Βορειοηπειρώτες πολιτικοί φυγάδες στην Ελλάδα (1945-1990) Μέρος 3ο

Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ Ιστορίας

Έγγραφα στην κατοχή του δολοφονηθέντος Οδυσσέα Κοκόλη
Μεθοριακοί φύλακες Δρόπολη, 1969
Βεβήλωση των αποπειραθέντων φυγάδων Νάστο και Σόλλα

Δολοφονίες στα σύνορα και προσφυγικές διαδρομές
Οι φυγάδες διέφευγαν συνήθως με ομαδικά προσφυγικά σχήματα, συγκείμενα από άτομα με συγγενικούς δεσμούς (εξ αίματος και εξ αγχιστείας), σπάνια κατά μόνας. Οι προσφυγικές διαδρομές ποικίλουν αλλά στην πλειοψηφία οι φυγάδες διέφευγαν από τα χερσαία σύνορα (τμήμα 2 και 3 της ελληνοαλβανικής μεθορίου) ενώ διά θαλάσσης διέφυγαν ελάχιστοι. Η πρώτη διαρροή μέσω θαλάσσης καταγράφεται το 1953: οι αδελφοί Θανάς και Χριστάκη Νικόλα, 26 και 23 ετών αντιστοίχως, κυρίευσαν το πλοιάριο «Dinamo» στα στενά μεταξύ Αυλώνας και Αγίων Σαράντα και, αφού μέθυσαν το πλήρωμα, τον καπετάνιο και τους δύο φύλακες, τη νύχτα της 22ης Νοεμβρίου του 1953, κατέπλευσαν στην Κέρκυρα. Οι ελληνικές αρχές, σεβόμενες την επιθυμία του καπετάνιου, ο οποίος οδηγήθηκε διά της βίας στην Κέρκυρα, τον επαναπροώθησαν στην Αλβανία.

Την 8η Αυγούστου 1971, τρεις μήνες μετά τη διπλωματική ανασύνδεση Ελλάδας και Αλβανίας, συνέβη η μαζικότερη δραπέτευση από την Αλβανία στην Ελλάδα διά θαλάσσης. Είκοσι οκτώ άτομα διέφυγαν με το πλοίο «Ντε Ράντα» από τη Χιμάρα και κατέπλευσαν στην Κέρκυρα. Φυγάς ήταν ο Παντελής Μάλλιος, πρόεδρος της τοπικής αυτοδιοίκησης της Χιμάρας, και ο αδελφός του, Βασίλης, καπετάνιος του πλοίου. Στο πλοίο επέβαιναν συνολικά 35 άτομα, 28 συγγενείς πρώτου βαθμού και 8 μέλη του πληρώματος. Όσοι αρνήθηκαν να ζητήσουν πολιτικό άσυλο ‒διατεινόμενοι ότι είχαν πέσει θύμα παραπλάνησης και εξαναγκασμού‒ αφέθηκαν ελεύθεροι και επέστρεψαν στην Αλβανία με το ίδιο πλοίο. Οι φυγάδες επέλεξαν ως χώρα οριστικού ασύλου τις ΗΠΑ, αλλά η μετάβαση πραγματοποιήθηκε ετεροχρονισμένα.

Οι διαφυγή ή η απόπειρα διαφυγής πολλές φορές συνοδευόταν από δολοφονίες και ωμότητες. Συνολικά στην αλβανική μεθόριο καταγράφονται 988 δολοφονίες επίδοξων φυγάδων (από 13.692 διαφυγές) ή αγνοούμενοι κατά την απόπειρα διαφυγής. Δεν υπάρχουν ακριβείς στοιχεία για τους δολοφονημένους ή τους αγνοούμενους Βορειοηπειρώτες.

Στην ελληνοαλβανική μεθόριο (στα τμήματα 2 και 3) σημειωθήκαν τα πιο ειδεχθή εγκλήματα και βεβηλώσεις νεκρών των επίδοξων φυγάδων. Την 26η Αυγούστου 1946, οι συνοριοφύλακες της Κοσοβίτσας εκτέλεσαν τη Μαρίκα Νάτση κατά την απόπειρα διαφυγής της στην Ελλάδα και την παράχωσαν πρόχειρα. Ο θείος της, Παύλος Κατσούλας, ζητούσε να εκτεθεί δημόσια το πτώμα της, για να δει ο κόσμος με τα μάτια του την κακοποίηση του θύματος. Εξ αιτίας της διαμαρτυρίας του φυλακίσθηκε και καταδικάσθηκε από το Στρατοδικείο του Αργυρόκαστρου.

Την 27η Απριλίου 1947 τα επίλεκτα σχήματα προστασίας του λαού (παρόμοιος σχηματισμός με την ΟΠΛΑ) δολοφόνησαν στα σύνορα τον Νικόλα Θ. Ζαχάρη, (υπέργηρο άνω των 80 ετών) και την κόρη του Αλεξάνδρα, 76 ετών με την κατηγορία της απόπειρας διαφυγής στην Ελλάδα. Την 26η Αυγούστου 1953 το στρατοδικείο Αργυρόκαστρου καταδίκασε σε 8 χρόνια ειρκτής την συγγενή του Καλλιόπη Ζαχάρη του Γιώργη (ετών 46) για απόπειρα διαφυγής από τη χώρα. Η δολοφονία του Νικόλα Ζαχάρη καταγράφεται ως δολοφονία του πιο υπέργηρου Βορειοηπειρώτη επίδοξου πολιτικού φυγά.

Τον Φεβρουάριο του 1949, επίλεκτοι καταδρομείς της ασφάλειας μαζί με φύλακες των συνόρων φόνευσαν την Αθηνά Καλέγια και τη μητέρα της, Καλλιόπη, μαζί με την Αθηνά Τέρπου στη μεθόριο της Σωτήρας, μπροστά στα μάτια του ανήλικου γιου της, Λάζαρου Καλέγια, 16 ετών, τον οποίο στη συνέχεια συνέλαβαν και καταδίκασαν για προδοσία κατά της πατρίδας. Οι χωριανοί των θυμάτων κατήγγειλαν, επίσης, κακοποίηση των γυναικών πριν τη δολοφονία τους.

Την 1η Μαΐου του 1953, ζεύγος Βορειοηπειρωτών φονεύθηκαν στο σύνορο, στο Μπογάζι του Ραντατιού, και στη συνέχεια οι δολοφονηθέντες σύρθηκαν βεβηλωμένοι στα παρακείμενα χωριά. Την ίδια εποχή οι αλβανικές δυνάμεις φύλαξης συνόρων φόνευσαν άλλο Βορειοηπειρώτη από το Χάσκωβο. Τον Ιούλιο του 1954, οι αλβανοί συνοριοφύλακες δολοφόνησαν δύο άλλους Βορειοηπειρώτες. Τα πτώματά τους σύρθηκαν στο αλβανικό έδαφος και βεβηλώθηκαν με μακάβριο τρόπο και ενδεικτική επίδειξη μίσους και ισχύος.

Τον χειμώνα του 1957, δραπέτευσαν ο Γιώργος Ζιαβάς από τη Γλύνα με τον δεκαεξάχρονο υιό του, αλλά η σύζυγός του, Ευθαλία, και η κόρη του, Ελένη, εννέα ετών, δεν μπόρεσαν να τους ακολουθήσουν μένοντας πίσω, παγωμένες στο χιόνι.

Τον Ιούνιο του 1985, ο Σωτηράκης Νάστος και ο Γιώργης Σόλας, επιχειρούμενοι να δραπετεύσουν με αυτοσχέδια λέμβο βρέθηκαν νεκροί στα Εξαμίλια των Αγίων Σαράντα. Στρατιώτες του λιμενικού περισυνέλλεξαν τα πτώματα και περιφέροντάς τα στους Αγίους Σαράντα τα βεβήλωσαν προσδεμένα σε σκάφος, μπροστά στα μάτια των έντρομων και ανυποψίαστων δημοτών της πόλης.

Την 6η Ιανουαρίου 1983, οι συνοριοφύλακες της Επισκοπής δολοφόνησαν τον νεαρό Βορειοηπειρώτη Οδυσσέα Κόκολη και, στη συνέχεια, πρόσδεσαν το πτώμα σε γεωργικό τρακτέρ και το έσυραν βεβηλωμένο στα χωριά της Δρόπολης προς τρομοκράτηση του πληθυσμού. Το 1988 δυνάμεις του στρατού δολοφόνησαν και τον πατέρα του, Μιχάλη Κόκολη, κατηγορώντας τον ότι επιχειρούσε να εισβάλει σε στρατιωτική μονάδα. Κατά την περίοδο 1983–86, στη μεθοριακή γραμμή του Αργυροκάστρου είχε καταγραφεί το 4,6% των συνολικών δραπετεύσεων όλης της χώρας και από τους Αγίους Σαράντα το 4,4%.

Μετά το 1989 και την ανεξέλεγκτη φυγή προς την Ελλάδα, σημειώθηκε σειρά δολοφονιών στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Την 21η Ιουνίου 1990, επιχείρησαν να διαφύγουν από τη Γριάζδανη των Αγίων Σαράντα ο Χαράλαμπος Παπουτσής, ετών 24, η σύζυγός του, Νικολέτα (Βιολέτα) Παπουτσή, 21 ετών, με την ανήλικη κόρη τους, 11 μηνών, μαζί και με τον Ηλία Ντάλλα. Ο Χαράλαμπος είχε καταφέρει να δραπετεύσει έναν χρόνο πριν (Φεβρουάριο 1989) και επανήλθε τον Απρίλιο του 1990, για να πάρει και την υπόλοιπη οικογένεια. Στην απόπειρα διαφυγής, ο Παπουτσής και ο Ντάλλας φονεύθηκαν επί τόπου.

O αριθμός των δολοφονηθέντων στα σύνορα (Αλβανών και Βορειοηπειρωτών), το πρώτο εξάμηνο του 1990, ανερχόταν σε 18 άτομα.

Την 24η Ιουνίου 1990, επιχείρησαν να διαφύγουν παράνομα από την Κακαβιά ο Θωμάς Μπότης από τη Βόδριτσα του Αργυροκάστρου, 26 ετών, και ο Χριστάκης Λάτσης, 24 ετών, από τον Πετσά των Αγίων Σαράντα. Οι συνοριοφύλακες του 185ου τάγματος Αργυροκάστρου τραυμάτισαν ελαφρά τον Λάτση, τον οποίο στη συνέχεια συνέλαβαν, ενώ ακινητοποίησαν τον Μπότη και τον δολοφόνησαν δεμένο με σύρμα, διά λιθοβολισμού. Μετά την πτώση του καθεστώτος, συνοριοφύλακας που συμμετείχε στο αποκρουστικό έγκλημα, καταδιωκόμενος από τις ερινύες και τις τύψεις, αποκάλυψε τον τρόπο φόνου και οδήγησε την οικογένεια στον τόπο του εγκλήματος. Η σορός βρέθηκε συρματοδεμένη.

Την 12η Δεκεμβρίου 1990, εκτελέσθηκαν από τις δυνάμεις του 103ου Τάγματος των Αγίων Σαράντα οι επίδοξοι δραπέτες Θανάσης Κότσης, Θύμιος Μάσιος, Αηδόνης Ράφτης και Βαγγέλης Μήτρος από το χωριό Αλύκο. Τα στοιχεία του ειδεχθούς εγκλήματος δεν καταγράφηκαν ποτέ στα εγκληματολογικά μητρώα, πλην του λιτού ανακοινωθέντος με τον αριθμό 292/13-12-1990 του Υπουργείου Εσωτερικών ως το μόνον διασωθέν έγγραφο, το οποίο μάλιστα δεν αναφέρει ούτε τα ονόματα των θυμάτων.

Ως μικρότεροι ανήλικοι φυγάδες (ασυνόδευτοι) καταγράφονται οι Κώστας Μπακάλου (12 ετών) και ο Θεοδόσης Νάτσης ή Μπιτσούνης (13 ετών), οι οποίοι διέφυγαν τον Μάρτιο του 1950, ενώ ένα χρόνο πριν, τον Φεβρουάριο 1949 διέφυγαν οι Γ. Μπιτσούνης και ο Β. Μπόκος οι οποίοι φιλοξενήθηκαν σε παιδούπολες των Ιωαννίνων και των Αθηνών. Η πιο υπέργηρη πολιτικός φυγάς καταγράφεται η Θεοδώρα Τσούκα από το Βούρκο, 88 ετών, η οποία αρχικά φιλοξενήθηκε στο Στρατόπεδο Φυγάδων Σύρου (ΣΦΣ). Είχε διαφύγει το φθινόπωρο του 1958.

Η Πολυξένη Γάτσου, 17 χρονών, διέφυγε με 160 ζωντανά από την Κοσόβιτσα τη νύχτα του 1952, καταδιωκόμενοι από τους αλβανούς μεθοριακούς σκοπούς.

Η μεγαλύτερη ομαδική διαφυγή γυναικών καταγράφεται την 11η Μαΐου 1952 του 1952 στη Γλύνα. Διέρρευσαν προς την Ελλάδα οι: Ελένη Καραδήμα, Αθηνά Γκίκα, Ελένη Μπότσιου, Χαρίκλεια Λέκκα, Σοφία Λέκκα, Γιαννούλα Καραδήμα, ο νεαρός Θωμάς Καραδήμας και ο Νικόλαος Γκίκας.

Η πολυπληθέστερη οικογένεια Βορειοηπειρωτών που διέφυγε ήταν η επταμελής οικογένεια από το Κλεισάρι τον Απρίλιο του 1958 του Ν. Πανταζή, οι οικείοι της οποίας παραδόθηκαν στα τμήματα προκάλυψης των Φιλιατων οδηγήθηκαν στα κέντρα ανάκρισης φυγάδων (ΚΕΑ) και αποκαταστάθηκαν προσωρινά στο Στρατόπεδο Φυγάδων Σύρου (ΣΦΣ). Τον Ιανουάριο του 1959 παραδόθηκε στο φυλάκιο του Τσαμαντά η εξαμελής οικογένεια από τη Βόδριτσα του Παναγιώτη Καλυβόπουλου, ετών 63, η σύζυγος Μαριάνθη (45 ετών) και τα τέκνα, Βασίλειος 16 ετών, Ιωάννης 13 ετών και Ευάγγελος 7 ετών. Ύστερα από τέσσερις μέρες πεζοπορία, σχεδόν αφυδατωμένοι όλοι.

Ως προς τα ελατήρια διαφυγής, οι Βορειοηπειρώτες πολιτικοί φυγάδες μπορούν να καταταχθούν σε τέσσερεις βασικές κατηγορίες: φυγάδες κινούμενοι από οικονομικά ελατήρια (η πλειοψηφία), φυγάδες κινούμενοι από πολιτικά ελατήρια (πολιτικές διώξεις), φυγάδες κινούμενοι από ταπεινά ή κοινωνικά ελατήρια: εγκλήματα ποινικού δικαίου, κλοπές, ενδοοικογενειακές διαφορές, εγκλήματα πάθους και, τέλος μια μικρή ομάδα φυγάδων στρατολογημένων από την αλβανική ασφάλεια για διενέργεια κατασκοπείας (ενδεικτικά η περίπτωση του Βορειοηπειρώτη «φυγά» κατάσκοπου, ο οποίος καταδικάσθηκε σε 18 χρόνια κάθειρξης από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων τον Οκτώβριο 1960).

Ως προς τον προορισμό και τη χώρα οριστικού ασύλου οι Βορειοηπειρώτες πολιτικοί φυγάδες κατατάσσονται σε τρείς κατηγορίες: Η πλειοψηφία των Βορειοηπειρωτών φυγάδων –πλην ελάχιστων εξαιρέσεων– θεωρούσαν την Ελλάδα ως πρώτη χώρα ασύλου, αλλά μεταγωγικό σταθμό (χώρα σύντομης παρεπιδημίας ή προσωρινής εγκατάστασης) και στη συνέχεια επιδίωκαν τη μεταγκατάστασή τους σε υπερπόντιές χώρες μετανάστευσης: ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία και χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Η δεύτερη κατηγορία επιδίωκε να εγκατασταθεί οριστικά στην Ελλάδα πλησίον των οικείων τους και μια τρίτη ομάδα στρατολογήθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες (κυρίως αμερικανικές και βρετανικές ως πληροφοριοδότες και καταδρομείς, 1949-1956) με διάφορες αποστολές για μυστική δράση στην Αλβανία.
(Συνεχίζεται)


Διαβάστε ακόμη

Σχόλια