Του Γιώργου Κυριακού
Μετά την πάροδο 30 χρόνων από την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος στην Αλβανία, αλλά και από τη μαζική μετανάστευση των Βορειοηπειρωτών, προσεγγίζουμε το βορειοηπειρωτικό τραύμα συζητώντας με ανθρώπους που έχουν μια διακριτή και διακριτική σχέση με τα τεκταινόμενα. Οι συνομιλητές μας προσεγγίζουν το βάθος του σε μια περιοχή που είναι πυκνή συμβολισμών, μνημείων και ιστορικών παρακαταθηκών του Ελληνισμού.
Ο Αχιλλέας Σύρμος, από τη Δερβιτσάνη της Δερόπολης, σπούδασε Φιλολογία και Ευρωπαϊκή & Νεοελληνική Λογοτεχνία. Είναι διδάκτωρ με ειδίκευση στη λογοτεχνία των γκουλάγκ και σε ζητήματα κουλτούρας των χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ιστοσελίδες. Το 2022 κυκλοφόρησε το μη μυθοπλαστικό του μυθιστόρημα Ιστορίες από το Σπατς. Είναι ο δεύτερος συνομιλητής μας*:
Πώς κρίνεις συνολικά αυτές τις τρεις δεκαετίες, κατά τις οποίες η Αλβανία αλλά και η Ελληνική Μειονότητα προσπάθησαν να συνέλθουν από το «σοκ του κομμουνισμού»;
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μου, είναι μια ιστορική πλέον φράση του Αντόνιο Γκράμσι. Ο εμβληματικός φιλόσοφος της ιταλικής αριστεράς του Μεσοπολέμου λέει ότι, όταν η παλιά εποχή έχει παρέλθει αλλά η καινούρια δεν έχει ακόμη γεννηθεί, τότε ζούμε στην εποχή των τεράτων. Και δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο κατάλληλο πεδίο ενύλωσης αυτής της γκραμσιανής αρχής από τις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, και ειδικότερα τη μετακομμουνιστική Αλβανία. Ήδη από τη ρήξη των σινο-αλβανικών σχέσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1970 γίνεται φανερό ακόμα και στους κόλπους της χοτζικής ελίτ ότι το πείραμα του συνταγματικά κατοχυρωμένου μαρξισμού-λενινισμού έχει αποτύχει∙ μια αποτυχία, ωστόσο, που στοίχισε χιλιάδες νεκρούς κι εκατοντάδες χιλιάδες διωκομένους στα γκουλάγκ, τις ζώνες εξορίας κ.λπ. Η δεκαετία του 1980, όπως και η διετία 1990-1991, δεν μπορεί να ιδωθεί παρά ως μια οριακή διαχείριση της κομμουνιστικής αποτυχίας, γι’ αυτό και η ολοκληρωτική βία εφαρμόστηκε αμείλικτα και παραδειγματικά. Ως ένα από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα αποτροπιαστικής δράσης της Sigurimi**, κατά την περίοδο αυτή, αξίζει να αναφέρουμε την εκτέλεση του δεκαεφτάχρονου Βορειοηπειρώτη Οδυσσέα Κόκολη, γαλατά του χωριού Φράστανη. Τον Γενάρη του 1983, η αλβανική καθεστωτική αστυνομία τον εκτελεί γιατί ήθελε να φύγει στην Ελλάδα, δένει το πτώμα του πίσω από ένα τρακτέρ και το σέρνει στα χωριά της Ελληνικής Μειονότητας στη Δερόπολη για παραδειγματισμό και τρομοκρατία. Ένα επίσης μακάβριο περιστατικό είναι ο δημόσιος απαγχονισμός του διωκόμενου ποιητή Χαβζί Νέλια στην κεντρική πλατεία της πόλης Κούξι τον Αύγουστο του 1988. Ας μην ξεχνάμε ακόμη τις εκτελέσεις νεαρών που επιχειρούν να αυτομολήσουν στην Ελλάδα – μεταξύ των οποίων και των δικών μας τεσσάρων παιδιών του Αλύκου: Αηδόνη Ράφτη, Θανάση Κώτση, Θύμιου Μάσσιου, Βαγγέλη Μήτρου. Κάπως έτσι κλείνει αυτή η περίοδος της χοτζικής δικτατορίας, και μαζί της πεθαίνει η κατά Γκράμσι «εποχή του παλιού».
Τότε θα έπρεπε να ξεκινήσει η νέα εποχή; Πώς δεν συνέβη;
Αν διαβάσουμε τις εκτιμήσεις σημαντικών ιστορικών και διανοουμένων, ακόμα και ο εν εξελίξει πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι παρά μια κάκιστη αναδιαχείριση της παλιάς ψυχροπολεμικής εποχής, όπως ήταν και ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία είκοσι χρόνια νωρίτερα. Κυκλοφορεί εν είδει θεωρίας συνωμοσίας ότι, λίγο πριν την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, ο Γκορμπατσόφ συγκάλεσε μυστική σύνοδο στο Κατόβιτσε της Πολωνίας μεταξύ των Ανατολικοευρωπαίων ηγετών με θέμα τη χάραξη μιας, όσο το δυνατόν, ενιαίας πολιτικής διαχείρισης της πτώσης του κομμουνισμού. Κυρίαρχη ντιρεκτίβα υπήρξε η μετατροπή των κομμουνιστικών ελίτ σε νέες ελίτ του κεφαλαίου. Ανεξάρτητα από την αδυναμία ιστορικής επιβεβαίωσης της «Συνόδου του Κατόβιτσε», οι ντιρεκτίβες αυτές, ρητώς ή αρρήτως, ακολουθήθηκαν κατά γράμμα, τόσο στη Ρωσία (βλέπε τη ραγδαία ανάδυση των Ρώσων ολιγαρχών), όσο και στη σαφέστατα πιο εξαθλιωμένη Αλβανία του Ραμίζ Αλία. Γνωρίζεις τον περιβόητο νόμο του καθεστώτος Αλία, σύμφωνα με τον οποίο οι διευθυντές και οι υπάλληλοι δημοσίων επιχειρήσεων μετατράπηκαν εν μία νυκτί σε ιδιοκτήτες των εν λόγω επιχειρήσεων. Ακόμα και στην Ελλάδα, γνωρίζουμε πολύ καλά, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ότι έχουμε σημαντική εισροή κεφαλαίων της Στάζι. Έτσι, τα γρανάζια και οι μηχανισμοί της Sigurimi καθόρισαν τις πολιτικές εξελίξεις στην Αλβανία καθ’ όλη τη μετακομμουνιστική περίοδο.
Η Ελληνική Μειονότητα με ποιον τρόπο επηρεάστηκε σε αυτήν την περίοδο;
Οι Βορειοηπειρώτες, υπό αυτήν την αποστασιοποιημένη οπτική, παρασύρθηκαν εξίσου στη δίνη των μετακομμουνιστικών αδιεξόδων. Και δεν μιλάμε μόνο για το βιοποριστικό το οποίο, ήταν επιτακτικό για όλους τους Ανατολικοευρωπαίους. Περισσότερο, θα ήθελα να εστιάσω στο ζήτημα της μνήμης και της ταυτότητας. Είναι κοινή διαπίστωση ότι, μεταξύ των χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, η Αλβανία είναι εκείνη στην οποία ο δημόσιος διάλογος για τα «εγκλήματα του παρελθόντος» υπήρξε ασυνεπής και υποτονικός, ειδικά τις πρώτες δύο δεκαετίες. Και αν οι Αλβανοί μίλησαν ελάχιστα για το παρελθόν τους, τότε μπορούμε να πούμε πως οι Βορειοηπειρώτες δεν μίλησαν καθόλου. Εισήλθαν σε αυτόν τον κοινωνικοπολιτικό κυκεώνα της μετακομμουνιστικής «εποχής των τεράτων» χωρίς καθόλου μνήμη, με αυτή την αόριστη, ομιχλώδη ταυτότητα των «Μειονοτικών». Ποιος συνεργάστηκε με το καθεστώς, σε ποιον βαθμό, πόσο έβλαψε τους ομοεθνείς του ή ακόμη και τους οικείους του; Είναι απολύτως βέβαιο, ότι ο μόνος τόπος στον οποίο έγινε χρήση του όρου «Βόρειος Ήπειρος», για σχεδόν μισό αιώνα, ήταν αποκλειστικά το στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας και η φυλακή. Οι Έλληνες κατάδικοι του χοτζικού καθεστώτος, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν οι μόνοι που αυτοπροσδιορίζονταν μεταξύ τους ως «Βορειοηπειρώτες», και αυτό με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το βιβλίο σου με τις «Ιστορίες από το Σπατς» γι’ αυτό το φριχτό κάτεργο…
Στο βιβλίο ενσωματώνω μαρτυρίες αγωνιστών του Αυτονομιστικού Κινήματος του 1914, τα ίχνη των οποίων χάθηκαν μέσα στα αλβανικά γκουλάγκ. Κάπως έτσι τα στρατόπεδα-φυλακές διατήρησαν τη μνήμη μιας συγκεκριμένης ταυτότητας για τα μέλη της Ελληνικής Μειονότητας. Όταν κατέρρευσε το καθεστώς, η ταυτότητα αυτή υιοθετήθηκε αμέσως από τις πλατιές μάζες της νεολαίας, ακόμα κι αν προέρχονταν από οικογένειες στενά συνδεδεμένες με το προηγούμενο καθεστώς. Είναι γνωστό βέβαια πως η ταυτότητα «Βορειοηπειρώτης» υιοθετήθηκε και από Αλβανούς μετανάστες της δεκαετίας του 1990 χάριν μιας ευνοϊκότερης μεταναστευτικής υποδοχής εν Ελλάδι. Κάπως έτσι ο όρος, τουλάχιστον στην Ελλάδα, κυρίως στα μίντια, εκφυλίστηκε σε γραφικότητα της μετα-περεστρόικα εποχής.
Ποια είναι η κρίσιμη περίοδος Αχιλλέα, και ποια κληρονομιά άφησε;
Ιδιαίτερα κρίσιμη υπήρξε η διετία 1992-1994. Κρίσιμη υπό την έννοια της μέγιστης ενεργητικής ανταπόκρισης των Βορειοηπειρωτών στους αγώνες διεκδίκησης της πολιτικής τους εκπροσώπησης και της αυτόνομης χάραξης μιας πολιτικής αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού. Και πρόκειται για μια εποχή όπου τα ένστολα σώματα ασφαλείας του αλβανικού κράτους στελεχώνονταν ακόμη από τους δήμιους της περιβόητης Sigurimi του Ενβέρ Χότζα. Όχι, βέβαια, ότι αντικαταστάθηκαν στη συνέχεια. Και ακολουθεί η δίκη των «5 ηγετών της Ομόνοιας» τον Αύγουστο του 1994 στα Τίρανα. Είχε προηγηθεί βέβαια, από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, μια πρωτοφανής κρατική τρομοκρατία εις βάρος των κατοίκων της Ελληνικής Μειονότητας. Η επακόλουθη εμφυλιακή αναρχία του 1997 έδωσε στα τέρατα του Γκράμσι πρωταγωνιστικό ρόλο στο προσκήνιο της Ιστορίας. Οφείλουμε, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε την ευεργετική αναθεμελίωση της Ορθοδοξίας στον τόπο μας και να επαινέσουμε τον αγώνα που δίνει κάθε Βορειοηπειρώτης προσωπικά για τη διατήρηση της δικής του πατρογονικής μνήμης.
Μετά την πάροδο 30 χρόνων από την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος στην Αλβανία, αλλά και από τη μαζική μετανάστευση των Βορειοηπειρωτών, προσεγγίζουμε το βορειοηπειρωτικό τραύμα συζητώντας με ανθρώπους που έχουν μια διακριτή και διακριτική σχέση με τα τεκταινόμενα. Οι συνομιλητές μας προσεγγίζουν το βάθος του σε μια περιοχή που είναι πυκνή συμβολισμών, μνημείων και ιστορικών παρακαταθηκών του Ελληνισμού.
Ο Αχιλλέας Σύρμος, από τη Δερβιτσάνη της Δερόπολης, σπούδασε Φιλολογία και Ευρωπαϊκή & Νεοελληνική Λογοτεχνία. Είναι διδάκτωρ με ειδίκευση στη λογοτεχνία των γκουλάγκ και σε ζητήματα κουλτούρας των χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ιστοσελίδες. Το 2022 κυκλοφόρησε το μη μυθοπλαστικό του μυθιστόρημα Ιστορίες από το Σπατς. Είναι ο δεύτερος συνομιλητής μας*:
Πώς κρίνεις συνολικά αυτές τις τρεις δεκαετίες, κατά τις οποίες η Αλβανία αλλά και η Ελληνική Μειονότητα προσπάθησαν να συνέλθουν από το «σοκ του κομμουνισμού»;
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μου, είναι μια ιστορική πλέον φράση του Αντόνιο Γκράμσι. Ο εμβληματικός φιλόσοφος της ιταλικής αριστεράς του Μεσοπολέμου λέει ότι, όταν η παλιά εποχή έχει παρέλθει αλλά η καινούρια δεν έχει ακόμη γεννηθεί, τότε ζούμε στην εποχή των τεράτων. Και δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο κατάλληλο πεδίο ενύλωσης αυτής της γκραμσιανής αρχής από τις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, και ειδικότερα τη μετακομμουνιστική Αλβανία. Ήδη από τη ρήξη των σινο-αλβανικών σχέσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1970 γίνεται φανερό ακόμα και στους κόλπους της χοτζικής ελίτ ότι το πείραμα του συνταγματικά κατοχυρωμένου μαρξισμού-λενινισμού έχει αποτύχει∙ μια αποτυχία, ωστόσο, που στοίχισε χιλιάδες νεκρούς κι εκατοντάδες χιλιάδες διωκομένους στα γκουλάγκ, τις ζώνες εξορίας κ.λπ. Η δεκαετία του 1980, όπως και η διετία 1990-1991, δεν μπορεί να ιδωθεί παρά ως μια οριακή διαχείριση της κομμουνιστικής αποτυχίας, γι’ αυτό και η ολοκληρωτική βία εφαρμόστηκε αμείλικτα και παραδειγματικά. Ως ένα από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα αποτροπιαστικής δράσης της Sigurimi**, κατά την περίοδο αυτή, αξίζει να αναφέρουμε την εκτέλεση του δεκαεφτάχρονου Βορειοηπειρώτη Οδυσσέα Κόκολη, γαλατά του χωριού Φράστανη. Τον Γενάρη του 1983, η αλβανική καθεστωτική αστυνομία τον εκτελεί γιατί ήθελε να φύγει στην Ελλάδα, δένει το πτώμα του πίσω από ένα τρακτέρ και το σέρνει στα χωριά της Ελληνικής Μειονότητας στη Δερόπολη για παραδειγματισμό και τρομοκρατία. Ένα επίσης μακάβριο περιστατικό είναι ο δημόσιος απαγχονισμός του διωκόμενου ποιητή Χαβζί Νέλια στην κεντρική πλατεία της πόλης Κούξι τον Αύγουστο του 1988. Ας μην ξεχνάμε ακόμη τις εκτελέσεις νεαρών που επιχειρούν να αυτομολήσουν στην Ελλάδα – μεταξύ των οποίων και των δικών μας τεσσάρων παιδιών του Αλύκου: Αηδόνη Ράφτη, Θανάση Κώτση, Θύμιου Μάσσιου, Βαγγέλη Μήτρου. Κάπως έτσι κλείνει αυτή η περίοδος της χοτζικής δικτατορίας, και μαζί της πεθαίνει η κατά Γκράμσι «εποχή του παλιού».
Τότε θα έπρεπε να ξεκινήσει η νέα εποχή; Πώς δεν συνέβη;
Αν διαβάσουμε τις εκτιμήσεις σημαντικών ιστορικών και διανοουμένων, ακόμα και ο εν εξελίξει πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι παρά μια κάκιστη αναδιαχείριση της παλιάς ψυχροπολεμικής εποχής, όπως ήταν και ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία είκοσι χρόνια νωρίτερα. Κυκλοφορεί εν είδει θεωρίας συνωμοσίας ότι, λίγο πριν την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, ο Γκορμπατσόφ συγκάλεσε μυστική σύνοδο στο Κατόβιτσε της Πολωνίας μεταξύ των Ανατολικοευρωπαίων ηγετών με θέμα τη χάραξη μιας, όσο το δυνατόν, ενιαίας πολιτικής διαχείρισης της πτώσης του κομμουνισμού. Κυρίαρχη ντιρεκτίβα υπήρξε η μετατροπή των κομμουνιστικών ελίτ σε νέες ελίτ του κεφαλαίου. Ανεξάρτητα από την αδυναμία ιστορικής επιβεβαίωσης της «Συνόδου του Κατόβιτσε», οι ντιρεκτίβες αυτές, ρητώς ή αρρήτως, ακολουθήθηκαν κατά γράμμα, τόσο στη Ρωσία (βλέπε τη ραγδαία ανάδυση των Ρώσων ολιγαρχών), όσο και στη σαφέστατα πιο εξαθλιωμένη Αλβανία του Ραμίζ Αλία. Γνωρίζεις τον περιβόητο νόμο του καθεστώτος Αλία, σύμφωνα με τον οποίο οι διευθυντές και οι υπάλληλοι δημοσίων επιχειρήσεων μετατράπηκαν εν μία νυκτί σε ιδιοκτήτες των εν λόγω επιχειρήσεων. Ακόμα και στην Ελλάδα, γνωρίζουμε πολύ καλά, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ότι έχουμε σημαντική εισροή κεφαλαίων της Στάζι. Έτσι, τα γρανάζια και οι μηχανισμοί της Sigurimi καθόρισαν τις πολιτικές εξελίξεις στην Αλβανία καθ’ όλη τη μετακομμουνιστική περίοδο.
Η Ελληνική Μειονότητα με ποιον τρόπο επηρεάστηκε σε αυτήν την περίοδο;
Οι Βορειοηπειρώτες, υπό αυτήν την αποστασιοποιημένη οπτική, παρασύρθηκαν εξίσου στη δίνη των μετακομμουνιστικών αδιεξόδων. Και δεν μιλάμε μόνο για το βιοποριστικό το οποίο, ήταν επιτακτικό για όλους τους Ανατολικοευρωπαίους. Περισσότερο, θα ήθελα να εστιάσω στο ζήτημα της μνήμης και της ταυτότητας. Είναι κοινή διαπίστωση ότι, μεταξύ των χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, η Αλβανία είναι εκείνη στην οποία ο δημόσιος διάλογος για τα «εγκλήματα του παρελθόντος» υπήρξε ασυνεπής και υποτονικός, ειδικά τις πρώτες δύο δεκαετίες. Και αν οι Αλβανοί μίλησαν ελάχιστα για το παρελθόν τους, τότε μπορούμε να πούμε πως οι Βορειοηπειρώτες δεν μίλησαν καθόλου. Εισήλθαν σε αυτόν τον κοινωνικοπολιτικό κυκεώνα της μετακομμουνιστικής «εποχής των τεράτων» χωρίς καθόλου μνήμη, με αυτή την αόριστη, ομιχλώδη ταυτότητα των «Μειονοτικών». Ποιος συνεργάστηκε με το καθεστώς, σε ποιον βαθμό, πόσο έβλαψε τους ομοεθνείς του ή ακόμη και τους οικείους του; Είναι απολύτως βέβαιο, ότι ο μόνος τόπος στον οποίο έγινε χρήση του όρου «Βόρειος Ήπειρος», για σχεδόν μισό αιώνα, ήταν αποκλειστικά το στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας και η φυλακή. Οι Έλληνες κατάδικοι του χοτζικού καθεστώτος, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν οι μόνοι που αυτοπροσδιορίζονταν μεταξύ τους ως «Βορειοηπειρώτες», και αυτό με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το βιβλίο σου με τις «Ιστορίες από το Σπατς» γι’ αυτό το φριχτό κάτεργο…
Στο βιβλίο ενσωματώνω μαρτυρίες αγωνιστών του Αυτονομιστικού Κινήματος του 1914, τα ίχνη των οποίων χάθηκαν μέσα στα αλβανικά γκουλάγκ. Κάπως έτσι τα στρατόπεδα-φυλακές διατήρησαν τη μνήμη μιας συγκεκριμένης ταυτότητας για τα μέλη της Ελληνικής Μειονότητας. Όταν κατέρρευσε το καθεστώς, η ταυτότητα αυτή υιοθετήθηκε αμέσως από τις πλατιές μάζες της νεολαίας, ακόμα κι αν προέρχονταν από οικογένειες στενά συνδεδεμένες με το προηγούμενο καθεστώς. Είναι γνωστό βέβαια πως η ταυτότητα «Βορειοηπειρώτης» υιοθετήθηκε και από Αλβανούς μετανάστες της δεκαετίας του 1990 χάριν μιας ευνοϊκότερης μεταναστευτικής υποδοχής εν Ελλάδι. Κάπως έτσι ο όρος, τουλάχιστον στην Ελλάδα, κυρίως στα μίντια, εκφυλίστηκε σε γραφικότητα της μετα-περεστρόικα εποχής.
Ποια είναι η κρίσιμη περίοδος Αχιλλέα, και ποια κληρονομιά άφησε;
Ιδιαίτερα κρίσιμη υπήρξε η διετία 1992-1994. Κρίσιμη υπό την έννοια της μέγιστης ενεργητικής ανταπόκρισης των Βορειοηπειρωτών στους αγώνες διεκδίκησης της πολιτικής τους εκπροσώπησης και της αυτόνομης χάραξης μιας πολιτικής αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού. Και πρόκειται για μια εποχή όπου τα ένστολα σώματα ασφαλείας του αλβανικού κράτους στελεχώνονταν ακόμη από τους δήμιους της περιβόητης Sigurimi του Ενβέρ Χότζα. Όχι, βέβαια, ότι αντικαταστάθηκαν στη συνέχεια. Και ακολουθεί η δίκη των «5 ηγετών της Ομόνοιας» τον Αύγουστο του 1994 στα Τίρανα. Είχε προηγηθεί βέβαια, από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, μια πρωτοφανής κρατική τρομοκρατία εις βάρος των κατοίκων της Ελληνικής Μειονότητας. Η επακόλουθη εμφυλιακή αναρχία του 1997 έδωσε στα τέρατα του Γκράμσι πρωταγωνιστικό ρόλο στο προσκήνιο της Ιστορίας. Οφείλουμε, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε την ευεργετική αναθεμελίωση της Ορθοδοξίας στον τόπο μας και να επαινέσουμε τον αγώνα που δίνει κάθε Βορειοηπειρώτης προσωπικά για τη διατήρηση της δικής του πατρογονικής μνήμης.
Διαβάστε ακόμη
* Η μυστηριώδης απέλαση των αλβανών διπλωματών από την Αθήνα το 1983 και η κατηγορία για κατασκοπεία
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών