Ένα μουσικό (υπο)είδος που κυριαρχεί στις μέρες μας, ιδιαίτερα μεταξύ των εφήβων είναι η τραπ μουσική. Σκληροί και συχνά χυδαίοι και προκλητικοί στίχοι, εξύμνηση της παρανομίας και πολλά ακόμη ανάλογα στοιχεία όπως η παραβατικότητα κάποιων τράπερ, έχουν, δικαιολογημένα πολλές φορές, οδηγήσει στη δαιμονοποίησή της.
Πριν από σαράντα χρόνια περίπου, κυριαρχούσε στη χώρα μας ένα άλλο μουσικό είδος, η ντίσκο. Μπορεί να γίνει άραγε σύγκριση μεταξύ τραπ και ντίσκο; Ας δούμε κάποια στοιχεία για την ντίσκο. Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι, κατά τη γνωστή φράση κλισέ.
Η ιστορία της ντίσκο μουσικής
Σύμφωνα με το Merriam Webster, ντίσκο είναι μια δημοφιλής χορευτική μουσική που χαρακτηρίζεται από υπνωτικό ρυθμό, επαναλαμβανόμενους στίχους και ήχους που παράγονται ηλεκτρονικά. Η λέξη ντίσκο πρωτοεμφανίστηκε το 1957 και αποτελεί σύντμηση της γαλλικής λέξης discotheque που εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1928 με αρχική σημασία «συλλογή δίσκων». Η λέξη ντίσκο με τη σημασία «μουσικό είδος», εμφανίστηκε στη Γαλλία μόλις το 1976.
Η ντίσκο άρχισε να διαδίδεται κυρίως μεταξύ των Ιταλοαμερικανών, των Λατίνων και τον ομοφυλόφιλων στη Φιλαδέλφεια των Η.Π.Α., συχνά ως αντίδραση στην κυριαρχία της ροκ μουσικής τη δεκαετία του ’60. Πολλοί θεωρούν ότι το gay club «Stonewall» ήταν ο πρώτος χώρος όπου κυριάρχησε η ντίσκο στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ακολούθησε το θρυλικό Studio 54 της Νέας Υόρκης με την χρήση ναρκωτικών και το χωρίς περιορισμούς σεξ από τους θαμώνες του.
Η μουσική ντίσκο με τον έντονο χορευτικό χαρακτήρα αποτέλεσε τη βάση για τη συγκρότηση μιας υποκουλτούρας με χαρακτηριστικά της τον ιδιαίτερο τρόπο ντυσίματος (πολύχρωμα, φανταχτερά και εξεζητημένα ρούχα), την ανάδειξη της gay και αμφιλοφυλικής σεξουαλικότητας και την επίδειξη της επιθυμίας για μουσική και χορό όπως γράφει ο Βαγγέλης Τζούκας στο βιβλίο «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ‘80».
Το Studio 54 έκλεισε (λόγω ναρκωτικών) το 1978 ενώ «η νύχτα κατεδάφισης της ντίσκο» («Disco Demolition Night») ,με την ανατίναξη (!) ενός μεγάλου αριθμού δίσκων με μουσική ντίσκο στη διάρκεια αγώνων μπέιζμπολ στο Σικάγο στις 12 Ιουλίου 1979 συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της δημοφιλίας της συγκεκριμένης μουσικής στις Η.Π.Α. Αντίθετα στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισε η άνθηση της μουσικής ντίσκο και των ντισκοτέκ. Ας μην ξεχνάμε ότι 45 χρόνια πριν δεν υπήρχε διαδίκτυο και αστραπιαία μετάδοση πληροφοριών σε όλο τον κόσμο, έτσι υπήρξε μια σχετική… χρονοκαθυστέρηση στην άφιξη και την καθιέρωση της ντίσκο στην Ελλάδα.
Οι θρυλικές ντισκοτέκ των 80s
Οι πρώτες ντισκοτέκ στην Ελλάδα λειτούργησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ,αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια σε επαρχιακές πόλεις, ιδιαίτερα σε αυτές που υπήρχε συχνή επικοινωνία με τουρίστες.
Στη δεκαετία του 1980 οι ντισκοτέκ κατέκλυσαν όχι μόνο τα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και τις μικρότερες πόλεις και κωμοπόλεις της επαρχίας. Οι πλέον δημοφιλείς στην Αθήνα ήταν οι εξής: «Dorian Gray» στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης με τον θρυλικό dj Palmer, δημιουργό του χιτ «Computer guy» (1986), «Much More» επίσης στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης που μετονομάστηκε αργότερα σε «Seyhelles», «Jacky O» στην περιοχή του Χίλτον, «Divina», στην Κηφισιά, στέκι γόνων νεόπλουτων οικογενειών, «Barbarella», στη Λεωφόρο Συγγρού, «Αυτοκίνηση» που ξεκίνησε από τη Λεωφόρο Κηφισίας, μετακόμισε αργότερα στην αρχή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης στον χώρο των παλιών «Δειλινών», με την ίδια επιτυχία και ύστερα μετονομάστηκε σε «Club 22», «Doomsday», στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης όπου σήμερα είναι η στάση του μετρό «Αλέκος Παναγούλης», «Boom Boom» που λειτουργούσε αρχικά στην Καστέλα και στη συνέχεια στις Τζιτζιφιές, «ABC» και «Station One» στην οδό Πατησίων, «Αποκάλυψη» στη Νέα Φιλαδέλφεια, «Roller» στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς, «Satelitte» στο «Κάραβελ», «Prison» στην οδό Πατησίων, «Too Much», «Retro», «Malibu» κ.ά.
Στη Θεσσαλονίκη, γνωστότερες ντίσκο ήταν οι «Figaro», «Panopticum», «La Posse», «Divina» κ.ά.
Κομβικός ρόλος στις ντισκοτέκ ήταν αυτός του dj , ο οποίος έπρεπε να ενσωματώσει ετερόκλητες συχνά μουσικές για να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο. Εκτός από τα ντίσκο και άλλα χορευτικά τραγούδια υπήρχε σε κάθε πρόγραμμα η ενότητα με τις ποπ και ροκ μπαλάντες όπου δινόταν η δυνατότητα για «προσωπικό» χορό ανάμεσα σε κορίτσια και αγόρια και αποτελούσε απαραίτητο μέρος κάθε προγράμματος.
Απαραίτητα αξεσουάρ στις ντισκοτέκ εκτός από τα πικάπ και τα ηχεία βέβαια, ήταν η ντισκομπάλα, τα φωτορυθμικά, τα τραπέζια, οι καναπέδες και η μεγάλη πίστα στην οποία ορισμένες και ορισμένοι έδιναν πραγματικό ρεσιτάλ! Μερικές φορές το πρόγραμμα διακοπτόταν για να γίνουν διαγωνισμοί χορού. Κάποιοι για να εντυπωσιάσουν έκαναν φιγούρες και ακροβατικά που παρέπεμπαν στο μπρέικντανς (<αμερικ. break dancing, 1982).
Το κοινό των ντίσκο: χαίτη, περμανάντ, βάτες στα σακάκια, φαρδιά παντελόνια και… άσπρες κάλτσες!
Βέβαια dress code για είσοδο στις ντισκοτέκ δεν υπήρχε. Ωστόσο ,αυτό άλλωστε ήταν και το ενδυματολογικό «πνεύμα» της εποχής, υπήρχε σχεδόν ομοιόμορφη εμφάνιση: σακάκια με βάτες (αντρικά και γυναικεία), πολύχρωμα πουκάμισα, σκαρπίνια, σατέν κοστούμια, φαρδιά παντελόνια, τύπου μπάγκι και… άσπρες κάλτσες συμπλήρωναν σχεδόν πάντα την αντρική αμφίεση. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι με αμάνικα μπλουζάκια, τζιν παντελόνια και αθλητικά παπούτσια που συνήθως ήταν αυτοί που… ξεβιδώνονταν στις πίστες των ντισκοτέκ.
Όσον αφορά τις κομμώσεις, τα μεν αγόρια είχαν συνήθως χαίτη και φράντζες στα μαλλιά ή αφάνα, τα δε κορίτσια περμανάντ, ξανθές ανταύγειες και οξυζενέ στην κόμη τους! Το γυναικείο ντύσιμο ήταν τις περισσότερες φορές απλό (πουκάμισο ή μπλούζα και φούστα ως το γόνατο τις περισσότερες φορές ή παντελόνι). Οι πιο τολμηρές κοπέλες της εποχής φορούσαν τη φούστα ρα-ρα (<αγγλ. rah-rah ή ra-ra), μια κοντή φούστα με δίπλες που ξεκίνησε από τις τσιρλίντερς και σταδιακά έγινε μόδα ιδιαίτερα μετά το 1982.
Συνδέθηκε ιδιαίτερα με το χιτ των Kaoma «Lambada» του 1989 στο βιντεοκλίπ του οποίου όλες οι συμμετέχουσες φορούσαν τέτοιες φούστες. Η φούστα ρα-ρα εκτοπίστηκε από τις μίνι φούστες αλλά το 2008 ήρθε ξανά στη μόδα. Ταινίες και βιντεοταινίες της δεκαετίας του 1980, μπορούν να δώσουν στους νεότερους μία σαφέστερη εικόνα για όσα αναφέραμε παραπάνω.
Η Italo disco
Ένα παρακλάδι της ντίσκο μουσικής ήταν η ίταλο ντίσκο, που όπως μαρτυρά και το όνομα της ξεκίνησε στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής από το 1982 όταν η εταιρεία ΖΥΧ την προώθησε και σε άλλες χώρες. Η διαφορά από την αμερικανική ντίσκο είναι η χρήση ηλεκτρονικών ντραμς, σινθεσάιζερ και κωδικοποιητών φωνής. Βασική γλώσσα των τραγουδιών italo disco είναι η αγγλική και σπανιότερα η ιταλική και ισπανική. Μετά το 1983 η italo disco άρχισε να κυριαρχεί σε πολλές χώρες του κόσμου.
Παραλλαγή της italo μπορούν να χαρακτηριστούν τα τραγούδια των Γερμανών «Modern Talking» που έχουν αγγλικούς στίχους, πιο «ψαγμένους» σε σχέση με τους αντίστοιχους των ιταλικών και ακριβότερη παραγωγή. Βασικό χαρακτηριστικό των τραγουδιών italo disco είναι ότι οι δημιουργοί και οι ερμηνεύτριες/ές τους χρησιμοποιούν αν και Ιταλοί ή Γερμανοί κυρίως, αγγλικά-αμερικανικά ψευδώνυμα θυμίζοντας τους πρωταγωνιστές σπαγγέτι-γούεστερν (Μοντγκόμερι Γουντ, Μπαντ Σπένσερ, Τέρενς Χιλ κ.ά.). Μερικοί από τους εκπροσώπους της italo disco είναι οι: Fancy (πραγματικό ονοματεπώνυμο Manfred Alois Segieth, γερμανικής καταγωγής), CC Catch (ολλανδογερμανικής καταγωγής, πραγματικό ονοματεπώνυμο Caroline Catherine Muller), Den Harrow (Stefano Zandri, γεννημένος στην Ιταλία), Grant Miller, Αμερικανός αυτός, ο Μito με το θρυλικό «Droid», η Ιταλίδα Sambrina, τα συγκροτήματα Bad Boys Blue, London Boys κ.ά.
Ο «πατέρας» της italo disco που εξελίχθηκε σταδιακά στην Eurodisco είναι ο Ιταλός συνθέτης, στιχουργός και παραγωγός Giorgio Moroder.
Καρεκλάδες… και ροκάδες
Οι κόντρες των ροκάδων με τους «φλώρους» όπως του αποκαλούσαν λάτρεις της μουσικής ντίσκο, τους «καρεκλάδες» ήταν συχνές. Για το πώς προήλθε η λέξη «καρεκλάς» λάτρης της ντίσκο μουσικής υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη το προσωνύμιο προέρχεται από τα φανταχτερά ρούχα, πουκάμισα κυρίως, των ντισκόβιων, που θύμιζαν την αμφίεση των ρομά που περιφέρονταν στις γειτονιές επιδιορθώνοντας καρέκλες («καρεκλάς, ο καρεκλάς»). Άλλη εκδοχή είναι ότι στις μικροσυγκρούσεις μεταξύ ροκάδων και ντισκόβιων, οι πρώτοι χρησιμοποιούσαν καρέκλες για να επιτεθούν στους δεύτερους που ήταν συνήθως οι χαμένοι των καβγάδων. Τέλος σύμφωνα με μία ακόμα εκδοχή επειδή ο χορός των οπαδών της ντίσκο θύμιζε… καρέκλα, έλαβαν αυτό το «προσωνύμιο».
Τα σπουδαία ξένα χορευτικά τραγούδια και η ελληνική (italo) disco
Μια ταινία σταθμός για την πορεία της χορευτικής μουσικής ήταν το “Saturday Night Fever» («Πυρετός το Σαβατόβραδο», 1977) με τον Τζον Τραβόλτα και την Κάρεν Λιν Γκόρνι στους βασικούς ρόλους. Το τραγούδι «Stayin’ Alive» των Bee Gees σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή. Την ίδια εποχή κυκλοφόρησε και το χιτ «I Feel Love» της πρόωρα χαμένης Ντόνα Σάμερ (1948-2012) της «βασίλισσας της ντίσκο» για πολλούς. Το κορυφαίο άλμπουμ του Μάικλ Τζάκσον «Thriller» (1982) σε παραγωγή Κουίνσι Τζόουνς, όπως και τα άλμπουμ της Μαντόνα «Madonna» (1983) και «Like a Virgin»(1984)(το «Like a Prayer» είναι μεταγενέστερο, του 1988) σημάδεψαν επίσης τη χορευτική μουσική και τις ντισκοτέκ.
Μπορεί να φανεί περίεργο σε κάποιους αλλά ντίσκο τραγούδια, ιδιαίτερα ίταλο ντίσκο έγραψαν και τραγούδησαν και Έλληνες δημιουργοί που κάνουν καριέρα μέχρι σήμερα. Εκτός από το θρυλικό «Computer Guy» του DJ Palmer που αναφέραμε υπάρχουν και άλλα. Να σημειώσουμε για τον DJ Palmer ότι το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Κώστας Κωνσταντίνου, ήταν από τους λίγους dj που χρησιμοποιούσε το μικρόφωνο για να μιλάει «πάνω» στα τραγούδια και έφυγε από κοντά μας το 2017. Το ορίτζιναλ 12ιντσο βινύλιο του «Computer Guy» έφτασε κάποια στιγμή να πωλείται όπως διαβάσαμε 300 ευρώ!
Ο Κώστας Χαριτοδιπλωμένος (και ως Costas) έκανε διεθνή καριέρα με το «Lost in the Night» που θυμίζει λίγο το «Big in Japan» των Alphaville (1984). Ο Κώστας Μπίγαλης (Big Alice) γνώρισε επιτυχία επίσης και στο εξωτερικό με το «I Miss You» (1983). Το «Viva Sahara» των Scraptown (Μιχάλης Ρακιντζής, Βασίλης Γούναρης, Γρηγόρης Μελάκης, Τίμος Παπασωκράτης, Βασίλης Παπασωκράτης, Βασίλης Δερτιλής) ακούστηκε πολύ εκτός από την Ελλάδα και στην Ιταλία.
Μεγάλη επιτυχία γνώρισαν επίσης οι Μαριάννα (Ευστρατίου), με το «Talk About Love» σύνθεση του Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, η Mandy (πρόκειται για τη δημοφιλή Μαντώ), με το «Fill me up» (Κώστας Χαριτοδιπλωμένος κι εδώ συνθέτης), Alex C, με το «Tonight all Night» που κυκλοφόρησε και στη Γερμανία και οι «Dreamer & the Full Moon» (Μάνος Ξυδούς, Γιώργος Γκικοδήμος, Γιάννης Ευσταθίου, Νίκος Πιπινέλης, Τόλης Σκαμαντζούρας και Σωκράτης Τσούκαλης) με το «Sandrina» (1984). Στο βιντεοκλίπ του τραγουδιού οι καλλιτέχνες εμφανίζονται με κουκούλες μαύρου χρώματος δημιουργώντας μια αχλή γιατο ποιοι είναι. Αυτό έγινε είτε για διαφημιστικούς – εμπορικούς λόγους είτε γιατί δεν έπρεπε να αναγνωρισθεί ο Μάνος Ξυδούς που ήταν παράλληλα στέλεχος δισκογραφικής εταιρείας.
Ήταν η ντίσκο μουσική η αντίστοιχη τραπ των 80s;
Η σύγκριση της μουσικής ντίσκο που έκανε θραύση στη νεολαία τη δεκαετία του ’80 με την τραπ που ακούγεται σήμερα πολύ από έφηβους (και μικρότερους…) και νέους είναι μάλλον άστοχη γιατί οι εποχές είναι διαφορετικές. Όμως θεωρούμε ότι οι δύο μουσικές δεν έχουν καμία σχέση. Ανεξάρτητα από το τι έγινε στις ΗΠΑ ή αλλού, η μουσική ντίσκο στην Ελλάδα δεν οδήγησε σε ακραίες καταστάσεις. Οι στίχοι των τραγουδιών ντίσκο δεν ήταν σε καμία περίπτωση προσβλητικοί για τις γυναίκες, δεν αναφέρονταν σε όπλα, ναρκωτικά, χρήματα κλπ. ούτε βέβαια διεκδικούσαν Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Απλά, εύπεπτα τραγούδια που δεν διεκδικούσαν ιδιαίτερες δάφνες ποιότητας αλλά προορίζονταν για διασκέδαση του νεανικού κυρίως κοινού που ήθελε να ξεφύγει από την «ψαγμένη» και πολιτικοποιημένη μουσική ή τις ροκ αυθεντίες. Άλλωστε όπως τραγουδούσε και η Cyndi Lauper το μακρινό 1983 «Girls (and boys θα προσθέταμε…) Just Want to Have Fun»…
Σχετική βιβλιογραφία: Βαγγέλης Τζούκας, «Ντισκοτέκ» στο συλλογικό «Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘80», 2η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ επίκεντρο, 2014
Πριν από σαράντα χρόνια περίπου, κυριαρχούσε στη χώρα μας ένα άλλο μουσικό είδος, η ντίσκο. Μπορεί να γίνει άραγε σύγκριση μεταξύ τραπ και ντίσκο; Ας δούμε κάποια στοιχεία για την ντίσκο. Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι, κατά τη γνωστή φράση κλισέ.
Η ιστορία της ντίσκο μουσικής
Σύμφωνα με το Merriam Webster, ντίσκο είναι μια δημοφιλής χορευτική μουσική που χαρακτηρίζεται από υπνωτικό ρυθμό, επαναλαμβανόμενους στίχους και ήχους που παράγονται ηλεκτρονικά. Η λέξη ντίσκο πρωτοεμφανίστηκε το 1957 και αποτελεί σύντμηση της γαλλικής λέξης discotheque που εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1928 με αρχική σημασία «συλλογή δίσκων». Η λέξη ντίσκο με τη σημασία «μουσικό είδος», εμφανίστηκε στη Γαλλία μόλις το 1976.
Η ντίσκο άρχισε να διαδίδεται κυρίως μεταξύ των Ιταλοαμερικανών, των Λατίνων και τον ομοφυλόφιλων στη Φιλαδέλφεια των Η.Π.Α., συχνά ως αντίδραση στην κυριαρχία της ροκ μουσικής τη δεκαετία του ’60. Πολλοί θεωρούν ότι το gay club «Stonewall» ήταν ο πρώτος χώρος όπου κυριάρχησε η ντίσκο στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ακολούθησε το θρυλικό Studio 54 της Νέας Υόρκης με την χρήση ναρκωτικών και το χωρίς περιορισμούς σεξ από τους θαμώνες του.
Η μουσική ντίσκο με τον έντονο χορευτικό χαρακτήρα αποτέλεσε τη βάση για τη συγκρότηση μιας υποκουλτούρας με χαρακτηριστικά της τον ιδιαίτερο τρόπο ντυσίματος (πολύχρωμα, φανταχτερά και εξεζητημένα ρούχα), την ανάδειξη της gay και αμφιλοφυλικής σεξουαλικότητας και την επίδειξη της επιθυμίας για μουσική και χορό όπως γράφει ο Βαγγέλης Τζούκας στο βιβλίο «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ‘80».
Το Studio 54 έκλεισε (λόγω ναρκωτικών) το 1978 ενώ «η νύχτα κατεδάφισης της ντίσκο» («Disco Demolition Night») ,με την ανατίναξη (!) ενός μεγάλου αριθμού δίσκων με μουσική ντίσκο στη διάρκεια αγώνων μπέιζμπολ στο Σικάγο στις 12 Ιουλίου 1979 συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της δημοφιλίας της συγκεκριμένης μουσικής στις Η.Π.Α. Αντίθετα στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισε η άνθηση της μουσικής ντίσκο και των ντισκοτέκ. Ας μην ξεχνάμε ότι 45 χρόνια πριν δεν υπήρχε διαδίκτυο και αστραπιαία μετάδοση πληροφοριών σε όλο τον κόσμο, έτσι υπήρξε μια σχετική… χρονοκαθυστέρηση στην άφιξη και την καθιέρωση της ντίσκο στην Ελλάδα.
Οι θρυλικές ντισκοτέκ των 80s
Οι πρώτες ντισκοτέκ στην Ελλάδα λειτούργησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ,αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια σε επαρχιακές πόλεις, ιδιαίτερα σε αυτές που υπήρχε συχνή επικοινωνία με τουρίστες.
Στη δεκαετία του 1980 οι ντισκοτέκ κατέκλυσαν όχι μόνο τα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και τις μικρότερες πόλεις και κωμοπόλεις της επαρχίας. Οι πλέον δημοφιλείς στην Αθήνα ήταν οι εξής: «Dorian Gray» στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης με τον θρυλικό dj Palmer, δημιουργό του χιτ «Computer guy» (1986), «Much More» επίσης στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης που μετονομάστηκε αργότερα σε «Seyhelles», «Jacky O» στην περιοχή του Χίλτον, «Divina», στην Κηφισιά, στέκι γόνων νεόπλουτων οικογενειών, «Barbarella», στη Λεωφόρο Συγγρού, «Αυτοκίνηση» που ξεκίνησε από τη Λεωφόρο Κηφισίας, μετακόμισε αργότερα στην αρχή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης στον χώρο των παλιών «Δειλινών», με την ίδια επιτυχία και ύστερα μετονομάστηκε σε «Club 22», «Doomsday», στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης όπου σήμερα είναι η στάση του μετρό «Αλέκος Παναγούλης», «Boom Boom» που λειτουργούσε αρχικά στην Καστέλα και στη συνέχεια στις Τζιτζιφιές, «ABC» και «Station One» στην οδό Πατησίων, «Αποκάλυψη» στη Νέα Φιλαδέλφεια, «Roller» στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς, «Satelitte» στο «Κάραβελ», «Prison» στην οδό Πατησίων, «Too Much», «Retro», «Malibu» κ.ά.
Στη Θεσσαλονίκη, γνωστότερες ντίσκο ήταν οι «Figaro», «Panopticum», «La Posse», «Divina» κ.ά.
Κομβικός ρόλος στις ντισκοτέκ ήταν αυτός του dj , ο οποίος έπρεπε να ενσωματώσει ετερόκλητες συχνά μουσικές για να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο. Εκτός από τα ντίσκο και άλλα χορευτικά τραγούδια υπήρχε σε κάθε πρόγραμμα η ενότητα με τις ποπ και ροκ μπαλάντες όπου δινόταν η δυνατότητα για «προσωπικό» χορό ανάμεσα σε κορίτσια και αγόρια και αποτελούσε απαραίτητο μέρος κάθε προγράμματος.
Απαραίτητα αξεσουάρ στις ντισκοτέκ εκτός από τα πικάπ και τα ηχεία βέβαια, ήταν η ντισκομπάλα, τα φωτορυθμικά, τα τραπέζια, οι καναπέδες και η μεγάλη πίστα στην οποία ορισμένες και ορισμένοι έδιναν πραγματικό ρεσιτάλ! Μερικές φορές το πρόγραμμα διακοπτόταν για να γίνουν διαγωνισμοί χορού. Κάποιοι για να εντυπωσιάσουν έκαναν φιγούρες και ακροβατικά που παρέπεμπαν στο μπρέικντανς (<αμερικ. break dancing, 1982).
Το κοινό των ντίσκο: χαίτη, περμανάντ, βάτες στα σακάκια, φαρδιά παντελόνια και… άσπρες κάλτσες!
Βέβαια dress code για είσοδο στις ντισκοτέκ δεν υπήρχε. Ωστόσο ,αυτό άλλωστε ήταν και το ενδυματολογικό «πνεύμα» της εποχής, υπήρχε σχεδόν ομοιόμορφη εμφάνιση: σακάκια με βάτες (αντρικά και γυναικεία), πολύχρωμα πουκάμισα, σκαρπίνια, σατέν κοστούμια, φαρδιά παντελόνια, τύπου μπάγκι και… άσπρες κάλτσες συμπλήρωναν σχεδόν πάντα την αντρική αμφίεση. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι με αμάνικα μπλουζάκια, τζιν παντελόνια και αθλητικά παπούτσια που συνήθως ήταν αυτοί που… ξεβιδώνονταν στις πίστες των ντισκοτέκ.
Όσον αφορά τις κομμώσεις, τα μεν αγόρια είχαν συνήθως χαίτη και φράντζες στα μαλλιά ή αφάνα, τα δε κορίτσια περμανάντ, ξανθές ανταύγειες και οξυζενέ στην κόμη τους! Το γυναικείο ντύσιμο ήταν τις περισσότερες φορές απλό (πουκάμισο ή μπλούζα και φούστα ως το γόνατο τις περισσότερες φορές ή παντελόνι). Οι πιο τολμηρές κοπέλες της εποχής φορούσαν τη φούστα ρα-ρα (<αγγλ. rah-rah ή ra-ra), μια κοντή φούστα με δίπλες που ξεκίνησε από τις τσιρλίντερς και σταδιακά έγινε μόδα ιδιαίτερα μετά το 1982.
Συνδέθηκε ιδιαίτερα με το χιτ των Kaoma «Lambada» του 1989 στο βιντεοκλίπ του οποίου όλες οι συμμετέχουσες φορούσαν τέτοιες φούστες. Η φούστα ρα-ρα εκτοπίστηκε από τις μίνι φούστες αλλά το 2008 ήρθε ξανά στη μόδα. Ταινίες και βιντεοταινίες της δεκαετίας του 1980, μπορούν να δώσουν στους νεότερους μία σαφέστερη εικόνα για όσα αναφέραμε παραπάνω.
Η Italo disco
Ένα παρακλάδι της ντίσκο μουσικής ήταν η ίταλο ντίσκο, που όπως μαρτυρά και το όνομα της ξεκίνησε στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής από το 1982 όταν η εταιρεία ΖΥΧ την προώθησε και σε άλλες χώρες. Η διαφορά από την αμερικανική ντίσκο είναι η χρήση ηλεκτρονικών ντραμς, σινθεσάιζερ και κωδικοποιητών φωνής. Βασική γλώσσα των τραγουδιών italo disco είναι η αγγλική και σπανιότερα η ιταλική και ισπανική. Μετά το 1983 η italo disco άρχισε να κυριαρχεί σε πολλές χώρες του κόσμου.
Παραλλαγή της italo μπορούν να χαρακτηριστούν τα τραγούδια των Γερμανών «Modern Talking» που έχουν αγγλικούς στίχους, πιο «ψαγμένους» σε σχέση με τους αντίστοιχους των ιταλικών και ακριβότερη παραγωγή. Βασικό χαρακτηριστικό των τραγουδιών italo disco είναι ότι οι δημιουργοί και οι ερμηνεύτριες/ές τους χρησιμοποιούν αν και Ιταλοί ή Γερμανοί κυρίως, αγγλικά-αμερικανικά ψευδώνυμα θυμίζοντας τους πρωταγωνιστές σπαγγέτι-γούεστερν (Μοντγκόμερι Γουντ, Μπαντ Σπένσερ, Τέρενς Χιλ κ.ά.). Μερικοί από τους εκπροσώπους της italo disco είναι οι: Fancy (πραγματικό ονοματεπώνυμο Manfred Alois Segieth, γερμανικής καταγωγής), CC Catch (ολλανδογερμανικής καταγωγής, πραγματικό ονοματεπώνυμο Caroline Catherine Muller), Den Harrow (Stefano Zandri, γεννημένος στην Ιταλία), Grant Miller, Αμερικανός αυτός, ο Μito με το θρυλικό «Droid», η Ιταλίδα Sambrina, τα συγκροτήματα Bad Boys Blue, London Boys κ.ά.
Ο «πατέρας» της italo disco που εξελίχθηκε σταδιακά στην Eurodisco είναι ο Ιταλός συνθέτης, στιχουργός και παραγωγός Giorgio Moroder.
Καρεκλάδες… και ροκάδες
Οι κόντρες των ροκάδων με τους «φλώρους» όπως του αποκαλούσαν λάτρεις της μουσικής ντίσκο, τους «καρεκλάδες» ήταν συχνές. Για το πώς προήλθε η λέξη «καρεκλάς» λάτρης της ντίσκο μουσικής υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη το προσωνύμιο προέρχεται από τα φανταχτερά ρούχα, πουκάμισα κυρίως, των ντισκόβιων, που θύμιζαν την αμφίεση των ρομά που περιφέρονταν στις γειτονιές επιδιορθώνοντας καρέκλες («καρεκλάς, ο καρεκλάς»). Άλλη εκδοχή είναι ότι στις μικροσυγκρούσεις μεταξύ ροκάδων και ντισκόβιων, οι πρώτοι χρησιμοποιούσαν καρέκλες για να επιτεθούν στους δεύτερους που ήταν συνήθως οι χαμένοι των καβγάδων. Τέλος σύμφωνα με μία ακόμα εκδοχή επειδή ο χορός των οπαδών της ντίσκο θύμιζε… καρέκλα, έλαβαν αυτό το «προσωνύμιο».
Τα σπουδαία ξένα χορευτικά τραγούδια και η ελληνική (italo) disco
Μια ταινία σταθμός για την πορεία της χορευτικής μουσικής ήταν το “Saturday Night Fever» («Πυρετός το Σαβατόβραδο», 1977) με τον Τζον Τραβόλτα και την Κάρεν Λιν Γκόρνι στους βασικούς ρόλους. Το τραγούδι «Stayin’ Alive» των Bee Gees σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή. Την ίδια εποχή κυκλοφόρησε και το χιτ «I Feel Love» της πρόωρα χαμένης Ντόνα Σάμερ (1948-2012) της «βασίλισσας της ντίσκο» για πολλούς. Το κορυφαίο άλμπουμ του Μάικλ Τζάκσον «Thriller» (1982) σε παραγωγή Κουίνσι Τζόουνς, όπως και τα άλμπουμ της Μαντόνα «Madonna» (1983) και «Like a Virgin»(1984)(το «Like a Prayer» είναι μεταγενέστερο, του 1988) σημάδεψαν επίσης τη χορευτική μουσική και τις ντισκοτέκ.
Μπορεί να φανεί περίεργο σε κάποιους αλλά ντίσκο τραγούδια, ιδιαίτερα ίταλο ντίσκο έγραψαν και τραγούδησαν και Έλληνες δημιουργοί που κάνουν καριέρα μέχρι σήμερα. Εκτός από το θρυλικό «Computer Guy» του DJ Palmer που αναφέραμε υπάρχουν και άλλα. Να σημειώσουμε για τον DJ Palmer ότι το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Κώστας Κωνσταντίνου, ήταν από τους λίγους dj που χρησιμοποιούσε το μικρόφωνο για να μιλάει «πάνω» στα τραγούδια και έφυγε από κοντά μας το 2017. Το ορίτζιναλ 12ιντσο βινύλιο του «Computer Guy» έφτασε κάποια στιγμή να πωλείται όπως διαβάσαμε 300 ευρώ!
Ο Κώστας Χαριτοδιπλωμένος (και ως Costas) έκανε διεθνή καριέρα με το «Lost in the Night» που θυμίζει λίγο το «Big in Japan» των Alphaville (1984). Ο Κώστας Μπίγαλης (Big Alice) γνώρισε επιτυχία επίσης και στο εξωτερικό με το «I Miss You» (1983). Το «Viva Sahara» των Scraptown (Μιχάλης Ρακιντζής, Βασίλης Γούναρης, Γρηγόρης Μελάκης, Τίμος Παπασωκράτης, Βασίλης Παπασωκράτης, Βασίλης Δερτιλής) ακούστηκε πολύ εκτός από την Ελλάδα και στην Ιταλία.
Μεγάλη επιτυχία γνώρισαν επίσης οι Μαριάννα (Ευστρατίου), με το «Talk About Love» σύνθεση του Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, η Mandy (πρόκειται για τη δημοφιλή Μαντώ), με το «Fill me up» (Κώστας Χαριτοδιπλωμένος κι εδώ συνθέτης), Alex C, με το «Tonight all Night» που κυκλοφόρησε και στη Γερμανία και οι «Dreamer & the Full Moon» (Μάνος Ξυδούς, Γιώργος Γκικοδήμος, Γιάννης Ευσταθίου, Νίκος Πιπινέλης, Τόλης Σκαμαντζούρας και Σωκράτης Τσούκαλης) με το «Sandrina» (1984). Στο βιντεοκλίπ του τραγουδιού οι καλλιτέχνες εμφανίζονται με κουκούλες μαύρου χρώματος δημιουργώντας μια αχλή γιατο ποιοι είναι. Αυτό έγινε είτε για διαφημιστικούς – εμπορικούς λόγους είτε γιατί δεν έπρεπε να αναγνωρισθεί ο Μάνος Ξυδούς που ήταν παράλληλα στέλεχος δισκογραφικής εταιρείας.
Ήταν η ντίσκο μουσική η αντίστοιχη τραπ των 80s;
Η σύγκριση της μουσικής ντίσκο που έκανε θραύση στη νεολαία τη δεκαετία του ’80 με την τραπ που ακούγεται σήμερα πολύ από έφηβους (και μικρότερους…) και νέους είναι μάλλον άστοχη γιατί οι εποχές είναι διαφορετικές. Όμως θεωρούμε ότι οι δύο μουσικές δεν έχουν καμία σχέση. Ανεξάρτητα από το τι έγινε στις ΗΠΑ ή αλλού, η μουσική ντίσκο στην Ελλάδα δεν οδήγησε σε ακραίες καταστάσεις. Οι στίχοι των τραγουδιών ντίσκο δεν ήταν σε καμία περίπτωση προσβλητικοί για τις γυναίκες, δεν αναφέρονταν σε όπλα, ναρκωτικά, χρήματα κλπ. ούτε βέβαια διεκδικούσαν Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Απλά, εύπεπτα τραγούδια που δεν διεκδικούσαν ιδιαίτερες δάφνες ποιότητας αλλά προορίζονταν για διασκέδαση του νεανικού κυρίως κοινού που ήθελε να ξεφύγει από την «ψαγμένη» και πολιτικοποιημένη μουσική ή τις ροκ αυθεντίες. Άλλωστε όπως τραγουδούσε και η Cyndi Lauper το μακρινό 1983 «Girls (and boys θα προσθέταμε…) Just Want to Have Fun»…
Σχετική βιβλιογραφία: Βαγγέλης Τζούκας, «Ντισκοτέκ» στο συλλογικό «Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘80», 2η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ επίκεντρο, 2014
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών