιμήθηκε με πολύ ενδιαφέρον από σωματεία λογοτεχνών και συγγραφέων. Αρχικά, στην Κύπρο όπου τιμήθηκε ως επίτιμο μέλος της ένωσης συγγραφέων και μετά στην Ελλάδα με το βιβλίο «Τραγούδι για την Κατερίνα». Με την ευκαιρία συνάντησε την νοσταλγούσα μούσα του έργου του στην Αθήνα μετά απο 45 χρόνια, με τις αναμνήσεις και τα όμορφα νεανικά του κομμένα όνειρα για την Ελλάδα του θείου Παρθενώνα και τους έρωτες. Με ζωντανές μνήμες και συγκίνηση για τη λατρεία του, που τόσο υπόφερε η ψυχή του. Ήτανε στα 72 του. Πανευτυχής, προικισμένος με την ακέρια αγάπη και τον έρωτα για τη ζωή του πιά, γύρισε στους αγαπημένους του, στην αληθινή μούσα της ζωής του, στην γαλήνια αγκάλη της γυναίκας του, της θείας Αλέξως και των έξι ευγενικών κοριτσιών του. Εκεί ακριβώς απολέθηκε η τελευταία του πνοή, εκεί εκόπηκε και η ποιητική πνοή του φτωχού ποιητή που όπως έγραφε ο ίδιος, προνοώντας το αιώνιο ταξιδι: «Οι ποιητές πάντα φεύγουνε φτωχοί, οι στίχοι τους μένουνε ως την αυγή».

....και του Βαγγέλη Βασιλείου, «του Παλαμά» της Βορείου Ηπείρου, η ωδή – η Ελλάδα!

«Ελλάδα το όνομά σου το ιερό 
Το θείο κοσμοξακουσμένο 
Δεν τα ‘ άκουσα με κρότο βροντερό 
Σ’ τούτον τον κόσμο εδώ που μένω.

Δεν τα’ άκουσα και βούλωσα τ’αυτιά μου 
Με βουλοκέρι ατρύπητο πηχτό 
 Και τίποτα δεν νοιώθω στην καρδιά μου 
Απ’ το όνομά σου το λαχταριστό.

Ελλάδα μου γλυκιά εσένα μόνο νοιώθω 
Σαν μορφή γλυκιά ζωντανεμένη 
Στείρα η καρδιά μου με έναν πόθο 
Να σε ιδώ θεά συλλογισμένη.

Μακριά ‘πο το γαλάζιο φως σου 
Και απ’ τον θείο Παρθενώνα 
Τραγουδώντας κλαίω τον καημό σου 
Κι ονειρεύομαι το Μαραθώνα.

Ελλάδα κοσμοχτίστρα και δαμάστρα 
Αγριων και πολλών θηρίων 
Το ‘ όνομά σου φτάνει πάν’ απ’ τα ‘ άστρα 
 Ξεδιαλύωοντας μυστήρια μυστηρίων».

Λιβαδειά, στις 17.12.2022

Σχετικά Θέματα

Σχόλια