Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘΙστορικό πλαίσιο
Τον Μάρτιο του 1978, εν όψει της αλβανοκινεζικής ρήξης και της διαφαινόμενης οικονομικής ύφεσης στην Αλβανία, ο Ενβέρ Χότζα, επιδιώκοντας την εξαγωγή της χώρας του από την απομόνωση, επισκέφτηκε περιοχές όπου ζούσε ελληνικό στοιχείο, καθώς θεωρούσε την Ελλάδα ως βολική πύλη εξόδου προς τη Δύση. Στον λόγο του στη Γράψη ζήτησε την περαιτέρω σύσφιξη των διμερών σχέσεων, επιδαψιλεύοντας υποσχέσεις και προβαίνοντας σε άμεσες προτροπές για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία και τη διάσωση του εθνικού πολιτισμού των ελλήνων μειονοτικών. Οι δηλώσεις του –απροσδόκητες για την εποχή– αποτελούσαν τομή στην πνευματική ζωή των Βορειοηπειρωτών, οι οποίοι, ενθαρρυμένοι και εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία, δήλωναν πλέον χωρίς την πλεγματική φοβία του παρελθόντος ότι είναι Έλληνες. Μάλιστα, ορισμένοι θεώρησαν ότι είχε επέλθει η ώρα της εθνικής επιβεβαίωσης και της πνευματικής υπέρβασης. Στα σχολεία παρατηρήθηκε πρωτόγνωρη εγρήγορση για τη συλλογή του προφορικού πολιτισμού, ο οποίος αργόσβηνε στα χωριά, ενώ στην εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα» εμφανίσθηκαν παράτολμα δημοσιεύματα για τη σωστή διδασκαλία και εκμάθηση της μητρικής γλώσσας. Αυτή, όμως, αποτελούσε τάση των αφελών ή των αγνοούντων τον υποκαίοντα κίνδυνο. Οι υποψιασμένοι, από την άλλη, πίστεψαν ότι οι δηλώσεις του αλβανού δικτάτορα ενείχαν τον αποκρυπτικό μανδύα των εθνικιστικών προθέσεών του και δεν ήταν παρά ένας ακόμη εύσχημος ελιγμός κινούμενος από ελατήρια ιδιοτέλειας, όπως όλες οι προηγούμενες. Στα ενδόμυχα της κοινής συνείδησης επικρατούσε η άποψη ότι η πολιτική της εθνικής μεταμόρφωσης και διαρκούς συνειδησιακής απονέκρωσης της βορειοηπειρωτικής περιοχής από το αλβανικό κράτος δεν θα μεταστρεφόταν. Σε ρητορικό επίπεδο, αυτή η ακατάσχετη υποσχετική πλειοδοσία και τα παραπειστικά κελεύσματα τα οποία δεν αναμηρυκάζονταν από τους πολιτικούς επιτρόπους των τοπικών αρχών –όπως συνέβαινε συνήθως– παρήγαγε μόνον μια παραπειστική αληθοφάνεια και αυθυποβολή. Πράγματι, λίγες μόνον μέρες μετά, οι μεθοδεύσεις και η αδιάκριτη παρατήρηση των Βορειοηπειρωτών από την αλβανική ασφάλεια προκαλούσε απογοήτευση και αγανάκτηση. Ήταν η αρχή μιας νέας ανθελληνικής εμβολής.
Τα μέτρα παρακολούθησης των υπόπτων (κυρίως ελληνοδιδασκάλων) προηγήθηκαν των προσπάθειών καταστολής της γνώσης γενικά. Παρέμεινε ως είχε η σχέση της μειονότητας με τη μητρική της φύτρα, η οποία φυτοζωούσε ως αυτοφυής και αυθύπαρκτη κοινότητα, απειλούμενη με διαρκή μαρασμό, αργό θάνατο, απονάρκωση και παράλυση του εθνικού της φρονήματος.
Στην Ελλάδα, από την άλλη, κυβερνητικοί κύκλοι, με μια δόση ανεξήγητης απλοϊκότητας και πολιτικής αφέλειας δέχθηκαν με ικανοποίηση τόσο τις επίσημες διακηρύξεις του Χότζα για φιλία και συνεργασία με τον ελληνικό λαό, όσο και τις θερμές προτροπές του προς την ελληνική μειονότητα για την ανάγκη διαφύλαξης της γλώσσας και της πνευματικής κληρονομιάς της. Οι δηλώσεις αυτές ανταποκρίνονταν στη σταθερή πολιτική της Ελλάδας για την ανάπτυξη των σχέσεων φιλίας και καλής γειτονίας με την Αλβανία. Όλοι αυτοί, όμως, έβλεπαν το προπέτασμα αλλά όχι την ουσία.
Η αλβανική πολιτική, όντως, δεν άλλαξε, αλλά καλλιεργήθηκε προσώρας, μολαταύτα, ένα κλίμα εθνικής και πνευματικής μεταρσίωσης, το οποίο εμφώλευε στα μύχια της βορειοηπειρωτικής ψυχής. Το άσβεστο μάτι της αλβανικής ασφάλειας αγρυπνούσε και στα σκοτεινά γραφεία της χαρακτηρίστηκε αποθράσυνση η υποκαίουσα βούληση των Βορειοηπειρωτών. Εισηγήθηκαν άμεσα μέτρα για τη συγκράτηση της ορμής και την τιθάσευση των υπόπτων.
Έτσι σε ανταπόκριση των μακροσκελών εισηγήσεων των τμημάτων εσωτερικών υποθέσεων (ασφάλειας) Αργυρόκαστρου και Αγίων Σαράντα, το Υπουργείο Εσωτερικών με άκρως απόρρητη οδηγία προς τα τέλη του 1978 προς τα δύο τμήματα εφεύρισκε δαίμονες και έκανε λόγο για κλιμάκωση της κατασκοπευτικής δράσης εις βάρος της Αλβανίας από ξένες μυστικές υπηρεσίες. Ένα νέο κύμα φυλακίσεων, εξορίσεων και εκτοπίσεων σάρωσε τις ελληνόφωνες περιοχές. Ωστόσο, η οδηγία δεν είχε καμιά απολύτως βάση. Καμιά ξένη μυστική υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, εκείνη την περίοδο δεν ήταν διατεθειμένη να αποσταθεροποιήσει την Αλβανία.
Κατ’ επέκταση, οι προσμονές στην Αθήνα κάμφθηκαν και ο τύπος άρχισε ξανά να κάνει λόγο για διώξεις και καταστολή στην ελληνική εθνική μειονότητα. Όλο το 1979-1980 το γενικότερο κλίμα στις διμερείς σχέσεις αν όχι εχθρικό, δεν ήταν καθόλου φιλικό. Οι επισκέψεις πολιτικών και επιστημονικών παραγόντων από την Ελλάδα στην Αλβανία το καλοκαίρι του 1981, με καλοπροαίρετες διαθέσεις, δεν βοήθησαν στη μεταστροφή του κλίματος. Στις αποστολές και επισκέψεις αυτές υπήρχαν εξ αυτών που, μάλιστα, εξυμνούσαν διθυραμβικά το αλβανικό καθεστώς, προβάλλοντάς το «ως σοσιαλιστικό παράδεισο» με σημείο αναφοράς τον καθηγητή Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων Γιάννη Μαλακάση, ο οποίος βρέθηκε στις μειονοτικές περιοχές τον Απρίλιο του 1984 ως φίλος της Αλβανίας και έκανε λόγο για αλβανικό θαύμα, υπεραμυνόμενος την αλβανική πολιτική για τη μειονότητα, η οποία, κατά τον ίδιο, είχε κατοχυρώσει τα εθνικά της δικαιώματα, όπως όλες οι εθνικές μειονότητες. Οι δηλώσεις του προκάλεσαν το μένος των βορειοηπειρωτικών συλλόγων, οι οποίοι διαφώνησαν δημοσίως με τον καθηγητή. Επίσης, συνεντεύξεις αλβανών πολιτικών φυγάδων διέψευδαν παταγωδώς τα λεγόμενά του. Στο ίδιο πνεύμα, ο υπουργός Εμπορίου Νικόλαος Ακριτίδης, σε συνεδρία της Βουλής το 1982 υπεραμύνθηκε την εθνική πολιτική του αλβανικού κράτους για την εθνική ελληνική μειονότητα.
Κατά τρόπο ανερμήνευτο, η ιδέα του «αλβανικού σοσιαλιστικού μοντέλου» είχε παρεισφρήσει και στα σχολικά εγχειρίδια της εποχής, προκαλώντας αρχικά αμηχανία και ερωτηματικά στην κοινή γνώμη έως ότου πολεμηθεί με μανία από την αντιπολίτευση και μέρος του τύπου. Ο οραματιστής του ελληνοαλβανικού ανοίγματος και τότε αναπληρωτής υπουργός των Εξωτερικών, Κάρολος Παπούλιας εμφανιζόταν απόλυτος και τον Φεβρουάριο του 1982 δήλωνε προς τους ομογενείς ότι σκοπός της ελληνικής πολιτικής ήταν η προστασία της ελληνικής μειονότητας και όχι οι εδαφικές διεκδικήσεις, καθώς η ελληνική μειονότητα έχει τα ίδια δικαιώματα που απολαμβάνουν όλες οι μειονότητες στον κόσμο.
Αυτό ήταν και το πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής προς την Αλβανία τότε, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (Οκτώβριος 1981). Ως προς τις αντιδράσεις των σωματείων, κυρίως των Βορειοηπειρωτών, οι επίσημες αρχές απαντούσαν ότι τόσο η πολιτική ηγεσία όσο και τα δημόσια ΜΜΕ δεν ήταν διατεθειμένοι να επαναφέρουν εποχές στείρων εδαφικών αξιώσεων και να διαταράξουν την ειρήνη στα Βαλκάνια. Μερικοί, μάλιστα, χαρακτήριζαν τους δραστήριους Βορειοηπειρώτες ως «πατριώτες κατ’ επάγγελμα».
Και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, από τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, πίστευε ότι η πολιτική Παπούλια ήταν η ενδεδειγμένη και ότι παρ’ όλες τις διαφορές, η Ελλάδα προσπαθούσε να αποκαταστήσει καλές σχέσεις με την Αλβανία, «για να μην αισθάνεται η χώρα απομονωμένη».
Διπλωματικές σχέσεις
Αυτά, όμως, ήταν ασήμαντα βήματα –τα οποία δεν έπειθαν– εν όψει της θορυβώδους αντίδρασης των πατριωτικών σωματείων των Βορειοηπειρωτών, της παραδοσιακής δυσπιστίας και των ιστορικών καταλοίπων, παρότι η ελληνική κυβέρνηση, υπό τον Κάρολο Παπούλια, ήταν αποφασισμένη να τα υπερφαλαγγίσει.
Συγκεκριμένα, τον Δεκέμβριο του 1982, ύστερα από ένα χρόνο διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, η ηγεσία του Υπουργείου των Εξωτερικών εκτιμούσε ότι το επίπεδο των σχέσεων με την Αλβανία δεν είχε βελτιωθεί, υπήρχαν, αντιθέτως, προβλήματα, τα οποία μπορούσαν να προκαλέσουν οπισθοδρόμηση και διέκρινε τρεις ανασχετικούς παράγοντες. Πρώτον, τον Νοέμβριο του 1982 η Αλβανία επανήλθε στην ανάγκη άρσης της εμπόλεμης κατάστασης, αλλά τότε η Αθήνα εκτιμούσε ότι τυχόν ικανοποίηση του αιτήματος αυτού θα δημιουργούσε θέμα επιστροφής 16.000-17.000 μουσουλμάνων Αλβανών Τσάμηδων. Σύμφωνα με την ελληνική αντίληψη, οι εκδιωχθέντες Τσάμηδες δεν είχαν συγχωνευτεί με τον αλβανικό πληθυσμό, αλλά παρέμεναν συμπαγώς εγκατεστημένοι κυρίως στην περιοχή της Αυλώνας, εν όψει της επιστροφής στην Ελλάδα. Δεύτερον, τον τελευταίο καιρό η Αλβανική Πρεσβεία προσπαθούσε να εμφανίσει αλβανόφωνη μειονότητα στην Ελλάδα και δημιουργία «αλβανόφωνου» σωματείου. Και, τρίτον, εκτιμούσε ότι η κατάσταση της ελληνικής μειονότητας παρέμενε κακή και οι οδοί της προσπέλασης της Αλβανίας μέσω της ελληνικής μειονότητας παρέμεναν ερμητικά κλειστές. Είναι καταφανές, ότι οι προθέσεις της Ελλάδας για καλές σχέσεις και ο πολιτικός ρεαλισμός αποτελούσαν σχήμα οξύμωρο.
Ο πρέσβυς Ξενοφών Νούση
Σε αυτό το κλίμα, στις αρχές του 1982, ο ίδιος ο Ενβέρ Χότζα κάλεσε στην οικεία του τον Ξενοφώντα Νούση (Ksenofon Nushi) και του ανακοίνωσε προσωπικά τον διορισμό του ως πρέσβυ της Αλβανίας στην Αθήνα με συγκεκριμένα παραγγέλματα: βασικός στόχος – η βελτίωση των σχέσεων. Ο Νούση αντικαταστούμε έναν αγέρωχο διπλωμάτη καριέρας, τον Λικ Σεΐτι (Lik Seiti), ο οποίος υπήρξε ο πρώτος πρέσβυς μετά την διπλωματική ανασύνδεση των δύο χωρών (Μάιος 1971) και τον λιγοστό Μπασκίμ Ντίνο (Bashkim Dino) στη συνέχεια.
Ποιος ήταν, όμως, ο Ξενοφών Νούση, ή ο κατά κόσμον Τσένο;
Γόνος γνωστής οικογένειας από το Βουνό της Χιμάρας, ο Νούση είχε γεννηθεί στην Κέρκυρα το 1923 και είχε ζήσει εκεί τα πρώτα παιδικά του χρόνια, εωσότου η οικογένειά του μεταναστεύσει οριστικά στη Γαλλία. Στην Αλβανία επαναπατρίσθηκε το 1940 και ενώθηκε αμέσως με τις δυνάμεις του αλβανικού ΕΑΜ, όπως και τα άλλα αδέλφια του, ένας εκ των οποίων, ο Γκόγκο, αναρριχήθηκε σε υψηλές θέσεις τις κομματικής ιεραρχίας (μέλος του Πολιτικού Γραφείο του ΚΚΑ).
Το 1945 εντάχθηκε στο δυναμικό της αλβανικής ΟΠΛΑ, ενώ τον 1946 υπηρετούσε στην πρωθυπουργική φρουρά του Ενβέρ Χότζα με χρέη διοικητή της επίλεκτης ομάδας ασφαλείας του. Αναβαθμισμένος, το 1948 εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού γραμματέα του Ενβέρ Χότζα και, ένα χρόνο βραδύτερα, νυμφεύθηκε την ανιψιά του (κόρη της αδελφής του), Λουμνίε. Στη συνέχεια, εστάλη στη Στρατιωτική Ακαδημία της Μόσχας και από το 1952-1958 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Κατασκοπείας του Στρατού με χώρα στόχο τηv Ελλάδα. Το 1958 μεταπήδησε στη διπλωματική υπηρεσία, εκτελών καθήκοντα διπλωματικού υπαλλήλου στο Κάιρο, ενώ το 1965 μετατέθηκε αναλαμβάνοντας χρέη «συμβούλου» στην αλβανική πρεσβεία στο Παρίσι, η οποία τότε διαδραμάτιζε έντονη μυστική δράση, κυρίως για τον έλεγχο των αλβανών πολιτικών φυγάδων και αντιπάλων του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Στη συνέχεια, η εξέλιξη του είναι ιλιγγιώδης. Το 1967 είναι πρέσβυς στη Ρώμη και το 1972 υφυπουργός Εξωτερικών. Άνθρωπος κάτω των μέτριων νοητικών αντιλήψεων, με υποδεέστερη διπλωματική σκευή, πολεμοχαρής και συγκρουσιακός, ο Νούση δεν ξέχασε ποτέ το πρωτόλειο επάγγελμα: την κατασκοπεία και την τέρψη της. Στο φλύαρο διπλωματικό του ημερολόγιο για την Ελλάδα –ένα άχαρο υμνητικό αφιέρωμα στη γυναίκα του και τον Ντάϊκο (θείο της συζύγου, τον Ενβέρ Χότζα, τον οποίο παρουσιάζει ως «ανένδοτο τοτέμ», ως εξωτικό προϊόν ή ως άτρωτο ήρωα που διαθέτει μόνον ηθική τελειότητα, αρετές και πνευματικά χαρίσματα και που ως διά μαγείας λύνει όλα τα προβλήματα των Αλβανών), μνημονεύει συχνά τη ροπή προς τη μυστική δράση. Περεταίρω, το ημερολόγιό του αποτελεί μια ακατάσχετη υπερφίαλη προπαγάνδα και ένα πλούσιο στυφό υβρεολόγιο: χαρακτηρίζει απαξιωτικά δημοσιογράφους, πολιτικούς και δημόσιους άνδρες της Ελλάδας, αλλά και συναδέλφους του που εξέφραζαν διαφορετική άποψη της αρεσκείας. Χαρακτηρίζει τον μητροπολίτη Σεβαστιανό «αρουραίο του απόπατου», ενώ στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ευχόταν «ένα μολύβι στο μέτωπο». Νοσταλγούσε την εποχή της υπηρεσίας στη διεύθυνση κατασκοπείας όταν τύγχανε να βρεθεί στη Θεσπρωτία είτε στην Κοζάνη, ενθυμούμενος τα στίφη κατασκόπων που ο ίδιος ξέβγαζε (μεικτές ομάδες Αλβανών και Βορειοηπειρωτών και εναπομεινάντων αγωνιστών του ΕΑΜ στην Αλβανία, μετά το 1949) οι οποίοι διαπερνούσαν τα σύνορα με ασήκωτους στρατιωτικούς σάκους για να διεισδύσουν στην ελληνική ενδοχώρα με συγκεκριμένες μυστικές αποστολές και ηδονίζεται. Στόχος τους ήταν η Κέρκυρα και η Μακεδονία, δύο ευαίσθητες περιοχές, η πρώτη λόγω της γεωγραφικής της θέσης και η δεύτερη λόγω της πληθυσμιακής της σύστασης. Τα σχέδιά τους, ασφαλώς, ήταν γνωστά στις ελληνικές αρχές χάριν της ακριβούς πληροφόρησης που διέθεταν και τον σύγχρονο εξοπλισμό που είχαν αποκτήσει από το ΝΑΤΟ και την τεράστια συνδρομή του πρώτου σταθμάρχη της CIA στην Ελλάδα, του Ελληνοαμερικανού Τομ Καραμεσίνη. Συνεπώς, όλοι αυτοί έπεφταν στη δαγκάνα των τμημάτων προκάλυψης του Ελληνικού Στρατού και οδηγούντο σε θορυβώδεις δίκες (η πρώτη το 1951 του γνωστού κατασκόπου Κώτσο Καζαντζή). Την 14η Σεπτεμβρίου 1982, λοιπόν, ο Ξενοφών Νούση κατέφτασε στην Αθήνα και ανάλαβε καθήκοντα πρέσβυ. Οι κινήσεις και οι δηλώσεις του από την αρχή ήταν χοντροκομμένες και προκαλούσαν αντιδράσεις, κυρίως στα βορειοηπειρωτικά σωματεία με αποκορύφωμα την έκρηξη βόμβας στον προαύλιο χώρο της πρεσβείας την 24η Ιουνίου 1983, τις θορυβώδεις διαδηλώσεις και τα πύρινα δημοσιεύματα στον τύπο. Η άφιξή του αφύπνισε τα «γνωστά πνεύματα του κακού» και θύμισε παλιές εποχές. Την ίδια περίοδο, στα διπλωματικά πηγαδάκια και στη συνέχεια και στον τύπο ακουγόταν όλο και πιο συχνά ότι ο γαμπρός του Χότζα είχε εξυφάνει δίκτυο κατασκόπων και ζητούσαν την άμεση απέλασή του. Συγχρόνως, παρατηρήθηκε έξαρση των διαφυγών πολιτικών φυγάδων από την Αλβανία, οι οποίοι «κατά πυκνές φάλαγγες» διέσχιζαν τα σύνορα και ζητούσαν πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα, κάνοντας σοβαρές καταγγελίες για τη βάναυση καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αλβανία, τα μεσαιωνικά στρατόπεδα κράτησης όπου συνωστίζονταν χιλιάδες αποκτηνωμένοι τρόφιμοι και την απόλυτη ένδεια του αλβανικού λαού. Ο Νούση κατέβαλε άοκνες προσπάθειες ενώπιον των ελληνικών αρχών να τους εμφανίσει όλους αυτούς ως «ρεμπεσκέδες», «ρετάλια», «παράσιτα» και ως «εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου» και να ζητήσει την έκδοσή τους, αλλά η Ελλάδα, αρνούμενη, πρότασσε τη Σύμβαση της Γενεύης (1951) την οποία είχε κυρώσει με το Ν. 3989/1959 και από τότε ήταν μέλος.
Η απέλαση των διπλωματών
Η δράση του, η συμπεριφορά, οι δημόσιες εμφανίσεις του και κυρίως το παρελθόν του ως στελέχους των μυστικών υπηρεσιών –στοιχεία τα οποία δεν ήταν άγνωστα για τις ελληνικές αρχές– προκαλούσαν αντιδράσεις. Οι «σύμβουλοι» της πρεσβείας, παρότι ορμηνευμένοι να είναι προσεκτικοί και διακριτικοί στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, είχαν υποπέσει στην αντίληψη των αρχών, ενώ τα βορειοηπειρωτικά σωματεία και μέρος των ΜΜΕ ζητούσαν την απέλαση του Νούση, ως εγκέφαλου της σπείρας κατασκοπείας και ως ορκισμένου ανθέλληνα.
Αποδεικνυόταν έτσι, ότι, όποια και εάν ήταν η βούληση του Χότζα με την προσωπική του επιλογή και οι προθέσεις των Αλβανών –αγαστές ή μη–το πλάσμα του απεδείχθη αντιφατικό και αντικρουόμενο. Οι κλιμακούμενες αντιδράσεις στην Αθήνα προς το πρόσωπό του δεν βοηθούσαν την ανάπτυξη των σχέσεων και, ενίοτε, έφεραν σε αμηχανία την ηγεσία του Υπουργείου των Εξωτερικών. Μάλιστα, η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε ενώπιον ενός απίστευτου κλοιού πιέσεων, αντιδράσεων και θυμού από Βορειοηπειρώτες και μέρος της κοινής γνώμης. Από την άλλη, η ΚΥΠ διέθετε αψευδή τεκμήρια για τη δράση δυο αλβανών διπλωματών η συμπεριφορά των οποίων δεν σύναδε με το λειτούργημα του διπλωμάτη.
Εν τέλει, την 8η Νοεμβρίου του 1983 ο προϊστάμενος της αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Εξωτερικών που κάλυπτε την Αλβανία, Νικόλας Καταπόδης κάλεσε τον αλβανό πρέσβυ Ξενοφώντα Νούση και το ζήτησε την απομάκρυνση από την Ελλάδα του γραμματέα της πρεσβείας Ρόπι Κίτα, κατηγορουμένου, πρώτον ότι αποπειράθηκε να στρατολογήσει έλληνες πολίτες και να τους θέσει στην υπηρεσία των αλβανικών μυστικών υπηρεσιών, δεύτερον, λοιδορούσε την πολιτική της Ελλάδος, τρίτον, ζητούσε τη λειτουργία αλβανικών σχολείων, και τέταρτον, παραβίαζε τους κανόνες του ΚΟΚ. Στη συνάντηση όπου παρευρέθηκε και ο υποδιευθυντής της διεύθυνσης πολιτικών υποθέσεων που κάλυπτε την Αλβανία πρέσβυς Ιωάννης Μποβεράτος διεμηνύθηκε στον αλβανό πρέσβυ ότι για τις κατηγορίες αυτές οι ελληνικές αρχές διέθεταν αδιάσειστα στοιχεία και αποδείξεις και για τον λόγο αυτό η αλβανική κυβέρνηση θα πρέπει να απομακρύνει άμεσα τον διπλωμάτη από την Ελλάδα, άλλως η ελληνική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να τον κηρύξει ως ανεπιθύμητο με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τις διμερείς σχέσεις. Ο Νούση αρκέστηκε μόνον να αρνηθεί τις κατηγορίες, αλλά, θορυβούμενος, ειδοποίησε άμεσα τους προϊστάμενους του στο Υπουργείο Εξωτερικών στα Τίρανα, το οποίο αποφάσισε την άμεση απομάκρυνση το Ρόπι Κίτα από την Αθήνα. Τρεις μέρες μετά, την 11η Δεκεμβρίου 1983, ο Νούση προσήλθε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας και ανακοίνωσε ότι η αλβανική κυβέρνηση είχε λάβει την απόφαση να απομακρύνει τον Ρόπι Κίτα από την Ελλάδα, μάλιστα στις 14ης Νοεμβρίου ο αλβανός διπλωμάτης θα εγκατέλειπε οριστικά την ελληνική επικράτεια. Στη συνέχεια, διαβεβαίωσε την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ότι η αλβανική κυβέρνηση δεν θα προέβαινε σε αντίποινα για να μην διασαλευτεί η διπλωματική ισορροπία των δύο χωρών, δηλαδή δεν θα προέβαινε σε απέλαση ελλήνων διπλωματών από τα Τίρανα. Στους προϊστάμενούς του, ωστόσο, εκμυστηρευόταν ότι ο Κίτα ενίοτε δεν τηρούσε τους κανόνες μυστικότητας, ήταν απρόσεκτος και θύμα της υπεροπτικής του συμπεριφοράς και της επαγγελματικής αλαζονείας.
Η απέλαση των αλβανών διπλωματών τηρήθηκε μυστική και διέρρευσε στον τύπο ένα χρόνο αργότερα. Συγκεκριμένα, η εφημερίδα «Ακρόπολις» την 25η Νοεμβρίου 1984 σε ένα κείμενο με πηχυαίο τίτλο έφερνε στο φως την απέλαση δυο αλβανών διπλωματών, συλλαμβανομένων από την ΚΥΠ και κατηγορουμένων για διενέργεια κατασκοπίας εις βάρος της Ελλάδας. Σύμφωνα με την εφημερίδα, ίχνη της μυστικής δράσης των δύο αλβανών διπλωματών είχαν βρεθεί στα Ιωάννινα, όπου συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω μαζί με άλλους έλληνες πολίτες, κατοίκους των Ιωαννίνων, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί και παρείχαν απόρρητες πληροφορίες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι αλβανοί διπλωμάτες ήταν σε ασφυκτικό κλοιό από τις ελληνικές υπηρεσίες στις προσπάθειές τους να συλλέξουν πληροφορίες για τις κινήσεις των βορειοηπειρωτών φυγάδων, τη διάταξη των στρατιωτικών τμημάτων στα σύνορα και λοιπές απόρρητες πληροφορίες στρατιωτικού και οικονομικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες της εφημερίδας, στα Ιωάννινα είχαν νοικιάσει διαμέρισμα σε συγκεκριμένο σημείο όπου διεξάγονταν μυστικές συναντήσεις με πληροφοριοδότες τους. Η συνεννόηση διεξάγονταν με κωδικοποιημένο σύστημα και διάφορα ψευδώνυμα. Κατά την έρευνα, συγκεντρώθηκαν τα απαραίτητα ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος των αλβανών, όπως σχεδιαγράμματα, χάρτες των ελληνοαλβανικών συνόρων, ανθελληνικά έντυπα κ.λπ.
Το δημοσίευμα προκάλεσε σάλος
Απλός κόσμος και σωματεία εξέφραζαν αγανάκτηση· στα πέριξ της αλβανικής πρεσβείας Βορειοηπειρώτες και αλβανοί φυγάδες κατήλθαν σε απεργία πείνας εκδηλώνοντας έντονες διαμαρτυρίες για την πολιτική καταπίεση και καταστολή των αλβανών και των βορειοηπειρωτών, συγγενών τους στην Αλβανία. Οι διαμαρτυρίες κορυφώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1984 όταν σημειώθηκαν αντεγκλήσεις μεταξύ των διαμαρτυρομένων και του προσωπικού της πρεσβείας. Την 27η Μαρτίου 1985 χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια και διαμαρτυρήθηκαν κατά της Αλβανίας, την πολιτική και την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από την κυβέρνησή της.
Η προώθηση του Ενβέρ Χότζα ως συγγραφέα
Στο μεταξύ, η αλβανική πρεσβεία, κατά τρόπο προκλητικό, διοργάνωνε διάφορες εκδηλώσεις με σκοπό την ανάδειξη της προσωπικότητας του Ενβέρ Χότζα, τον οποίο εμφάνιζε (και) ως συγγραφέα. Τον Σεπτέμβριο 1983 η ΔΕΘ παραχώρησε περίπτερο στην Αλβανία, η οποία εξέθεσε προπαγανδιστικά βιβλία του Ενβέρ Χότζα, όπως οι «Τιτοϊκοί» ενώ κοσμούσε τον χώρο μεγάλη φωτογραφία του αλβανού δικτάτορα και αυτό προκάλεσε κύμα έντονων αντιδράσεων. Την 22η Σεπτεμβρίου 1983 ο πολιτικός διευθυντής του Υπουργείο Εξωτερικών Τίτος Κωνσταντόπουλος κάλεσε τον Νούση στο Υπουργείο και, αφού του εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του, τού είπε ότι έπρεπε να καταβιβάσει τη φωτογραφία και να αφαιρέσει τα επίμαχα βιβλία και τα προπαγανδιστικά φυλλάδα. Την 24η Σεπτεμβρίου 1983 οι διοργανωτές διέταξαν την πρεσβεία να αποσύρει τα εκθέματα και να κλείσει το περίπτερο, αφού δεν συμμορφωνόταν με τις επιταγές του Υπουργείου και τους κανονισμούς της έκθεσης. Το ίδιο συνέβη και στην έκθεση βαλκανικού βιβλίο στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα: η αλβανική πρεσβεία εξέθεσε προπαγανδιστικό υλικό κατά της Γιουγκοσλαβίας με τεράστιες φωτογραφίες του «συγγραφέα» Ενβέρ Χότζα. Αυτό πυροδότησε νέο κύμα αντιδράσεων και κατακραυγή. Οι Αλβανοί απέσυραν και πάλι το υλικό και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν και από αυτήν την έκθεση.
Το Νοέμβριο του 1984 με τον ίδιο τρόπο οργανώθηκε μια τεράστια εκδήλωση στη Νίκαια όπου ο αλβανός πρέσβυς κοινωνούσε αποκλειστικά το πολιτικό και συγγραφικό έργο του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα. Οι αντιδράσεις ήταν έντονες από μεγάλη μερίδα του κοινού αλλά και επιφανών παραγόντων των Αθηνών και του Πειραιά.
Εν τω μεταξύ, ο Νούσης βρισκόταν και πάλι σε δύσκολη θέση, λόγω της αύξησης της συρροής πολιτικών φυγάδων από την Αλβανία: Δύο ποδοσφαιριστές της ομάδας Βλαζνία αλλά και ο Ιλίρ Μπούλκα, ανιψιός του επιφανούς συγγραφέα Νόντα Μπούλκα, ο όποιος δήλωνε ενώπιον του τύπου ότι διαφωνούσε με την αντιλαϊκή πολιτική του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, δραπέτευσαν τον Σεπτέμβριο του 1987 και ζήτησαν πολιτικό άσυλο στην Αθήνα. Η αυξημένη φυγή των αλβανών φυγάδων προκαλούσε ιδιαίτερο πονοκέφαλο και για την ίδια την ελληνική κυβέρνηση.
Η νοσηρή ατμόσφαιρα γύρω από τον Νούση είχε όμως και μια άλλη ανάγνωση από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο εξέφραζε ανησυχίες για την ομαλή εξέλιξη των διμερών σχέσεων, καθώς λάμβαναν χώρα διάφορα περιστατικά που τις επισκίαζαν, όπως η έκρηξη βόμβας και οι καθημερινές φραστικές αντιπαραθέσεις αλβανών πολιτικών φυγάδων και υπαλληλικού προσωπικού της αλβανικής πρεσβείας, η εκτόξευση απειλών κατά της σωματικής ακεραιότητας του αλβανού πρέσβυ, το κλείσιμο του αλβανικού περιπτέρου στη Θεσσαλονίκη και στο Πεδίον του Άρεως, η αύξηση της συρροής φυγάδων από την Αλβανία, Βορειοηπειρωτών και μη. Το Υπουργείο εκτιμούσε ότι η αλβανική πλευρά είχε επιδείξει αυτοσυγκράτηση και επέρριπτε συνεχώς τις ευθύνες στους Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν τη βελτίωση των σχέσεων.
Συμπεράσματα
Τη 26η Αυγούστου 1988, ύστερα από έξι χρόνια θητείας στην Αθήνα, ο Νούση επέστρεφε στα Τίρανα, χαρακτηριζόμενος ως «φίλος» από τον Κάρολο Παπούλια και ως «ορκισμένος μισέλληνας» από τους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους της εποχής. Το παραγόμενο διπλωματικό του έργο καταγράφεται περισσότερο προβληματικό, παρά γόνιμο. Επηρεασμένος σε βαθμό εμμονής από τη γλοιώδη γοητεία της κατασκοπείας, γνήσιος και τυφλός κήρυκας ιδεολόγος πίστευε μόνον στην πολιτική και ιδεολογική χρήση της διπλωματίας, συμφυρμένης με στοιχεία χονδροειδούς μυστικής δράσης· παρέλειπε και τους θεμελιώδους διπλωματικούς τύπους, ενώ το εξαετές επινόημά του περιορίζεται σε μια οργανική ένθεση αλλοπρόσαλλης ιδεολογικής συγκρότησης και διπλωματικό-πνευματικής ένδειας, σε τυφλό πείσμωμα να βλέπει παντού δολιοφθορά και εχθρότητα, σύγκρουση και διαβολή. Το ημερολόγιο του για την Ελλάδα καταγράφει μια ακατέργαστη και μισαλλόδοξη εθνικοφροσύνη, εμετική δουλοπρέπεια προς τον δικτάτορα και συγγενή του εξ αγχιστείας, ενώ, από την άλλη, ο ίδιος ανάγεται σε βίαιο κήνσορα συλλήβδην της πολιτικής τάξης της Ελλάδας. Αντίθετος προς τα διπλωματικά ειωθότα και το βασικό του πρόσταγμα, συδαύλισε πάθη και μίση και δεν μπόρεσε να βοηθήσει στην κατασίγασή τους. Εν τέλει, παρέμεινε έως το τέλος αμετανόητος στην κομμουνιστική δεσποτεία και τον ιδεολογικό καθορισμό του.
Βιβλιογραφική υποστήριξη, Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ, Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας: Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, Literatus: Θεσσαλονίκη, 2015.
/ media.literatus.gr
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών